του Παντελη Μπουκαλα, απο την Καθημερινη...
Στις κουβέντες μας σπανιότατα τους αποκαλούμε Ρομά. Αυτά τα «επίσημα» τα προσπερνάμε σαν αποκυήματα της πολιτικής ορθότητας ή ενός υποκριτικού καθωσπρεπισμού. Οπότε; Οπότε «Γύφτοι». Ή το πολύ «Τσιγγάνοι», σαν κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στο εισαγόμενο Ρομά και το αυθεντικά εγχώριο Γύφτοι. Μολαταύτα, εμείς που κηρύξαμε πως «το όνομά μας είναι η ψυχή μας», κάποιο περιθώριο αυτοπροσδιορισμού πρέπει να αναγνωρίζουμε και στους άλλους. Εστω και «εκ φύσεως κατώτερους», όπως μάθαμε να τους μετράμε. Και επιπλέον, ή πρωτίστως, «εκ φύσεως παραβατικούς»...
Μας έχει κάνει πολύ μεγάλη ζημιά, στις σκέψεις και στα αισθήματα, αυτό το δόγμα που του αρκούν δύο λέξεις, «εκ φύσεως», για να ορθώσει τείχη αποκλεισμού και να μας εφοδιάσει με όπλα και δηλητήριο. Μια-δυο δεκαετίες πριν, «εκ φύσεως κατώτερους και παραβατικούς» θεωρούσαμε τους Αλβανούς. Οι οποίοι, ως εκ τούτου, «δεν θα γίνουν Ελληνες ποτέ», όπως τραγουδούσε ο πρώιμος χρυσαυγιτισμός, άνευ αντιδράσεων από την επισήμως κωφεύουσα πολιτεία και το μέγα πλήθος των σημερινών «αντιφασιστών».
Επειτα, όταν είδαμε ότι, όπως συνέβαινε επί αιώνες, περισσότερα μας ενώνουν ή μας εξομοιώνουν με τους Αλβανούς, μας φέρνουν κοντά παρά μας χωρίζουν, ανακαλύψαμε ότι το «εκ φύσεως» ταιριάζει καλύτερα στους φερτούς μελαψούς, Ασιάτες και Αφρικανούς. Αρχίσαμε λοιπόν να τους αντιμετωπίζουμε, αδιακρίτως, σαν μια υποβαθμισμένη και περισσότερο φθαρμένη εκδοχή των ημεδαπών μελαψών, των Ρομά ή Τσιγγάνων ή Γύφτων, καταδικασμένων ούτως ή άλλως στη συνείδησή μας (παρεκτός και τους χρειαζόμαστε σαν μουσικούς για τα πανηγύρια μας ή σαν μεταφορείς των καρπουζιών και της καννάβεώς μας).
Είδαμε έτσι πληθυσμούς που γειτόνευαν επί γενιές με τσιγγάνικους καταυλισμούς να «αποκτούν πρόβλημα» – ή να μαθαίνουν από την τηλεόραση ότι «απέκτησαν πρόβλημα». Και ορισμένοι να καλούν τα τάγματα της Χ.Α. για να τους το λύσει με τον τρόπο που ξέρει: βρισιές, ρόπαλα, καραμπίνες. Ακόμα και στα πέριξ του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, παλιά εστία των Ρομά, έγινε το ίδιο. Και έπρεπε να απειληθεί η διεξαγωγή των πανηγυριών για να το ξανασκεφτούν πολλοί. Δηλαδή να σκεφτούν ότι αν υπάρχει κρίση, που υπάρχει, άγρια, δεν μπορεί παρά να θίγει και τους Ρομά. Τουλάχιστον ως προς αυτό, ως προς την επιδεινούμενη στέρηση χρημάτων και δικαιωμάτων, Ελληνες είναι και αυτοί.
Είναι μια κατάρα η πίστη μας στο «εκ φύσεως» και στο δόγμα περί συλλογικής ευθύνης. Εκ φύσεως ανώτεροι και φιλόνομοι εμείς, εκ φύσεως βδελυροί οι Ρομά. Οι Τσιγγάνοι. Οι Γύφτοι ντε... Το ενδεχόμενο να έχουν μια στο τόσο δίκιο ή, έστω, δικαίωμα απολογίας, το ενδεχόμενο να φταίει το άτομο και όχι το γένος, δεν μας παραπερνάει από το μυαλό. Ακούμε έτσι ότι «οι Ρομά» το ’να, «οι Ρομά» τ’ άλλο. Περίπου όπως όταν συλλαμβάνεται λευκός Ελλην παραβάτης και ακούμε «οι Ελληνες» το ’να ή τ’ άλλο. Με τέτοια σαρωτική λογική καταλαβαίνουμε πως ο χρυσαυγίτικος ρατσισμός ήρθε για να μείνει. Αλλωστε, ήταν ήδη εδώ.
Στις κουβέντες μας σπανιότατα τους αποκαλούμε Ρομά. Αυτά τα «επίσημα» τα προσπερνάμε σαν αποκυήματα της πολιτικής ορθότητας ή ενός υποκριτικού καθωσπρεπισμού. Οπότε; Οπότε «Γύφτοι». Ή το πολύ «Τσιγγάνοι», σαν κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στο εισαγόμενο Ρομά και το αυθεντικά εγχώριο Γύφτοι. Μολαταύτα, εμείς που κηρύξαμε πως «το όνομά μας είναι η ψυχή μας», κάποιο περιθώριο αυτοπροσδιορισμού πρέπει να αναγνωρίζουμε και στους άλλους. Εστω και «εκ φύσεως κατώτερους», όπως μάθαμε να τους μετράμε. Και επιπλέον, ή πρωτίστως, «εκ φύσεως παραβατικούς»...
Μας έχει κάνει πολύ μεγάλη ζημιά, στις σκέψεις και στα αισθήματα, αυτό το δόγμα που του αρκούν δύο λέξεις, «εκ φύσεως», για να ορθώσει τείχη αποκλεισμού και να μας εφοδιάσει με όπλα και δηλητήριο. Μια-δυο δεκαετίες πριν, «εκ φύσεως κατώτερους και παραβατικούς» θεωρούσαμε τους Αλβανούς. Οι οποίοι, ως εκ τούτου, «δεν θα γίνουν Ελληνες ποτέ», όπως τραγουδούσε ο πρώιμος χρυσαυγιτισμός, άνευ αντιδράσεων από την επισήμως κωφεύουσα πολιτεία και το μέγα πλήθος των σημερινών «αντιφασιστών».
Επειτα, όταν είδαμε ότι, όπως συνέβαινε επί αιώνες, περισσότερα μας ενώνουν ή μας εξομοιώνουν με τους Αλβανούς, μας φέρνουν κοντά παρά μας χωρίζουν, ανακαλύψαμε ότι το «εκ φύσεως» ταιριάζει καλύτερα στους φερτούς μελαψούς, Ασιάτες και Αφρικανούς. Αρχίσαμε λοιπόν να τους αντιμετωπίζουμε, αδιακρίτως, σαν μια υποβαθμισμένη και περισσότερο φθαρμένη εκδοχή των ημεδαπών μελαψών, των Ρομά ή Τσιγγάνων ή Γύφτων, καταδικασμένων ούτως ή άλλως στη συνείδησή μας (παρεκτός και τους χρειαζόμαστε σαν μουσικούς για τα πανηγύρια μας ή σαν μεταφορείς των καρπουζιών και της καννάβεώς μας).
Είδαμε έτσι πληθυσμούς που γειτόνευαν επί γενιές με τσιγγάνικους καταυλισμούς να «αποκτούν πρόβλημα» – ή να μαθαίνουν από την τηλεόραση ότι «απέκτησαν πρόβλημα». Και ορισμένοι να καλούν τα τάγματα της Χ.Α. για να τους το λύσει με τον τρόπο που ξέρει: βρισιές, ρόπαλα, καραμπίνες. Ακόμα και στα πέριξ του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, παλιά εστία των Ρομά, έγινε το ίδιο. Και έπρεπε να απειληθεί η διεξαγωγή των πανηγυριών για να το ξανασκεφτούν πολλοί. Δηλαδή να σκεφτούν ότι αν υπάρχει κρίση, που υπάρχει, άγρια, δεν μπορεί παρά να θίγει και τους Ρομά. Τουλάχιστον ως προς αυτό, ως προς την επιδεινούμενη στέρηση χρημάτων και δικαιωμάτων, Ελληνες είναι και αυτοί.
Είναι μια κατάρα η πίστη μας στο «εκ φύσεως» και στο δόγμα περί συλλογικής ευθύνης. Εκ φύσεως ανώτεροι και φιλόνομοι εμείς, εκ φύσεως βδελυροί οι Ρομά. Οι Τσιγγάνοι. Οι Γύφτοι ντε... Το ενδεχόμενο να έχουν μια στο τόσο δίκιο ή, έστω, δικαίωμα απολογίας, το ενδεχόμενο να φταίει το άτομο και όχι το γένος, δεν μας παραπερνάει από το μυαλό. Ακούμε έτσι ότι «οι Ρομά» το ’να, «οι Ρομά» τ’ άλλο. Περίπου όπως όταν συλλαμβάνεται λευκός Ελλην παραβάτης και ακούμε «οι Ελληνες» το ’να ή τ’ άλλο. Με τέτοια σαρωτική λογική καταλαβαίνουμε πως ο χρυσαυγίτικος ρατσισμός ήρθε για να μείνει. Αλλωστε, ήταν ήδη εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου