Η βία είναι ένα ζήτημα κρίσιμο: για τα κινήματα, την Αριστερά και τη δημοκρατία. Η πρόσφατη σχετική συζήτηση, λοιπόν, θα ήταν καλοδεχούμενη, αν δεν προσέκρουε σε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: από πλευράς όσων την ανακινούν, γίνεται προσχηματικά. Κίνητρο δεν είναι ο προβληματισμός ούτε κάποια υγιής –έστω και συντηρητική– ανησυχία για την ένταση της βίας. Το ερώτημα, «Καταδικάζετε ή όχι τη βία;» (που έθετε ο Γ. Μιχελάκης στην «Ανατροπή») με υψωμένο το δάχτυλο, έχει άλλο στόχο: να στριμώξει την Αριστερά, και γι’ αυτό είναι ακατάλληλο για την εκκίνηση μιας ουσιαστικής συζήτησης. Αναζητώντας τις βάσεις μιας τέτοιας κουβέντας, θέλω να θέσω τρία σημεία.
Πρώτον, πριν καταδικάσουμε ή εγκρίνουμε, πρέπει να κατανοήσουμε. Το «καταδικάζω τη βία από όπου και αν προέρχεται», πέραν των άλλων, είναι πολύ εύκολο. Αν κάποιος ενδιαφέρεται ή ανησυχεί ειλικρινά για τη βία, πρέπει να εγκύψει σε αυτήν. Τον Δεκέμβρη του 2008, λ.χ., πριν απ’ όλα, πριν προχωρήσει κανείς σε αξιολογήσεις, έπρεπε να αντιληφθεί την έκταση και την ποιότητα του φαινομένου.
Δεύτερον, χρειάζεται να διακρίνουμε τις μορφές· σε καθαρά πραγματολογικό επίπεδο, το γιαούρτωμα, τα μαχαιρώματα, μια κατάληψη, οι μολότοφ, η αγριότητα των ΜΑΤ έχουν τεράστιες διαφορές. Και όποιος εξισώνει το γιαούρτωμα με το μαχαίρωμα, αυτό που πετυχαίνει, εν τέλει, δεν είναι να στιγματίσει το γιαούρτι, αλλά να αθωώσει το μαχαίρι.
Τρίτον, μια σοβαρή διάσταση, μονίμως απούσα από τον κυρίαρχο λόγο, είναι ότι στην Ελλάδα του 2013 βασικός παραγωγός βίας, με μεγάλη ένταση, είναι το κράτος και οι μηχανισμοί του. Έχουμε ακούσει, βέβαια, πολλές φορές για το «μονοπώλιο της ένοπλης βίας». Αν ανοίξουμε όμως τη συζήτηση, πρέπει στο τραπέζι να τα βάλουμε όλα (και το κοινωνικό συμβόλαιο και το δικαίωμα της αντίστασης κ.ο.κ.), ενώ υπάρχει μια κρίσιμη λεπτομέρεια: η κλασική αυτή διατύπωση (που, σημειωτέον, αφορά την ένοπλη βία, όχι τη βία συνολικά) δεν συνεπάγεται καθόλου βία άνευ λογοδοσίας, ανεξέλεγκτη, όπως αυτή που βιώνουμε από τα ΜΑΤ τα τελευταία χρόνια. Το αντίθετο.
Στα τηλεοπτικά πάνελ, συνήθως, τέτοιες διακρίσεις αποφεύγονται. Προτιμάται το ερώτημα «Αποκηρύσσετε τη βία, ναι ή όχι;», το οποίο υπονομεύει τη δυνατότητα ουσιαστικής συζήτησης. Αυτή ήταν και η μεγάλη επιτυχία του Γιώργου Κατρούγκαλου, στην τελευταία «Ανατροπή»: έθεσε τις βάσεις μιας τέτοιας συζήτησης (που προφανώς δεν μπορούσε να γίνει στο δεδoμένο πάνελ), αναδεικνύοντας καίριες όψεις του ζητήματος. Έτσι, ακόμα και όσοι διαφωνούν με την άποψή του (χονδρικά, ότι κριτήριο για την αποδοχή της βίας είναι η κοινωνική νομιμοποίησή της), κανονικά, του οφείλουν χάριτες: γιατί με αυτή την άποψη μπορεί να συμφωνήσει ή να αντιπαρατεθεί κανείς σοβαρά — και όχι με τις φαιδρότητες περί «αρσενικού στην τούρτα» που πέταξαν στον πρώην πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης.
O Θέμης Παπαδέας είναι φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου