Του Χρήστου Λάσκου, απο το AlterThess...
Ένγκελς, 12 Απριλίου 1853
Έχει γίνει κοινή συνείδηση πιστεύω πως το 2014 είναι μια χρονιά, η οποία είναι πολύ πιθανό πως θα αποτελέσει πολιτική καμπή για την Ελλάδα. Η προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς γίνεται πλέον πολύ αληθοφανής δυνατότητα. Δεν είναι καθόλου απίθανο, μάλιστα, στους επόμενους μήνες η δυναμική που οδηγεί σε αυτήν την έκβαση να αποκτήσει ραγδαία χαρακτηριστικά.
Είναι προφανές πως, σε μεγάλο βαθμό, αυτή η εξέλιξη διαμορφώνεται λόγω της πρωτοφανούς κοινωνικής καταστροφής που σήμανε η καπιταλιστική κρίση και, ακόμη περισσότερο, η διαχείρισή της από τις καθεστωτικές δυνάμεις. Με αυτήν την έννοια, η ενίσχυση της Αριστεράς έρχεται και ως απελπισμένη κίνηση πολλών και ετερόκλητων κοινωνικών τάξεων, μερίδων τάξεων και στρωμάτων, τα οποία, εγκαταλείποντας τους διαχρονικούς πολιτικούς εκπροσώπους τους και διαρρηγνύοντας τις κοινωνικές συμμαχίες, στις οποίες ήταν μεταπολιτευτικά προσδεμένα, ψάχνουν την θέση τους στο νέο, χαοτικό εν πολλοίς, πλαίσιο.
Σε αυτές τις συνθήκες, η πολιτική προτίμηση δεν σημαίνει ιδεολογική προσχώρηση. Θέλω να πω, στους δυνητικούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ αθροίζονται από πεπεισμένους αντικαπιταλιστές μέχρι και υποστηρικτές ενός «μη κλεπτοκρατικού» -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- καπιταλισμού. Και, μαζί, όλες οι ενδιάμεσες παραλλαγές.
Η συνάρθρωση τόσο διαφορετικών προσδοκιών και αιτημάτων είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, που, κάποιες φορές αντικειμενικά, αποκτά τον χαρακτήρα πραγματικού γρίφου. Ας σκεφτούμε λίγο την απόσταση ανάμεσα στον ακραία εκμεταλλευόμενο μισθωτό π.χ. του εμπορικού τομέα και τον μικρό ή μεσαίο εργοδότη του έμπορο, ο οποίος πλήττεται από την έλλειψη ζήτησης και ρευστού και θα έχουμε μια πολύ σαφή εικόνα. Βεβαίως, η πάγια και ταξικά μεροληπτική θέση του ΣΥΡΙΖΑ δίνει το μίτο που απαιτείται, για να συνθέσει τις εργατικές επιδιώξεις με αιτήματα «μικρομεσαίων», στο μέτρο που οι τελευταίοι αντιλαμβάνονται την κοινωνική απαίτηση να είναι συνεπείς στις φορολογικές και εργασιακές τους υποχρεώσεις. Δεν είναι, ωστόσο, το ίδιο βέβαιο πως αυτό γίνεται αντιληπτό από όλους τους αποδέκτες αυτής της στάσης.
Νομίζω, λοιπόν, πως μ’ όλο που τα πράγματα έχουν έτσι ακριβώς, μ’ όλο, δηλαδή, που αποτελεί κρισιμότατο ζήτημα η διαμόρφωση της συνάρθρωσης μεταξύ ποικίλων συμφερόντων και προσδοκιών, ακόμη κρισιμότερο είναι το να οριστεί η συστατική αρχή αυτής της συνάρθρωσης. Κι εδώ τα πράγματα είναι ακόμη σαφέστερα: το στοίχημα είναι τα κατώτερα στρώματα, η εργατική τάξη, οι άνεργοι και οι επισφαλείς να νιώσουν σε συντριπτικά ποσοστά αυτήν την υπόθεση ως δική τους. Αυτό θα αποτελέσει το αρχικό πλειοψηφικό γεγονός, που θα μεταβάλλει τους συσχετισμούς και με πολιτικά αποτελεσματικό τρόπο. Αν κινηθούν οι μεγάλοι αριθμοί των κατώτερων τάξεων και μερίδων, οι υπόλοιποι θα «συναρθρωθούν» γύρω τους. Ή δεν θα «συναρθρωθούν» και θα επιλέξουν μια στάση ουδετερότητας μπροστά στη μεγάλη σύγκρουση.
Αυτό που θα αποδειχθεί καθοριστικό, ωστόσο, είναι η αρχή, με την έννοια που περιγράφτηκε προηγούμενα.
Ας το δούμε και από μια διαφορετική οπτική γωνία. Είναι αλήθεια πως στις έρευνες γνώμης ένα μεγάλο ποσοστό απαντάει με τρόπους που δείχνουν πόσο η καπιταλιστική ιδεολογία παραμένει δραστικότατη, άρχουσα με την πλήρη σημασία του όρου. Πόσο, δηλαδή, ο ατομικισμός και το ιδιωτικό κυριαρχούν επί του συλλογικού, του κοινού και του αλληλέγγυου. Από την άλλη, αυτή είναι η μισή αλήθεια. Γιατί η άλλη μισή βρίσκεται στο γεγονός πως ένα μεγάλο μέρος των περισσότερο πληττόμενων, αυτών, επομένως, που αποτελούν τη κύρια έγνοια της Αριστεράς, έχουν επιλέξει (;) να είναι αόρατοι. Δεν θέλουν να ξέρουν, δεν απαντούν, δεν ψηφίζουν.
Η ακτινογραφία της εκλογικής αποχής το δείχνει καθαρά. Και το ίδιο συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη. Χαρακτηριστικά, στη Γερμανία στις υποβαθμισμένες συνοικίες του Βερολίνου, του Ντόρτμουντ ή της Κολωνίας η συμμετοχή στις εκλογές φθάνει στο 30%, όταν στις «καλές» υπερβαίνει το 70%.
Οι πληβείοι αποστρατεύονται, εγκαταλείπουν όλες τους τις ελπίδες, συνεπώς και τις πολιτικές τους ελπίδες. Όλες οι έρευνες το κραυγάζουν.
Γι’ αυτό ισχυρίζομαι πως όλα, σε ό,τι αφορά την αναγκαία ανατροπή, θα κριθούν πρωταρχικά –να γιατί χρησιμοποιώ τον όρο «η αρχή της συνάρθρωσης»- από τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να φέρει πίσω στην πολιτική όλον αυτόν τον κόσμο, που βιώνοντας με ακραίο τρόπο την ανεργία, την εκμετάλλευση και την ανημπόρια απελπίζεται, αποσύρεται, εξαχνώνεται πολιτικά και περνάει στην επικράτεια του αόρατου.
Γιατί, παρόλο που υπάρχουν πολλοί απελπισμένοι, δεν είναι όλοι με τον ίδιο τρόπο απελπισμένοι. Γιατί, επιπλέον, έχει πολύ μεγάλη σημασία να μπορέσει η ριζοσπαστική Αριστερά να απαντήσει σε αυτές τις ποικίλες μορφές της απελπισίας, ιεραρχώντας και προσανατολίζοντας.
Η ηγεμονία δεν αποτελεί έκβαση αθροίσεων, αλλά πράξεων πολύ συνθετότερων. Πράγμα που δεν φαίνεται να είναι πάντοτε αντιληπτό, όταν κάνουμε τους πολιτικούς σχεδιασμούς μας. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να «απαντήσουμε» σε όλα. Δεν γίνεται να μην βρούμε λύσεις στην κατεύθυνση, μεταξύ άλλων, του να έχουν όλοι οι άνθρωποι εισόδημα, πρόσβαση σε τροφή, στέγη, νερό και ρεύμα, θέρμανση και ιατρική φροντίδα, να αποκτήσουν βάσιμη προσδοκία πως θα αποκτήσουν, για πρώτη φορά ή ξανά, αξιοπρεπή εργασία, να νιώσουν πως δεν τους απειλεί ο εργοδοτικός δεσποτισμός με τον θανάσιμο τρόπο που συμβαίνει στη μνημονιακή Ελλάδα, πως έχουν ξανά δικαιώματα ως εργαζόμενοι, ως πολίτες, ως άνθρωποι –πως δεν είναι «γυμνές ζωές».
Αν πείσουμε πως αυτά γίνονται τότε η δυναμική, για την οποία μίλησα στην αρχή, μπορεί να εξελιχτεί σε πλημμυρίδα. Έτσι, πρακτικά, μπορεί να κερδηθεί η ιδεολογική ηγεμονία, έτσι, σε τέτοιο ασφαλές έδαφος, μπορεί να διαμορφωθούν οι ηγεμονικές συναρθρώσεις.
Κι έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί ο αρνητικός σήμερα διεθνής συσχετισμός για ένα εγχείρημα πολιτικής ανατροπής. Ή και να μεταβληθεί προς όφελος μιας συνολικής στροφής. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο δείχνουν μια πρόθεση ψήφου προς τη ριζοσπαστική Αριστερά της τάξης του 17%, όταν στις εκλογές του 2009 το ποσοστό της ήταν μόλις 5%. Ένα ελληνικό κυβερνητικό παράδειγμα, που θα τα καταφέρει «στα βασικά», μπορεί να ωθήσει σε μεγάλη μεταβολή των συσχετισμών.
***
Έχω ξανασημειώσει πρόσφατα πως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των ριζοσπαστικών πολιτικών και κοινωνικών εγχειρημάτων είναι, όπως συχνά έχει δείξει η ιστορία, πως έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ξεσπάσουν μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες.
Οι κλασικοί του μαρξισμού έχουν ασχοληθεί με αυτό το δεδομένο.
Σε ένα γράμμα του της 19ης Αυγούστου 1852, ο Μαρξ, σχολιάζοντας τη δυνατότητα κατάληψης της εξουσίας, σημείωνε πως «[τ]ίποτε δεν είναι χειρότερο για τους επαναστάτες από το να υποχρεωθούν να ασχοληθούν με την προμήθεια ψωμιού».
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η απάντηση στα άμεσα προβλήματα των κατώτερων στρωμάτων, η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης αποτελεί την στρατηγική προϋπόθεση προκειμένου να εμπλακούν ενεργητικά όλοι εκείνοι, χωρίς τους οποίους τα υπόλοιπα είναι απλώς λόγια. Και, από αυτήν την άποψη, η υλοποίηση του «ελάχιστου προγράμματος» θα αποτελέσει πραγματικά επαναστατική κίνηση.
Έχω κάτι σαν προαίσθηση ότι το κόμμα μας, λόγω της μαλθακότητας και της αναποφασιστικότητας των άλλων κομμάτων, μπορεί να βρεθεί ξαφνικά, μια ωραία πρωία, στην κυβέρνηση για να εφαρμόσει μέτρα που δεν θα είναι άμεσα προς το συμφέρον μας, αλλά θα ανταποκρίνονται στα συμφέροντα της επανάστασης γενικώς και ειδικά στα συμφέροντα της μικροαστικής τάξης… Σε αυτά τα ζητήματα χάνει κανείς τα λογικά του… και παράγεται μια αντίδραση, και, ώσπου ο κόσμος να είναι σε θέση να εκφέρει ιστορική κρίση σχετικά με τα γεγονότα, μας βλέπουν όχι μόνο σαν άγρια θηρία, αλλά επιπλέον σαν ηλίθιους, πράγμα που είναι χειρότερο.
Ένγκελς, 12 Απριλίου 1853
Έχει γίνει κοινή συνείδηση πιστεύω πως το 2014 είναι μια χρονιά, η οποία είναι πολύ πιθανό πως θα αποτελέσει πολιτική καμπή για την Ελλάδα. Η προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς γίνεται πλέον πολύ αληθοφανής δυνατότητα. Δεν είναι καθόλου απίθανο, μάλιστα, στους επόμενους μήνες η δυναμική που οδηγεί σε αυτήν την έκβαση να αποκτήσει ραγδαία χαρακτηριστικά.
Είναι προφανές πως, σε μεγάλο βαθμό, αυτή η εξέλιξη διαμορφώνεται λόγω της πρωτοφανούς κοινωνικής καταστροφής που σήμανε η καπιταλιστική κρίση και, ακόμη περισσότερο, η διαχείρισή της από τις καθεστωτικές δυνάμεις. Με αυτήν την έννοια, η ενίσχυση της Αριστεράς έρχεται και ως απελπισμένη κίνηση πολλών και ετερόκλητων κοινωνικών τάξεων, μερίδων τάξεων και στρωμάτων, τα οποία, εγκαταλείποντας τους διαχρονικούς πολιτικούς εκπροσώπους τους και διαρρηγνύοντας τις κοινωνικές συμμαχίες, στις οποίες ήταν μεταπολιτευτικά προσδεμένα, ψάχνουν την θέση τους στο νέο, χαοτικό εν πολλοίς, πλαίσιο.
Σε αυτές τις συνθήκες, η πολιτική προτίμηση δεν σημαίνει ιδεολογική προσχώρηση. Θέλω να πω, στους δυνητικούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ αθροίζονται από πεπεισμένους αντικαπιταλιστές μέχρι και υποστηρικτές ενός «μη κλεπτοκρατικού» -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- καπιταλισμού. Και, μαζί, όλες οι ενδιάμεσες παραλλαγές.
Η συνάρθρωση τόσο διαφορετικών προσδοκιών και αιτημάτων είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, που, κάποιες φορές αντικειμενικά, αποκτά τον χαρακτήρα πραγματικού γρίφου. Ας σκεφτούμε λίγο την απόσταση ανάμεσα στον ακραία εκμεταλλευόμενο μισθωτό π.χ. του εμπορικού τομέα και τον μικρό ή μεσαίο εργοδότη του έμπορο, ο οποίος πλήττεται από την έλλειψη ζήτησης και ρευστού και θα έχουμε μια πολύ σαφή εικόνα. Βεβαίως, η πάγια και ταξικά μεροληπτική θέση του ΣΥΡΙΖΑ δίνει το μίτο που απαιτείται, για να συνθέσει τις εργατικές επιδιώξεις με αιτήματα «μικρομεσαίων», στο μέτρο που οι τελευταίοι αντιλαμβάνονται την κοινωνική απαίτηση να είναι συνεπείς στις φορολογικές και εργασιακές τους υποχρεώσεις. Δεν είναι, ωστόσο, το ίδιο βέβαιο πως αυτό γίνεται αντιληπτό από όλους τους αποδέκτες αυτής της στάσης.
Νομίζω, λοιπόν, πως μ’ όλο που τα πράγματα έχουν έτσι ακριβώς, μ’ όλο, δηλαδή, που αποτελεί κρισιμότατο ζήτημα η διαμόρφωση της συνάρθρωσης μεταξύ ποικίλων συμφερόντων και προσδοκιών, ακόμη κρισιμότερο είναι το να οριστεί η συστατική αρχή αυτής της συνάρθρωσης. Κι εδώ τα πράγματα είναι ακόμη σαφέστερα: το στοίχημα είναι τα κατώτερα στρώματα, η εργατική τάξη, οι άνεργοι και οι επισφαλείς να νιώσουν σε συντριπτικά ποσοστά αυτήν την υπόθεση ως δική τους. Αυτό θα αποτελέσει το αρχικό πλειοψηφικό γεγονός, που θα μεταβάλλει τους συσχετισμούς και με πολιτικά αποτελεσματικό τρόπο. Αν κινηθούν οι μεγάλοι αριθμοί των κατώτερων τάξεων και μερίδων, οι υπόλοιποι θα «συναρθρωθούν» γύρω τους. Ή δεν θα «συναρθρωθούν» και θα επιλέξουν μια στάση ουδετερότητας μπροστά στη μεγάλη σύγκρουση.
Αυτό που θα αποδειχθεί καθοριστικό, ωστόσο, είναι η αρχή, με την έννοια που περιγράφτηκε προηγούμενα.
Ας το δούμε και από μια διαφορετική οπτική γωνία. Είναι αλήθεια πως στις έρευνες γνώμης ένα μεγάλο ποσοστό απαντάει με τρόπους που δείχνουν πόσο η καπιταλιστική ιδεολογία παραμένει δραστικότατη, άρχουσα με την πλήρη σημασία του όρου. Πόσο, δηλαδή, ο ατομικισμός και το ιδιωτικό κυριαρχούν επί του συλλογικού, του κοινού και του αλληλέγγυου. Από την άλλη, αυτή είναι η μισή αλήθεια. Γιατί η άλλη μισή βρίσκεται στο γεγονός πως ένα μεγάλο μέρος των περισσότερο πληττόμενων, αυτών, επομένως, που αποτελούν τη κύρια έγνοια της Αριστεράς, έχουν επιλέξει (;) να είναι αόρατοι. Δεν θέλουν να ξέρουν, δεν απαντούν, δεν ψηφίζουν.
Η ακτινογραφία της εκλογικής αποχής το δείχνει καθαρά. Και το ίδιο συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη. Χαρακτηριστικά, στη Γερμανία στις υποβαθμισμένες συνοικίες του Βερολίνου, του Ντόρτμουντ ή της Κολωνίας η συμμετοχή στις εκλογές φθάνει στο 30%, όταν στις «καλές» υπερβαίνει το 70%.
Οι πληβείοι αποστρατεύονται, εγκαταλείπουν όλες τους τις ελπίδες, συνεπώς και τις πολιτικές τους ελπίδες. Όλες οι έρευνες το κραυγάζουν.
Γι’ αυτό ισχυρίζομαι πως όλα, σε ό,τι αφορά την αναγκαία ανατροπή, θα κριθούν πρωταρχικά –να γιατί χρησιμοποιώ τον όρο «η αρχή της συνάρθρωσης»- από τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να φέρει πίσω στην πολιτική όλον αυτόν τον κόσμο, που βιώνοντας με ακραίο τρόπο την ανεργία, την εκμετάλλευση και την ανημπόρια απελπίζεται, αποσύρεται, εξαχνώνεται πολιτικά και περνάει στην επικράτεια του αόρατου.
Γιατί, παρόλο που υπάρχουν πολλοί απελπισμένοι, δεν είναι όλοι με τον ίδιο τρόπο απελπισμένοι. Γιατί, επιπλέον, έχει πολύ μεγάλη σημασία να μπορέσει η ριζοσπαστική Αριστερά να απαντήσει σε αυτές τις ποικίλες μορφές της απελπισίας, ιεραρχώντας και προσανατολίζοντας.
Η ηγεμονία δεν αποτελεί έκβαση αθροίσεων, αλλά πράξεων πολύ συνθετότερων. Πράγμα που δεν φαίνεται να είναι πάντοτε αντιληπτό, όταν κάνουμε τους πολιτικούς σχεδιασμούς μας. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να «απαντήσουμε» σε όλα. Δεν γίνεται να μην βρούμε λύσεις στην κατεύθυνση, μεταξύ άλλων, του να έχουν όλοι οι άνθρωποι εισόδημα, πρόσβαση σε τροφή, στέγη, νερό και ρεύμα, θέρμανση και ιατρική φροντίδα, να αποκτήσουν βάσιμη προσδοκία πως θα αποκτήσουν, για πρώτη φορά ή ξανά, αξιοπρεπή εργασία, να νιώσουν πως δεν τους απειλεί ο εργοδοτικός δεσποτισμός με τον θανάσιμο τρόπο που συμβαίνει στη μνημονιακή Ελλάδα, πως έχουν ξανά δικαιώματα ως εργαζόμενοι, ως πολίτες, ως άνθρωποι –πως δεν είναι «γυμνές ζωές».
Αν πείσουμε πως αυτά γίνονται τότε η δυναμική, για την οποία μίλησα στην αρχή, μπορεί να εξελιχτεί σε πλημμυρίδα. Έτσι, πρακτικά, μπορεί να κερδηθεί η ιδεολογική ηγεμονία, έτσι, σε τέτοιο ασφαλές έδαφος, μπορεί να διαμορφωθούν οι ηγεμονικές συναρθρώσεις.
Κι έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί ο αρνητικός σήμερα διεθνής συσχετισμός για ένα εγχείρημα πολιτικής ανατροπής. Ή και να μεταβληθεί προς όφελος μιας συνολικής στροφής. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο δείχνουν μια πρόθεση ψήφου προς τη ριζοσπαστική Αριστερά της τάξης του 17%, όταν στις εκλογές του 2009 το ποσοστό της ήταν μόλις 5%. Ένα ελληνικό κυβερνητικό παράδειγμα, που θα τα καταφέρει «στα βασικά», μπορεί να ωθήσει σε μεγάλη μεταβολή των συσχετισμών.
***
Έχω ξανασημειώσει πρόσφατα πως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των ριζοσπαστικών πολιτικών και κοινωνικών εγχειρημάτων είναι, όπως συχνά έχει δείξει η ιστορία, πως έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ξεσπάσουν μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες.
Οι κλασικοί του μαρξισμού έχουν ασχοληθεί με αυτό το δεδομένο.
Σε ένα γράμμα του της 19ης Αυγούστου 1852, ο Μαρξ, σχολιάζοντας τη δυνατότητα κατάληψης της εξουσίας, σημείωνε πως «[τ]ίποτε δεν είναι χειρότερο για τους επαναστάτες από το να υποχρεωθούν να ασχοληθούν με την προμήθεια ψωμιού».
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η απάντηση στα άμεσα προβλήματα των κατώτερων στρωμάτων, η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης αποτελεί την στρατηγική προϋπόθεση προκειμένου να εμπλακούν ενεργητικά όλοι εκείνοι, χωρίς τους οποίους τα υπόλοιπα είναι απλώς λόγια. Και, από αυτήν την άποψη, η υλοποίηση του «ελάχιστου προγράμματος» θα αποτελέσει πραγματικά επαναστατική κίνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου