Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Νέο έτος, παλιά προβλήματα...

Στον απολογισμό της ευρωπαϊκής πορείας για το 2013, η εφημερίδα της Γουόλ Στριτ θεωρεί σημαντικότερα όσα αρνητικά ενδεχόμενα αποφεύχθηκαν από όσα θετικά επιτεύγματα πραγματοποιήθηκαν. Γιατί όχι; Στο σημείο που βρίσκεται η Ευρώπη, δικαιούται να θεωρεί επιτυχία της όποιο δεινό απωθεί στο μέλλον. Ωστόσο, εάν κάτι, παρά πάσα περί του αντιθέτου προσδοκία, αποδείχθηκε «ανθετικό» κατά το λήξαν έτος, αυτό δεν είναι τόσο η Ευρωζώνη όσο κυρίως το κοινό νόμισμά της, το ευρώ. Και αυτό δεν οφείλεται στη «σώφρονα» και «αποτελεσματική» πολιτική της Γερμανίας, αλλά στις επιλογές του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, σε σφοδρή αντιπαράθεση με τον Γερμανό αντιπρόεδρο Γεόργκ Ασμουσεν, όπως και με τον πρόεδρο της Μπούντεσμπανκ, Γενς Βάιντμαν.
Ο πρώτος δεν δίστασε να προσφύγει σε «αντισυμβατικές» επιλογές, υπό την καταιγιστική καταγγελία των άλλων δύο και υπό το αφοπλιστικό επιχείρημα ότι με τις επιλογές του ο πρόεδρος της ΕΚΤ παραβιάζει τις ευρωπαϊκές Συνθήκες, όπως βέβαια και υπό την απειλή ακυρωτικής παρέμβασης από το Ανώτατο Γερμανικό Δικαστήριο.
Πέραν τούτου, η εφημερίδα του Χρηματιστηρίου μνημονεύει ως επιτυχία ότι η επιβολή απωλειών στους καταθέτες της Κύπρου δεν οδήγησε σε κατάρρευση τραπεζών ούτε σε μεταδοτικό κλίμα πανικού στην υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Ωστόσο παραλείπει να σημειώσει ότι με το κλίμα τραπεζικής ανασφάλειας, που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με το παραπλανητικό σχέδιο τραπεζικής ενοποίησης, που ανακοινώθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου του 2013, η επιδιωκόμενη αποσύζευξη μεταξύ τραπεζικού και δημοσίου χρέους όχι μόνον δεν υλοποιήθηκε, αλλά η ασφάλεια των τραπεζών παραδόθηκε και επισήμως πια στα αντίστοιχα κράτη, τουλάχιστον μέχρι το 2026.
Αμεση συνέπεια είναι ότι οι καταθέσεις διαρρέουν πλέον όχι μόνον από τις αδύναμες τράπεζες προς τις ισχυρές, αλλά και από τις αδύναμες χώρες προς τις εκτιμώμενες ως ισχυρές. Το χειρότερο απεφεύχθη, αλλά με τίμημα τη διαιώνιση αιμορραγίας των καταθέσεων στην Ευρωζώνη προς όφελος της Γερμανίας και με συνέπεια την περαιτέρω εξασθένηση της χρηματοπιστωτικής θέσης των ήδη αδύναμων οικονομιών.
Ηδη ο φόβος του Ντράγκι σχετικά με τη διάσπαση και τον κατακερματισμό της ενότητας των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών γίνεται πραγματικότητα και μάλιστα θεσμοποιείται: το ευρώ δεν είναι πλέον ένα, αλλά πολλά, με διαφορετικό και αποκλίνον κόστος πρόσβασης για το καθένα.
Ομως το κυριότερο που αποσιωπάται από τον απολογισμό του λήξαντος έτους είναι ότι ενώ το ευρώ διασώζεται με νομισματικά «αντισυμβατικά» μέτρα, ταυτόχρονα τα ίδια μέτρα προκαλούν περαιτέρω αποσταθεροποίηση στο επίπεδο της ευρωπαϊκής πραγματικής οικονομίας, με κύριο δείκτη την έκρηξη και εξάπλωση της ανεργίας, όπως και την υπολειτουργία ολόκληρου του ευρωπαϊκού παραγωγικού συστήματος.
Οπως εύστοχα σημειώνει η έκθεση της HSBC, με τις πολιτικές συρρίκνωσης και υπολειτουργίας της οικονομίας η Ευρωζώνη επισπεύδει κίνδυνο, κατά πολύ μεγαλύτερο είτε του πληθωρισμού είτε των ελλειμμάτων και του χρέους: αυτόν του αποπληθωρισμού (deflation). «Ο εξαιρετικά χαμηλός πληθωρισμός αυξάνει το βάρος του χρέους, καθιστά δυσκολότερη την αποπληρωμή του και τελικά πνίγει όχι μόνο τη ζήτηση, αλλά επίσης τις επενδύσεις και την παραγωγική δραστηριότητα».
Η ευρωπαϊκή επιλογή προς αυτή την κατεύθυνση, με γερμανική επιτήρηση και ευθύνη, υπονομεύει κάθε σταθερότητα για το άμεσο μέλλον και όχι μόνον για την ίδια την Ευρωζώνη, αλλά ακόμη και για την παγκόσμια οικονομία.
Ο απολογισμός στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας είναι συντριπτικός. Κατά την περίοδο της εφαρμογής του ευρώ, μεταξύ 2001 και 2013, ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου στην Ευρωζώνη όχι μόνον δεν επιταχύνθηκε, αλλά υποχώρησε κατά 13,2%. Στις αρχές της περιόδου, η Ευρωζώνη κεφαλαιοποιούσε 20,1% του ΑΕΠ, ενώ κατά το λήξαν έτος αυτός ο δείκτης είχε κατέλθει στο 17,2% του ΑΕΠ. Παράλληλα, η παραγωγικότητα της εργασίας δεν εκτινάχθηκε, αλλά φυτοζωεί σε μηδενικά επίπεδα μεταβολής.
Στην ίδια τη Γερμανία τα στοιχεία είναι ακόμη πιο συντριπτικά: στο διάστημα της τελευταίας 12ετίας, ενώ η πραγματική αμοιβή της εργασίας παρέμεινε στάσιμη, ο σχηματισμός κεφαλαίου δεν εκτινάχθηκε, αλλά υποχώρησε συνολικά κατά 8,8%. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, από 22% στις αρχές του 2001, ο σχηματισμός κεφαλαίου έχει υποχωρήσει σήμερα στο 16,5% και με μηδενική μεταβολή της παραγωγικότητος της εργασίας κατά την αυτή περίοδο. Εάν σήμερα η Γερμανία εμφανίζει αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,5%, αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στα εξωτερικά πλεονάσματά της, που της αποκομίζουν πρόσθετο εισόδημα εκ του εξωτερικού ίσο με 7,5% του ΑΕΠ, πράγμα που σημαίνει ότι, παρά τα πλεονάσματά της, η γερμανική οικονομία δεν αυξάνεται, αλλά παραμένει εγκλωβισμένη σε διαδικασία συρρίκνωσης, της τάξης του -7%. Αυτή η συνθήκη προαναγγέλλει ήδη οτιδήποτε άλλο εκτός από σταθεροποίηση της παραγωγικής οικονομίας, ακόμη και για το τρέχον έτος.
Οποιοι πρόθυμα εκστασιάζονται μπροστά στην υποθετική γερμανική ισχύ, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι η σαγηνευτική πρόσοψη βασίζεται σε εσωτερικά τραύματα που δεν θεραπεύονται, αλλά συνεχίζουν να κακοφορμίζουν, με απρόβλεπτες αποσταθεροποιητικές συνέπειες τόσο για την υπερ-ρήνια χώρα όσο και για την υπόλοιπη Ευρώπη, που επί του παρόντος σύρεται δεμένη στο προβληματικό άρμα της.
kvergo@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων