sine_lege...
τώρα τελευταία μου λιγόστεψαν οι νορμάλ οι σκέψεις, οι καθημερινές, οι επηρεασμένες από τα τρέχοντα, μίζες, πασόκ, φασίστες, νεοναζί, ανακριτής, εισαγγελέας, φτύνω, μαχαίρι, εγκληματίες, όλα τούτα τελωσπάντων που φαίνεται πως ανέλαβαν πια να φέρουν εις πέρας οι τηλεοράσεις, όπου κι αν ανοίξεις ακούς σοκ και δέος για τα εγκλήματά τους, και δεν είναι ότι δε λένε αλήθεια, αλήθεια λένε, αλλά να, όταν η αλήθεια βγαίνει από τα δικά τους στόματα είναι κάπως ψεύτικη, χάνει ουσία και νόημα, ξέρεις ότι τώρα που σου λένε την αλήθεια οι ζωές έχουν πια χαθεί, ξέρεις ότι τώρα που δηλώνουν ξαφνικά άνθρωποι όλοι αυτοί οι υπουργοί και οι μπάτσοι και οι ανακριτές και οι δημοσιογράφοι είναι πια αργά, γιατί ο παύλος και ο σαχτζάτ και όσοι άλλοι ποτέ δεν απέκτησαν όνομα δεν είναι πια εδώ, κι αυτοί το κάνουν γιατί τους συμφέρει, μη νομίζεις ότι συγκινήθηκαν·
αν ήξερε ο κόσμος να κλαίει δεν θα φτάναμε ποτέ εδώ. αλλά βλέπεις, μάθαμε καλά μαθηματικά και ξεχάσαμε πώς είναι να μην ξέρεις να μετράς, από διαίρεση να μην σκαμπάζεις το χριστό σου, κι όλο να σου μένει ένα υπόλοιπο που άμα το προσθέτεις με το πηλίκο και το πολλαπλασιάζεις με το διαιρέτη να αρνείται να σου δώσει το διαιρετέο, κι εσύ να μην ξέρεις τι να το κάνεις, να κυλάει ο χρόνος κι ο μαθηματικός να στέκεται πάνω από το κεφάλι σου απειλητικά, σε μισή ώρα θα σας πάρω τα γραπτά να γρυλίζει, κι εσύ να κατουριέσαι από την αγωνία, αχ και να μπορούσες να ξεκολλήσεις από το χαρτί αυτό το υπόλοιπο, να το χώσεις στην τσέπη σου, να το πάρεις στο σπίτι και να κάνετε παρέα· και τίποτα να μην σας νοιάζει πια· κι ο μαθηματικός να σου κοτσάρει ένα είκοσι καμαρωτό καμαρωτό κι ο μπαμπάς να σου αγοράσει εκείνο το τετράδιο με το χρωματιστό χαρτί και όλα να κυλήσουν όμορφα μέχρι το σαββατοκύριακο, για μετά δεν σε νοιάζει, γιατί τα σάββατα είναι πάντα όμορφα και οι κυριακές είναι πάντα ετοιμοθάνατες·
μάθαμε να μετράμε που λες, γίναμε άριστοι οικονομολόγοι, προσθαφαιρούμε ζωές, τόσοι άνεργοι μείον τόσοι από τις ταράτσες επί τόσους μισθούς που γλιτώνουμε δια τον αριθμό εκείνων που την κάνουν κάθε μέρα για το εξωτερικό με ρυθμούς μαύρου πάνθηρα, κάπως έτσι έρχεται μάλλον η ανάπτυξη· έβλεπα χτες τον υπουργό των οικονομικών στην τηλεόραση, μου φάνηκε κάπως χαζούλης, κάπως σαν να τον λυπήθηκα, τον ρωτούσε ο κόσμος γιατί δεν έχει λεφτά να βγει ο μήνας κι αυτός όλο για τις τράπεζες έλεγε, ότι πάνε καλά οι τράπεζες, και ότι τα πλάνα της κυβέρνησης όπου να ‘ναι θα πραγματωθούν, και κάτι βλακείες γενικώς, άλλα αντ’ άλλων, και καληνύχτισα κι εγώ τη μαμά μου και της είπα να κλείσει την τηλεόραση γιατί δεν υπάρχει νόημα, και πήγα και ξάπλωσα και συνέχισα το βιβλίο μου, ο αρχηγός των ατάκτων, μόνο τον τίτλο να διαβάσεις σε εξάπτει ερωτικά, ίσως να φταίει που εγώ δεν ήμουν άτακτη μικρή, ίσως πάλι να υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν και σημάδεψαν αυτόν εδώ τον τόπο κι ας κρέμασαν οι εχθροί τους τα κεφάλια τους στις πλατείες, ήταν ήδη πολύ αργά, γιατί ό,τι ήταν να κάνουν το είχαν κάνει ήδη, ένα κεφάλι κρεμασμένο σε μια πλατεία δεν σημαίνει τίποτα απολύτως όταν έχεις σπείρει σε καρδιές και σε ψυχές την ελευθερία, ήταν άτακτος που λες, ο πιο υπέροχος συνδυασμός είναι αυτός· και κομμουνιστής και άτακτος·
κάτι τέτοια σκέφτομαι τον τελευταίο καιρό, άσχετα με την καθημερινότητα και με όσα ζούμε, αλλά εγώ κάπως έτσι ήμουν ανέκαθεν, πήγαινα λίγο ανάποδα, αναλάβανε όλοι τούτοι οι απαίσιοι άνθρωποι το κατηγορητήριο κατά του φασισμού, ο υπουργός της αμυγδαλέζας να δηλώνει αντιφασίστας, φτάσαμε πλέον στο σημείο όπου ακόμα και η ειρωνεία κατεβαίνει από το πούλμαν μας, ανάβει τσιγάρο και φωνάζει «φύγετε, συνεχίστε μόνοι σας, εγώ θα αράξω εδώ», να ‘σου και οι δημοσκοπήσεις, πόσοι θέλουνε τσίπρα, πόσοι γουστάρουν ακόμα σαμαρά, τι πιστεύουν τώρα πια για τους νεοναζί, κι εγώ θέλω μόνο να βγω στους δρόμους και να τους αρπάξω όλους από το λαιμό, και να φωνάζω μέσα στα μούτρα τους, φτύνοντας· «είσαι νεοναζί; λέγε ρε! ψηφίζεις φασίστες; τους ψήφισες; θα τους ξαναψηφίσεις; λέγε ρε τέρας!»· ξέρω τι θα μου πεις, να μην είμαι βίαιη, να μην ξεσπάω έτσι, να σου πω κάτι, βαρέθηκα τις συμβουλές, κοίτα τριγύρω σου, πέφτουν. όλα.
κι άλλα πράγματα σκέφτομαι, πράγματα που δεν ενδιαφέρουν κανέναν, αλλά πού ξέρεις, ίσως κάποτε κάποιος να τα σκέφτηκε ή να τα σκεφτεί στο μέλλον, σκέψου που λες να μην υπήρχανε σημεία στίξεως· εγώ αρχίζω και μισώ τα κόμματα, πρώτον γιατί μου θυμίζουνε τα άλλα κόμματα, τα αστικά, και δεύτερον γιατί ποτέ δεν σε αφήνουνε τα ρημάδια να τελειώσεις κάτι, όλα μισοτελειωμένα, όλα μίζερα, όλα to be continued, όλα στρογγυλεμένα και στριμωγμένα σε ασύνδετα σχήματα λόγου, έλα μου όμως που εγώ ψάχνω σύνδεση, ψάχνω να βάλω μια τελεία κάπου, «εγώ δεν είμαι χρυσαυγίτης, αλλά», πάρτε το χαμπάρι επιτέλους πως συνήθως ό,τι προηγείται του αλλά αυτοανατρέπεται κατόπιν από μόνο του.
ή σκέψου ας πούμε να μην υπήρχανε τόνοι και οι λέξεις να τονίζονταν από αυτόν που τις διαβάζει. το δικό μου το αλλά να είναι το δικό σου το άλλα, το δικό μου κεφαλαίο γράμμα να είναι το δικό σου το κεφάλαιο του μαρξ, και τώρα που το σκέφτομαι να μην υπήρχαν κεφαλαία γράμματα, όλα να γράφονταν με μικρά, όλοι να ήμασταν ίσοι, όλοι να ξέραμε πόσο μικροί ήμαστε στην πραγματικότητα· κι έτσι θα καταλαβαίναμε πόσο ανάγκη έχουμε ο ένας τον άλλον και θα νιώθαμε τη δύναμή μας. δεν χρειάζεται να είσαι μεγάλος για να είσαι δυνατός. δεν χρειάζεται να βροντοφωνάζεις το μέγεθός σου για να είσαι σημαντικός.
πήξαμε στους φωτεινούς παντογνώστες αδερφάκι μου, όλοι ξέρουμε τα πάντα, την αλήθεια την κατέχουμε όλοι, γνωρίζουμε όλοι τους ενόχους της μαρφίν, είμαστε όλοι εισαγγελείς, τον ποινικό κώδικα τον παίζουμε ξαφνικά όλοι στα δάχτυλα, από δημοσιογραφία να σου πω εγώ το σωστό, αχ και να ήμουνα εγώ πρωθυπουργός θα ‘ξερα τι να κάνω, είμαστε έθνος ειδημόνων·
μα δεν αντέχεται αυτή η πολυπραγμοσύνη περί ασχετοσύνης.
αν ήξερε ο κόσμος να κλαίει δεν θα φτάναμε ποτέ εδώ. αλλά βλέπεις, μάθαμε καλά μαθηματικά και ξεχάσαμε πώς είναι να μην ξέρεις να μετράς, από διαίρεση να μην σκαμπάζεις το χριστό σου, κι όλο να σου μένει ένα υπόλοιπο που άμα το προσθέτεις με το πηλίκο και το πολλαπλασιάζεις με το διαιρέτη να αρνείται να σου δώσει το διαιρετέο, κι εσύ να μην ξέρεις τι να το κάνεις, να κυλάει ο χρόνος κι ο μαθηματικός να στέκεται πάνω από το κεφάλι σου απειλητικά, σε μισή ώρα θα σας πάρω τα γραπτά να γρυλίζει, κι εσύ να κατουριέσαι από την αγωνία, αχ και να μπορούσες να ξεκολλήσεις από το χαρτί αυτό το υπόλοιπο, να το χώσεις στην τσέπη σου, να το πάρεις στο σπίτι και να κάνετε παρέα· και τίποτα να μην σας νοιάζει πια· κι ο μαθηματικός να σου κοτσάρει ένα είκοσι καμαρωτό καμαρωτό κι ο μπαμπάς να σου αγοράσει εκείνο το τετράδιο με το χρωματιστό χαρτί και όλα να κυλήσουν όμορφα μέχρι το σαββατοκύριακο, για μετά δεν σε νοιάζει, γιατί τα σάββατα είναι πάντα όμορφα και οι κυριακές είναι πάντα ετοιμοθάνατες·
μάθαμε να μετράμε που λες, γίναμε άριστοι οικονομολόγοι, προσθαφαιρούμε ζωές, τόσοι άνεργοι μείον τόσοι από τις ταράτσες επί τόσους μισθούς που γλιτώνουμε δια τον αριθμό εκείνων που την κάνουν κάθε μέρα για το εξωτερικό με ρυθμούς μαύρου πάνθηρα, κάπως έτσι έρχεται μάλλον η ανάπτυξη· έβλεπα χτες τον υπουργό των οικονομικών στην τηλεόραση, μου φάνηκε κάπως χαζούλης, κάπως σαν να τον λυπήθηκα, τον ρωτούσε ο κόσμος γιατί δεν έχει λεφτά να βγει ο μήνας κι αυτός όλο για τις τράπεζες έλεγε, ότι πάνε καλά οι τράπεζες, και ότι τα πλάνα της κυβέρνησης όπου να ‘ναι θα πραγματωθούν, και κάτι βλακείες γενικώς, άλλα αντ’ άλλων, και καληνύχτισα κι εγώ τη μαμά μου και της είπα να κλείσει την τηλεόραση γιατί δεν υπάρχει νόημα, και πήγα και ξάπλωσα και συνέχισα το βιβλίο μου, ο αρχηγός των ατάκτων, μόνο τον τίτλο να διαβάσεις σε εξάπτει ερωτικά, ίσως να φταίει που εγώ δεν ήμουν άτακτη μικρή, ίσως πάλι να υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν και σημάδεψαν αυτόν εδώ τον τόπο κι ας κρέμασαν οι εχθροί τους τα κεφάλια τους στις πλατείες, ήταν ήδη πολύ αργά, γιατί ό,τι ήταν να κάνουν το είχαν κάνει ήδη, ένα κεφάλι κρεμασμένο σε μια πλατεία δεν σημαίνει τίποτα απολύτως όταν έχεις σπείρει σε καρδιές και σε ψυχές την ελευθερία, ήταν άτακτος που λες, ο πιο υπέροχος συνδυασμός είναι αυτός· και κομμουνιστής και άτακτος·
κάτι τέτοια σκέφτομαι τον τελευταίο καιρό, άσχετα με την καθημερινότητα και με όσα ζούμε, αλλά εγώ κάπως έτσι ήμουν ανέκαθεν, πήγαινα λίγο ανάποδα, αναλάβανε όλοι τούτοι οι απαίσιοι άνθρωποι το κατηγορητήριο κατά του φασισμού, ο υπουργός της αμυγδαλέζας να δηλώνει αντιφασίστας, φτάσαμε πλέον στο σημείο όπου ακόμα και η ειρωνεία κατεβαίνει από το πούλμαν μας, ανάβει τσιγάρο και φωνάζει «φύγετε, συνεχίστε μόνοι σας, εγώ θα αράξω εδώ», να ‘σου και οι δημοσκοπήσεις, πόσοι θέλουνε τσίπρα, πόσοι γουστάρουν ακόμα σαμαρά, τι πιστεύουν τώρα πια για τους νεοναζί, κι εγώ θέλω μόνο να βγω στους δρόμους και να τους αρπάξω όλους από το λαιμό, και να φωνάζω μέσα στα μούτρα τους, φτύνοντας· «είσαι νεοναζί; λέγε ρε! ψηφίζεις φασίστες; τους ψήφισες; θα τους ξαναψηφίσεις; λέγε ρε τέρας!»· ξέρω τι θα μου πεις, να μην είμαι βίαιη, να μην ξεσπάω έτσι, να σου πω κάτι, βαρέθηκα τις συμβουλές, κοίτα τριγύρω σου, πέφτουν. όλα.
κι άλλα πράγματα σκέφτομαι, πράγματα που δεν ενδιαφέρουν κανέναν, αλλά πού ξέρεις, ίσως κάποτε κάποιος να τα σκέφτηκε ή να τα σκεφτεί στο μέλλον, σκέψου που λες να μην υπήρχανε σημεία στίξεως· εγώ αρχίζω και μισώ τα κόμματα, πρώτον γιατί μου θυμίζουνε τα άλλα κόμματα, τα αστικά, και δεύτερον γιατί ποτέ δεν σε αφήνουνε τα ρημάδια να τελειώσεις κάτι, όλα μισοτελειωμένα, όλα μίζερα, όλα to be continued, όλα στρογγυλεμένα και στριμωγμένα σε ασύνδετα σχήματα λόγου, έλα μου όμως που εγώ ψάχνω σύνδεση, ψάχνω να βάλω μια τελεία κάπου, «εγώ δεν είμαι χρυσαυγίτης, αλλά», πάρτε το χαμπάρι επιτέλους πως συνήθως ό,τι προηγείται του αλλά αυτοανατρέπεται κατόπιν από μόνο του.
ή σκέψου ας πούμε να μην υπήρχανε τόνοι και οι λέξεις να τονίζονταν από αυτόν που τις διαβάζει. το δικό μου το αλλά να είναι το δικό σου το άλλα, το δικό μου κεφαλαίο γράμμα να είναι το δικό σου το κεφάλαιο του μαρξ, και τώρα που το σκέφτομαι να μην υπήρχαν κεφαλαία γράμματα, όλα να γράφονταν με μικρά, όλοι να ήμασταν ίσοι, όλοι να ξέραμε πόσο μικροί ήμαστε στην πραγματικότητα· κι έτσι θα καταλαβαίναμε πόσο ανάγκη έχουμε ο ένας τον άλλον και θα νιώθαμε τη δύναμή μας. δεν χρειάζεται να είσαι μεγάλος για να είσαι δυνατός. δεν χρειάζεται να βροντοφωνάζεις το μέγεθός σου για να είσαι σημαντικός.
πήξαμε στους φωτεινούς παντογνώστες αδερφάκι μου, όλοι ξέρουμε τα πάντα, την αλήθεια την κατέχουμε όλοι, γνωρίζουμε όλοι τους ενόχους της μαρφίν, είμαστε όλοι εισαγγελείς, τον ποινικό κώδικα τον παίζουμε ξαφνικά όλοι στα δάχτυλα, από δημοσιογραφία να σου πω εγώ το σωστό, αχ και να ήμουνα εγώ πρωθυπουργός θα ‘ξερα τι να κάνω, είμαστε έθνος ειδημόνων·
μα δεν αντέχεται αυτή η πολυπραγμοσύνη περί ασχετοσύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου