Δεν χωρά αμφιβολία ότι οι τελευταίες εξελίξεις, όσον αφορά τόσο τη σύλληψη του ηγετικού πυρήνα της Χ.Α. όσο και τις αποκαλύψεις που γίνονται γύρω από τη λειτουργία, τα χτυπήματα και τις σχέσεις των νεοναζί με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και όχι μόνο, κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν θα πρέπει να αποπροσανατολίζει από το πολιτικό δια ταύτα της όλης υπόθεσης, το οποίο αξονίζεται γύρω από τρία κυρίως ζητήματα.
Το πρώτο είναι ότι αποτελεί απολύτως εσφαλμένη ερμηνεία των εξελίξεων η αφήγηση που λέει ότι, έπειτα από την σύλληψη μέρους του σκληρού πυρήνα της οργάνωσης και αποκάλυψης του εγκληματικού της χαρακτήρα, η επιρροή της Χ.Α. θα καταρρεύσει και η οργάνωση επί της ουσίας θα περάσει σε περίοδο αδράνειας ή σε φάση διάλυσης.
Η ερμηνεία αυτή φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται ότι δομικό στοιχείο της οργανωτικής και πολιτικής ανάπτυξης της Χ.Α. ήταν και παραμένει ο κοινωνικός αντίκτυπος της μνημονιακής λεηλασίας και η συνδεόμενη με αυτόν κατάρρευση του κομματικού συστήματος. Στο βαθμό, λοιπόν, που η Χ.Α είναι παράγωγο των δυναμικών που απελευθερώνει τόσο η οξύτατη οικονομικό-κοινωνική κρίση όσο και η κρίση εκπροσώπησης που σοβεί στο χώρο της δεξιάς μετά την άνευ όρων προσχώρηση του Σαμαρά στο μνημονιακό στρατόπεδο, είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι η κοινωνική δυναμική που εξέφραζε η Χ.Α. θα υποχωρήσει δραματικά μπροστά στις αποκαλύψεις.
Η Χ.Α. εκπροσώπησε ένα ρεύμα μικροαστικής απελπισίας, τυφλής εκδικητικότητας και κοινωνικού κανιβαλισμού μιας ευμεγέθους μερίδας του κοινωνικού συνόλου, το οποίο μπροστά στην υποβάθμιση (κοινωνική και οικονομική) την οποία αντιμετωπίζει όχι μόνο δεν αποστρέφεται τη χρήση βίας και την πολιτική του αίματος αλλά μάλλον την επικροτεί. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δημοσκοπήσεις που έγιναν μετά την δολοφονική επίθεση απέναντι στο συνεργείο του ΚΚΕ στο Πέραμα αλλά και τις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονία Φύσσα κατέγραφαν την εκλογική απήχηση του κόμματος σε ποσοστά άνω του 7%. Αυτό σημαίνει ότι, ανεξαρτήτως του ποιά θα είναι η τύχη της Χ.Α. με τη σημερινή της μορφή (ήδη κυκλοφορούν σενάρια στον τύπο για αναδίπλωσή της με άξονα τη δημιουργία νέου πατριωτικού κόμματος), η πολιτική της δυναμική παραμένει ενεργή και άρα απολύτως επίκαιρη και αναγκαία για την αριστερά η αντιμετώπιση του φασισμού τόσο σε ιδεολογικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Η παραπάνω επισήμανση αναφορικά με το κοινωνικό υπόβαθρο του φαινομένου Χ.Α., μας οδηγεί σε ένα δεύτερο κρίσιμο συμπέρασμα. Η Χ.Α., ανεξαρτήτως του σε τελευταία ανάλυση συστημικού ρόλου που έρχεται να επιτελέσει, είναι πολιτικά αυτονομημένη και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ''σχεδιασμένο προϊόν'' του συστήματος, όπως λανθασμένα ερμηνεύεται πολλές φορές οδηγώντας δυστυχώς σε τάσεις υποτίμησης της αναγκαιότητας συγκρότησης αυτοτελών αντιφασιστικών μετώπων και πρωτοβουλιών.
Το τρίτο και από πολιτικής πλευράς κομβικό ζήτημα είναι η απάντηση των δυνάμεων της αριστεράς και κυρίαρχα του ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθεια του κυβερνητικού και μηντιακού συμπλέγματος, να μετατοπίσουν την κουβέντα από τα νέα μέτρα και την κοινωνική ερήμωση που επιφέρει η πολιτική των μνημονίων, στην δήθεν αντιπαράθεση των συνταγματικών δυνάμεων με τη Χ.Α.
Ακολουθώντας την δοκιμασμένη συνταγή "και με το μαστίγιο και με το καρότο" ('θεωρία των δύο άκρων' και 'συνταγματικό τόξο' αντίστοιχα) οι κυβερνητικές δυνάμεις επιχειρούν όχι μόνο την μετατόπιση της κουβέντας σε ένα πιο βολικό για αυτές επίπεδο αλλά και την αποριζοσπαστικοποίηση τόσο του λόγου όσο και της πρακτικής της αριστεράς. Αποδοχή, λοιπόν, της λογικής του συνταγματικού τόξου θα σηματοδοτεί αφενός την αναδίπλωση από την γραμμή στήριξης των μαχητικών κινητοποιήσεων που αναπτύσσονται και αφετέρου τον εγκλωβισμό της αριστεράς σε ρόλο συν-θεματοφύλακα του ιδιαίτερα αντιδραστικού θεσμικού και νομικού πλαισίου που έχει οικοδομηθεί τα τελευταία χρόνια, ακριβώς για να χτυπηθούν οι κοινωνικές διεκδικήσεις και το λαϊκό κίνημα.
Η ιδιαίτερα καθυστερημένη και αρχικώς αναιμική αντίδραση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σε τέτοιου είδους σενάρια, από τη μία υποβοηθούν την αναπαραγωγή τους δίνοντας πάτημα στον Υπ. Εσωτερικών Γ. Μιχελάκη, να καλεί δημοσίως ακόμη και στη συγκρότηση κοινής λίστας απέναντι στη Χ.Α. σε περίπτωση επαναληπτικών εκλογών και από την άλλη αναδεικνύουν την αμφιταλάντευση μερίδας της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από το ζήτημα της περίφημης 'συνεννόησης' με τις 'δημοκρατικές' δυνάμεις. Όπως, πολύ σωστά, σημείωνε σε πρόσφατο άρθρο του ο Π. Παπακωνσταντίνου, η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει τον ''αυτοχειριαστικό'' για την αριστερά χαρακτήρα αντίστοιχων επιλογών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί αδήριτη ανάγκη η αριστερά να προσπαθήσει να επαναφέρει την κουβέντα στην ρίζα του προβλήματος, δηλαδή στις επιπτώσεις της μνημονιακής πολιτικής και τους αγώνες για την ανατροπή της. Σε γενικό επίπεδο αυτό σημαίνει και ανάγκη κοινής δράσης των δυνάμεων της μαχόμενης αριστεράς στο εργατικό και αντιφασιστικό κίνημα αλλά και επεξεργασία και προβολή ενός εναλλακτικού οράματος για την χειμαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία που θα ξεπερνά τα στενά όρια της αντιπαράθεσης μνημόνιο-αντιμνημόνιο.
Μια συνεκτική αφήγηση για το τι κοινωνία παλεύουμε να δημιουργήσουμε και πάνω σε ποιο αξιακό-ηθικό υπόβαθρο, τι παραγωγικό μοντέλο θέλουμε και προς όφελος ποιών; Τι δημοκρατία θέλουμε να δημιουργήσουμε πάνω στα ερείπια του ηθικού και πολιτικού εκμαυλισμού που αφήνουν πίσω τους τα 40 χρόνια διακυβέρνησης του δικομματισμού.
Ο κόσμος άλλωστε δεν απαιτεί από την αριστερά ένα αψεγάδιαστο και κοστολογημένο πρόγραμμα διακυβέρνησης, αλλά την αταλάντευτη βούληση για προώθηση ενός κοινωνικού προγράμματος προς όφελος της νεολαίας και των εργαζομένων, που θα προσφέρει διέξοδο από το κολαστήριο που οι τεχνοκράτες της τρόικας ονομάζουν ''κοινωνία χαμηλών προσδοκιών''. Ένα πρόγραμμα που θα έρχεται σε ρήξη, όχι μόνο με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις των μνημονίων, αλλά και με τον πυρήνα του σημερινού οικονομικού συστήματος και θα ανοίγει το δρόμο για ένα βαθύ και ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό.
Αυτό το πρόγραμμα-οδικός χάρτης δεν μπορεί βέβαια να δημιουργηθεί και να αποδώσει καρπούς στις κλειστές συνεδριάσεις και τα κομματικά γραφεία. Η διαμόρφωσή του περνάει μέσα από την ανάταση του λαϊκού κινήματος και την αναζωογόνηση της λαϊκής αυτοπεποίθησης, μέσω της ενίσχυσης των μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, την οικοδόμηση αντιστάσεων στα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τους χώρους δουλειάς, τις γειτονιές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οικοδόμησης των λαϊκών αντιστάσεων και ενεργητικής συμμετοχής του κόσμου είναι που θα δοθεί και η πραγματική απάντηση στην εξάπλωση της μισαλλόδοξης και βαθιά αντιδραστικής ιδεολογίας που προβάλλει η δεξιά, τόσο στην φασιστική όσο και στην 'mainstream' ακροδεξιά εκδοχή της, όπως αυτή εκφράζεται από τους διάφορους συμβούλους του πρωθυπουργού που μέχρι πριν λίγους μήνες υποστήριζαν με θέρμη σενάρια συνεργασίας με τη σοβαρή Χ.Α (βλ. δηλώσεις Μπαλτάκου κλπ).
Για να επανέλθουμε, λοιπόν, και στο προκείμενο, την αντιφασιστική πάλη, η αριστερά οφείλει πάνω από όλα να οργανώσει το λαό στη βάση, και να πατήσει σταθερά στην μάλλον λεπτή γραμμή που χωρίζει την ενσωμάτωση του φόβου από τη στρατιωτικοποίηση της αντιπαράθεσης. Χωρίς να παραιτηθεί της θεσμικής πίεσης και χωρίς να μπει στη λογική της αντεκδίκησης και της ατομικής βίας, οφείλει να δράσει συντεταγμένα, τόσο για την προάσπιση των διαδικασιών του κινήματος και της πολιτικής της παρουσίας, όσο και για το σπάσιμο του φόβου και των υγειονομικών ζωνών που προσπαθεί να δημιουργήσει σήμερα η Χ.Α. και πιθανώς αύριο κάποιο διάδοχο σχήμα ή ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός για να μην ξεχνάμε και τα τεκταινόμενα στις Σκουριές. Σε κάθε περίπτωση ο καιρός της αφέλειας πέρασε… το ζήτημα είναι να μήν περάσει και ο φασισμος (εντός και εκτός εισαγωγικών).
Το πρώτο είναι ότι αποτελεί απολύτως εσφαλμένη ερμηνεία των εξελίξεων η αφήγηση που λέει ότι, έπειτα από την σύλληψη μέρους του σκληρού πυρήνα της οργάνωσης και αποκάλυψης του εγκληματικού της χαρακτήρα, η επιρροή της Χ.Α. θα καταρρεύσει και η οργάνωση επί της ουσίας θα περάσει σε περίοδο αδράνειας ή σε φάση διάλυσης.
Η ερμηνεία αυτή φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται ότι δομικό στοιχείο της οργανωτικής και πολιτικής ανάπτυξης της Χ.Α. ήταν και παραμένει ο κοινωνικός αντίκτυπος της μνημονιακής λεηλασίας και η συνδεόμενη με αυτόν κατάρρευση του κομματικού συστήματος. Στο βαθμό, λοιπόν, που η Χ.Α είναι παράγωγο των δυναμικών που απελευθερώνει τόσο η οξύτατη οικονομικό-κοινωνική κρίση όσο και η κρίση εκπροσώπησης που σοβεί στο χώρο της δεξιάς μετά την άνευ όρων προσχώρηση του Σαμαρά στο μνημονιακό στρατόπεδο, είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι η κοινωνική δυναμική που εξέφραζε η Χ.Α. θα υποχωρήσει δραματικά μπροστά στις αποκαλύψεις.
Η Χ.Α. εκπροσώπησε ένα ρεύμα μικροαστικής απελπισίας, τυφλής εκδικητικότητας και κοινωνικού κανιβαλισμού μιας ευμεγέθους μερίδας του κοινωνικού συνόλου, το οποίο μπροστά στην υποβάθμιση (κοινωνική και οικονομική) την οποία αντιμετωπίζει όχι μόνο δεν αποστρέφεται τη χρήση βίας και την πολιτική του αίματος αλλά μάλλον την επικροτεί. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δημοσκοπήσεις που έγιναν μετά την δολοφονική επίθεση απέναντι στο συνεργείο του ΚΚΕ στο Πέραμα αλλά και τις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονία Φύσσα κατέγραφαν την εκλογική απήχηση του κόμματος σε ποσοστά άνω του 7%. Αυτό σημαίνει ότι, ανεξαρτήτως του ποιά θα είναι η τύχη της Χ.Α. με τη σημερινή της μορφή (ήδη κυκλοφορούν σενάρια στον τύπο για αναδίπλωσή της με άξονα τη δημιουργία νέου πατριωτικού κόμματος), η πολιτική της δυναμική παραμένει ενεργή και άρα απολύτως επίκαιρη και αναγκαία για την αριστερά η αντιμετώπιση του φασισμού τόσο σε ιδεολογικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Η παραπάνω επισήμανση αναφορικά με το κοινωνικό υπόβαθρο του φαινομένου Χ.Α., μας οδηγεί σε ένα δεύτερο κρίσιμο συμπέρασμα. Η Χ.Α., ανεξαρτήτως του σε τελευταία ανάλυση συστημικού ρόλου που έρχεται να επιτελέσει, είναι πολιτικά αυτονομημένη και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ''σχεδιασμένο προϊόν'' του συστήματος, όπως λανθασμένα ερμηνεύεται πολλές φορές οδηγώντας δυστυχώς σε τάσεις υποτίμησης της αναγκαιότητας συγκρότησης αυτοτελών αντιφασιστικών μετώπων και πρωτοβουλιών.
Το τρίτο και από πολιτικής πλευράς κομβικό ζήτημα είναι η απάντηση των δυνάμεων της αριστεράς και κυρίαρχα του ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθεια του κυβερνητικού και μηντιακού συμπλέγματος, να μετατοπίσουν την κουβέντα από τα νέα μέτρα και την κοινωνική ερήμωση που επιφέρει η πολιτική των μνημονίων, στην δήθεν αντιπαράθεση των συνταγματικών δυνάμεων με τη Χ.Α.
Ακολουθώντας την δοκιμασμένη συνταγή "και με το μαστίγιο και με το καρότο" ('θεωρία των δύο άκρων' και 'συνταγματικό τόξο' αντίστοιχα) οι κυβερνητικές δυνάμεις επιχειρούν όχι μόνο την μετατόπιση της κουβέντας σε ένα πιο βολικό για αυτές επίπεδο αλλά και την αποριζοσπαστικοποίηση τόσο του λόγου όσο και της πρακτικής της αριστεράς. Αποδοχή, λοιπόν, της λογικής του συνταγματικού τόξου θα σηματοδοτεί αφενός την αναδίπλωση από την γραμμή στήριξης των μαχητικών κινητοποιήσεων που αναπτύσσονται και αφετέρου τον εγκλωβισμό της αριστεράς σε ρόλο συν-θεματοφύλακα του ιδιαίτερα αντιδραστικού θεσμικού και νομικού πλαισίου που έχει οικοδομηθεί τα τελευταία χρόνια, ακριβώς για να χτυπηθούν οι κοινωνικές διεκδικήσεις και το λαϊκό κίνημα.
Η ιδιαίτερα καθυστερημένη και αρχικώς αναιμική αντίδραση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σε τέτοιου είδους σενάρια, από τη μία υποβοηθούν την αναπαραγωγή τους δίνοντας πάτημα στον Υπ. Εσωτερικών Γ. Μιχελάκη, να καλεί δημοσίως ακόμη και στη συγκρότηση κοινής λίστας απέναντι στη Χ.Α. σε περίπτωση επαναληπτικών εκλογών και από την άλλη αναδεικνύουν την αμφιταλάντευση μερίδας της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από το ζήτημα της περίφημης 'συνεννόησης' με τις 'δημοκρατικές' δυνάμεις. Όπως, πολύ σωστά, σημείωνε σε πρόσφατο άρθρο του ο Π. Παπακωνσταντίνου, η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει τον ''αυτοχειριαστικό'' για την αριστερά χαρακτήρα αντίστοιχων επιλογών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί αδήριτη ανάγκη η αριστερά να προσπαθήσει να επαναφέρει την κουβέντα στην ρίζα του προβλήματος, δηλαδή στις επιπτώσεις της μνημονιακής πολιτικής και τους αγώνες για την ανατροπή της. Σε γενικό επίπεδο αυτό σημαίνει και ανάγκη κοινής δράσης των δυνάμεων της μαχόμενης αριστεράς στο εργατικό και αντιφασιστικό κίνημα αλλά και επεξεργασία και προβολή ενός εναλλακτικού οράματος για την χειμαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία που θα ξεπερνά τα στενά όρια της αντιπαράθεσης μνημόνιο-αντιμνημόνιο.
Μια συνεκτική αφήγηση για το τι κοινωνία παλεύουμε να δημιουργήσουμε και πάνω σε ποιο αξιακό-ηθικό υπόβαθρο, τι παραγωγικό μοντέλο θέλουμε και προς όφελος ποιών; Τι δημοκρατία θέλουμε να δημιουργήσουμε πάνω στα ερείπια του ηθικού και πολιτικού εκμαυλισμού που αφήνουν πίσω τους τα 40 χρόνια διακυβέρνησης του δικομματισμού.
Ο κόσμος άλλωστε δεν απαιτεί από την αριστερά ένα αψεγάδιαστο και κοστολογημένο πρόγραμμα διακυβέρνησης, αλλά την αταλάντευτη βούληση για προώθηση ενός κοινωνικού προγράμματος προς όφελος της νεολαίας και των εργαζομένων, που θα προσφέρει διέξοδο από το κολαστήριο που οι τεχνοκράτες της τρόικας ονομάζουν ''κοινωνία χαμηλών προσδοκιών''. Ένα πρόγραμμα που θα έρχεται σε ρήξη, όχι μόνο με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις των μνημονίων, αλλά και με τον πυρήνα του σημερινού οικονομικού συστήματος και θα ανοίγει το δρόμο για ένα βαθύ και ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό.
Αυτό το πρόγραμμα-οδικός χάρτης δεν μπορεί βέβαια να δημιουργηθεί και να αποδώσει καρπούς στις κλειστές συνεδριάσεις και τα κομματικά γραφεία. Η διαμόρφωσή του περνάει μέσα από την ανάταση του λαϊκού κινήματος και την αναζωογόνηση της λαϊκής αυτοπεποίθησης, μέσω της ενίσχυσης των μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, την οικοδόμηση αντιστάσεων στα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τους χώρους δουλειάς, τις γειτονιές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οικοδόμησης των λαϊκών αντιστάσεων και ενεργητικής συμμετοχής του κόσμου είναι που θα δοθεί και η πραγματική απάντηση στην εξάπλωση της μισαλλόδοξης και βαθιά αντιδραστικής ιδεολογίας που προβάλλει η δεξιά, τόσο στην φασιστική όσο και στην 'mainstream' ακροδεξιά εκδοχή της, όπως αυτή εκφράζεται από τους διάφορους συμβούλους του πρωθυπουργού που μέχρι πριν λίγους μήνες υποστήριζαν με θέρμη σενάρια συνεργασίας με τη σοβαρή Χ.Α (βλ. δηλώσεις Μπαλτάκου κλπ).
Για να επανέλθουμε, λοιπόν, και στο προκείμενο, την αντιφασιστική πάλη, η αριστερά οφείλει πάνω από όλα να οργανώσει το λαό στη βάση, και να πατήσει σταθερά στην μάλλον λεπτή γραμμή που χωρίζει την ενσωμάτωση του φόβου από τη στρατιωτικοποίηση της αντιπαράθεσης. Χωρίς να παραιτηθεί της θεσμικής πίεσης και χωρίς να μπει στη λογική της αντεκδίκησης και της ατομικής βίας, οφείλει να δράσει συντεταγμένα, τόσο για την προάσπιση των διαδικασιών του κινήματος και της πολιτικής της παρουσίας, όσο και για το σπάσιμο του φόβου και των υγειονομικών ζωνών που προσπαθεί να δημιουργήσει σήμερα η Χ.Α. και πιθανώς αύριο κάποιο διάδοχο σχήμα ή ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός για να μην ξεχνάμε και τα τεκταινόμενα στις Σκουριές. Σε κάθε περίπτωση ο καιρός της αφέλειας πέρασε… το ζήτημα είναι να μήν περάσει και ο φασισμος (εντός και εκτός εισαγωγικών).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου