των διδασκόντων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κώστα Γαβρόγλου, Κύρκου Δοξιάδη, Μάκη Κουζέλη, Μιχάλη Σπουρδαλάκη
Η σκόνη
Πολλή σκόνη γύρω μας σήμερα, γύρω από το πανεπιστήμιο· δύσκολο να το δει κανείς καθαρά. Η σκόνη δεν λέει να κατακαθίσει. Τη δημιούργησε η κυβέρνηση με την επιχείρηση κατεδάφισής του. Η σκόνη, όμως, μπορεί και να είναι παραπέτασμα που αποκρύπτει διεργασίες σε εξέλιξη ή και να τη σηκώνει μια κινητοποίηση που τώρα μόλις σκαλίζει διερευνητικά το έδαφος. Τη σκόνη την εισπνέει όλη η πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά και όλοι οι γύρω της. Κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική, δεν αφήνει κανέναν να αναπνεύσει αλλά και προστατεύει όσους είναι λαθρεπιβάτες στο πανεπιστήμιο, όσους το έχουν ως πάρεργο. Αυτό που σηκώνει τη σκόνη δεν είναι μόνο τα συντρίμμια των προπυλαίων, αλλά ήδη κομμάτια του κυρίως ναού, αυτού που ήταν και είναι πανεπιστήμιο: του θεσμού που παράγει γνώση και καλλιεργεί την κριτική, μορφώνει πολίτες δημοκρατικούς και με κρίση, δοκιμάζει και ελέγχει θεωρίες και εφαρμογές, τροφοδοτεί την κοινωνία με προϊόντα έρευνας και στελέχη ικανά για την εξασφάλιση ανάπτυξης και κοινωνικής προόδου.
Αυτός ο θεσμός, με αυτά τα κοινωνικά και επιστημολογικά χαρακτηριστικά, είναι που βάλλεται από τις πολιτικές αλόγιστης περικοπής της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων, υφαρπαγής των περιουσιών τους, απόλυσης των στελεχών τους, αλλά και ριζικής ανατροπής του καθεστώτος τροφοδότησής τους μέσω ενός λυκείου που μετατρέπει τη γνώση πλήρως σε εξεταστικό παραπροϊόν. Η κατεδάφιση του πανεπιστημίου τα τελευταία χρόνια δεν είναι αποτέλεσμα «λαθών» και «παραβλέψεων», αλλά συνειδητές επιλογές πολιτικών και συγκεκριμένων πανεπιστημιακών να υλοποιήσουν τις πιο έξαλλες φαντασιώσεις τους, τα πιο επιθετικά σχέδια, τις πιο χρεοκοπημένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Στόχος τους το ξερίζωμα ενός δημόσιου θεσμού που παράγει και μεταδίδει γνώση σε άτομα που έχουν το δικαίωμα να την αποκτήσουν δωρεάν. Σύμμαχοί τους, μια χούφτα πανεπιστημιακοί.
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, βέβαια, αυτό. Το είχαν διαλαλήσει στη Βουλή πολλοί, στη φιέστα υπερψήφισης του νόμου Διαμαντοπούλου. Είναι η ώρα της ήττας της Αριστεράς, της μεταπολίτευσης, και το νέο πανεπιστήμιο αυτό εκφράζει, έλεγαν και ξανάλεγαν οι εισηγητές. Κουβέντα οι συνταγματολόγοι της υπεύθυνης παρέμβασης, κουβέντα οι «αριστεροί της ευθύνης», κουβέντα οι κυβερνητικοί του ΠΑΣΟΚ – κρυφή χαρά γεμάτοι όσοι έμειναν σιωπηλοί, μιας και αυτή ήταν η επιθυμία τους. Στόχος όλων να βγάλει το σκασμό η μεταπολίτευση, αυτή που, παρά τα όσα στραβά, τους ανέδειξε κοινωνικά και πολιτικά, αλλά τώρα τους είναι εμπόδιο.
Απορίες
Ζώντας αυτή την κατάσταση, αναρωτιέται κανείς πού είναι οι φοιτητές. Γιατί ένα τόσο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας δεν ξεσηκώνεται, δεν εξοργίζεται όταν συγκεκριμένες πολιτικές του στερούν όνειρα, προοπτικές και το καταδικάζουν να συναινέσει σε μία συντηρητικοποίηση της καθημερινότητας του.
Πού είναι, αλήθεια, οι φοιτητές για να θέσουν το ερώτημα τι συνιστά δημοκρατία σήμερα στο πανεπιστήμιο, να την υπερασπιστούν και να τη βαθύνουν, διερευνώντας νέους τρόπους συλλογικών αποφάσεων και δράσεων;
Πού είναι, όμως, και οι διδάσκοντες; Όχι εκείνοι που ελεεινολογούν και μετατρέπουν κάθε αρνητικό στον μικρόκοσμό τους σε παραδειγματική περίπτωση, ούτε εκείνοι που στρουθοκαμηλίζουν για όσα κάνει η κυβέρνηση, ούτε εκείνοι –και είναι τώρα πια πολλοί– που είναι ή ήταν διορισμένοι σε διάφορες κυβερνητικές θέσεις και, ενώ έχουν χάσει κάθε επαφή με τα του πανεπιστημίου, εμφανίζονται τώρα ως σωτήρες του. Πού είναι οι άλλοι διδάσκοντες; Όσοι και όσες μόνοι ή σε μικρές ομάδες έχουν αποφασίσει να εργάζονται κάτω από εξοντωτικές συνθήκες και με γνώμονα να προσφέρουν όσο περισσότερα μπορούν και να κρατήσουν ζωντανό ό,τι πιο δημοκρατικό και απελευθερωτικό έχει κατακτηθεί στο πανεπιστήμιο; Τους έχει, και αυτούς, παραλύσει ο φόβος; Έχουν χάσει κάθε εμπιστοσύνη στις συλλογικές προσπάθειες; Είναι η σιωπή τους μια στάση κριτικής στις άστοχες επιλογές της δικής μας Αριστεράς και των δικών μας αριστερών; Όλα μαζί; Αυτή η αδράνεια πρέπει να προβληματίσει όλους μας, χωρίς να οδηγηθούμε σε εύκολες και βολικές απαντήσεις.
Ευτυχώς, υπάρχουν οι διοικητικοί. Κατάφεραν να υπερβούν τις δικές τους αγκυλώσεις και να προβάλουν όχι μόνο ένα αγωνιστικό και ενωτικό «παρών», αλλά και να αναδείξουν τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει το πανεπιστήμιο στο σύνολό του.
Αποδόμηση
Το συνολικό εγχείρημα κατεδάφισης του πανεπιστημίου οδηγεί στην ακύρωση των διδασκόντων. Ό,τι απομείνει από το γκρέμισμα δύσκολα θα παράγει γνώση με επίγνωση των συνεπειών της, εφόσον η διαδικασία παραγωγής της δεν θα υφίσταται τον κριτικό έλεγχο όσων εργάζονται γι’ αυτήν ή τη δοκιμάζουν στην προσπάθειά τους να την οικειοποιηθούν μαθαίνοντας. Το έργο των διδασκόντων γίνεται αργά αλλά σταθερά διεκπεραιωτικό, έργο εντολοδόχων. Και βέβαια ανάλογα διαμορφώνεται και το περιεχόμενο αυτού του έργου, απλή αναπαραγωγή ήδη υφιστάμενων πληροφοριών, εξού και επιμηκύνεται ή περιορίζεται χωρίς δυσκολία. Οι ίδιοι οι διδάσκοντες φαίνεται πως αποδέχτηκαν άλλωστε μάλλον εύκολα ότι δεν χρειάζεται να συζητούν, να διαμορφώνουν γνώμη, να ανταλλάσσουν επιχειρήματα, αν κρίνει κανείς από την περιορισμένη αντίσταση στις διαδικασίες ηλεκτρονικής ψήφου που επέβαλε η ανάδειξη των συμβουλίων. Η κρίση αντιπροσώπευσης στα πανεπιστήμια, η κρίση δημοκρατίας στην καθημερινή του λειτουργία, η αποδιάρθρωση των συλλογικών οργάνων εκδηλώθηκαν με την επίθεση που δέχονται οι εκπρόσωποι των πανεπιστημιακών, όπως στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όπου εκλεγμένοι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι διώκονται ποινικά επειδή εκτελούσαν τις αυτονόητες υποχρεώσεις τους.
Η κυβερνητική πολιτική θεωρεί δυνάμει άχρηστους τους πανεπιστημιακούς δασκάλους. Πολλούς, πάρα πολλούς, όσους εργάζονταν με σύμβαση, τους έχει ήδη εκδιώξει. Άλλους τόσους το υπουργείο απλώς δεν τους διορίζει κι ας έχουν εκλεγεί ήδη εδώ και χρόνια, αφήνοντας το σώμα των πανεπιστημιακών να γερνάει μέχρι τη φυσική του κατάληξη, όταν οι υψηλής στάθμης νέοι επιστήμονες και ερευνητές (οι καλύτερα μορφωμένοι που έβγαλε ποτέ η χώρα) καταδικάζονται σε ανεργία, στρέφονται σε άλλες εργασίες ή στο εξωτερικό.
Με ευθύνη πολλών μέσα στα ιδρύματα υπάρχει μια ολοένα αυξανόμενη τάση για εκμετάλλευση της απλήρωτης εργασίας όλων εκείνων των νέων ανθρώπων που δεν έχουν άλλη ευκαιρία να ασκήσουν διδακτικά και ερευνητικά αυτό που έμαθαν, με το καθεστώς αυτό να διαιωνίζεται μέσα από μια αμφιλεγόμενη υπόσχεση απόκτησης «προσόντων» για μια ενδεχόμενα μονιμότερη σχέση τους με το πανεπιστήμιο.
Η αύξηση των ωρών διδασκαλίας απλώς προετοιμάζει την ιδεολογική νομιμοποίηση της επερχόμενης απόλυσης μέσω καταργήσεων και συγχωνεύσεων που θα «αποδείξουν» πως η δουλειά γίνεται και με πολύ λιγότερο προσωπικό, χωρίς «δασκάλους». Γίνεται μάλιστα τόσο καλά, που μια χαρά μπορούν να την αναλάβουν και ιδιώτες, «προσφέροντας» στα νοικοκυριά της εξαθλίωσης φτηνή κατάρτιση σε δεξιότητες απαραίτητες για την αγορά. Και μπορούν μάλιστα να την αναλάβουν εύκολα τώρα που φθηναίνει, που όλο και λιγότερο προσωπικό, όλο και πιο συρρικνωμένη υποδομή απαιτεί.
Νέα Γνώση
Οφείλουμε, δουλειά μας είναι άλλωστε –αυτή είναι η δουλειά μας!–, να σκεφτούμε γιατί μια τέτοια εξέλιξη, και μάλιστα με τέτοια σπουδή και καταστροφική εμμονή, είναι δυνατή. Να σκεφτούμε γιατί κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, και μάλιστα οι ηγεμονικές, επενδύουν στην κατάργηση του πανεπιστημίου, στην υποκατάστασή του από έναν επιμορφωτικό θεσμό περιορισμένης αρμοδιότητας. Να σκεφτούμε γιατί δεν είναι πια κοινωνικά απαραίτητη η παραγωγή νέας γνώσης, και γιατί η συζήτηση γύρω από την οικονομικά πρόσφορη γνώση σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την «καινοτομία». Και το κυνήγι μιας αδιευκρίνιστης και σχεδόν μεταφυσικής έννοιας, της «καινοτομίας», κοντεύει να αποτελέσει τον μοναδικό στόχο της ερευνητικής δραστηριότητας. Μπορεί να φαίνεται εύκολο να φανταστούμε γιατί αυτές οι δυνάμεις δεν θέλουν την κριτική και αυτόνομη σκέψη, δεν συμπαθούν τον λόγο (αυτόν που με έμφαση ονομάζουμε «ορθό»), την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και επιχειρημάτων, τη δημοκρατική συνθήκη αντιλογίας – αυτά πράγματι εκπροσωπεί ή μάλλον αυτά είναι το πανεπιστήμιο.
Αλλά και εμείς δεν κατορθώσαμε να συγκροτήσουμε μια συνεπή κριτική ενάντια στα ιδεολογήματα περί «κοινωνίας της γνώσης», τα οποία προβλήθηκαν ως η πανάκεια που θα εξασφάλιζε την κοινωνική ευημερία. Δεν καταλάβαμε έγκαιρα ότι η «κοινωνία της γνώσης» ήταν ένα λάκτισμα για να αλλάξουν άρδην όλοι οι θεσμοί και οι διαδικασίες παραγωγής γνώσης, και να γίνει η χρηματοδοτούμενη έρευνα, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματά της, ανεξάρτητα από τις ώρες απασχόλησης όσων την επιτελούν, η μόνη, τελικά, «έγκυρη» έρευνα. Ως κριτήριο αριστείας έχει καθιερωθεί η δυνατότητα να «φέρνει» κανείς χρήματα και προγράμματα στο πανεπιστήμιο. Κανέναν σχεδόν «αρμόδιο» δεν ενδιαφέρει η ουσία και τα αποτελέσματα αυτών των διεργασιών.
Και δεν εκπλήσσει, πράγματι, που οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της σαρωτικής απαξίωσης, περιθωριοποίησης και καταστροφικής επίθεσης. Από την κριτική ζουν, στη χειραφέτηση των πολιτών και στον εκδημοκρατισμό των κοινωνικών σχέσεων αποσκοπούν, πολιτισμός είναι το υλικό τους και οι νεωτερικές αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης ο γνώμονας οργάνωσης και ανάπτυξής τους. Δεν εξυπηρετούν, επομένως, τις στρατηγικές δυνάμεων που θέλουν να περιορίσουν τη δημοκρατία και τους θεσμικούς της όρους, θεωρούν (επενδυτική, όχι μόνο οικονομικά) «ευκαιρία» τον περιορισμό της αυτόνομης κρίσης και της λογικής επιλογής, των συλλογικών διαδικασιών συζήτησης και αναζήτησης, όλων εκείνων που θέλουν να πιστεύουν και να πιστέψουμε και οι υπόλοιποι πως η Ιστορία τελείωσε, πως δεν υπάρχουν εναλλακτικές, πως τώρα πια διαχειριζόμαστε τα υπάρχοντα και δεν ψάχνουμε για νέες λύσεις, νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, επικοινωνίας, πολιτισμικής ανάπτυξης.
Και βέβαια αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα, που απλώς βρέθηκε στη θέση να μπορεί να της επιβληθεί ένα τέτοιο «Τέλος της Ιστορίας» σχετικά ανώδυνα για εκείνους που της το επιβάλλουν. Η επίθεση ενάντια σε αυτούς τους πανεπιστημιακούς κλάδους είναι ευρωπαϊκό και παγκόσμιο φαινόμενο. Η ένταση, το βάθος αλλά και ο βάρβαρος τρόπος αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα, ενταγμένη στην τροπή που έχει δοθεί στην οικονομική και πολιτική κρίση. Στο κάτω κάτω, η ευκολία της εισαγωγής προϊόντων μπορεί να ισχύσει και για την ελάχιστη απαραίτητη κοινωνικο-επιστημονική γνώση· ας παράγουν άλλοι ό,τι χρειαζόμαστε σε πολιτισμό, πολιτικό και κοινωνικό σχεδιασμό και αντίστοιχα πρότυπα οργάνωσης.
Ξέρουμε ήδη ότι η μετακίνηση που επιτρέπει τη συρρίκνωση του πανεπιστημίου σε ένα ελιτίστικο σχήμα δήθεν αριστείας, χωρίς ισχυρή κοινωνική αμφισβήτηση, δεν είναι άλλη από τη δοκιμασμένη πλέον «σχολειοποίηση» των προπτυχιακών σπουδών που απευθύνονται στη μεγάλη μάζα των φοιτητών, με παράλληλο κλείσιμο (και διά των υψηλών διδάκτρων) των μεταπτυχιακών. Το σήμερα του ελληνικού πανεπιστημίου με αυτή τη μετακίνηση έχει κυρίως να κάνει και με τις συνέπειές της.
Ασχήμιες
Σίγουρα αυτό που γκρεμίζεται δεν είναι ένα αριστούργημα αρχιτεκτονικής. Το συνηθέστερο, πειστικότερο και ισχυρότερο επιχείρημα όσων σήμερα κλοτσάνε με μένος ό,τι έχει μείνει ακόμα όρθιο από το πανεπιστημιακό οικοδόμημα είναι το παρελθόν του, η ασκήμια του, η δυσλειτουργικότητα και αναποτελεσματικότητά του, το αταίριαστο της μορφής του με ό,τι προσφέρθηκε ως «εκσυγχρονισμός» της ελληνικής κοινωνίας.
Η ένταση αυτής της εκδικητικής μανίας μπορεί να εξηγηθεί μονάχα ως αντίδραση για όλα τα καλά που έχει κάνει το ελληνικό πανεπιστήμιο. Είναι πολλά, και το καθένα αποτελεί και μία ρήξη με παλιές και βολικές συνήθειες: η συστηματική καθιέρωση πολλών κλάδων των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, ερευνητικές δραστηριότητες εφάμιλλες με αυτές των πραγματικών ομάδων αριστείας διεθνώς, εξαιρετικοί φοιτητές που λαμβάνουν τις πιο απαιτητικές υποτροφίες, συγγραφή υψηλότατου επιπέδου μονογραφιών και διδακτικών συγγραμμάτων, υποδειγματικές μεταφράσεις, διεθνείς συνεργασίες που έχουν συμβάλει με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στους πανεπιστημιακούς προϋπολογισμούς από πανεπιστημιακούς που δεν αγνόησαν καθόλου τις άλλες υποχρεώσεις τους στο πανεπιστήμιο, πρότυπες διδασκαλίες και, βέβαια, παραγωγή ενός τεράστιου αριθμού εξαιρετικά υψηλού επιπέδου διδακτόρων με ένα έργο εντυπωσιακό για την ποιότητά του.
Βέβαια, το χτεσινό πανεπιστήμιο δεν ήταν με κανένα τρόπο αγγελικά πλασμένο· κάποιες από τις όψεις του μάλλον διαβολικά χαρακτηριστικά είχαν. Όση (πράγματι αβυσσαλέα) απόσταση κι αν το χώριζε από τον μεσαίωνα της έδρας και της απόλυτης καθηγητικής αυθαιρεσίας, δεν έπαψε να αποτελεί εκτροφείο διαπλοκής μεταξύ καθηγητών και διοικητικών, μεταξύ πανεπιστημιακών και παραγόντων της πολιτικής και της οικονομίας, μεταξύ (φοιτητικών) παρατάξεων και (εκλεγμένων!) αρχών, μεταξύ καθηγητών αθέμιτα αλληλοϋποστηριζόμενων σε κρίσεις και εξελίξεις, σε διεκδίκηση ερευνητικών κονδυλίων ή και σε «απλή» εξαπάτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Από όλα είχε. Είχε φοιτητοπατέρες, είχε καθηγητές που στέλνανε τους υποψήφιους διδάκτορες να κάνουν το μάθημά τους ή πήγαιναν στα περιφερειακά στη χάση και στη φέξη, είχε προσωπικό που ελάχιστα βρισκόταν στη θέση του και πήρε τη θέση λόγω συγγένειας ή συναλλαγής, είχε καμιά φορά και λογοκλόπους ή αβέβαιης εγκυρότητας τίτλους, μέχρι και υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος είχε. Όχι πως όλα αυτά χαρακτήριζαν το πανεπιστήμιο. Ούτε κυρίως τέτοιο ήταν ούτε μόνο εκεί συνέβαιναν τα παραπάνω στη δικομματικά οριζόμενη Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών. Αυτά τα ξέρουμε όλοι όσοι το ζήσαμε από κοντά, και βέβαια τα ξέρουν πρώτοι και καλύτεροι εκείνοι που συστηματικά εξέθρεψαν τα αποστήματα για να αναφέρονται σήμερα, που οι καιροί γυρίσανε, στο πανεπιστήμιο ως «έκτρωμα».
Αν όμως κάτι σφραγίζει το χτεσινό πανεπιστήμιο και το καθιστά κραυγαλέα παρωχημένο είναι οι συνέπειες του τρόπου επιλογής των φοιτητών του. Πρόκειται για το πανεπιστήμιο που πολλοί από τους φοιτητές του σπουδάζουνε ό,τι σπουδάζουνε εν πολλοίς τυχαία. Κάνουν φιλοσοφία ενώ θέλανε να γίνουν δικηγόροι, σπουδάζουν κτηνιατρική αν και δεν ανέχονται τα ζώα, γίνονται δάσκαλοι χωρίς να αγαπάνε τη δουλειά αυτή επειδή ταιριάζανε οι μονάδες που πήραν. Φοιτούν απλώς για να τελειώσουν, να πάρουν το χαρτί και μετά να πάνε να μάθουν αλλού αυτό που ήθελαν πάντα. Τους φοιτητές αυτής της κατηγορίας δικαιολογημένα δεν τους νοιάζει ποιος διδάσκει τι και πώς, ούτε καν αν το διδάσκει, φτάνει να μπορούν «να το δώσουν». Και διόλου δεν φταίνε αυτοί για αυτό. Μπορεί να έχει κάποια λογική ο περιορισμός των θέσεων σε κάποιες σπουδές και σε κάποιες ειδικότητες και επομένως η πρόβλεψη ενός μηχανισμού επιλογής, δεν έχει όμως καμιά λογική η σαρωτική λειτουργία ενός μηχανισμού που σε στέλνει απλώς όπου χωράς, ανεξάρτητα από το ενδιαφέρον, το ταλέντο, την ευαισθησία, τα αληθινά διαβάσματά σου. Και μέσα από τη συντήρηση αυτού του συστήματος, όλες οι κυβερνήσεις μετά τη μεταπολίτευση κατάφεραν να ακυρώσουν το λύκειο, να το μετατρέψουν σε εξεταστικό κέντρο, να ενισχύσουν την παραπαιδεία, υπονομεύοντας με αυτό τον τρόπο έναν ακόμη από τους θεσμούς που στηρίζουν τη δημοκρατία.
Και άρα;
Από τα παραπάνω γίνεται, πιστεύουμε, φανερό σε ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούμε και πόσο επείγον είναι αυτό. Τίποτα δεν θα έχει μείνει σε λίγο όρθιο, ικανό να αντισταθεί στη διάλυση, στην επιθετική εγκατάλειψη της γνώσης και της μάθησης στους εμπόρους, στην αδιαφορία της κοινωνίας αλλά και των ίδιων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας που θα έχουν πλέον απαυδήσει ή και απελπιστεί. Η αντίσταση στη λαίλαπα δεν είναι, δεν μπορεί αλλά και δεν πρέπει να είναι δύναμη συντήρησης. Ο επαναπροσδιορισμός του πανεπιστημίου ως χώρου αυθεντικής έρευνας και ανάπτυξης γνώσης και παιδείας απαιτεί στις σημερινές συνθήκες κοινωνικής συρρίκνωσης ένα νέο πανεπιστήμιο: πιο συλλογικό, πιο συμμετοχικό, πιο ανοικτό στην κοινωνία, πιο δημοκρατικό, πιο κριτικό σε ό,τι παράγει, πιο δυναμικό στις προς τα έξω πρωτοβουλίες του. Το πανεπιστήμιο (πρέπει να) ανήκει σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Γι’ αυτό και οι άμεσες κινήσεις αντίστασης είναι ευδιάκριτες: είμαστε υποχρεωμένοι να ξαναφέρουμε το πανεπιστήμιο στην πρώτη γραμμή της μάχης για δημοκρατική κοινωνία, να φέρουμε το πανεπιστήμιο στην κοινωνία και την κοινωνία στο πανεπιστήμιο. Χωρίς να κουκουλώνουμε τις αθλιότητες αλλά και χωρίς να υποβαθμίζουμε τις τόσο σημαντικές κατακτήσεις του. Η έρευνα αλλά και η διδασκαλία θα πρέπει να έχει ως πρώτο της αντικείμενο, ως κοινό της αλλά και ως εντολοδόχο της αυτή την κοινωνία της κρίσης.
Όσο ακόμα υφίσταται η «ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας» του άρθρου 16 δικαιούμαστε αλλά είμαστε και υποχρεωμένοι να αποδώσουμε στην κοινωνία ό,τι της οφείλουμε, να απευθυνθούμε σε αυτήν. Κοινωνικό πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου