Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Για την απήχηση του φασισμού...

Του Οδυσσέα Αϊβαλή, απο το Red NoteBook...
Στις περιπτώσεις της Ιταλίας και της Γερμανίας η απήχηση του φασισμού και του ναζισμού στις λαϊκές τάξεις εμφανίζεται διαφοροποιημένη. Η εργατική τάξη επηρεάστηκε σε μικρό βαθμό από τον φασισμό, ενώ εκδήλωσε μορφές αυθόρμητης εργατικής αντίστασης. Αντίθετα η μικροαστική τάξη, παραδοσιακή και νέα, στράφηκε μαζικά προς τον φασισμό και το ναζισμό. Κοινωνικά, ο φασισμός βρήκε τη βάση του στη μικροαστική τάξη των πόλεων και σε μια νέα αστική τάξη της υπαίθρου που δημιουργήθηκε από τον μετασχηματισμό της αγροτικής ιδιοκτησίας σε ορισμένες περιοχές [1].

Η μικροαστική τάξη προσέφερε την κοινωνική βάση για τη μετατροπή του φασισμού από συμμορία σε μαζικό κόμμα. Τα μικροαστικά στερεότυπα αναπαράγονται κυριαρχικά από τον φασισμό (εθνικισμός, ρατσισμός, σεξισμός), αλλά όχι ως μοναδικά στοιχεία του φασιστικού λόγου. Ο φασιστικός ιδεολογικός λόγος απευθύνεται με διαφορετικούς τρόπους σε κοινωνικές τάξεις και μερίδες της κοινωνίας, οργανώνοντας την ηγεμονία του κεφαλαίου.

Εθνική ενότητα: ένα ιδεολογικό υπερόπλο

Βασική αιτία της απήχησης του φασισμού στις λαϊκές τάξεις ήταν η προβολή της εθνικής ενότητας. Πρόκειται για ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και της εξελικτικής διαδικασίας της αστικής δημοκρατικής επανάστασης. Ο ναζισμός και ο φασισμός βασίστηκαν σε έναν βαθμό στον εθνικιστικό επεκτατισμό, αλλά χάρη στην επίκληση της εθνικής ενότητας μπόρεσαν να αποκτήσουν λαϊκή απήχηση, ιδιαίτερα στις λαϊκές τάξεις της υπαίθρου και στους μικροαστούς.
Ο Μουσολίνι παρουσιάζονταν ως συνεχιστής του Γκαριμπάλντι και ο Χίτλερ του Μπίσμαρκ. Αντίστοιχα, τμήματα της “αριστερής” πτέρυγας του ναζιστικού κόμματος υιοθέτησαν την ρητορική του αντιιμπεριαλισμού, οδηγώντας σε μία κατά παρέκκλιση αποδοχή του φασιστικού λόγου. Την ίδια στιγμή, τμήματα των λαϊκών τάξεων στράφηκαν στον φασισμό εξαιτίας της αποτυχίας των κομμουνιστικών κομμάτων της Ιταλίας και της Γερμανίας να διεκδικήσουν επαναστατικούς στόχους και να προτάξουν μία διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού. Έτσι, όταν έπαψε η Αριστερά να προβάλλει ως εναλλακτική λύση, τα τμήματα αυτά των λαϊκών τάξεων θεώρησαν ότι ο φασισμός ήταν ο μόνος ικανός να πετύχει την κοινωνική αλλαγή [2].

Σε σχετική αναλογία, στις εκλογές του 2012, η Χρυσή Αβγή είχε τα μεγαλύτερα ποσοστά της στους ανέργους (12%), στους εργοδότες και αυτοαπασχολούμενους (11%) και στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (11%) [3]. Δηλαδή στα εξαθλιωμένα τμήματα του ανενεργού εργατικού δυναμικού και στην μικροαστική τάξη που νιώθει την απειλή της φτωχοποίησης. Η αυξανόμενη προλεταριοποίηση των στρωμάτων αυτών και η μαζικοποίησή τους είναι δυο πλευρές του ίδιου φαινομένου. Ο φασισμός προσπαθεί να οργανώσει τις δημιουργούμενες φτωχοποιημένες τάξεις, χωρίς να αλλάξει τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Η επαγγελία του είναι να βρουν οι μάζες ένα τρόπο έκφρασης χωρίς να δικαιώνονται [4].

Η κρίση ως εθνοκρατικός ανταγωνισμός

Η εθνική αφήγηση σε περιόδους κρίσης ευνοεί σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη του εθνικισμού. Η προβολή της εθνικής αναδίπλωσης ως λύσης για τη σωτηρία, προδιαγράφει την αύξηση των εθνικών ανταγωνισμών. Η αναπαραγωγή εθνικών αφηγημάτων εμποδίζει και επιβραδύνει την ριζοσπαστικοποίηση των εργαζόμενων τάξεων, προβάλλοντας την κρίση ως ανταγωνισμό μεταξύ κρατών, και κυρίως, συσκοτίζοντας τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις.

Η Αριστερά αποτελεί παράγοντα ριζοσπαστικοποίησης των δυνάμεων της εργασίας, που αποδομεί την κυρίαρχη αφήγηση και προτάσσει την κοινωνική διάσταση της συγκυρίας. Η θεωρία της εξάρτησης του ελληνικού καπιταλισμού και η συναφής αντι-ιμπεριαλιστική ρητορική, αντίθετα, υποβαθμίζουν τη σύγκρουση μεταξύ των τάξεων στον κοινωνικό σχηματισμό και αναπαράγουν την εθνική πρόσληψη της σύγκρουσης. Έννοιες όπως αυτή της αποικίας χρέους, που μετατρέπουν την ταξική προέλευση του χρέους (φορο-ασυλία και φοροαποφυγή του μεγάλου κεφαλαίου, πακέτα στήριξης στον χρηματοπιστωτικό τομέα) σε εξωτερική επέμβαση, είναι σήμερα το πιο γνωστό προϊόν της τάσης αυτής στο διάλογο περί κρίσης.

Περί εξάρτησης

Οι θεωρίες της εξάρτησης που ευδοκιμούν στη ελληνική Αριστερά έχουν τις ρίζες τους στις αναλύσεις του ΚΚΕ για την αστικοτσιφλικάδικη Ελλάδα την δεκαετία του 1930, που προέβαλλαν την προτεραιότητα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης έναντι της σοσιαλιστικής. Αυτή η θεωρία των σταδίων (πρώτα η αστικο-δημοκρατική, μετά η εργατική-σοσιαλιστική επανάσταση) ήταν ταυτόσημη με τον οικονομισμό, την μηχανιστική αφήγηση της αντίθεσης ολιγαρχίας-λαού και την απεμπόληση οποιαδήποτε αντικαπιταλιστικού προτάγματος. Η υιοθέτηση των αφηγημάτων της εξάρτησης αφενός αθωώνει την ελληνική αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους, αφετέρου ματαιώνει οποιοδήποτε αγώνα των εκμεταλλευόμενων, μιάς και ο αντίπαλός τους βρίσκεται έξω και μακριά, και δεν φαίνεται να τον επηρεάζει οποιαδήποτε διεκδίκηση.

Ποιος κερδίζει από το Μνημόνιο;

Η φράση «αν δεν υπήρχαν τα μνημόνια θα έπρεπε να τα εφεύρουμε» αναδεικνύει την επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου και όχι του «ξένου» και όχι μόνο του «μεγάλου», που με πολύ συνειδητό τρόπο επιτίθεται στις δυνάμεις της εργασίας, επιχειρώντας μέσα από τη μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευσή τους να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική κρίση και να μετατρέψει ακόμα περισσότερο την κρίση του κεφαλαίου σε κρίση της εργασίας [5]. H επιλογή της μνημονιακής πολιτικής από το ελληνικό κεφάλαιο φαίνεται ξεκάθαρα από τη βελτίωση της κερδοφορίας των 500 μεγαλύτερων ελληνικών εμπορικών επιχειρήσεων κατά 18,8% το 2011 και την αντίστοιχη κερδοφορία των 500 μεγαλύτερων ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων, με συνολικά κέρδη 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ (έρευνα της Τράπεζας Πληροφοριών για την Οικονομία STAT BANK [6].

Ο ιμπεριαλισμός είναι ...καπιταλισμός

Η υπερεκτίμηση του ιμπεριαλισμού και του γεωπολιτικού στοιχείου υποβαθμίζει την ταξική πάλη στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού. Χωρίς να υποτιμάται ο ρόλος του ιμπεριαλισμού, το διεθνές πεδίο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας δεν καταργεί την αυτονομία των κρατών-κρίκων της αλυσίδας, αλλά κατά κάποιον τρόπο τη σχετικοποιεί και την αναδιοργανώνει. Η ιμπεριαλιστική αλυσίδα αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου συγκροτούνται και αναπτύσσονται οι διαφοροποιούμενες εθνικές στρατηγικές, πάντα αντιθετικές και αναμφίβολα άνισες όσον αφορά την ισχύ τους. Την ίδια στιγμή, το σύνθετο παιχνίδι εντός της αλυσίδας επιδρά επάνω στους κρατικούς κρίκους που τη συνθέτουν. Η αλυσίδα πρέπει να αναπαραχθεί ως καπιταλιστική, γεγονός που σημαίνει ότι, καθώς κάθε ιδιαίτερη αστική στρατηγική αναπτύσσεται, συμβάλλει σε τελευταία ανάλυση στην αναπαραγωγή του καπιταλισμού εν γένει ως σταθερής σχέσης ταξικής εξουσίας [7]. Η ταξική πάλη στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού, είναι πρωταρχική.

Ζητήματα προτεραιοτήτων: το παράδειγμα της Βενεζουέλας

Τα εθνικά κράτη παραμένουν οι βασικοί τόποι για την εκτεταμένη αναπαραγωγή της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η δε προτεραιότητα της ταξικής πάλης στο εσωτερικό τους μπορεί να εξηγηθεί με πολλά εμπειρικά παραδείγματα, ένα από τα οποία είναι και το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Τσάβες στην Βενεζουέλα το 2002. Ο Τσάβες απήχθη για 47 ώρες από μέλη του στρατού και επιχειρηματίες, οι οποίοι βρίσκονταν σε στενή συνεργασία με το κράτος των Η.Π.Α. Στην θέση του τοποθέτησαν τον πρόεδρο του Εμπορικού Επιμελητηρίου της χώρας, τον Πέντρο Καρμόνα, ο οποίος ακύρωσε συντάγματα και τα υπουργικά συμβούλια. Οι εκμεταλλευόμενες τάξεις στη Βενεζουέλα που είχαν εκλέξει τον Τσάβες ξεσηκώθηκαν, με την αρχή να γίνεται στο Καράκας, ενώ η αστυνομία δεν μπορούσε να τους καταστείλει. Η προεδρική φρουρά ανακατέλαβε το προεδρικό Μέγαρο και ο Τσάβες επέστρεψε στη θέση του.

Αντί συμπεράσματος

Καταλήγοντας, φαίνεται ότι η υποβάθμιση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού και η επιλογή της Αριστεράς διαχρονικά, να δίνει κατά προτεραιότητα αντι-ιμπεριαλιστικές μάχες και αγώνες «ανεξαρτησίας» από το ξένο κεφάλαιο, μεταθέτει την κυρίαρχη αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας σε αντίθεση Ξένου-Πατριώτη, μετατρέποντας την πάλη των τάξεων σε πάλη μεταξύ των εθνών. Έτσι, η ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης που προτάσσει την εθνική ενότητα πάνω απ’όλα, διατηρείται ακέραια. Αυτό το σχήμα αντίθεσης ξένου εναντίον πατριώτη οδηγεί σε εκδοχές ηγεμονευόμενης συμμαχίας της Αριστεράς και των εργαζόμενων τάξεων με το μικρό και το μεσαίο κεφάλαιο, ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο και στους ξένους ιμπεριαλιστές, και απο εκεί, στην υιοθέτηση σοσιαλδημοκρατικών και διαχειριστικών λύσεων που οδηγούν τελικά στην ενσωμάτωση.

Η Αριστερά διεκδικεί τη δημιουργία ενός συνασπισμού εξουσίας με την ηγεμονία των εργαζόμενων τάξεων στο πλαίσιο συμμαχιών με τμήματα της μικροαστικής τάξης που ριζοσπαστικοποιούνται. Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ της αστικής τάξης και της εργατικής αλλάζει, στον βαθμό που εδραιώνονται οι συμμαχίες της εργατικής τάξης με τις άλλες λαϊκές τάξεις. Πρόκειται για μια διαδικασία αδιάκοπη και σταδιακή, που εξελίσσεται μέσα στους αγώνες, με την προσχώρηση στις ταξικές τοποθετήσεις της εργατικής τάξης [8].

___________________

Σημειώσεις

[1] Gramsci, A. Ο φασισμός και οι πολιτικές του, Selections from political writings (1921-1926).

[2] Πουλαντζάς, Ν.(1984). Σχετικά με τη λαϊκή απήχηση του φασισμού. Στο: Προβλήματα του σύγχρονου κράτους και του φασιστικού φαινομένου, Αθήνα: Θεμέλιο.

[3] http://www.publicissue.gr/2043/koinwniko_profil_6_2012/

[4] Benjamin,W. (1936), Ο φασισμός ως αισθητικοποίηση της πολιτικής.

[5] Λάσκος, Χ. & Τσακαλώτος, Ε. (2012), 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι. Αθήνα: ΚΨΜ.

[6] http://www.statbank.gr/content/article/26590.html

[7] Μηλιός, Γ. & Σωτηρόπουλος, Δ. (2010), H έννοια του ιμπεριαλισμού και η Μαρξική θεωρία του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου, Θέσεις, τ. 110.

[8] Πουλαντζάς, Ν.(2008), Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, Αθήνα: Θεμέλιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων