Του Πέτρου Θ. Πιζάνια*, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Οι Ελληνίδες και οι Ελληνες πολίτες ξανάκουσαν από τα στόματα των ηγετών της Χρυσής Αυγής τα περί ελληνοχριστιανισμού και τον φυλετικό ισχυρισμό της καταγωγής από τους αρχαίους Ελληνες. Βέβαια, η Χρυσή Αυγή βρήκε στον ελληνοχριστιανισμό μια μεταφορά της ναζιστικής ιδέας της άριας φυλής, αλλά το ιδεολόγημα είναι παλαιό. Σοφοί Ελληνες, όπως ο Ηλίας Ηλιού, συνόψιζαν το δόγμα του ελληνοχριστιανισμού και της φυλετικής καταγωγής απευθείας από τους αρχαίους Ελληνες στο χλευαστικό επίθετο «προγονοπληξία».Πράγματι, αυτή η αντίληψη της ιστορίας προδίδει μια αρχέγονα ανορθολογική σκέψη, βλέπει την ιστορία από την κλειδαρότρυπα της καταγωγής και της θρησκείας.
Πρόκειται για μια μετατόπιση του νοήματος της ιστορίας των Ελληνίδων και των Ελλήνων. Ξεκίνησε αμυδρά με το γλωσσικό ζήτημα προς το τέλος του 19ου αιώνα, παρότι ακόμη και ο ασύγγνωστος παραμυθάς Κ. Παπαρρηγόπουλος είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για την ορθότητα των επινοημάτων του αυτών. Η ιστορία των Ελλήνων από την ελευθερία, που συνιστούσε το επίτευγμα και την περηφάνια των προηγούμενων γενεών των νέων Ελλήνων, την οποία οργάνωνε και εγγυόταν το εθνικό κράτος, άρχισε να μεταλλάσσεται σε ένα είδος μεταφυσικού έθνους και φυλετικής καταγωγής. Σε αυτή τη διαδικασία μετάλλαξης, το ελληνικό έθνος από αποτέλεσμα της Επανάστασης του ’21 κατά τη διάρκεια της οποίας οι ραγιάδες χριστιανοί έγιναν Ελληνες πολίτες και κυρίαρχος λαός, έπαψε βαθμιαία να συνιστά έργο και εγγυητή της ελευθερίας των Ελλήνων. Από αποτέλεσμα μιας πολυσχιδούς ιστορικής διαδικασίας και μιας επαναστατικής πάλης, το ελληνικό έθνος εξέπεσε σε δώρο της θείας πρόνοιας σε ένα φερόμενο σαν περιούσιο λαό. Δεν απέμενε παρά να το λατρεύουν άκριτα σαν θεότητα έξω και ανεξάρτητα από τα πολιτικά δικαιώματά τους. Αυτή η μεταφυσική του ελληνικού έθνους, συμπυκνωμένη στο ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα και στον φυλετικό ισχυρισμό για την αδιάλειπτη συνέχεια των Ελλήνων από την αρχαιότητα, κρύβει τις χονδροειδείς αντινομίες της κυρίαρχης αφήγησης για τον ορισμό του ελληνικού έθνους. Δηλαδή της κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας που τυποποιήθηκε οριστικά και έγινε κρατική ιδεολογία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Επρόκειτο για μια ιδεολογία φοβική και περιχαρακωμένη από τον κόσμο, τη σκέψη και την επιστήμη. Ο λόγος της κρατικής επιβολής της ήταν ευθέως ανάλογος με την κατάλυση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, δημόσια αγαθά τα οποία είχαν αρχίσει να κατακτάνε οι Ελληνες επαναστάτες το ’21.
Ο ιρασιοναλισμός του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος και της τρισχιλιετούς συνέχειας, καθιερώθηκε ως κρατικό φρόνημα βαθμιαία από το 1945. Τον λόγο αυτό χρησιμοποιούσαν οι δωσίλογοι, πρώην μεταξικοί, σαν άλλοθι της συνεργασίας τους με τους κατακτητές ναζί. Αλλά σύντομα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, υιοθετήθηκε ως επίσημος ιστορικός λόγος από τη Δεξιά. Από το 1952, οπότε ενσωματώθηκε οριστικά ο εμφύλιος πόλεμος στο θεσμικό πλαίσιο της χώρας, οι κυρίαρχοι ενέταξαν τον ελληνοχριστιανισμό στο οπλοστάσιο με το οποίο μετρούσαν τα κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά φρονήματα των Ελλήνων πολιτών έως το 1974. Και σε αυτή την περίοδο, το έθνος γινόταν νοητό ως μια μεταφυσική ιρασιοναλιστική οντότητα, στην εδραίωση της οποίας η ορθόδοξη εκκλησία, καθηγητές της Φιλοσοφικής Αθηνών, Ακαδημαϊκοί και άλλοι, συνέβαλαν τόσο όσο τα στρατοδικεία, οι εξορίες και οι εκτελέσεις. Σε αυτή την περίοδο το έθνος είχε ταυτιστεί με το σύστημα εξουσίας του θεσμοθετημένου εμφυλίου, και η αμφισβήτησή του ισοδυναμούσε με την αμφισβήτηση της εξουσίας αυτής και αντίστροφα. Αυτό το καθεστώς ήρθε να διασώσει η χούντα των συνταγματαρχών το 1967. Τα εφτά χρόνια δικτατορίας έδειξαν, μεταξύ άλλων, πόσο ακραία άξεστη ήταν αυτή η εκδοχή της εθνικής ιδεολογίας, και μαζί ότι ο εν λόγω ορισμός της ιστορίας των Ελλήνων αποτελούσε ιδεολογικό άλλοθι για την κατάλυση των δημοκρατικών κατακτήσεων των πολιτών.
Ωστόσο, ο «ελληνοχριστιανισμός» και η καταγωγική ερμηνεία της ιστορίας των ελληνικών πληθυσμών έχουν μια εσωτερική λειτουργική λογική. Αυτή η επίσημη ιστορική αφήγηση νομιμοποιούσε πάντοτε το νόημα ενός ελληνικού έθνους χωρίς δημοκρατία και ελευθερία –αυτό είναι το λειτουργικό χαρακτηριστικό της αφήγησης αυτής. Τη θέση αυτών των κατακτήσεων του 1821, της δημοκρατίας και της ελευθερίας, την καταλάμβαναν βαθμιαία από τον μεσοπόλεμο ποικίλες αυθαίρετες εξουσίες που νομιμοποιούσαν την αυθαιρεσία τους σε μια παραχωρημένη ιδεολογική και πολιτική λειτουργία προς την ορθόδοξη εκκλησία. Σε αυτό το πλαίσιο, η ορθόδοξη εκκλησία επιδίωκε από την εποχή του μεσοπολέμου να ρυθμίζει ιδεολογικά την ιστορία των Ελλήνων, και επιπλέον ως εκπρόσωπος του θεού, όπως νομίζει, να καθίσταται το τελικό υποκείμενο νομιμοποίησης των ίδιων των κρατικών θεσμών και της εκάστοτε εξουσίας.
Ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης έχει πει σε μία συνέντευξή του ότι αυτή η σχέση με το παρελθόν μας έχει σχιζοειδή χαρακτηριστικά. Τι θέλει να μας επισημάνει ο φιλόσοφος με αυτήν την ερμηνευτική πρόταση; Νομίζω ότι θέλει να διαυγάσει το γεγονός ότι ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» τροφοδότησε στην Ελλάδα έναν εκκωφαντικό πολιτικό και θεσμικό ιρασιοναλισμό, επειδή στο επίπεδο των ιδεολογικών αναπαραστάσεων του έθνους έθετε τη θρησκευτική εκκλησιαστική αρχή και τη χριστιανική πίστη ως υπέρτερη της ελευθερίας και της δημοκρατίας των πολιτών και των εγγυήσεών τους από το κράτος. Επρόκειτο για την καθιέρωση μιας θεοκρατίας προσαρμοσμένης στο εθνικό πλαίσιο και στις ιδεολογικές ανάγκες αυταρχικών πολιτικών καθεστώτων. Και κατόρθωσε να διαχυθεί στην κοινωνία επειδή επιβλήθηκε με εξουσιαστικούς όρους επί δεκαετίες. Αυτός ο εκκωφαντικός ιρασιοναλισμός δεν αντιμετωπίστηκε κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και εξακολουθεί σήμερα να αναμεταδίδεται από τους άξεστους κατά κανόνα τηλεοπτικούς δημοσιογράφους. Η ηγεσία της Χρυσής Αυγής, προμότορες του ελληνοχριστιανισμού και της φυλετικής καταγωγής μας από τους αρχαίους, θαυμαστές του Λεωνίδα και των Θερμοπυλών, μόλις βρέθηκαν ενώπιον ενός και μόνο ανακριτή, αρνήθηκαν τις ιδέες τους, τις πράξεις τους, εντέλει τον ίδιο τον εαυτό τους. Τι θα έκανε η ηγεσία της Χρυσής Αυγής αν αντίκριζε τη στρατιά του Ξέρξη;
……………………………………………………………………………………………………………………………………..
* Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας – Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Οι Ελληνίδες και οι Ελληνες πολίτες ξανάκουσαν από τα στόματα των ηγετών της Χρυσής Αυγής τα περί ελληνοχριστιανισμού και τον φυλετικό ισχυρισμό της καταγωγής από τους αρχαίους Ελληνες. Βέβαια, η Χρυσή Αυγή βρήκε στον ελληνοχριστιανισμό μια μεταφορά της ναζιστικής ιδέας της άριας φυλής, αλλά το ιδεολόγημα είναι παλαιό. Σοφοί Ελληνες, όπως ο Ηλίας Ηλιού, συνόψιζαν το δόγμα του ελληνοχριστιανισμού και της φυλετικής καταγωγής απευθείας από τους αρχαίους Ελληνες στο χλευαστικό επίθετο «προγονοπληξία».Πράγματι, αυτή η αντίληψη της ιστορίας προδίδει μια αρχέγονα ανορθολογική σκέψη, βλέπει την ιστορία από την κλειδαρότρυπα της καταγωγής και της θρησκείας.
Πρόκειται για μια μετατόπιση του νοήματος της ιστορίας των Ελληνίδων και των Ελλήνων. Ξεκίνησε αμυδρά με το γλωσσικό ζήτημα προς το τέλος του 19ου αιώνα, παρότι ακόμη και ο ασύγγνωστος παραμυθάς Κ. Παπαρρηγόπουλος είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για την ορθότητα των επινοημάτων του αυτών. Η ιστορία των Ελλήνων από την ελευθερία, που συνιστούσε το επίτευγμα και την περηφάνια των προηγούμενων γενεών των νέων Ελλήνων, την οποία οργάνωνε και εγγυόταν το εθνικό κράτος, άρχισε να μεταλλάσσεται σε ένα είδος μεταφυσικού έθνους και φυλετικής καταγωγής. Σε αυτή τη διαδικασία μετάλλαξης, το ελληνικό έθνος από αποτέλεσμα της Επανάστασης του ’21 κατά τη διάρκεια της οποίας οι ραγιάδες χριστιανοί έγιναν Ελληνες πολίτες και κυρίαρχος λαός, έπαψε βαθμιαία να συνιστά έργο και εγγυητή της ελευθερίας των Ελλήνων. Από αποτέλεσμα μιας πολυσχιδούς ιστορικής διαδικασίας και μιας επαναστατικής πάλης, το ελληνικό έθνος εξέπεσε σε δώρο της θείας πρόνοιας σε ένα φερόμενο σαν περιούσιο λαό. Δεν απέμενε παρά να το λατρεύουν άκριτα σαν θεότητα έξω και ανεξάρτητα από τα πολιτικά δικαιώματά τους. Αυτή η μεταφυσική του ελληνικού έθνους, συμπυκνωμένη στο ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα και στον φυλετικό ισχυρισμό για την αδιάλειπτη συνέχεια των Ελλήνων από την αρχαιότητα, κρύβει τις χονδροειδείς αντινομίες της κυρίαρχης αφήγησης για τον ορισμό του ελληνικού έθνους. Δηλαδή της κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας που τυποποιήθηκε οριστικά και έγινε κρατική ιδεολογία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Επρόκειτο για μια ιδεολογία φοβική και περιχαρακωμένη από τον κόσμο, τη σκέψη και την επιστήμη. Ο λόγος της κρατικής επιβολής της ήταν ευθέως ανάλογος με την κατάλυση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, δημόσια αγαθά τα οποία είχαν αρχίσει να κατακτάνε οι Ελληνες επαναστάτες το ’21.
Ο ιρασιοναλισμός του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος και της τρισχιλιετούς συνέχειας, καθιερώθηκε ως κρατικό φρόνημα βαθμιαία από το 1945. Τον λόγο αυτό χρησιμοποιούσαν οι δωσίλογοι, πρώην μεταξικοί, σαν άλλοθι της συνεργασίας τους με τους κατακτητές ναζί. Αλλά σύντομα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, υιοθετήθηκε ως επίσημος ιστορικός λόγος από τη Δεξιά. Από το 1952, οπότε ενσωματώθηκε οριστικά ο εμφύλιος πόλεμος στο θεσμικό πλαίσιο της χώρας, οι κυρίαρχοι ενέταξαν τον ελληνοχριστιανισμό στο οπλοστάσιο με το οποίο μετρούσαν τα κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά φρονήματα των Ελλήνων πολιτών έως το 1974. Και σε αυτή την περίοδο, το έθνος γινόταν νοητό ως μια μεταφυσική ιρασιοναλιστική οντότητα, στην εδραίωση της οποίας η ορθόδοξη εκκλησία, καθηγητές της Φιλοσοφικής Αθηνών, Ακαδημαϊκοί και άλλοι, συνέβαλαν τόσο όσο τα στρατοδικεία, οι εξορίες και οι εκτελέσεις. Σε αυτή την περίοδο το έθνος είχε ταυτιστεί με το σύστημα εξουσίας του θεσμοθετημένου εμφυλίου, και η αμφισβήτησή του ισοδυναμούσε με την αμφισβήτηση της εξουσίας αυτής και αντίστροφα. Αυτό το καθεστώς ήρθε να διασώσει η χούντα των συνταγματαρχών το 1967. Τα εφτά χρόνια δικτατορίας έδειξαν, μεταξύ άλλων, πόσο ακραία άξεστη ήταν αυτή η εκδοχή της εθνικής ιδεολογίας, και μαζί ότι ο εν λόγω ορισμός της ιστορίας των Ελλήνων αποτελούσε ιδεολογικό άλλοθι για την κατάλυση των δημοκρατικών κατακτήσεων των πολιτών.
Ωστόσο, ο «ελληνοχριστιανισμός» και η καταγωγική ερμηνεία της ιστορίας των ελληνικών πληθυσμών έχουν μια εσωτερική λειτουργική λογική. Αυτή η επίσημη ιστορική αφήγηση νομιμοποιούσε πάντοτε το νόημα ενός ελληνικού έθνους χωρίς δημοκρατία και ελευθερία –αυτό είναι το λειτουργικό χαρακτηριστικό της αφήγησης αυτής. Τη θέση αυτών των κατακτήσεων του 1821, της δημοκρατίας και της ελευθερίας, την καταλάμβαναν βαθμιαία από τον μεσοπόλεμο ποικίλες αυθαίρετες εξουσίες που νομιμοποιούσαν την αυθαιρεσία τους σε μια παραχωρημένη ιδεολογική και πολιτική λειτουργία προς την ορθόδοξη εκκλησία. Σε αυτό το πλαίσιο, η ορθόδοξη εκκλησία επιδίωκε από την εποχή του μεσοπολέμου να ρυθμίζει ιδεολογικά την ιστορία των Ελλήνων, και επιπλέον ως εκπρόσωπος του θεού, όπως νομίζει, να καθίσταται το τελικό υποκείμενο νομιμοποίησης των ίδιων των κρατικών θεσμών και της εκάστοτε εξουσίας.
Ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης έχει πει σε μία συνέντευξή του ότι αυτή η σχέση με το παρελθόν μας έχει σχιζοειδή χαρακτηριστικά. Τι θέλει να μας επισημάνει ο φιλόσοφος με αυτήν την ερμηνευτική πρόταση; Νομίζω ότι θέλει να διαυγάσει το γεγονός ότι ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» τροφοδότησε στην Ελλάδα έναν εκκωφαντικό πολιτικό και θεσμικό ιρασιοναλισμό, επειδή στο επίπεδο των ιδεολογικών αναπαραστάσεων του έθνους έθετε τη θρησκευτική εκκλησιαστική αρχή και τη χριστιανική πίστη ως υπέρτερη της ελευθερίας και της δημοκρατίας των πολιτών και των εγγυήσεών τους από το κράτος. Επρόκειτο για την καθιέρωση μιας θεοκρατίας προσαρμοσμένης στο εθνικό πλαίσιο και στις ιδεολογικές ανάγκες αυταρχικών πολιτικών καθεστώτων. Και κατόρθωσε να διαχυθεί στην κοινωνία επειδή επιβλήθηκε με εξουσιαστικούς όρους επί δεκαετίες. Αυτός ο εκκωφαντικός ιρασιοναλισμός δεν αντιμετωπίστηκε κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και εξακολουθεί σήμερα να αναμεταδίδεται από τους άξεστους κατά κανόνα τηλεοπτικούς δημοσιογράφους. Η ηγεσία της Χρυσής Αυγής, προμότορες του ελληνοχριστιανισμού και της φυλετικής καταγωγής μας από τους αρχαίους, θαυμαστές του Λεωνίδα και των Θερμοπυλών, μόλις βρέθηκαν ενώπιον ενός και μόνο ανακριτή, αρνήθηκαν τις ιδέες τους, τις πράξεις τους, εντέλει τον ίδιο τον εαυτό τους. Τι θα έκανε η ηγεσία της Χρυσής Αυγής αν αντίκριζε τη στρατιά του Ξέρξη;
……………………………………………………………………………………………………………………………………..
* Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας – Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου