Στάθης στον eniko...
Η κρίση άνοιξε ένα χάσμα ανάμεσα στις εικονικές πραγματικότητες πολλών εκ των πολιτών και στην πραγματικότητα του συστήματος μέσα στο οποίον ζούμε. Οχι απλώς μια χαραμάδα, απ’ την οποίαν θα μπορούσε να δει κανείς τι συμβαίνει πίσω απ’ το προσκήνιο της προπαγάνδας, του λάιφ-στάιλ και της «καθημερινής πολιτικής», αλλά ένα χάσμα κάτω απ’ το οποίο φάνηκε να χάσκει το βάραθρο, όπου μέσα του πολλοί εξ ημών άρχισαν να βλέπουν τις ζωές τους, καθώς και τις ζωές πλήθους πλησίον, να πέφτουν μέσα.
Το σοκ υπήρξε τερατώδες, διότι με τρόμο, αρκετά χρόνια τώρα, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, διαπιστώνουμε ότι το χάσμα δεν ήταν στιγμιαίο, αλλά αντιθέτως διαρκές. Οτι επίσης διευρύνεται, ότι διευρύνεται σε φάουσα άνευ προηγουμένου και ότι όχι μόνον δεν θεραπεύεται, αλλά προσέτι χρησιμοποιείται για να σχεδιασθεί το μέλλον. Κι αυτό ακριβώς συνιστά τη μεγάλη απελπισία που διαδέχθηκε το πρώτο σοκ. Η κρίση (και ως κατάσταση και ως εργαλείο) σχεδιάζει πλέον το μέλλον της Ελλάδας. Οπως και άλλων πολλών χωρών, το σχήμα και το περιεχόμενό τους.
Βεβαίως αυτό (το τέρας) που η κρίση αποκάλυψε υπήρχε πάντα εκεί. Ψιμυθιωμένο. Το ίδιο τέρας που τώρα μας τρώει, μας μαγείρευε και μας έτρωγε και από πριν - πάντα κατά το δοκούν. Σε μικρότερους αριθμούς, όταν αυτό ήταν εξ ίσου επωφελές με την κατανάλωσή μας σε μεγαλύτερους. Δεν έγιναν αίφνης αναλώσιμοι οι απασχολήσιμοι με την κρίση. Αναλώσιμοι ήταν και πριν - ήταν προδιαγεγραμμένος (και προμελετημένος) ο «προορισμός» μας - δεν είναι κισμέτ της κρίσης η ανθρωποφαγία, είναι κισμέτ του συστήματος. Του καπιταλιστικού συστήματος. Διότι ο καπιταλισμός είναι οι (διαρκείς) κρίσεις του. Κι όταν η ανθρωποφαγία δεν συνέβαινε εδώ, συνέβαινε αλλού. Αν και η αλήθεια είναι πως ούτε εδώ (ούτε αλλού) πέρασε έστω μια μέρα χωρίς ανθρωποφαγία. Απλώς η προπαγάνδα (της εξουσίας) και οι φενάκες (οι δικές μας) παρουσιάζουν αυτήν την ανθρωποφαγία στο μέτρο του ανεκτού, στο μέτρο των «παράπλευρων απωλειών».
Ενα μέτρο κι αυτό κατασκευασμένο, από τον κυρίαρχο κυνισμό, νομιμοποιημένον με τη σειρά του απ’ την κολοβωμένη δημοκρατία μας, να αποφασίζει πόσο κρέας θα τρώνε κάθε φορά οι τόκοι κι ενίοτε τα κανόνια. Αυτό που ζούμε σήμερα, τον θάνατο του τρόπου της ζωής μας, χτίστηκε στο μόλις χθες και υπάρχει ο κίνδυνος να καθορίσει το εγγύς αύριο (ου μην και το απώτερο μέλλον).
Αν, λοιπόν, η κρίση υπήρξε και υπάρχει αποκαλυπτική, αν όλο και περισσότεροι πολίτες έχασαν τις «σταθερές τους» ή τις αυταπάτες τους, αν αίφνης άρχισαν να βλέπουν τις αντιθέσεις (που μας κατασπαράσσουν), αν άρχισαν να εξηγούν τις αντιφάσεις που μας έχουν αιχμαλωτίσει,
τι είναι αυτό που μας κρατά έκπληκτους, μελαγχολικούς, αμήχανους, αηδιασμένους, δηλαδή απλώς καθηλωμένους; Στο ποσοστό που είμαστε καθηλωμένοι, διότι ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο μέρος των πολιτών, ένα μεγάλο μέρος του λαού -που μάλιστα δείχνει να βαίνει διευρυνόμενο- έχει ήδη απελευθερωθεί απ’ τη χειραγώγηση του δικομματικού μονοκομματισμού.
Νομίζω, αν μου επιτρέπετε να επιχειρήσω μιαν εξήγηση, ότι σ’ αυτό το ερώτημα απαντά το κλασικό πλέον «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν» σε μια μικρή, πλην ουσιώδη παραλλαγή: τίποτα δεν μένει το ίδιο (απ’ όλα όσα αλλάζουνε) εκτός απ’ τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε όσα αλλάζουνε. Αυτός παραμένει, εν πολλοίς, ο ίδιος.
Κυρίως από πλευράς της εξουσίας, αλλά κι εν μέρει από πλευράς των θυμάτων της, ημών των ιδίων.
Ολοι πλέον ξέρουμε ότι ζούσαμε και ζούμε μέσα σε ένα μοχθηρό ψέμα. Που μας δαγκώνει από παντού. Ομως ο δημόσιος λόγος και το σύνολο των πράξεων που το αφορούν παραμένει «μία απ’ τα ίδια». Για παράδειγμα, όλοι ξέρουμε τι είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά μιλάμε, με αφορμή τις ευρωεκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο, ως αν το τελευταίο να είχε την παραμικρή αρμοδιότητα, ως αν θα μπορούσε να επηρεάσει έστω κατ’ ελάχιστον εκείνους, τράπεζες και εταιρείες, που ασκούν την πραγματική εξουσία στην Ενωση μέσω ενός πολιτικού υπηρετικού προσωπικού ουτιδινών. Ολοι πλέον γνωρίζουμε τι εστί «δημιουργική λογιστική», κι όμως η κυβέρνηση των ανδρεικέλων μιλά για πρωτογενές πλεόνασμα. Τα παραδείγματα θα ήταν χωρίς τέλος, όμως το συμπέρασμα που βγαίνει είναι αβίαστο. Μιλούν και πράττουν σαν να μην έχουμε καταλάβει όλα όσα είναι πλέον προφανή κι αυτό μας τοποθετεί σε ένα «κενό». Αυτό το κενό (μέσα μας) αποτυπώνει την αποξένωση, όχι απ’ όσα συμβαίνουν γύρω μας (αυτό είναι αδύνατον), αλλά απ’ τον τρόπο που τα διαχειρίζονται οι αντιπρόσωποι κι εκπρόσωποί μας.
Αυτό που μας συμβαίνει είναι ανοίκειο, όμως αντιμετωπίζεται με όμοιον και ίδιον τρόπο, όπως όταν το νομίζαμε οικείο.
Με έναν λόγο, η κρίση άλλαξε επί τα χείρω τη ζωή εκατομμυρίων Ελλήνων, δεν άλλαξε όμως ουδέ κατά κεραίαν, ίσως μάλιστα και να βελτίωσε τη ζωή εκείνων που τη διαχειρίζονται. Το ΠΑΣΟΚ, η Ν.Δ., η διαφθορά, η διαπλοκή, οι ειδήσεις των οκτώ, τα παπαγαλάκια, τα λαμόγια, οι σμπίροι, όλα παρέμειναν τα ίδια, όμοια και απαράλλαχτα. Κι αυτό έχει κρατήσει πολύ - τόσον που η κατάρρευσή του να είναι πια θέμα χρόνου. Διότι η κοινωνία βρίσκεται πλέον μετά την κατάσταση του σοκ και του δέους. Ηδη η «κρίσιμη μάζα» που έχει υπερβεί την ποδηγέτηση του συστήματος, αποκτά ένα εξ ίσου «κρίσιμο» ειδικό βάρος. Μπορεί λοιπόν το φαινόμενο της καθήλωσης να είναι ακόμα καθοριστικό, αλλά όχι ισχυρό, καθημερινώς τιτρώσκεται, καθημερινώς καταρρέει, μέσα σε γέλια και σε κλάματα, τροφοδοτώντας μιαν οργή όλο και λιγότερο ανίσχυρη, τρέφοντας μιαν ελπίδα όλο και πιο ζείδωρη. Αυτή η διαδικασία έχει τα μπρος και τα πίσω της, όμως η τάση και η φορά της ακολουθούν πλέον όλο και πιο απτές προσδοκίες.
Το χάσμα που άνοιξε η κρίση μεταξύ εικονικής πραγματικότητας και πραγματικότητας, αφήνοντάς μας (ή και εξαναγκάζοντάς μας) να δούμε το έρεβος, δεν μπορεί πλέον να καλυφθεί με «χάντρες και καθρεφτάκια», ούτε με άλλα δώρα των Δαναών, απ’ τη Μέρκελ στον κ. Σαμαρά.
Διότι όλοι είδαμε το πρόσωπο της Μέδουσας, κι αν πετρώσαμε (σοκ και δέος) όχι προς στιγμήν, αλλά έστω επί μακρόν, αυτό δεν σημαίνει ότι θα παραμείνουμε ακίνητοι στον αιώνα τον άπαντα. Οχι μόνον επειδή όλα κινούνται, αλλά διότι «αν βρει κανείς πού να σταθεί, μπορεί να κινήσει τη Γη»...
Η κρίση άνοιξε ένα χάσμα ανάμεσα στις εικονικές πραγματικότητες πολλών εκ των πολιτών και στην πραγματικότητα του συστήματος μέσα στο οποίον ζούμε. Οχι απλώς μια χαραμάδα, απ’ την οποίαν θα μπορούσε να δει κανείς τι συμβαίνει πίσω απ’ το προσκήνιο της προπαγάνδας, του λάιφ-στάιλ και της «καθημερινής πολιτικής», αλλά ένα χάσμα κάτω απ’ το οποίο φάνηκε να χάσκει το βάραθρο, όπου μέσα του πολλοί εξ ημών άρχισαν να βλέπουν τις ζωές τους, καθώς και τις ζωές πλήθους πλησίον, να πέφτουν μέσα.
Το σοκ υπήρξε τερατώδες, διότι με τρόμο, αρκετά χρόνια τώρα, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, διαπιστώνουμε ότι το χάσμα δεν ήταν στιγμιαίο, αλλά αντιθέτως διαρκές. Οτι επίσης διευρύνεται, ότι διευρύνεται σε φάουσα άνευ προηγουμένου και ότι όχι μόνον δεν θεραπεύεται, αλλά προσέτι χρησιμοποιείται για να σχεδιασθεί το μέλλον. Κι αυτό ακριβώς συνιστά τη μεγάλη απελπισία που διαδέχθηκε το πρώτο σοκ. Η κρίση (και ως κατάσταση και ως εργαλείο) σχεδιάζει πλέον το μέλλον της Ελλάδας. Οπως και άλλων πολλών χωρών, το σχήμα και το περιεχόμενό τους.
Βεβαίως αυτό (το τέρας) που η κρίση αποκάλυψε υπήρχε πάντα εκεί. Ψιμυθιωμένο. Το ίδιο τέρας που τώρα μας τρώει, μας μαγείρευε και μας έτρωγε και από πριν - πάντα κατά το δοκούν. Σε μικρότερους αριθμούς, όταν αυτό ήταν εξ ίσου επωφελές με την κατανάλωσή μας σε μεγαλύτερους. Δεν έγιναν αίφνης αναλώσιμοι οι απασχολήσιμοι με την κρίση. Αναλώσιμοι ήταν και πριν - ήταν προδιαγεγραμμένος (και προμελετημένος) ο «προορισμός» μας - δεν είναι κισμέτ της κρίσης η ανθρωποφαγία, είναι κισμέτ του συστήματος. Του καπιταλιστικού συστήματος. Διότι ο καπιταλισμός είναι οι (διαρκείς) κρίσεις του. Κι όταν η ανθρωποφαγία δεν συνέβαινε εδώ, συνέβαινε αλλού. Αν και η αλήθεια είναι πως ούτε εδώ (ούτε αλλού) πέρασε έστω μια μέρα χωρίς ανθρωποφαγία. Απλώς η προπαγάνδα (της εξουσίας) και οι φενάκες (οι δικές μας) παρουσιάζουν αυτήν την ανθρωποφαγία στο μέτρο του ανεκτού, στο μέτρο των «παράπλευρων απωλειών».
Ενα μέτρο κι αυτό κατασκευασμένο, από τον κυρίαρχο κυνισμό, νομιμοποιημένον με τη σειρά του απ’ την κολοβωμένη δημοκρατία μας, να αποφασίζει πόσο κρέας θα τρώνε κάθε φορά οι τόκοι κι ενίοτε τα κανόνια. Αυτό που ζούμε σήμερα, τον θάνατο του τρόπου της ζωής μας, χτίστηκε στο μόλις χθες και υπάρχει ο κίνδυνος να καθορίσει το εγγύς αύριο (ου μην και το απώτερο μέλλον).
Αν, λοιπόν, η κρίση υπήρξε και υπάρχει αποκαλυπτική, αν όλο και περισσότεροι πολίτες έχασαν τις «σταθερές τους» ή τις αυταπάτες τους, αν αίφνης άρχισαν να βλέπουν τις αντιθέσεις (που μας κατασπαράσσουν), αν άρχισαν να εξηγούν τις αντιφάσεις που μας έχουν αιχμαλωτίσει,
τι είναι αυτό που μας κρατά έκπληκτους, μελαγχολικούς, αμήχανους, αηδιασμένους, δηλαδή απλώς καθηλωμένους; Στο ποσοστό που είμαστε καθηλωμένοι, διότι ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο μέρος των πολιτών, ένα μεγάλο μέρος του λαού -που μάλιστα δείχνει να βαίνει διευρυνόμενο- έχει ήδη απελευθερωθεί απ’ τη χειραγώγηση του δικομματικού μονοκομματισμού.
Νομίζω, αν μου επιτρέπετε να επιχειρήσω μιαν εξήγηση, ότι σ’ αυτό το ερώτημα απαντά το κλασικό πλέον «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν» σε μια μικρή, πλην ουσιώδη παραλλαγή: τίποτα δεν μένει το ίδιο (απ’ όλα όσα αλλάζουνε) εκτός απ’ τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε όσα αλλάζουνε. Αυτός παραμένει, εν πολλοίς, ο ίδιος.
Κυρίως από πλευράς της εξουσίας, αλλά κι εν μέρει από πλευράς των θυμάτων της, ημών των ιδίων.
Ολοι πλέον ξέρουμε ότι ζούσαμε και ζούμε μέσα σε ένα μοχθηρό ψέμα. Που μας δαγκώνει από παντού. Ομως ο δημόσιος λόγος και το σύνολο των πράξεων που το αφορούν παραμένει «μία απ’ τα ίδια». Για παράδειγμα, όλοι ξέρουμε τι είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά μιλάμε, με αφορμή τις ευρωεκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο, ως αν το τελευταίο να είχε την παραμικρή αρμοδιότητα, ως αν θα μπορούσε να επηρεάσει έστω κατ’ ελάχιστον εκείνους, τράπεζες και εταιρείες, που ασκούν την πραγματική εξουσία στην Ενωση μέσω ενός πολιτικού υπηρετικού προσωπικού ουτιδινών. Ολοι πλέον γνωρίζουμε τι εστί «δημιουργική λογιστική», κι όμως η κυβέρνηση των ανδρεικέλων μιλά για πρωτογενές πλεόνασμα. Τα παραδείγματα θα ήταν χωρίς τέλος, όμως το συμπέρασμα που βγαίνει είναι αβίαστο. Μιλούν και πράττουν σαν να μην έχουμε καταλάβει όλα όσα είναι πλέον προφανή κι αυτό μας τοποθετεί σε ένα «κενό». Αυτό το κενό (μέσα μας) αποτυπώνει την αποξένωση, όχι απ’ όσα συμβαίνουν γύρω μας (αυτό είναι αδύνατον), αλλά απ’ τον τρόπο που τα διαχειρίζονται οι αντιπρόσωποι κι εκπρόσωποί μας.
Αυτό που μας συμβαίνει είναι ανοίκειο, όμως αντιμετωπίζεται με όμοιον και ίδιον τρόπο, όπως όταν το νομίζαμε οικείο.
Με έναν λόγο, η κρίση άλλαξε επί τα χείρω τη ζωή εκατομμυρίων Ελλήνων, δεν άλλαξε όμως ουδέ κατά κεραίαν, ίσως μάλιστα και να βελτίωσε τη ζωή εκείνων που τη διαχειρίζονται. Το ΠΑΣΟΚ, η Ν.Δ., η διαφθορά, η διαπλοκή, οι ειδήσεις των οκτώ, τα παπαγαλάκια, τα λαμόγια, οι σμπίροι, όλα παρέμειναν τα ίδια, όμοια και απαράλλαχτα. Κι αυτό έχει κρατήσει πολύ - τόσον που η κατάρρευσή του να είναι πια θέμα χρόνου. Διότι η κοινωνία βρίσκεται πλέον μετά την κατάσταση του σοκ και του δέους. Ηδη η «κρίσιμη μάζα» που έχει υπερβεί την ποδηγέτηση του συστήματος, αποκτά ένα εξ ίσου «κρίσιμο» ειδικό βάρος. Μπορεί λοιπόν το φαινόμενο της καθήλωσης να είναι ακόμα καθοριστικό, αλλά όχι ισχυρό, καθημερινώς τιτρώσκεται, καθημερινώς καταρρέει, μέσα σε γέλια και σε κλάματα, τροφοδοτώντας μιαν οργή όλο και λιγότερο ανίσχυρη, τρέφοντας μιαν ελπίδα όλο και πιο ζείδωρη. Αυτή η διαδικασία έχει τα μπρος και τα πίσω της, όμως η τάση και η φορά της ακολουθούν πλέον όλο και πιο απτές προσδοκίες.
Το χάσμα που άνοιξε η κρίση μεταξύ εικονικής πραγματικότητας και πραγματικότητας, αφήνοντάς μας (ή και εξαναγκάζοντάς μας) να δούμε το έρεβος, δεν μπορεί πλέον να καλυφθεί με «χάντρες και καθρεφτάκια», ούτε με άλλα δώρα των Δαναών, απ’ τη Μέρκελ στον κ. Σαμαρά.
Διότι όλοι είδαμε το πρόσωπο της Μέδουσας, κι αν πετρώσαμε (σοκ και δέος) όχι προς στιγμήν, αλλά έστω επί μακρόν, αυτό δεν σημαίνει ότι θα παραμείνουμε ακίνητοι στον αιώνα τον άπαντα. Οχι μόνον επειδή όλα κινούνται, αλλά διότι «αν βρει κανείς πού να σταθεί, μπορεί να κινήσει τη Γη»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου