Στην πατρίδα μου όταν λέμε ότι κάποιος είναι μπαγλαμάς δεν εννοούμε φυσικά το γλυκύτατο έγχορδο. Η λέξη μπαγλαμάς είναι αρνητικό χαρακτηρολογικό πρόσημο. Μπαγλαμάς λοιπόν, είναι ο απατεώνας, αυτός που μπορεί να κάνει τα πάντα και που μπορεί να γίνει τα πάντα προκειμένου να αποκομίσει το οποιοδήποτε όφελος. Δηλαδή, μπαγλαμάς είναι ο απαξιωμένος άνθρωπος που «χαίρει» της πλήρους απεκτίμησης όσων (και συνήθως είναι πολλοί) τον έχουν πάρει χαμπάρι. Μάλιστα υπάρχει και υπερθετική διαβάθμιση στους μπαγλαμάδες. Είναι εκείνοι που είναι τόσο πολύ μπαγλαμάδες ώστε τους έχει πάρει χαμπάρι όλος ο κόσμος, επειδή κι αν ακόμα θέλουν ο βίος και η πολιτεία τους είναι τέτοιος ώστε δεν γίνεται να κρυφτούν.
Αυτούς - στην πατρίδα μου - τους λέμε μπαγλαμάδες με κουδούνια. Διότι πρόκειται πασιφανώς για παλιανθρώπους που δεν γίνεται να κρυφτούν ούτε κάτω από άμφια, ούτε κάτω από μεταμφιέσεις, ούτε μέσα στην ρηχότητα της όποιας εξουσίας, ούτε μέσα σε απαστράπτουσες χρήσεις εντολής. Ό,τι και να πουν, ό,τι κι αν κάνουν, το παραμικρό έστω, ο θόρυβος από τα κουδούνια τους δείχνει ποιοι είναι: μπαγλαμάδες με κουδούνια. Τούτων δοθέντων, έχω την πεποίθηση ότι κλασικό δείγμα μπαγλαμά με κουδούνια αποτελεί ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας. Ανδράριο θρασύτατης απανθρωπιάς που πάνω από τα πτώματα πνιγμένων παιδιών μαζί με τις μητέρες τους, τόλμησε (παίρνω πίσω το ρήμα «τόλμησε» σιγά μην έχουν τόλμη αυτά τα υποκείμενα που απλώς αποπτύουν την πολυτελή τους αγριότητα) να εμμέσει πως στην Ελλάδα έρχονται μετανάστες κακής ποιότητας. Τα' ακούς; Τ' ακούς και δεν φρικιάς εώς τα μύχια της ύπαρξής σου; Για να μην πω για το αίσχος που ονομάζεται Πρετεντέρης.

Ούτε για το άλλο αίσχος με τα ποταμίσια μάτια (του ποταμού Βοϊδομάτη εννοείται) που παριστάνει τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας, ενώ είναι ένα ταπεινό δουλάριο του εφοπλιστικού κεφαλαίου (παίρνοντας παράδειγμα και τιμώντας την σκυτάλη που παρέλαβε από τον πατέρα Βαρβιτσιώτη ο οποίος έκανε καριέρα και τεράστια κτηματική περιουσία προκλητικής νομιμότητας ως σφογγοκωλάριος του Βασίλη Τριανταφυλλίδη - λογοτεχνικό ψευδώνυμο του φυγόμαχου εθνάρχου Κωνσταντίνου Καραμανλή - την οποία μεταλαμπάδευσε στον υιό), αυτόν τον μπαγλαμά με τα κουδούνια (παρά λίγο να πω «με τα γουρούνια») που λέγεται Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης. Αυτό το πράμα, που αν δεν ήταν διορισμένος στην πολιτική δια της εκλογής από ένα σάπιο σύστημα μιας σάπιας δημοκρατίας, θα ήταν απλώς μια ακόμη περίπτωση κηφήνα που αναχαράζει, ως παιδί που δεν μεγάλωσε ποτέ, τα αναιτιολογήτως αποκτηθέντα. Κι όμως, αυτός ο γαλακτομπεμπές, ο παντελώς ανάξιος για δημόσιο λόγο ασκεί διοίκηση! Και τι διοίκηση!! Των κυμάτων!!! Ε, μόνο ένας μπαγλαμάς με κουδούνια θα μπορούσε να φέρει σε πέρας, με τέτοια άεργη ψυχή και άεργη ζωή, το φονικό μέρος (σ' αυτή την τερατώδη κατανομή «εργασίας» που ταξικά αναλογεί στην Ελλάδα) των γεωπολιτικών αναταράξεων που προκαλεί ο διαρκώς μεγαλύτερος και διαρκώς ανύπαρκτος πλούτος.
Εδώ ας μην αναφέρω τη διεσταλμένη όραση που βλέπει πέρα μακριά πίσω απ' τον άνθρωπο το όραμα των αριθμών και η οποία ονομάζεται Κυριάκος Μητσοτάκης. Γόνος και τι γόνος... Αν αυτή η οικογένεια αποφάσιζε να περπατήσει ολόκληρη μαζί, νομίζω ότι ο τόπος θα είχε κουφαθεί από τα βροντοχτυπήματα των κουδουνιών. Ούτε πουλιά δεν θα κελαηδούσαν. Για τέτοιους μπαγλαμάδες με κουδούνια μιλάμε. Μπορεί βέβαια, απλώς να κουδουνίζουν τα λεφτά τους τόσο εκκωφαντικά, αλλά αυτό είναι άλλων επιστημόνων αρμοδιότητα, οπότε εμείς, με δικά μας μόνο μέσα, θα πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια της δικής μας κώφωσης. Δύσκολο πράγμα. Επειδή έχουμε εθιστεί στην κώφωση και έχουμε ξεχάσει πως είναι ο κόσμος όταν ακούς. Έχουμε ξεχάσει τον ήχο του Άλλου και έχουμε εγκλωβισθεί μέσα στον ήχο του εαυτού μας. Στο μεταξύ βέβαια τα κουδούνια κουδουνίζουν ανεξέλεγκτα και έγιναν καμπάνες της κολάσεως. Της δικής μας κολάσεως, της δικής μας τιμωρημένης ζωής που μετατρέπεται σε φόβο, ο φόβος σε πανικό και ο πανικός σε ακατάσχετη επέλαση των απελπισμένων εναντίον απελπισμένων. Δηλαδή σε ωμοφαγικό κανιβαλισμό την ίδια στιγμή που ο αδηφαγικός καπιταλισμός κανιβαλίζει αδίστακτα, είδη και μορφές ζωής.
Στο Φαρμακονήσι. Στη Λαμπεντούζα. Στο νησί που κατά διαβολική σύμπτωση (με την έννοια ελπίζω της διαβολής, της ρηγματώδους παρέμβασης που χαλάει την κανονικότητα της φρίκης, της παραδείσιας φρίκης), στο νησί λοιπόν που είναι συνονόματο του Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα ο οποίος έγραψε τον «Γατόπαρδο», αυτό το άλμα, από την κώφωση στην τραγωδία. Και ποια είναι η καίρια φράση; «Αλλάζουμε για να μείνουμε ίδιο». Αυτό είναι το πρόβλημα: Η αλλαγή της κώφωσης. Ο τρόπος που ακούς τα κουδούνια των μπαγλαμάδων. Ή αλλιώς; Ο εθισμός στους μπαγλαμάδες. Δείγματος χάριν (και δήγματος να το γράψεις πάλι μέσα είσαι): τον κράξανε τον Δένδια με τα κουδούνια στην καθημαγμένη από τους σεισμούς Κεφαλλονιά. Ε, και; Το ένστολο ανθρωπάκι δίπλα του το είδες; Εκείνο που ήθελε να συλλάβει τους ρημαγμένους, λέω. Αυτόν τον διπλανό σου τον είδες; Αυτόν τον μπαγλαμά με τα κουδούνια του υποτακτικού, τον είδες; Και ανυπερθέτως τις καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών πίσω από τα καπνογόνα των μπαγλαμάδων, τις είδες; Αυτό το μεγαλείο το είδες; Αυτές τις γυναίκες που σαν γλυπτό του Ροντέν παλεύουν, τις είδες; Το συμπέρασμα μιας τρικυμισμένης λύπης το έβγαλες; Την κραυγή πάνω από τα κουδούνια την άκουσες; Αλλά τι ρωτάω...