1. Το πρώτο πάει στην Ευρωπαϊκή Ένωση: η Ελβετία, βάσει της απόφασης της ισχνής πλειοψηφίας του λαού της, αποφάσισε να συμπεριφερθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τρόπο που παραπέμπει σε αυτόν με τον οποίο συμπεριφέρεται η ΕΕ βάσει του ευρωπαϊκού συμφώνου για τη μετανάστευση στα κράτη που την περιβάλλουν. Το ευρωπαϊκό σύμφωνο για τη μετανάστευση είναι αυτό το οποίο ουσιαστικά θέτει φραγμούς στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ για ανθρώπους τρίτων χωρών (και δευτερευόντως το Δουβλίνο ΙΙ το οποίο και παραχώρησε τη θέση του από αρχής του 2014 στο Δουβλίνο ΙΙΙ). Η Ελβετία αποφάσισε λοιπόν την επιβολή περιορισμών στην ΕΕ για τον ίδιο ακριβώς λόγο για τον οποίον η ΕΕ έχει κλείσει τα σύνορα στο εξωτερικό της. Διότι νιώθει ότι περιβάλλεται από φτωχότερα κράτη οι πληθυσμοί των οποίων, δοθέντων της συγκυρίας της οικονομικής κρίσης και της όξυνσης των ανισοτήτων, θα επιθυμούν ολοένα και περισσότερο να μεταναστεύουν προς το πλούσιο κράτος. Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο ευρωπαϊκός νότος – με πρώτη την Ελλάδα - η παγίωση της κοινωνικής εξάρθρωσης και οικονομικής δυσπραγίας σε μια σειρά από νέα κράτη – μέλη, με πρώτες φυσικά τη Βουλγαρία και την Ρουμανία – και η εδραίωση της φτωχοποίησης σε άλλες κοινωνίες, είναι κακά μαντάτα για την πλούσια Ελβετία. Για το λόγο αυτόν, αρχίζει να κλείνει τα σύνορά της με πρωταγωνιστές τα πιο συντηρητικά γερμανόφωνα καντόνια και φυσικά την Ακροδεξιά της.
Οι διαμαρτυρίες της ΕΕ είναι εύλογες, αλλά δεν είναι πειστικές. Η ΕΕ δεν μπορεί να προσδοκά από την Ελβετία καλύτερη μεταχείριση από αυτήν που η ίδια επιφυλάσσει στους δικούς της γείτονες: αν δούμε δηλαδή τον χάρτη με αυτή την οπτική, η Ελβετία είναι για την Ευρωπαϊκή Ένωση ό,τι η ΕΕ για τα κράτη που την περιβάλλουν. Το μάθημα που πρέπει να πάρει δηλαδή η ΕΕ είναι ότι αυτή η ίδια έδειξε τον δρόμο στην ελβετική Ακροδεξιά και ότι αν δεν αλλάξει μυαλά σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του μεταναστευτικού, δεν θα έχει κανένα, μα κανένα, ηθικό έρεισμα να αξιώνει καλύτερη συμπεριφορά από την Ελβετία σήμερα, τη Νορβηγία αύριο και πάει λέγοντας. Θα μου πει κανείς «μα η πολιτική δεν έχει δουλειά με το ηθικό έρεισμα, αλλά με συμφέροντα» και εν μέρει θα συμφωνήσω. Ωστόσο, όταν απέναντι στο φτωχό σου γείτονα που μεταναστεύει δείχνεις το πιο άσχημο πρόσωπο, τότε δεν πρέπει να εκπλήσσεσαι όταν ο πλούσιος γείτονας σου κάνει το ίδιο. Όσο γίνεσαι πιο φτωχός και οξύνεται η ανισότητα, τότε ο πλούσιος γείτονας θα ασχημονεί περισσότερο.
2. Το δεύτερο μάθημα αφορά τη λογική των δημοψηφισμάτων που είναι δημοφιλής και σε αριστερά περιβάλλοντα. Κατά την αντίληψη αυτή, η άμεση δημοκρατία είναι καλύτερη από την αντιπροσωπευτική διότι ο λαός αποφασίσει αδιαμεσολάβητα κτλ… Την αντίληψη αυτή τη βρίσκω αφελώς επικίνδυνη. Ναι μεν τα δημοψηφίσματα είναι αναγκαία για ζητήματα οριακής φύσης όπου πράγματι ένα «ναι» ή ένα «όχι» μπορεί να επικαθορίσει κρίσιμα πολιτειακά ή πολιτικά επίδικα, αλλά τα δημοψηφίσματα δεν είναι για πάσα νόσο. Εξ ορισμού, τα δημοψηφίσματα απλουστεύουν σύνθετα διλλήματα που δεν απαντιούνται εύκολα καταφατικά ή αποφατικά με μια λέξη. Επίσης, τα δημοψηφίσματα ουσιαστικά συρρικνώνουν τα περιθώρια πρότερης διαβούλευσης και πολιτικής συμμετοχής καθώς δι’αυτών όλα ανάγονται σε μια κρίσιμη κυριαρχική απόφανση του λαού. Τα δημοψηφίσματα χρειάζονται ως ύστατο μέσο , αλλά με πολύ μέτρο και προσοχή. Η αρχή της αντιπροσώπευσης είναι πεμπτουσία της δημοκρατίας.
Για την ιστορία, το 1971, με δημοψήφισμα στο οποίο ψήφισε ο ανδρικός ελβετικός πληθυσμός αποφασίστηκε τελικά να αποδοθεί δικαίωμα ψήφου στις Ελβετίδες. Με τον τρόπο αυτό και με μια αναλογία 2 προς 1 (66% με 34%), οι γυναίκες της πλουσιότερης ευρωπαϊκής χώρας αποκτούσαν με καθυστέρηση δεκάδων ετών το δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής (ύστερα από μια αποτυχημένη απόπειρα ήδη το 1959, όπου τα αποτελέσματα ήταν αντίστροφα) ενώ ακόμη και σήμερα υπάρχουν ακόμη λίγα καντόνια στην κεντρική και ανατολική Ελβετία που αντιστέκονται δημοκρατικά σε αυτήν την εξέλιξη.
Αυτά βλέπω ως μαθήματα από την πρόσφατη εμπειρία της Ελβετίας. Μαθήματα προς Δεξιά και Αριστερά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου