Της Πέπης Ρηγοπούλου, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές περισσότεροι από ένας στους τρεις υπαλλήλους του Πανεπιστημίου Αθηνών απειλούνται –πέραν των λεκτικών ευφημισμών του τύπου μετάταξη, διαρθρωτικές αλλαγές κ.λπ.– με απόλυση. Το πρώτο Πανεπιστήμιο της χώρας στερείται των υπηρεσιών τετρακοσίων ενενήντα οκτώ «υπεράριθμων» (;) διοικητικών στελεχών του, ενώ αναδύονται αγωνιώδη ερωτήματα για την πορεία του ή μάλλον για την ίδια την επιβίωσή του, τουλάχιστον με τη μορφή που μας κληροδότησαν, πριν ακόμα και από την Αναγέννηση, αιώνες ευρωπαϊκής/βυζαντινής παιδείας.
Οι κατήγοροι της δημόσιας δωρεάν παιδείας επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους ότι η παιδεία αυτή υπήρξε κρατικοδίαιτη και ότι οι πανεπιστημιακοί –διδάσκοντες, διοικητικοί και φοιτητές– δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να αμφισβητούν και να απαιτούν αδυνατώντας είτε αρνούμενοι να προτείνουν θετικές λύσεις. Στη θέση αυτού του μοντέλου, που κατηγορήθηκε συλλήβδην ως αδιέξοδο και καταστροφικό και μάλιστα από κάποιους που στήριξαν την πολιτική καριέρα τους σ’ αυτό, προωθήθηκε η αντίπαλη άποψη: η υπαγωγή δηλαδή της ανώτατης παιδείας στα κελεύσματα των αγορών, που τελικά κατοχυρώθηκε θεσμικά με τον νόμο Διαμαντοπούλου. Χωρίς να εκτιμώνται τα πολλά θετικά επιτεύγματα των ανώτατων ιδρυμάτων και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη –αν σκεφτούμε και το διαφωτιστικό παράλληλο της τηλεόρασης– ότι η δήθεν απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας βασίζεται εν πολλοίς στην άγρια λεηλασία της δημόσιας πνευματικής περιουσίας –σε διδακτική πρακτική, έρευνα και τεχνογνωσία– που συσσωρεύτηκε με τον απλήρωτο ή κακοπληρωμένο μόχθο δεκαετιών.
Αυτό για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ δεν έχει να κάνει με το ποιος θα ήταν ο πιο σωστός νόμος για την ανώτατη παιδεία. Και αυτό διότι οι νόμοι –και οι δικαιότεροι–δεν μπορούν να έχουν σημασία παρά μόνο όταν αντανακλούν θετικές πραγματικότητες. Αυτό το οποίο νομίζω ότι αξίζει, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, είναι το πέρασμα από το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο σε βήματα ουσιαστικής αυτοδιοίκησης όποιο και αν είναι το τεχνικό όνομα που θα την ορίσει: το ελληνικό πανεπιστήμιο διαθέτει σημαντική άυλη και ενίοτε υλική περιουσία και θα έπρεπε να βρει άμεσα τρόπους να την αξιοποιήσει με στόχο να χρηματοδοτήσει σημαντικές δράσεις. Δράσεις που θα πρέπει να δίνουν δημιουργικές απαντήσεις στο δράμα της κρίσης.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο στο να υλοποιηθεί μια τέτοια προοπτική δεν έχει να κάνει με οικονομικά, τεχνικά είτε θεσμικά ζητήματα. Αυτό που πρέπει πρώτα να νικήσουμε, στα Πανεπιστήμια όπως και σε κάθε άλλη πτυχή της κοινωνίας μας, είναι ο φόβος που οδηγεί στην αδράνεια και την παραίτηση, που μας κάνουν να αφήνουμε τη μοίρα μας στα χέρια των «ειδικών» οι οποίοι μας οδηγούν από το ένα αδιέξοδο στο επόμενο και χειρότερο. Σήμερα περισσότερο από ποτέ επείγει ένα μέτωπο διδασκόντων, διοικητικών, φοιτητών και γονέων για την παιδεία. Η μοντέρνα άλωση που επιχειρείται δεν πρέπει να περάσει.
Οι κατήγοροι της δημόσιας δωρεάν παιδείας επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους ότι η παιδεία αυτή υπήρξε κρατικοδίαιτη και ότι οι πανεπιστημιακοί –διδάσκοντες, διοικητικοί και φοιτητές– δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να αμφισβητούν και να απαιτούν αδυνατώντας είτε αρνούμενοι να προτείνουν θετικές λύσεις. Στη θέση αυτού του μοντέλου, που κατηγορήθηκε συλλήβδην ως αδιέξοδο και καταστροφικό και μάλιστα από κάποιους που στήριξαν την πολιτική καριέρα τους σ’ αυτό, προωθήθηκε η αντίπαλη άποψη: η υπαγωγή δηλαδή της ανώτατης παιδείας στα κελεύσματα των αγορών, που τελικά κατοχυρώθηκε θεσμικά με τον νόμο Διαμαντοπούλου. Χωρίς να εκτιμώνται τα πολλά θετικά επιτεύγματα των ανώτατων ιδρυμάτων και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη –αν σκεφτούμε και το διαφωτιστικό παράλληλο της τηλεόρασης– ότι η δήθεν απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας βασίζεται εν πολλοίς στην άγρια λεηλασία της δημόσιας πνευματικής περιουσίας –σε διδακτική πρακτική, έρευνα και τεχνογνωσία– που συσσωρεύτηκε με τον απλήρωτο ή κακοπληρωμένο μόχθο δεκαετιών.
Αυτό για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ δεν έχει να κάνει με το ποιος θα ήταν ο πιο σωστός νόμος για την ανώτατη παιδεία. Και αυτό διότι οι νόμοι –και οι δικαιότεροι–δεν μπορούν να έχουν σημασία παρά μόνο όταν αντανακλούν θετικές πραγματικότητες. Αυτό το οποίο νομίζω ότι αξίζει, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, είναι το πέρασμα από το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο σε βήματα ουσιαστικής αυτοδιοίκησης όποιο και αν είναι το τεχνικό όνομα που θα την ορίσει: το ελληνικό πανεπιστήμιο διαθέτει σημαντική άυλη και ενίοτε υλική περιουσία και θα έπρεπε να βρει άμεσα τρόπους να την αξιοποιήσει με στόχο να χρηματοδοτήσει σημαντικές δράσεις. Δράσεις που θα πρέπει να δίνουν δημιουργικές απαντήσεις στο δράμα της κρίσης.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο στο να υλοποιηθεί μια τέτοια προοπτική δεν έχει να κάνει με οικονομικά, τεχνικά είτε θεσμικά ζητήματα. Αυτό που πρέπει πρώτα να νικήσουμε, στα Πανεπιστήμια όπως και σε κάθε άλλη πτυχή της κοινωνίας μας, είναι ο φόβος που οδηγεί στην αδράνεια και την παραίτηση, που μας κάνουν να αφήνουμε τη μοίρα μας στα χέρια των «ειδικών» οι οποίοι μας οδηγούν από το ένα αδιέξοδο στο επόμενο και χειρότερο. Σήμερα περισσότερο από ποτέ επείγει ένα μέτωπο διδασκόντων, διοικητικών, φοιτητών και γονέων για την παιδεία. Η μοντέρνα άλωση που επιχειρείται δεν πρέπει να περάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου