του Σταυρου Λυγερου, Real.gr...
ΟΤΑΝ ΣΠΕΡΝΕΙΣ ανέμους, είναι αναπόφευκτο να θερίσεις θύελλες. Μ’ αυτή την έννοια, ο δρόμος για τον κυβερνητικό οδοστρωτήρα γίνεται ολοένα και πιο δύσβατος. Μόνο τα γεγονότα, βεβαίως, θα δείξουν εάν το τωρινό απεργιακό κύμα θα κλιμακωθεί ή αντιθέτως θα εκφυλισθεί. Οι προϋποθέσεις, πάντως, για μία ευρύτερη κοινωνική αναταραχή ήδη υφίστανται. Το γεγονός ότι η από το 2010 εφαρμοζόμενη τακτική του σοκ, με την αμέριστη βοήθεια των κατεστημένων ΜΜΕ, έχει μέχρι τώρα επιτύχει να τεμαχίσει και να εξουδετερώσει τις λαϊκές αντιδράσεις δεν προεξοφλεί τα μελλούμενα. Και τα τρία ιδεολογικά όπλα των μνημονιακών κυβερνήσεων έχουν χάσει μεγάλο μέρος από την εμβέλειά τους.
Το εκβιαστικό δίλημμα «μνημόνιο ή χρεωκοπία» φοβίζει ολοένα και λιγότερους, κυρίως όσους δεν κινδυνεύουν να πέσουν στον γκρεμό. Κατ’ επέκταση, μειώνεται στην κοινή γνώμη και η πειστικότητα του ισχυρισμού ότι η πολιτική του μνημονίου είναι μονόδρομος. Δεν περνάει πλέον στον ίδιο βαθμό η ενοχοποίηση της κοινωνίας, μέσα από την τακτική να υπερτονίζονται υπαρκτές παθογένειες των μικρομεσαίων στρωμάτων.
Αυτό που έστω και λιγότερο αποδίδει είναι η εκμετάλλευση του κατακερματισμού της κοινωνίας με σκοπό τη «σαλαμοποίηση» των αντιδράσεων.
Για να εξουδετερώσει το τωρινό απεργιακό κύμα, η κυβέρνηση εφαρμόζει την ίδια πολυχρησιμοποιημένη τακτική. Κυρίως προβάλλει το γεγονός ότι η απεργία διασαλεύει την κοινωνική ζωή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι απεργίες δυσκολεύουν την καθημερινότητα των υπόλοιπων πολιτών. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι αντικοινωνικές ενέργειες, όπως θέλει να μας πείσει η «παράταξη του μνημονίου».
Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την απεργία για να προσφέρει στους εργαζόμενους ένα όπλο στον κατά κανόνα άνισο αγώνα με την εργοδοσία και το κράτος. Με άλλα λόγια, επιχειρεί να διαμορφώσει κατά το δυνατόν συνθήκες ισορροπίας σ’ ένα κατεξοχήν ανταγωνιστικό και ως εκ τούτου δυναμικό σύστημα, όπως είναι η κοινωνικοοικονομική ζωή.
Στις δημοκρατίες, αποστολή των συνδικαλιστών είναι να υπηρετούν τα συμφέροντα των εργαζομένων κι όχι να μεριμνούν για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό είναι αποστολή της εκάστοτε κυβέρνησης. Ο συνδικαλισμός συμβάλλει στην επίτευξη της κοινωνικής ισορροπίας, τραβώντας το σκοινί από τη μία πλευρά, δεδομένου ότι, κατά κανόνα, πολύ ισχυρότερες δυνάμεις το τραβούν από την άλλη. Με άλλα λόγια, είναι μέρος του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Στις κοινωνικές συγκρούσεις η ισορροπία είναι δυναμική κι όχι στατική έννοια. Αναμφίβολα, στο παρελθόν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες λειτούργησαν καταχρηστικά, είτε για να αποσπάσουν συντεχνιακά προνόμια για τον κλάδο τους είτε για να κατοχυρώσουν τον δικό τους άτυπο ρόλο στο παιχνίδι εξουσίας και ενίοτε πλούτου. Αυτή είναι η κύρια αιτία που έχουν σε σημαντικό βαθμό απαξιωθεί, γεγονός που επίσης εκμεταλλεύεται στο έπακρο σήμερα η «παράταξη του μνημονίου» για να εξουδετερώσει τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων.
Το επιχείρημα ότι κάποιοι προνομιούχοι αντιδρούν επειδή χάνουν τα προνόμιά τους είναι πλέον διάτρητο. Τα τελευταία χρόνια όλες σχεδόν οι κινητοποιήσεις είναι αποκλειστικά αμυντικού χαρακτήρα. Εχουν στόχο να προασπίσουν τα πιο ζωτικά συμφέροντα των εργαζομένων. Με άλλα λόγια, τόσο στο κοινωνικοοικονομικό όσο και στο ηθικοπολιτικό επίπεδο έχουν ισχυρό έρεισμα. Γι’ αυτό και είναι βαθύτατα υποκριτική η κυρίαρχη ρητορική. Οσοι εστιάζουν αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι οι απεργίες και διαδηλώσεις διασαλεύουν την κοινωνική και οικονομική ζωή αντιφάσκουν: Ενώ δεν αμφισβητούν στα λόγια το δικαίωμα της απεργίας, στην πράξη ζητούν την ακύρωσή του. Δημοσίως, βεβαίως, ζητούν από τους εργαζόμενους να διαμαρτύρονται κατά τρόπο που δεν ενοχλεί. Δηλαδή, κατά τρόπο αναποτελεσματικό!
Αυτό, όμως, που κατά κανόνα μετράει στις κοινωνίες είναι η δύναμη πίεσης κι όχι το δίκαιο των αιτημάτων. Οποιοι κλάδοι (από τη φύση τους) δεν διαθέτουν μοχλούς πίεσης, και ως εκ τούτου δεν μπορούν να προκαλέσουν ευρύτερα προβλήματα, έχουν χαμηλό βαθμό συνδικαλιστικής οργάνωσης και ασήμαντη διαπραγματευτική ισχύ. Οι υποκριτικές, λοιπόν, ρητορείες της κυβέρνησης και των κατεστημένων ΜΜΕ περί κοινωνικού συμφέροντος είναι μέρος της προπαγανδιστικής πτυχής των κοινωνικών συγκρούσεων. Αφόρητο μεν, αναπόφευκτο δε. Σε τέτοια χωράφια, άλλωστε, δεν ευδοκιμεί ούτε η πολιτική ειλικρίνεια ούτε η πολιτική αισθητική.
Η βολική θεωρία του μεγάλου υποκινητή
Η «ΠΑΡΑΤΑΞΗ του μνημονίου» προβάλει το επιχείρημα ότι λόγω του διεθνούς οικονομικού ελέγχου οι κυβερνήσεις δεν έχουν περιθώριο υποχώρησης. Καλλιεργεί την εντύπωση ότι οι κινητοποιήσεις είναι ατελέσφορες και κάθε αντίσταση μάταιη. Η ηττοπαθής αυτή συμπεριφορά διευκολύνεται και από το ότι στα χρόνια της σχετικής ευημερίας ο ατομικισμός κέρδισε έδαφος σε βάρος της συλλογικότητας, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό των κοινωνικών υποκειμένων.
Ο πολλαπλασιασμός των οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων, όμως, διαλύει σταδιακά τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα και τις αντίστοιχες συμπεριφορές που συστηματικά καλλιεργήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Με άλλα λόγια, η ανάγκη επιβίωσης υποχρεώνει τα μικρομεσαία στρώματα να αναθεωρήσουν τη θέασή τους για την κοινωνία και κατ’ επέκταση να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους. Επειδή, μάλιστα, αυτή η διαδικασία δεν είναι συντεταγμένη, το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής έκρηξης καθίσταται ολοένα και πιο πιθανό.
Η κυβέρνηση, άλλωστε, δεν πλήττει μόνο έναν επαγγελματικό κλάδο. Πλήττει σχεδόν τους πάντες. Εφαρμόζει ένα πρόγραμμα βίαιου μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας/κοινωνίας. Το γεγονός ότι το μνημόνιο περιέχει και επιβεβλημένες αλλαγές, οι οποίες έπρεπε να έχουν προ πολλού εφαρμοσθεί, δεν αλλάζει τον χαρακτήρα του. Στην πραγματικότητα, αποδομείται βιαίως ο «μικροϊδιοκτητικός τρόπος παραγωγής», γεγονός που όχι μόνο υποβαθμίζει αλλά και καταστρέφει μαζικά τα μικρομεσαία στρώματα. Η κυβέρνηση Σαμαρά βολεύεται να εμφανίζει ένα καυτό κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα σαν σύγκρουση συμπολίτευσης - αντιπολίτευσης. Το ψέμα, όμως, έχει κοντά πόδια. Οταν ανατρέπονται οι σταθερές του βίου εκατομμυρίων Ελλήνων, είναι κραυγαλέα προπαγανδιστικός ο ισχυρισμός ότι οι απεργίες υποκινούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ!
Τα κόμματα δεν μπορούν πλέον να υποκινήσουν ούτε καν τα μέλη τους. Και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εξαίρεση. Απλώς, η αξιωματική αντιπολίτευση, όπως συχνά συμβαίνει, εκμεταλλεύεται το απεργιακό κύμα για να στριμώξει πολιτικά την κυβέρνηση και να κερδίσει πόντους στη μάχη για την εξουσία. Αν υπάρχει υποκινητής, αυτός δεν είναι άλλος από την πολιτική της μονοδιάστατης λιτότητας.
Το εκβιαστικό δίλημμα «μνημόνιο ή χρεωκοπία» φοβίζει ολοένα και λιγότερους, κυρίως όσους δεν κινδυνεύουν να πέσουν στον γκρεμό. Κατ’ επέκταση, μειώνεται στην κοινή γνώμη και η πειστικότητα του ισχυρισμού ότι η πολιτική του μνημονίου είναι μονόδρομος. Δεν περνάει πλέον στον ίδιο βαθμό η ενοχοποίηση της κοινωνίας, μέσα από την τακτική να υπερτονίζονται υπαρκτές παθογένειες των μικρομεσαίων στρωμάτων.
Αυτό που έστω και λιγότερο αποδίδει είναι η εκμετάλλευση του κατακερματισμού της κοινωνίας με σκοπό τη «σαλαμοποίηση» των αντιδράσεων.
Για να εξουδετερώσει το τωρινό απεργιακό κύμα, η κυβέρνηση εφαρμόζει την ίδια πολυχρησιμοποιημένη τακτική. Κυρίως προβάλλει το γεγονός ότι η απεργία διασαλεύει την κοινωνική ζωή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι απεργίες δυσκολεύουν την καθημερινότητα των υπόλοιπων πολιτών. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι αντικοινωνικές ενέργειες, όπως θέλει να μας πείσει η «παράταξη του μνημονίου».
Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την απεργία για να προσφέρει στους εργαζόμενους ένα όπλο στον κατά κανόνα άνισο αγώνα με την εργοδοσία και το κράτος. Με άλλα λόγια, επιχειρεί να διαμορφώσει κατά το δυνατόν συνθήκες ισορροπίας σ’ ένα κατεξοχήν ανταγωνιστικό και ως εκ τούτου δυναμικό σύστημα, όπως είναι η κοινωνικοοικονομική ζωή.
Στις δημοκρατίες, αποστολή των συνδικαλιστών είναι να υπηρετούν τα συμφέροντα των εργαζομένων κι όχι να μεριμνούν για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό είναι αποστολή της εκάστοτε κυβέρνησης. Ο συνδικαλισμός συμβάλλει στην επίτευξη της κοινωνικής ισορροπίας, τραβώντας το σκοινί από τη μία πλευρά, δεδομένου ότι, κατά κανόνα, πολύ ισχυρότερες δυνάμεις το τραβούν από την άλλη. Με άλλα λόγια, είναι μέρος του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Στις κοινωνικές συγκρούσεις η ισορροπία είναι δυναμική κι όχι στατική έννοια. Αναμφίβολα, στο παρελθόν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες λειτούργησαν καταχρηστικά, είτε για να αποσπάσουν συντεχνιακά προνόμια για τον κλάδο τους είτε για να κατοχυρώσουν τον δικό τους άτυπο ρόλο στο παιχνίδι εξουσίας και ενίοτε πλούτου. Αυτή είναι η κύρια αιτία που έχουν σε σημαντικό βαθμό απαξιωθεί, γεγονός που επίσης εκμεταλλεύεται στο έπακρο σήμερα η «παράταξη του μνημονίου» για να εξουδετερώσει τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων.
Το επιχείρημα ότι κάποιοι προνομιούχοι αντιδρούν επειδή χάνουν τα προνόμιά τους είναι πλέον διάτρητο. Τα τελευταία χρόνια όλες σχεδόν οι κινητοποιήσεις είναι αποκλειστικά αμυντικού χαρακτήρα. Εχουν στόχο να προασπίσουν τα πιο ζωτικά συμφέροντα των εργαζομένων. Με άλλα λόγια, τόσο στο κοινωνικοοικονομικό όσο και στο ηθικοπολιτικό επίπεδο έχουν ισχυρό έρεισμα. Γι’ αυτό και είναι βαθύτατα υποκριτική η κυρίαρχη ρητορική. Οσοι εστιάζουν αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι οι απεργίες και διαδηλώσεις διασαλεύουν την κοινωνική και οικονομική ζωή αντιφάσκουν: Ενώ δεν αμφισβητούν στα λόγια το δικαίωμα της απεργίας, στην πράξη ζητούν την ακύρωσή του. Δημοσίως, βεβαίως, ζητούν από τους εργαζόμενους να διαμαρτύρονται κατά τρόπο που δεν ενοχλεί. Δηλαδή, κατά τρόπο αναποτελεσματικό!
Αυτό, όμως, που κατά κανόνα μετράει στις κοινωνίες είναι η δύναμη πίεσης κι όχι το δίκαιο των αιτημάτων. Οποιοι κλάδοι (από τη φύση τους) δεν διαθέτουν μοχλούς πίεσης, και ως εκ τούτου δεν μπορούν να προκαλέσουν ευρύτερα προβλήματα, έχουν χαμηλό βαθμό συνδικαλιστικής οργάνωσης και ασήμαντη διαπραγματευτική ισχύ. Οι υποκριτικές, λοιπόν, ρητορείες της κυβέρνησης και των κατεστημένων ΜΜΕ περί κοινωνικού συμφέροντος είναι μέρος της προπαγανδιστικής πτυχής των κοινωνικών συγκρούσεων. Αφόρητο μεν, αναπόφευκτο δε. Σε τέτοια χωράφια, άλλωστε, δεν ευδοκιμεί ούτε η πολιτική ειλικρίνεια ούτε η πολιτική αισθητική.
Η βολική θεωρία του μεγάλου υποκινητή
Η «ΠΑΡΑΤΑΞΗ του μνημονίου» προβάλει το επιχείρημα ότι λόγω του διεθνούς οικονομικού ελέγχου οι κυβερνήσεις δεν έχουν περιθώριο υποχώρησης. Καλλιεργεί την εντύπωση ότι οι κινητοποιήσεις είναι ατελέσφορες και κάθε αντίσταση μάταιη. Η ηττοπαθής αυτή συμπεριφορά διευκολύνεται και από το ότι στα χρόνια της σχετικής ευημερίας ο ατομικισμός κέρδισε έδαφος σε βάρος της συλλογικότητας, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό των κοινωνικών υποκειμένων.
Ο πολλαπλασιασμός των οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων, όμως, διαλύει σταδιακά τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα και τις αντίστοιχες συμπεριφορές που συστηματικά καλλιεργήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Με άλλα λόγια, η ανάγκη επιβίωσης υποχρεώνει τα μικρομεσαία στρώματα να αναθεωρήσουν τη θέασή τους για την κοινωνία και κατ’ επέκταση να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους. Επειδή, μάλιστα, αυτή η διαδικασία δεν είναι συντεταγμένη, το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής έκρηξης καθίσταται ολοένα και πιο πιθανό.
Η κυβέρνηση, άλλωστε, δεν πλήττει μόνο έναν επαγγελματικό κλάδο. Πλήττει σχεδόν τους πάντες. Εφαρμόζει ένα πρόγραμμα βίαιου μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας/κοινωνίας. Το γεγονός ότι το μνημόνιο περιέχει και επιβεβλημένες αλλαγές, οι οποίες έπρεπε να έχουν προ πολλού εφαρμοσθεί, δεν αλλάζει τον χαρακτήρα του. Στην πραγματικότητα, αποδομείται βιαίως ο «μικροϊδιοκτητικός τρόπος παραγωγής», γεγονός που όχι μόνο υποβαθμίζει αλλά και καταστρέφει μαζικά τα μικρομεσαία στρώματα. Η κυβέρνηση Σαμαρά βολεύεται να εμφανίζει ένα καυτό κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα σαν σύγκρουση συμπολίτευσης - αντιπολίτευσης. Το ψέμα, όμως, έχει κοντά πόδια. Οταν ανατρέπονται οι σταθερές του βίου εκατομμυρίων Ελλήνων, είναι κραυγαλέα προπαγανδιστικός ο ισχυρισμός ότι οι απεργίες υποκινούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ!
Τα κόμματα δεν μπορούν πλέον να υποκινήσουν ούτε καν τα μέλη τους. Και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εξαίρεση. Απλώς, η αξιωματική αντιπολίτευση, όπως συχνά συμβαίνει, εκμεταλλεύεται το απεργιακό κύμα για να στριμώξει πολιτικά την κυβέρνηση και να κερδίσει πόντους στη μάχη για την εξουσία. Αν υπάρχει υποκινητής, αυτός δεν είναι άλλος από την πολιτική της μονοδιάστατης λιτότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου