Διαβεβαιώνει ο πρωθυπουργός ότι το
πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι υπερτριπλάσιο του αρχικά αναμενόμενου και
δεσμεύεται ότι αυτό «θα επιστραφεί στην κοινωνία», στους
χαμηλοσυνταξιούχους και ενστόλους, υπό τον όρο ότι πλεόνασμα διατηρείται
τα επόμενα έτη.
Η αξιωματική αντιπολίτευση περιορίζεται στην αμφισβήτηση του
πλεονάσματος,υποστηρίζοντας ότι είναι «εικονικό», αφού το Δημόσιο δεν καταβάλλει τις οφειλές του. Παράλληλα, από τις τάξεις της κάποιοι διεκδικούν «πραγματικό» δημοσιονομικό πλεόνασμα, ως «προϋπόθεση» για απεξάρτηση της χώρας από τις αγορές και άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Η σύγχυση γύρω από την έννοια και τις επιπτώσεις του πρωτογενούς πλεονάσματος παραμένει και επιτείνεται.
Πλεόνασμα του δημόσιου τομέα σημαίνει έλλειμμα του ιδιωτικού. Οπως βέβαια και το αντίστροφο: δημόσιο έλλειμμα σημαίνει ιδιωτικό πλεόνασμα. Οσο περισσότερα χρήματα αποσπά το κράτος από την οικονομία τόσο περισσότερο αυτή πλήττεται από αυξανόμενη έλλειψη ρευστότητας. Εξ ορισμού, κάθε δημόσιο πλεόνασμα αποφέρει υφεσιακά αποτελέσματα στην οικονομία. Οπως και κάθε δημόσιο έλλειμμα τονώνει το επίπεδο λειτουργίας της οικονομίας. Στην τελευταία περίπτωση, ελλοχεύει κίνδυνος πληθωρισμού, στην πρώτη ο αντίθετος κίνδυνος, αυτός του αποπληθωρισμού.
Πλεόνασμα σημαίνει αφαίμαξη ρευστότητος από την οικονομία, με αυτονόητη συνέπεια την ύφεση και εκτίναξη της ανεργίας. Εάν η οικονομία βρίσκεται ήδη σε ύφεση, η απόσπαση πλεονάσματος την εξωθεί αναπόφευκτα σε βαθύτερη ύφεση. Στη χώρα μας, το πλεόνασμα, εάν είναι πραγματικό, βασίζεται κυρίως στην υπερφορολόγηση και δραστική περικοπή δημόσιων δαπανών, που συρρικνώθηκαν στην τελευταία 4ετία κατά 25%, με συνέπεια την κατάρρευση της οικονομίας, τη δραματική πτώση του εθνικού εισοδήματος κατά -27% και ανεργία 28%.
Ενόσω οι δημόσιες δαπάνες συνεχίζουν να περικόπτονται, μπορεί να προκύπτει πλεόνασμα τα επόμενα έτη. Εάν όμως αυτό επιστρέφεται στην οικονομία, είτε μέσω δημόσιων επενδύσεων είτε κοινωνικών δαπανών και ενισχύσεων προς χαμηλοσυνταξιούχους και ενστόλους, τότε το πλεόνασμα παύει πλέον να είναι πλεόνασμα. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι σήμερα οι περικοπές και φοροεπιδρομές θίγουν περισσότερο τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, από ό,τι τα υψηλά.
Για την κυβέρνηση, θα είναι αποτυχία της εάν δεν ισοσκελίσει τα ελλείμματά της. Ωστόσο, θα είναι ακόμη μεγαλύτερη αποτυχία της εις βάρος της οικονομίας και των μικρομεσαίων εισοδημάτων, εάν συγκεντρώσει περισσότερα έσοδα από ό,τι δαπάνες. Η υπέρβαση εσόδων δεν είναι μικρότερη αποτυχία από την υστέρηση αυτών. Η προαναγγελλόμενη «επιστροφή» του πλεονάσματος στην κοινωνία προϋποθέτει ότι τα θύματα της ύφεσης και ανεργίας θα βρίσκονται ακόμη στη ζωή και όχι στα κοιμητήρια, πράγμα καθόλου βέβαιο.
Στη δίνη της τρέχουσας ύφεσης, δεν υπάρχει χώρα της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής με δημοσιονομικό πλεόνασμα. Ολες κινούνται με δημοσιονομικό ισοζύγιο είτε αρνητικό είτε ισοσκελισμένο, όπως η Γερμανία. Σε περίοδο ύφεσης, τονίζει ο Πολ Κρούγκμαν, κάθε παραγωγική δαπάνη είναι προτιμότερη από τη μη-παραγωγική, η μη-παραγωγική προτιμότερη από την αδράνεια. Μεταξύ των τριών επιλογών -παραγωγικές δαπάνες, μη-παραγωγικές, αδράνεια- η κυβέρνηση επιλέγει μια τέταρτη και πιο επιζήμια: όχι μόνον αδράνεια, αλλά περικοπές δαπανών, ώστε να εμφανίζει πλεόνασμα.
Ομως, εάν το έλλειμμα, ενεργοποιώντας το ενδεχόμενο πληθωρισμού, αποσταθεροποιεί την οικονομία, το πλεόνασμα είναι βέβαιο ότι, με την περικοπή της δαπάνης, καταστέλλει την οικονομία. Τουλάχιστον, το ισοσκελισμένο πρωτογενές ισοζύγιο δεν ενθαρρύνει την οικονομία, αλλά και δεν την καταστέλλει. Εάν το ελληνικό πλεόνασμα επιβεβαιωθεί, θα είναι το μοναδικό στην Ευρώπη, ενώ το τίμημα για αυτό -πρωτοφανής ύφεση και ανεργία- θα είναι εξίσου μοναδικό.
Στο πρόσφατο παρελθόν, μόνον η Νορβηγία πραγματοποιούσε πρωτογενή πλεονάσματα, όμως στη διάρκεια υψηλών αναπτυξιακών ρυθμών, όταν αυτά ήσαν εφικτά, με την προϋπόθεση ότι δεν έριχναν την οικονομία σε ύφεση. Με τη σημερινή επιβράδυνση, η Νορβηγία προσφεύγει στο ταμείο των ήδη συσσωρευμένων πλεονασμάτων της, προκειμένου να διατηρεί το επίπεδο λειτουργίας της οικονομίας. «Για κάθε πράγμα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος», ειδοποιεί από αρχαιοτάτων χρόνων ο εκκλησιαστής. Σε φάση βαθιάς ύφεσης, όπως σήμερα στη χώρα μας, η έννοια «πλεόνασμα» δεν έχει νόημα, αφού, εάν αυτό είναι πραγματικό, πρέπει να αποδοθεί στην οικονομία. Πλεόνασμα που επιδεινώνει το υστέρημα ισοδυναμεί με καθρεφτάκια για πιθήκους.
Πέραν τούτου, παρασιωπάται ότι το πλεόνασμα δεν προορίζεται να επιστραφεί, αφού η κυβέρνηση υπολογίζει μέσω αυτού να καθησυχάζει τις αγορές και τους δανειστές. Ειδικότερα, προτίθεται να χρηματοδοτεί μέσω αυτού τις «μαύρες τρύπες» και την εξυπηρέτηση του χρέους. Το πλεόνασμα δεν παραδίδεται στην κοινωνία, αλλά στους δανειστές.
Ωστόσο, ακόμη και με την πιο ευνοϊκή ρύθμιση, όπως έχει διαρρεύσει από την πλευρά Σόιμπλε, η ετήσια εξυπηρέτηση του χρέους θα συμπτυχθεί σε 4 δισ. με ορίζοντα το 2050, ήτοι 2,2% του ΑΕΠ. Ομως, πόσο βιώσιμο είναι χρέος που απορροφά 2,2% του εθνικού εισοδήματος, ενόσω αυτό συρρικνώνεται κατά 4%; Πόσο βιώσιμη είναι η ελληνική κοινωνία υπό συνθήκες αενάως επιδεινούμενης ύφεσης και υψηλής ανεργίας; Πώς αλλιώς αυτό ονομάζεται, εάν όχι πτωτικός «φαύλος κύκλος», στον οποίο η χώρα μας έχει παραδοθεί την τελευταία 4ετία και στον οποίο συνεχίζει να καταβυθίζεται χωρίς προοπτική εξόδου από αυτόν;
kvergo@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου