Με την Κύπρο, η Ευρώπη εγκαινίασε νέο σύστημα διασώσεων τραπεζών «από μέσα» και όχι πλέον «από έξω». Οι καταθέτες μετονομάζονται σε «επενδυτές» και επωμίζονται το κόστος διάσωσης των ιδρυμάτων στα οποία εμπιστεύονται τις αποταμιεύσεις τους. Η νέα επιλογή, όπως και οι προηγούμενες, είναι γερμανικής έμπνευσης, εμφανίζεται ότι στρέφεται εις βάρος των μεγαλοκαταθετών, αιτιολογείται με ηθική βάση τη δικαιότερη κατανομή του κόστους.
Ακόμη μια φορά, αντί να αντιμετωπίζεται το πρόβλημα στις συνθήκες υπό τις οποίες εκπορεύεται, το ενδιαφέρον εγκλωβίζεται στην κατανομή του κόστους του. Στην ουσία, η ηθική προσέγγιση της οικονομίας δεν συνιστά παρά απλό αντιπερισπασμό, που εγκλωβίζει την κοινή γνώμη σε δευτερεύουσες πλευρές, ώστε να συγκαλύπτεται το κύριο πρόβλημα. Με τις συστηματικές απελευθερώσεις και απορρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας, έχει νομιμοποιηθεί ακριβώς ό,τι ήταν επιλήψιμο και παρέμενε μέχρι πρόσφατα απαγορευμένο. Στο χρηματιστικό πεδίο και σε αυτό του εικονικού χρήματος, διαπρέπουν κατ' εξοχήν οι τράπεζες και οι ενδιάμεσοι του μεγάλου χρήματος, αλλά και με κατ' εξοχήν αμφισβητούμενα αποτελέσματα.
Επιτρέπεται πλέον απεριόριστα η δημιουργία κάθε είδους χρηματιστικής φούσκας, αλλά, όταν αυτή σπάζει, τις συνέπειες επωμίζονται τα κράτη, οι φορολογούμενοι και, σήμερα, οι καταθέτες.
Ωστόσο, όπως και αν κατανέμεται το κόστος διασώσεων των ιδρυμάτων από τις φούσκες που τα ίδια, και με ανεξέλεγκτη δική τους βουλιμία και ευθύνη, δημιουργούν, άραγε δεν θα ήταν προτιμότερο, κοινωνικά δικαιότερο και οικονομικά αποτελεσματικότερο να επιλαμβάνεται επιτέλους η πολιτεία αυτού του πεδίου, αποτρέποντας εκ προοιμίου το σχηματισμό σε παρόμοιες φούσκες;
Κατά το παρελθόν, οι φούσκες αποτρέπονταν μέσω αυστηρότερων ρυθμίσεων στο πεδίο των χρηματιστικών δραστηριοτήτων. Από την εποχή του Αμερικανού προέδρου Ρούζβελτ (1935) μέχρι τον Ρίγκαν (1981) οι ρυθμίσεις εμπόδιζαν τόσο τις φούσκες όσο και τις κρίσεις, σε σημείο που ορισμένοι απογοητευμένοι «μαρξιστές» είχαν θεωρήσει ότι καταργήθηκαν οι «κυκλικές κρίσεις» του καπιταλισμού για τις οποίες είχε μιλήσει ο Κ. Μαρξ. Ωστόσο οι φούσκες και κρίσεις δεν είχαν καταργηθεί, αλλά απλώς το σύστημα είχε βρει επιτυχημένο τρόπο διαχείρισης, ώστε να τις αποτρέπει και να τις υπερβαίνει κάθε φορά.
Με την κατάργηση του οπλοστασίου του Ρούζβελτ, που εορτάστηκε με άφθονο αφρώδη οίνο το 1999 από τον πρόεδρο Κλίντον, επανήλθαν στο προσκήνιο τόσο οι μεν όσο και οι δε, με τις σημερινές δραματικές συνέπειες για δεκάδες εκατομμύρια εργαζομένους.
Με την κρίση που σήμερα επιλέγει το εκτός ελέγχου σύστημα, οι εργαζόμενοι όχι μόνο βλέπουν τα εισοδήματά τους να περικόπτονται, αλλά επωμίζονται ακόμη το κόστος διάσωσης των ιδρυμάτων που προκαλούν και αναπαράγουν την κρίση με την ανάληψη των πλέον υψηλών και παράλογων κινδύνων. Κι ακόμη, ενώ η «εκ των ένδον» διάσωση διαχέει το κόστος της είτε στους φορολογουμένους είτε στους καταθέτες, ουδέν μέτρο προωθείται ώστε τα διασωζόμενα από τις συνέπειες της δικής τους απερισκεψίας ιδρύματα να εξασφαλίζουν σε αντάλλαγμα αύξουσα στήριξη της οικονομίας.
Μέχρι σήμερα, ο τρόπος διάσωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις συνέπειες της δικής τους ανευθυνότητος αποβαίνει ταυτόχρονα και ο βασικός μηχανισμός αποσταθεροποίησης της οικονομίας, της ύφεσης και της υψηλής ανεργίας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, από το 2009 μέχρι σήμερα οι διασώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων έχουν κοστίσει 79% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ και 81% στη Βρετανία.
Ομοίως, οι διασώσεις έχουν κοστίσει 70% του ΑΕΠ στη Σουηδία, 30% στο Βέλγιο, 22,2% στη Γερμανία, 19% στη Γαλλία. Οι μεταβιβάσεις εισοδήματος από την οικονομία προς τη χρηματοπιστωτική σφαίρα θα μπορούσαν να εξιλεώνονται εάν τουλάχιστον απέφεραν κάποια βελτίωση στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος. Ωστόσο τα πιστωτικά ιδρύματα, ενώ διασώζονται με κύριο επιχείρημα τη χρησιμότητά τους για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, εν τούτοις εξακολουθούν να αποστρέφονται ακόμη περισσότερο τα πεδία της οικονομίας και της παραγωγής και να προσελκύονται όλο και περισσότερο από αυτά του εικονικού χρήματος και της κερδοσκοπίας.
Το χρήμα των διασώσεων, είτε των φορολογουμένων είτε των καταθετών, παροχετεύεται όλο και περισσότερο σε δραστηριότητες υψηλού και αθέμιτου ρίσκου, και αυτό παρ' όλο που αιτιολογείται με την ανάγκη εξασφάλισης επαρκών χρηματοδοτήσεων για την οικονομία.
Εγείρεται σήμερα επιτακτικό ζήτημα διάσωσης όχι τόσο των ιδρυμάτων όσο κυρίως της οικονομίας, της απασχόλησης, των εισοδημάτων. Πέραν της ηθικής, τίθεται κυρίως ζήτημα οικονομικής αποτελεσματικότητος. Διάσωση των ιδρυμάτων όμως με ανταλλάγματα έναντι της οικονομίας, όχι με αύξουσα ασυδοσία τους.
Επιβάλλεται καταναγκαστικό όριο προς χρηματοδότηση της οικονομίας, με δραστικό περιορισμό των κερδοσκοπικών τοποθετήσεων υψηλού κοινωνικού κινδύνου. Η ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού πεδίου δεν είναι ουτοπική, αλλά απολύτως εφικτή και αναγκαία για την απεμπλοκή από το σημερινό αδιέξοδο.
kvergo@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου