του Στρατη Μπουρναζου, απο το Κοκκινο Σημειωματαριο...
Η αξιοθρήνητη εικόνα της Προανακριτικής, την περασμένη Πέμπτη, συζητήθηκε αρκετά. Μια από τις διαστάσεις που τονίστηκαν (βλ., εδώ, το άρθρο της Άννας Χατζησοφιά) ήταν η διάσταση του σεξισμού. Πιστεύω, ωστόσο, ότι το επίδικο, το μείζον θέμα στην περίπτωση αυτή δεν είναι ο σεξισμός, αλλά ο φασισμός. Πριν εξηγήσω το γιατί, θέλω να κάνω τρία σχόλια επί του πραγματολογικού.
Το πρώτο αφορά τον Ηλία Κασιδιάρη. Οι εκρήξεις οργής, τα σπασμένα μικρόφωνα, οι λεονταρισμοί του και όλα τα συναφή είναι συνειδητά και σκηνοθετημένα. Πέρα ως πέρα. Για του λόγου το ασφαλές: Στις 7 Μαρτίου κάθισε στο εδώλιο, για τη γνωστή υπόθεση συνδρομής σε μαχαίρωμα φοιτητή. Ήμουν μέσα στην αίθουσα – κι όμως νόμιζα πως βρίσκομαι αλλού, τσιμπήθηκα κάμποσες φορές για να σιγουρευτώ ότι δεν βρίσκομαι σε λάθος δίκη. Γιατί, για πέντε ολόκληρες ώρες, ο Η. Κασιδιάρης καθόταν σαν αρνάκι· κι όταν ήρθε η ώρα να απολογηθεί είπε μερικά στρογγυλεμένα και όμορφα λόγια. Μόλις αθωώθηκε, βέβαια, πέταξε αμέσως τη λεοντή κι έγινε ξανά ο γνωστός «θηρίος», ωρυόμενος έξω από την αίθουσα για τα «τσοντοκάναλα»…
Το δεύτερο αφορά τον Χρήστο Μαρκογιαννάκη. O πρόεδρος της Επιτροπής προσπαθεί συστηματικά, και το έχει καταφέρει εν πολλοίς, να φιλοτεχνήσει την εικόνα του δεινοπαθούντος από τη στάση της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Η ανάγνωση όμως των Πρακτικών αποκαλύπτει –αυτοτελώς, και ανεξάρτητα από την εικόνα που μορφώνει κανείς μέσα απ’ αυτά για τη Ζ. Κωνσταντοπούλου– μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα για τον ρόλο του: ένας πρόεδρος που διακόπτει διαρκώς μάρτυρες και βουλευτές, αντιδικεί, υποδεικνύει τι να απαντήσουν και τι όχι, και, εκτός των άλλων, αποδεικνύεται ανίκανος να κρατήσει τη διαδικασία.
Το τρίτο αφορά τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Μιλώντας περί τεστοστερόνης και ψυχιατρικής ήταν σαν να έδινε το σύνθημα στον Κασιδιάρη να εφορμήσει για να τα κάνει λίμπα. Ως έμπειρος πολιτικός (και κυρίως ως έμπειρος κατεργάρης) το ήξερε, και πιθανότατα το επιδίωκε. Ωστόσο, η συνολική εικόνα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ δεν είναι αποτέλεσμα υπολογισμού ούτε δείγμα ισχύος, αλλά αδυναμίας: είναι μια ξεδοντιασμένη αλαζονεία, ένας άνθρωπος που έχει χάσει την μπάλα.
Έρχομαι τώρα στο μείζον. Από την όλη εικόνα της Επιτροπής προκύπτουν δυο σοβαρές ζημίες και δύο μεγάλοι κερδισμένοι.
Το πρώτο πλήγμα είναι στη λογοδοσία, την αλήθεια, τη δυνατότητα διερεύνησης των ευθυνών· αν εξαρχής οι προσδοκίες από την Επιτροπή ήταν μικρές, τα τεκταινόμενα αποτελούν το τελειωτικό χτύπημα στην αξιοπιστία της. Με κερδισμένους, βέβαια, όλους όσους θέλουν να συσκοτιστούν οι ευθύνες τους, να τις σκεπάσει ο θόρυβος. Όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, εκείνο που θα θυμόμαστε από τη συνεδρίαση είναι η αποβολή Κασιδιάρη και οι αθλιότητες περί «τεστοστερόνης», «χοντρών» και «εγκυμονούντων». «Η Επιτροπή δεν ασχολείται πια με τη λίστα Λαγκάρντ, αλλά με τον εαυτό της», έγραψε ο Νίκος Ξυδάκης (βλ. εδώ).
Ακόμα σοβαρότερο όμως είναι το δεύτερο πλήγμα, που αφορά τη Βουλή και συνολικότερα τη δημοκρατία. Σε ένα βαθύτερο και μονιμότερο επίπεδο, ο μόνος που ωφελείται από αυτή την επιθεωρησιακή εικόνα ταυρομαχιών είναι ο φασισμός. Οι νεοναζιστές. Οι Χρυσαυγίτες. Αυτοί μπορούν πολύ καλά –και το κάνουν ήδη– να την κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά, επιχαίροντας, άλλη μια φορά, για τους «πρασινοκοκκινομπλέ πολιτικούς» που βράζουν στο ίδιο καζάνι, διεφθαρμένοι και ανίκανοι, να ξιφουλκήσουν κατά του «κυνοβουλίου» κ.ο.κ. Αλλά και σε ένα βαθύτερο, νοοτροπικό επίπεδο, η εξαχρείωση του δημόσιου λόγου, η εμπέδωση της λογικής της αρένας καλλιεργούν ένα πολιτικό ήθος από το οποίο μόνο η ακροδεξιά κερδίζει.
Αν έτσι έχει το πράγμα, το αναμενόμενο ερώτημα είναι τι κάνουμε εμείς, τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Στέκομαι στη Ζωή Κωνσταντοπούλου – μια που αυτή έχει αναλάβει το κύριο βάρος της υπόθεσης, και το κάνει με ζήλο και αφοσίωση. Πρώτα απ’ όλα, ασφαλώς οφείλουμε να την υπερασπιστούμε από όσες αήθεις επιθέσεις δέχεται, όπως το κρεσέντο αθλιότητας του Γ. Πρετεντέρη (Παρεμπιπτόντως, διαβάζοντας στο Βήμα όσα έγραψε για «το αποτρόπαιο τέρας» «Ζωή Κασιδιάρη», σκεφτόμουν ότι το μόνο που καταφέρνει είναι να διατρανώσει το δικό του αποτρόπαιο ήθος). Πέρα από αυτό όμως, χρειάζεται να προχωρήσουμε την κουβέντα και να σκεφτούμε με ειλικρίνεια: Η όλη στάση της Ζ. Κωνσταντοπούλου στην Επιτροπή, όπως σκιαγραφείται μέσα από τα Πρακτικά, υπηρετεί τους πολιτικούς μας στόχους και, κυρίως, αναγνωρίζουμε σε αυτή τον εαυτό μας και τις αξίες της Αριστεράς;
Είμαι πεπεισμένος, σε αντίθεση με πολλούς φίλους και συντρόφους, ότι η στάση αυτή (όπου η μαχητικότητα και η οξύνοια συνδυάζονται με την αυταρχικότητα, το «δεν αφήνω κουβέντα να πέσει κάτω», την ειρωνεία, την ισοπέδωση του αντιπάλου), συντελεί κι αυτή στην καταρράκωση της διαδικασίας. Παρότι αντιλαμβάνομαι πως, με τον Ευ. Βενιζέλο απέναντι, το παιχνίδι εύκολα εξελίσσεται σε διαγωνισμό για την πιο πομφολυγώδη ατάκα, ο εκφυλισμός της διαδικασίας είναι ό,τι χειρότερο. Δεν είναι θέμα καθωσπρεπισμού ή θεσμολατρίας, αλλά ουσίας. Αν οι μόνοι που ωφελούνται είναι οι υπόλογοι και οι νεοναζιστές, πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να μη συντείνουμε, έστω και άθελά μας, στον ευτελισμό της διαδικασίας, της Βουλής και της δημοκρατίας. Δεν έχω έτοιμες λύσεις, θυμάμαι όμως πάντα τη νηφάλια στάση του Γ. Δραγασάκη σε άλλες περιπτώσεις (βλ. σχετικά εδώ).
Ανάμεσα στα άλλα, την Πέμπτη, η Ζωή Κωνσταντοπούλου είπε, προς στον Ευ. Βενιζέλο: «Είστε ίδιος με τον κ. Κασιδιάρη!». Το επισημαίνω, επειδή πρόκειται για αντίληψη διάχυτη, με ποικίλες μορφές, στον λόγο των αριστερών. Άκουγα, λ.χ., χθες, στο «Κόκκινο», τον Στέλιο Ελληνιάδη να λέει: «Οι πυρσοί των Χρυσαυγιτών είναι ντεκόρ μπροστά στους πραγματικούς πυρσούς των μνημονιακών εμπρηστών, που καίνε την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη». Ωστόσο, όσο κακή γνώμη και να έχουμε για τον Ευ. Βενιζέλο (γιατί καλή είναι μάλλον δύσκολο να έχουμε), όσο εμπρηστικούς και να θεωρούμε τους «μνημονιακούς πυρσούς», είναι ολέθριο να τους τσουβαλιάζουμε με τους Χρυσαυγίτες. Ο νεοναζισμός έχει, και πρέπει να έχει, διακριτή και αυτοτελή απαξία. Όσο και να απεχθανόμαστε, και ορθώς βέβαια, την πασοκική και μνημονιακή πολιτεία, δεν χωρεί, καταστατικά, σύγκριση και συμψηφισμός με τον νεοναζισμό. Ελπίζω, για το καλό όλων μας, να μη χρειαστεί να το διαπιστώσουμε εν τοις πράγμασι.
Το πρώτο αφορά τον Ηλία Κασιδιάρη. Οι εκρήξεις οργής, τα σπασμένα μικρόφωνα, οι λεονταρισμοί του και όλα τα συναφή είναι συνειδητά και σκηνοθετημένα. Πέρα ως πέρα. Για του λόγου το ασφαλές: Στις 7 Μαρτίου κάθισε στο εδώλιο, για τη γνωστή υπόθεση συνδρομής σε μαχαίρωμα φοιτητή. Ήμουν μέσα στην αίθουσα – κι όμως νόμιζα πως βρίσκομαι αλλού, τσιμπήθηκα κάμποσες φορές για να σιγουρευτώ ότι δεν βρίσκομαι σε λάθος δίκη. Γιατί, για πέντε ολόκληρες ώρες, ο Η. Κασιδιάρης καθόταν σαν αρνάκι· κι όταν ήρθε η ώρα να απολογηθεί είπε μερικά στρογγυλεμένα και όμορφα λόγια. Μόλις αθωώθηκε, βέβαια, πέταξε αμέσως τη λεοντή κι έγινε ξανά ο γνωστός «θηρίος», ωρυόμενος έξω από την αίθουσα για τα «τσοντοκάναλα»…
Το δεύτερο αφορά τον Χρήστο Μαρκογιαννάκη. O πρόεδρος της Επιτροπής προσπαθεί συστηματικά, και το έχει καταφέρει εν πολλοίς, να φιλοτεχνήσει την εικόνα του δεινοπαθούντος από τη στάση της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Η ανάγνωση όμως των Πρακτικών αποκαλύπτει –αυτοτελώς, και ανεξάρτητα από την εικόνα που μορφώνει κανείς μέσα απ’ αυτά για τη Ζ. Κωνσταντοπούλου– μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα για τον ρόλο του: ένας πρόεδρος που διακόπτει διαρκώς μάρτυρες και βουλευτές, αντιδικεί, υποδεικνύει τι να απαντήσουν και τι όχι, και, εκτός των άλλων, αποδεικνύεται ανίκανος να κρατήσει τη διαδικασία.
Το τρίτο αφορά τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Μιλώντας περί τεστοστερόνης και ψυχιατρικής ήταν σαν να έδινε το σύνθημα στον Κασιδιάρη να εφορμήσει για να τα κάνει λίμπα. Ως έμπειρος πολιτικός (και κυρίως ως έμπειρος κατεργάρης) το ήξερε, και πιθανότατα το επιδίωκε. Ωστόσο, η συνολική εικόνα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ δεν είναι αποτέλεσμα υπολογισμού ούτε δείγμα ισχύος, αλλά αδυναμίας: είναι μια ξεδοντιασμένη αλαζονεία, ένας άνθρωπος που έχει χάσει την μπάλα.
***
Έρχομαι τώρα στο μείζον. Από την όλη εικόνα της Επιτροπής προκύπτουν δυο σοβαρές ζημίες και δύο μεγάλοι κερδισμένοι.
Το πρώτο πλήγμα είναι στη λογοδοσία, την αλήθεια, τη δυνατότητα διερεύνησης των ευθυνών· αν εξαρχής οι προσδοκίες από την Επιτροπή ήταν μικρές, τα τεκταινόμενα αποτελούν το τελειωτικό χτύπημα στην αξιοπιστία της. Με κερδισμένους, βέβαια, όλους όσους θέλουν να συσκοτιστούν οι ευθύνες τους, να τις σκεπάσει ο θόρυβος. Όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, εκείνο που θα θυμόμαστε από τη συνεδρίαση είναι η αποβολή Κασιδιάρη και οι αθλιότητες περί «τεστοστερόνης», «χοντρών» και «εγκυμονούντων». «Η Επιτροπή δεν ασχολείται πια με τη λίστα Λαγκάρντ, αλλά με τον εαυτό της», έγραψε ο Νίκος Ξυδάκης (βλ. εδώ).
Ακόμα σοβαρότερο όμως είναι το δεύτερο πλήγμα, που αφορά τη Βουλή και συνολικότερα τη δημοκρατία. Σε ένα βαθύτερο και μονιμότερο επίπεδο, ο μόνος που ωφελείται από αυτή την επιθεωρησιακή εικόνα ταυρομαχιών είναι ο φασισμός. Οι νεοναζιστές. Οι Χρυσαυγίτες. Αυτοί μπορούν πολύ καλά –και το κάνουν ήδη– να την κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά, επιχαίροντας, άλλη μια φορά, για τους «πρασινοκοκκινομπλέ πολιτικούς» που βράζουν στο ίδιο καζάνι, διεφθαρμένοι και ανίκανοι, να ξιφουλκήσουν κατά του «κυνοβουλίου» κ.ο.κ. Αλλά και σε ένα βαθύτερο, νοοτροπικό επίπεδο, η εξαχρείωση του δημόσιου λόγου, η εμπέδωση της λογικής της αρένας καλλιεργούν ένα πολιτικό ήθος από το οποίο μόνο η ακροδεξιά κερδίζει.
Αν έτσι έχει το πράγμα, το αναμενόμενο ερώτημα είναι τι κάνουμε εμείς, τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Στέκομαι στη Ζωή Κωνσταντοπούλου – μια που αυτή έχει αναλάβει το κύριο βάρος της υπόθεσης, και το κάνει με ζήλο και αφοσίωση. Πρώτα απ’ όλα, ασφαλώς οφείλουμε να την υπερασπιστούμε από όσες αήθεις επιθέσεις δέχεται, όπως το κρεσέντο αθλιότητας του Γ. Πρετεντέρη (Παρεμπιπτόντως, διαβάζοντας στο Βήμα όσα έγραψε για «το αποτρόπαιο τέρας» «Ζωή Κασιδιάρη», σκεφτόμουν ότι το μόνο που καταφέρνει είναι να διατρανώσει το δικό του αποτρόπαιο ήθος). Πέρα από αυτό όμως, χρειάζεται να προχωρήσουμε την κουβέντα και να σκεφτούμε με ειλικρίνεια: Η όλη στάση της Ζ. Κωνσταντοπούλου στην Επιτροπή, όπως σκιαγραφείται μέσα από τα Πρακτικά, υπηρετεί τους πολιτικούς μας στόχους και, κυρίως, αναγνωρίζουμε σε αυτή τον εαυτό μας και τις αξίες της Αριστεράς;
Είμαι πεπεισμένος, σε αντίθεση με πολλούς φίλους και συντρόφους, ότι η στάση αυτή (όπου η μαχητικότητα και η οξύνοια συνδυάζονται με την αυταρχικότητα, το «δεν αφήνω κουβέντα να πέσει κάτω», την ειρωνεία, την ισοπέδωση του αντιπάλου), συντελεί κι αυτή στην καταρράκωση της διαδικασίας. Παρότι αντιλαμβάνομαι πως, με τον Ευ. Βενιζέλο απέναντι, το παιχνίδι εύκολα εξελίσσεται σε διαγωνισμό για την πιο πομφολυγώδη ατάκα, ο εκφυλισμός της διαδικασίας είναι ό,τι χειρότερο. Δεν είναι θέμα καθωσπρεπισμού ή θεσμολατρίας, αλλά ουσίας. Αν οι μόνοι που ωφελούνται είναι οι υπόλογοι και οι νεοναζιστές, πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να μη συντείνουμε, έστω και άθελά μας, στον ευτελισμό της διαδικασίας, της Βουλής και της δημοκρατίας. Δεν έχω έτοιμες λύσεις, θυμάμαι όμως πάντα τη νηφάλια στάση του Γ. Δραγασάκη σε άλλες περιπτώσεις (βλ. σχετικά εδώ).
Ανάμεσα στα άλλα, την Πέμπτη, η Ζωή Κωνσταντοπούλου είπε, προς στον Ευ. Βενιζέλο: «Είστε ίδιος με τον κ. Κασιδιάρη!». Το επισημαίνω, επειδή πρόκειται για αντίληψη διάχυτη, με ποικίλες μορφές, στον λόγο των αριστερών. Άκουγα, λ.χ., χθες, στο «Κόκκινο», τον Στέλιο Ελληνιάδη να λέει: «Οι πυρσοί των Χρυσαυγιτών είναι ντεκόρ μπροστά στους πραγματικούς πυρσούς των μνημονιακών εμπρηστών, που καίνε την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη». Ωστόσο, όσο κακή γνώμη και να έχουμε για τον Ευ. Βενιζέλο (γιατί καλή είναι μάλλον δύσκολο να έχουμε), όσο εμπρηστικούς και να θεωρούμε τους «μνημονιακούς πυρσούς», είναι ολέθριο να τους τσουβαλιάζουμε με τους Χρυσαυγίτες. Ο νεοναζισμός έχει, και πρέπει να έχει, διακριτή και αυτοτελή απαξία. Όσο και να απεχθανόμαστε, και ορθώς βέβαια, την πασοκική και μνημονιακή πολιτεία, δεν χωρεί, καταστατικά, σύγκριση και συμψηφισμός με τον νεοναζισμό. Ελπίζω, για το καλό όλων μας, να μη χρειαστεί να το διαπιστώσουμε εν τοις πράγμασι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου