Του Δημήτρη Σεβαστάκη, απο την Αυγη...
Η εξουσιαστική επιθετικότητα, μαζί με τις επιμέρους καταστροφές, ανοίγει πολλά μέτωπα συγχρόνως, δημιουργεί έξυπνα ένα χάος λαϊκών διαμαρτυριών, κινηματικών συγκρούσεων, θεσμικών αντιδικιών. Αυτό το σκόρπισμα είναι ένα κατόρθωμα της τροϊκανής κυβερνητικής τεχνικής. Το χάος των κινητοποιήσεων αποκλιμακώνει την ένταση του κάθε αιτήματος, διαιρεί τη σύνταξη ενιαίας και συγκεντρωμένης πολιτικής φωνής, απορυθμίζει την παραγωγή δομημένης και σχεδιασμένης αντίρρησης, αντίστασης, αντιπρότασης, χαώνει και την κοινοβουλευτική δουλειά.
«Όλοι στους δρόμους» για την ΕΡΤ, «όλοι στους δρόμους» για τα πανεπιστήμια, για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, για το κλείσιμο των αμυντικών βιομηχανιών, για το χαράτσι, για τον φόρο ακινήτων, για την άρση του ποσοστού απολύσεων, για το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές, για τη μείωση των επικουρικών συντάξεων, για το 1 ευρώ στις συνταγές, για τα 25 ευρώ στην εισαγωγή στα νοσοκομεία, για την τάδε εφορία που φεύγει, για τα σχολεία που συνενώνονται, για τους ένστολους, για το κόψιμο των δέντρων στις πλατείες κ.λπ. κ.λπ.
Μικρά και μεγάλα αιτήματα, που το ένα καρφώνει το άλλο, που το ένα αποδυναμώνει το άλλο, διάσπαρτες φωνές, σκόρπιες απελπισίες, που αντί να συνθέτουν, διευρύνουν την αντίληψη ότι κάθε αίτημα, κάθε κοινωνική ομάδα, κάθε πρόβλημα είναι πολυτελώς και λαθραία απαιτητικό, θρασύ, προϊόν εγωπάθειας. «Μιλάνε κι αυτοί που μπήκαν από το παράθυρο…». Πόσες φορές γράφεται κάτι τέτοιο στα λιντσαριστικά σχόλια κάτω από ειδήσεις;
Η αποδόμηση κάθε κοινωνικής σύναψης δεν είναι το αίτιο, αλλά το αποτέλεσμα. Το χαμηλό ποιοτικό επίπεδο με το οποίο συγκροτήθηκαν (και συνεχίζουν) το κράτος, τα κόμματα, οι δομές και οι θεσμοί -κυρίως με ρουσφέτια και εξοργιστικές κομματικές ή σεϊχικές εύνοιες-, ο εκμαυλισμός σε μια αυτάρεσκη λαϊκή πολιτισμική παχυσαρκία, μεταφράζονται συχνά και στην ποιότητα και το πολιτικό βάθος της διαμαρτυρίας, αλλά και στην εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλον. Συχνά, άνθρωποι στα κάγκελα, με δίκιο και απόφαση στα μάτια, ψάχνουν κρυφά, στο ρουσφέτι, τη λύση. Τηλεφωνούν στον χωριανό από την κυβερνητική τοπική, στον κολλητό από τα φοιτητικά χρόνια που «είναι στα πράγματα», προσπαθούν να ζεστάνουν μια παλιά σχέση χρήσιμη και επείγουσα, τώρα που φοβούνται ή εκδιώκονται. Και αυτό το υπόγειο, αλλά ευρύ έλλειμμα εμπιστοσύνης, κατερειπώνει και τις κλαδικές εργασιακές σχέσεις και τις εσωκομματικές σχέσεις και τις κοινωνικές συνδέσεις, τις συνάψεις, τις ενότητες.
Το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» δεν υπάρχει μόνο στη φάση του γκρεμίσματος, αλλά υποκρύπτεται σε κάθε φάση αγώνα, σε κάθε διαβούλευση. Μοιραία, ο άτσαλος διεκδικητικός πληθωρισμός, η παντελής έλλειψη οικονομίας στη διεκδίκηση ή στην επιλογή μορφής αγώνα, η πλήρης αδιαφορία για το αύριο, τον τύπο, την τεχνική του αγώνα, κουράζει, απογοητεύει ή καταλήγει σε μια κατάκοπη κοινοβουλευτική διεκπεραίωση. Ερωτήσεις, επερωτήσεις, προτάσεις, επιτροπές και λοιπό κοινοβουλευτικό έργο παραμένουν αναπάντητα, περιθωριοποιημένα μέσα στην εξόφθαλμη αποκοινοβουλευτικοποίηση της ελληνικής δημοκρατίας.
Ναι, συμβαίνουν πράγματα που δεν έχουν ξανασυμβεί. Απίστευτα, αδιανόητα, που όμως σε αυτό ακριβώς οφείλουν και την τεράστια δύναμή τους. Όταν εξαφανίσεις με μια ζαριά μια ολόκληρη δομή, π.χ. ένα ερευνητικό ινστιτούτο, τη ραδιοτηλεόραση, ένα μαζικό σχολείο, όταν καταρρέει μια μεγάλη επιχείρηση, όταν κακοπωλείται μια ανθηρή δημόσια επιχείρηση, η έκπληξη γίνεται το όχημα για να εξαφανίσεις τους τέως εργαζόμενους, να διώξεις όσους δεν είναι δικοί σου, να νουθετήσεις τους θεατές, να διδάξεις το αδίστακτο, άρα να διαμορφώσεις μια εκτεταμένη εσωτερική διαθεσιμότητα. Η υπακοή είναι ήδη εδώ, εγκατεστημένη σε μια κοινωνία που σπαράζει μεν στην πτώση της, αλλά που παρήκμαζε και κατά την άνοδό της. Δεν είναι ακριβώς υπακοή, είναι μοιρολατρική κατάκλιση, είναι εξάντληση.
Ο κόσμος ενδεχομένως θα ψηφίσει θλιμμένα την Αριστερά, θα ψηφίσει ανόρεχτα, άπιστα, αβέβαια. Ίσως μάλιστα η ψήφος να είναι μαζική. Όμως ο μεγάλος εχθρός που υφαίνεται είναι ακριβώς η προεπιφύλαξη των μαζών, η έλλειψη οραματικού στοιχείου, η πεποίθηση μιας προδιαγεγραμμένης αφλογιστίας. Αυτός είναι ο εχθρός κάθε τίμιου διαβήματος. Η κάμψη.
Μ' αυτούς τους όρους, πράγματι δεν χρειάζεται η τρόικα. Δεν χρειάζεται η εβδομαδιαία δακτυλοσκόπηση σε πολιτικούς της σειράς, δεν χρειάζεται καν το Μνημόνιο. Έχει εσωτερικευτεί ως αξία, ως ανακλαστικό, ως μορφή συνείδησης. Είναι το φυτοφάρμακο που ξεραίνει τον ανθό, ξεραίνει και το χώμα. Καταστρέφει δηλαδή και τις προϋποθέσεις.
Μέσα στο άνυδρο τοπίο, μου έκανε εντύπωση το αίσθημα που έβγαζε ο δημοσιογράφος κ. Νίκος Τσιμπίδας, στο κλείσιμο της τελευταίας εκπομπής του στην ΕΡΤ. Χαμήλωνε η φωνή στο «θα ξαναβρεθούμε», ακούμπησε μαλακά και σίγουρα στο «Ψυχή βαθιά». Στην κατασταλτική λύση αντιπρότεινε την ιστορία. Ναι, ίσως σε μια τέτοια περιοχή του πολιτικού αισθήματος, πρέπει να αναζητηθεί η έγκυρη διέξοδος. Εκεί μπορεί να ξαναβρεθεί ο χαμένος ιστός, να συναφθεί ξανά το ηθικό συμβόλαιο. Τότε όλα θα γίνουν ευκολότερα.
* O Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος Αν. καθηγητής ΕΜΠ dsevastakis@arch.ntua.gr
Η εξουσιαστική επιθετικότητα, μαζί με τις επιμέρους καταστροφές, ανοίγει πολλά μέτωπα συγχρόνως, δημιουργεί έξυπνα ένα χάος λαϊκών διαμαρτυριών, κινηματικών συγκρούσεων, θεσμικών αντιδικιών. Αυτό το σκόρπισμα είναι ένα κατόρθωμα της τροϊκανής κυβερνητικής τεχνικής. Το χάος των κινητοποιήσεων αποκλιμακώνει την ένταση του κάθε αιτήματος, διαιρεί τη σύνταξη ενιαίας και συγκεντρωμένης πολιτικής φωνής, απορυθμίζει την παραγωγή δομημένης και σχεδιασμένης αντίρρησης, αντίστασης, αντιπρότασης, χαώνει και την κοινοβουλευτική δουλειά.
«Όλοι στους δρόμους» για την ΕΡΤ, «όλοι στους δρόμους» για τα πανεπιστήμια, για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, για το κλείσιμο των αμυντικών βιομηχανιών, για το χαράτσι, για τον φόρο ακινήτων, για την άρση του ποσοστού απολύσεων, για το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές, για τη μείωση των επικουρικών συντάξεων, για το 1 ευρώ στις συνταγές, για τα 25 ευρώ στην εισαγωγή στα νοσοκομεία, για την τάδε εφορία που φεύγει, για τα σχολεία που συνενώνονται, για τους ένστολους, για το κόψιμο των δέντρων στις πλατείες κ.λπ. κ.λπ.
Μικρά και μεγάλα αιτήματα, που το ένα καρφώνει το άλλο, που το ένα αποδυναμώνει το άλλο, διάσπαρτες φωνές, σκόρπιες απελπισίες, που αντί να συνθέτουν, διευρύνουν την αντίληψη ότι κάθε αίτημα, κάθε κοινωνική ομάδα, κάθε πρόβλημα είναι πολυτελώς και λαθραία απαιτητικό, θρασύ, προϊόν εγωπάθειας. «Μιλάνε κι αυτοί που μπήκαν από το παράθυρο…». Πόσες φορές γράφεται κάτι τέτοιο στα λιντσαριστικά σχόλια κάτω από ειδήσεις;
Η αποδόμηση κάθε κοινωνικής σύναψης δεν είναι το αίτιο, αλλά το αποτέλεσμα. Το χαμηλό ποιοτικό επίπεδο με το οποίο συγκροτήθηκαν (και συνεχίζουν) το κράτος, τα κόμματα, οι δομές και οι θεσμοί -κυρίως με ρουσφέτια και εξοργιστικές κομματικές ή σεϊχικές εύνοιες-, ο εκμαυλισμός σε μια αυτάρεσκη λαϊκή πολιτισμική παχυσαρκία, μεταφράζονται συχνά και στην ποιότητα και το πολιτικό βάθος της διαμαρτυρίας, αλλά και στην εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλον. Συχνά, άνθρωποι στα κάγκελα, με δίκιο και απόφαση στα μάτια, ψάχνουν κρυφά, στο ρουσφέτι, τη λύση. Τηλεφωνούν στον χωριανό από την κυβερνητική τοπική, στον κολλητό από τα φοιτητικά χρόνια που «είναι στα πράγματα», προσπαθούν να ζεστάνουν μια παλιά σχέση χρήσιμη και επείγουσα, τώρα που φοβούνται ή εκδιώκονται. Και αυτό το υπόγειο, αλλά ευρύ έλλειμμα εμπιστοσύνης, κατερειπώνει και τις κλαδικές εργασιακές σχέσεις και τις εσωκομματικές σχέσεις και τις κοινωνικές συνδέσεις, τις συνάψεις, τις ενότητες.
Το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» δεν υπάρχει μόνο στη φάση του γκρεμίσματος, αλλά υποκρύπτεται σε κάθε φάση αγώνα, σε κάθε διαβούλευση. Μοιραία, ο άτσαλος διεκδικητικός πληθωρισμός, η παντελής έλλειψη οικονομίας στη διεκδίκηση ή στην επιλογή μορφής αγώνα, η πλήρης αδιαφορία για το αύριο, τον τύπο, την τεχνική του αγώνα, κουράζει, απογοητεύει ή καταλήγει σε μια κατάκοπη κοινοβουλευτική διεκπεραίωση. Ερωτήσεις, επερωτήσεις, προτάσεις, επιτροπές και λοιπό κοινοβουλευτικό έργο παραμένουν αναπάντητα, περιθωριοποιημένα μέσα στην εξόφθαλμη αποκοινοβουλευτικοποίηση της ελληνικής δημοκρατίας.
Ναι, συμβαίνουν πράγματα που δεν έχουν ξανασυμβεί. Απίστευτα, αδιανόητα, που όμως σε αυτό ακριβώς οφείλουν και την τεράστια δύναμή τους. Όταν εξαφανίσεις με μια ζαριά μια ολόκληρη δομή, π.χ. ένα ερευνητικό ινστιτούτο, τη ραδιοτηλεόραση, ένα μαζικό σχολείο, όταν καταρρέει μια μεγάλη επιχείρηση, όταν κακοπωλείται μια ανθηρή δημόσια επιχείρηση, η έκπληξη γίνεται το όχημα για να εξαφανίσεις τους τέως εργαζόμενους, να διώξεις όσους δεν είναι δικοί σου, να νουθετήσεις τους θεατές, να διδάξεις το αδίστακτο, άρα να διαμορφώσεις μια εκτεταμένη εσωτερική διαθεσιμότητα. Η υπακοή είναι ήδη εδώ, εγκατεστημένη σε μια κοινωνία που σπαράζει μεν στην πτώση της, αλλά που παρήκμαζε και κατά την άνοδό της. Δεν είναι ακριβώς υπακοή, είναι μοιρολατρική κατάκλιση, είναι εξάντληση.
Ο κόσμος ενδεχομένως θα ψηφίσει θλιμμένα την Αριστερά, θα ψηφίσει ανόρεχτα, άπιστα, αβέβαια. Ίσως μάλιστα η ψήφος να είναι μαζική. Όμως ο μεγάλος εχθρός που υφαίνεται είναι ακριβώς η προεπιφύλαξη των μαζών, η έλλειψη οραματικού στοιχείου, η πεποίθηση μιας προδιαγεγραμμένης αφλογιστίας. Αυτός είναι ο εχθρός κάθε τίμιου διαβήματος. Η κάμψη.
Μ' αυτούς τους όρους, πράγματι δεν χρειάζεται η τρόικα. Δεν χρειάζεται η εβδομαδιαία δακτυλοσκόπηση σε πολιτικούς της σειράς, δεν χρειάζεται καν το Μνημόνιο. Έχει εσωτερικευτεί ως αξία, ως ανακλαστικό, ως μορφή συνείδησης. Είναι το φυτοφάρμακο που ξεραίνει τον ανθό, ξεραίνει και το χώμα. Καταστρέφει δηλαδή και τις προϋποθέσεις.
Μέσα στο άνυδρο τοπίο, μου έκανε εντύπωση το αίσθημα που έβγαζε ο δημοσιογράφος κ. Νίκος Τσιμπίδας, στο κλείσιμο της τελευταίας εκπομπής του στην ΕΡΤ. Χαμήλωνε η φωνή στο «θα ξαναβρεθούμε», ακούμπησε μαλακά και σίγουρα στο «Ψυχή βαθιά». Στην κατασταλτική λύση αντιπρότεινε την ιστορία. Ναι, ίσως σε μια τέτοια περιοχή του πολιτικού αισθήματος, πρέπει να αναζητηθεί η έγκυρη διέξοδος. Εκεί μπορεί να ξαναβρεθεί ο χαμένος ιστός, να συναφθεί ξανά το ηθικό συμβόλαιο. Τότε όλα θα γίνουν ευκολότερα.
* O Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος Αν. καθηγητής ΕΜΠ dsevastakis@arch.ntua.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου