Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Όχι, δεν είμαι ο ήρωας που έχεις συνηθίσει...

του Μαζεστιξ, απο το Ιστολογιο Τοιχο - Τοιχο...

Σ' αυτή τη χώρα, αν αυτοπροσδιορίζεσαι ως αριστερός, οφείλεις να υπηρετείς και τα κλισέ του ρόλου.
Θα πρέπει σε καθημερινή βάση να ξεσηκώνεις τους υπόλοιπους σε απεργίες, καταλήψεις, εξεγέρσεις κι επαναστάσεις.
Δεν έχεις το δικαίωμα να πεις κάποτε "δε συμφωνώ με αυτήν την ενέργεια, γιατί φοβάμαι πως τελικά θα κάνει κακό".
Δεν έχεις το δικαίωμα!
Θα χαρακτηριστείς πουλημένος, συμβιβασμένος, κομματόσκυλο, χέστης, βολεμένος κλπ.
Δεν έχεις το δικαίωμα να πεις "Φοβάμαι!"
Ναι, δεν έχεις το δικαίωμα να πεις αυτήν την τόσο ανθρώπινη λέξη, αυτήν την τόσο βαθειά ανθρώπινη αλήθεια.
Γιατί, αν δηλώσεις αριστερός, μετά θα πρέπει να υπηρετείς το κλισέ του υπερήρωα που δε φοβάται ποτέ, που πάντα έχει δυνάμεις, όρεξη, σθένος και θάρρος για τη μεγάλη μάχη.

Πρέπει να μη φοβάσαι, να είσαι υπερήρωας.
Ή τουλάχιστον να δηλώνεις έτσι.
Το τί κάνεις μόλις διπλώσεις το λάπτοπ έτσι κι αλλιώς κανείς δεν μπορεί να το ελέγξει.
Μπορείς να ξεσηκώνεις τους υπόλοιπους σε επαναστάσεις και άλλα μεγάλα λόγια, μετά να πατάς αποσύνδεση και να πηγαίνεις να κάτσεις ωραία και αναπαυτικά στον καναπέ σου και να παρακολουθήσεις eurovision στην καλύτερη περίπτωση, Τράγκα στη χειρότερη.
Ε τι να κάνουμε;
Αυτό πρέπει να πουλάς.
Να το πουλάς γιατί "έτσι πρέπει".
Και να κουνάς το δάχτυλο στη μούρη όλων των άλλων, σαν άλλος θείος Σαμ και να τους δείχνεις συνεχώς το καθήκον τους και να τους βάζεις στη γωνία με το 'να πόδι όρθιο κάθε που δεν συμμορφώνονται με το "πολιτικώς ορθόν των επαναστατών": το επαναστατικώς ορθόν.

Λοιπόν, εγώ απ' τη μεριά μου έχω να σας δηλώσω ότι τα κλισέ τα γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι και θα συνεχίσω να εκφράζομαι με όλη μου την αλήθεια.
Τη μικροαστική μου, έστω, αλήθεια.
Κι ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.

Όταν υπήρχε κάποιος εξεγερσιακός βρασμός (βλ. Μάης '11- Φεβρουάριος '12) ήμουν εκεί, στην πρώτη γραμμή.
Τώρα που δεν υπάρχει, είμαι στο σπίτι μου όπως και όλοι οι υπόλοιποι.
Όταν ξανανάψει το φυτίλι, ίσως να ξαναείμαι εκεί σαν κερί που περιμένει να πάρει λίγο απ' το άγιο φως.
Όταν δεν υπάρχει φυτίλι, δε θα υποκρίνομαι το αναμμένο κερί, για να είμαι τάχα σύμφωνος με την επικοινωνιακή επαναστατικίζουσα ορθότητα των απανταχού αριστεροφρόνων.

Και θα συνεχίσω να εκφράζω ανθρώπινα συναισθήματα.
Δεν είμαι φιγούρα υπερήρωα του Hollywood, δεν είμαι Batman, δεν είμαι Superman.
Είμαι ένας άνθρωπος που έχει όλα τα συναισθήματα μέσα του.
Την οργή, την ανακούφιση, το θυμό, τη λύπη, το θάρρος, το φόβο.
Κι έχω το δικαίωμα σ' αυτά.


Ξέρω ότι δεν υπάρχουν ήρωες σε καθημερινή βάση.
Κι αυτοί που κάθε μέρα ξεσπούν σε επαναστατικά λογύδρια δεν είναι ήρωες, αλλά ακατασχέτως φωνασκούντες.
Ξέρω ότι οι ήρωες είναι στην καθημερινότητά τους άνθρωποι σαν κι εμάς, κανονικοί.
Με δυο χέρια, δυο πόδια.
Με τη δουλίτσα τους (αν έχουν), με τα προβλήματά τους, με τις παραξενιές τους, τα κόμπλεξ τους, τις ανασφάλειές τους και την ελπίδα τους για καλύτερες μέρες.
Με όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα.
Και φυσικά και το φόβο.

Ήρωας δεν είναι εκείνος που δε φοβάται.
Ήρωας είναι εκείνος που φοβάται, αλλά την κρίσιμη ώρα βρίσκει τη δύναμη και το θάρρος να ξεπερνά το φόβο του και παίζει το κεφάλι του για έναν ανώτερο σκοπό.
Πριν λοιπόν με κριτικάρει κανείς γιατί εγώ υπαναχώρησα σε κάποιο θέμα και δεν υποστήριξα το κάλεσμα για μετωπικό αγώνα, για ταξικό πόλεμο και τα τοιαύτα, αναρωτηθείτε όλοι σας:
θα παίζατε το κεφάλι σας αυτή τη στιγμή για τον ανώτερο σκοπό σας;

Ό,τι κι αν απαντήσατε είναι ψέμα.
Ούτε το "ναι" ούτε το "όχι" μου λένε κάτι.
Τώρα, από δω, από ένα πληκτρολόγιο μπορώ εύκολα να παίζω τον υπερεπαναστάτη των πέντε ηπείρων.
Μπορώ να πουλάω άνετα το image του διαρκούς επαναστάτη.
Η απάντηση, το "ναι" ή το "όχι" θα ακουστεί αν και όταν χρειαστεί.
Τα υπόλοιπα είναι μπούρδες για να περνάει η ώρα μας.

Καλώ όλους τους ατρόμητους της μικρής μας χώρας να αποδείξουν το απαράμιλλο σθένος τους και να επαναστατήσουν.
Τί μας χρειάζονται άλλωστε εμάς τους υπόλοιπους, τους χέστες, τους συμβιβασμένους, τους μικροαστούς, τους πουλημένους;

Εγώ πάντως αρνούμαι να δηλώνω επαναστατικόφρον ζόμπι και θα συνεχίσω να δηλώνω άνθρωπος με όλες τις αρετές που η φύση μου μ' έχει προικίσει, αλλά και μ' όλες τις αδυναμίες.
Όταν φοβάμαι, θα το πω.
Όταν θαρρεύω, πάλι θα το πω.
Γιατί έτσι νιώθω.
Αφήνω τη διαιώνιση του κλισέ στους καθ' έξιν επαναστάτες που, απ' την πολλή καθιστή επανάσταση, ο κώλος τους έχει βγάλει αιμορροΐδες.



Και ξέρεις κάτι αγαπητέ υπερήρωα επαναστάτη;
Εγώ μοιάζω στους υπόλοιπους.
Εσύ, βάζοντας τη μάσκα του υπερήρωα, δεν τους μοιάζεις.
Όσα καλέσματα επανάστασης κι αν τους κάνεις, αυτοί δε σε ακούνε.
Γιατί δεν ακούν το κάλεσμα από ένα πρόσωπο γεμάτο με τις ίδιες αγωνίες μ' εκείνον.
Ακούν το κάλεσμα από μια μάσκα που δεν τους λέει τίποτα.

Αν κάποτε επαναστατήσουμε, να ξέρεις πως δε θα 'χουν ακούσει εσένα, αλλά εμένα.
Δε θα ακούσουν εσένα που Δευτέρα ως Κυριακή, πρωί ως βράδυ τους καλείς σε επανάσταση.
Σε βλέπουν σαν παράξενο ον, σαν ζόμπι, ίσως και σαν υποκριτή, που τα λες από συνήθεια.
Εμένα ίσως με πιστέψουν. Ίσως με ακολουθήσουν, αν και όταν έρθει η στιγμή.
Γιατί θα βλέπουν στα μάτια μου τη δική τους αγωνία, το δικό τους φόβο, το δικό τους θάρρος, τη δική τους ανάγκη.

Όχι, δεν είμαι ο ήρωας που έχεις συνηθίσει. Σκληρός, ατρόμητος, ευθύς, αλύγιστος και άτεγκτος.
Δεν είμαι ο ήρωας που έχεις συνηθίσει. Είμαι ένας άνθρωπος που αναζητεί μια λύση.
Είμαι όπως ο κάθε άνθρωπος.
Αντι-ήρωας στην καθημερινότητά μου και εν δυνάμει ήρωας, όπως και όλοι οι άνθρωποι, όταν έρθει η στιγμή.
Όλοι είμαστε εν δυνάμει ήρωες, εν δυνάμει ουδέτεροι, εν δυνάμει χέστες κι εν δυνάμει προδότες.
Δεν κρίνεται από τα μεγάλα μας λόγια τί απ' όλα θα αποδειχθούμε τελικά.
Θα κριθεί, αν χρειαστεί, τη μεγάλη ώρα που θα χαραχτεί η κόκκινη γραμμή και θα πρέπει να επιλέξουμε πλευρά, να επιλέξουμε ζωή.
Ως τότε, μεγάλη μπουκιά φάτε (αν έχετε), αλλά μεγάλες κουβέντες μη λέτε.

Εσείς παραμείνετε υπερήρωες.
Εγώ θα παραμείνω άνθρωπος.

Οι επόμενες φούσκες....

 ΚΙΜΠΙ...
Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά, πατέρα; Γιατί οι «φίτσιδες», οι «μούντιδες» και οι «εσεντπίδες» ξαφνικά αγαπάνε Ελλάδα; Γιατί οι Ευρωπαίοι χαρτογιακάδες αλληλοσυγχαίρονται για τα success stories του στην άτακτη περιφέρεια; Γιατί τα χρηματιστήρια της κολλημένης στην ύφεση Γιουρολάνδης κάνουν πάρτι μέρα παρά μέρα και ανταγωνίζονται σε ρεκόρ; Γιατί οι πολύφερνοι ξένοι επενδυτές ανακάλυψαν ακόμη και το χαροξεχασμένο από το 2000 ελληνικό Χρηματιστήριο; Γιατί γίνονται ανάρπαστα τα κουρελόχαρτα των διασωληνωμένων στην εντατική της κρατικής διάσωσης τραπεζών; Γιατί η μητέρα όλων των αγορών Wall Street καταρρίπτει το ένα ιστορικό ρεκόρ μετά το άλλο; Πώς δικαιολογείται ο υπερδιπλασιασμός του «Ντάου Τζόνι» από το 2009 μέχρι σήμερα; Αντιστοιχεί αυτή η έκρηξη στην ισχνή αμερικανική ανάκαμψη, μετά βίας πάνω από το 1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την πενταετία της κρίσης; Τι χρηματοδοτεί τελικά η πλημμυρίδα χρήματος που εκπορεύτηκε από τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου -7 τρισ. δολάρια και συνεχίζουν!- από το 2008 και εντεύθεν; Την ανάκαμψη, την απασχόληση, το εισόδημα, το δημοσιονομικό καθαρτήριο της Μέρκελ ή μήπως ένα ανελέητο κερδοσκοπικό παιχνίδι που τρέφει την επόμενη φούσκα;
Όσοι έχουν χάψει το παραμύθι ότι αυτή τη φορά η καινούργια φάση «δημιουργικής καταστροφής» του καπιταλιστικού σύμπαντος θα έχει κάτι βαθιά εξυγιαντικό, καλό θα είναι να κρατήσουν λίγη από την όρεξή τους για τη συνέχεια. Θα σερβιριστεί και γλαρόσουπα. Το ίδιο ισχύει για όσους έχουν καταπιεί αμάσητη την προτεσταντική φλυαρία της γερμανικής ελίτ και όσων την περιβάλλουν περί κοπής του ομφαλίου λώρου κρατικού και τραπεζικού χρέους και τα άλλα χαριτωμένα για ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, «λουκέτο» στους φορολογικούς παραδείσους και «αμείλικτο κυνήγι» της φοροδιαφυγής. Δεν λέω ότι είναι ανύπαρκτες οι σχετικές καλές προθέσεις, αλλά ως γνωστόν με τέτοιες είναι σπαρμένος και ο δρόμος προς την κόλαση. Και να μην έχετε αμφιβολίες ότι βαδίζουμε σε άλλο δρόμο, εκτός απ’ αυτόν.
Ωστόσο, το ερώτημα που προκύπτει από την κραυγαλέα αντίθεση ανάμεσα στον πολλαπλό οργασμό των αγορών και την έρπουσα πραγματική οικονομία, τουλάχιστον στην καπιταλιστική Δύση και πρωτίστως στην αληθινά Γηραιά (άρα, καταδικασμένη στο μοιραίο) Ήπειρο, είναι βάσιμο. Αφού τα θεμελιώδη δεδομένα των οικονομιών και των επιχειρηματικών κολοσσών της Ευρώπης και των ΗΠΑ είναι επιεικώς  άθλια, τουλάχιστον με βάση τα κριτήρια της νεοφιλελεύθερης οικονομικής ορθοφροσύνης, γιατί οι «επενδυτές» τα επιβραβεύουν γενναιόδωρα; Μήπως τα πράγματα έχουν αντιστραφεί και δεν το πήραμε είδηση; Μήπως τον ανταγωνισμό της ανάπτυξης, της μεγέθυνσης και της πλήρους απασχόλησης τον αντικατέστησε κάποιο πρωτάθλημα ύφεσης, ανεργίας και αποεπένδυσης; Τότε η Ελλάδα δικαιούται το έπαθλο. Είναι η υπερδύναμη της κρίσης.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν συμβαίνει κάτι παράταιρο και ξένο προς τη φύση του καπιταλιστικού κινητήρα. Η αντίφαση στην οποία έχουν χαθεί οι πολιτικοί σχεδιαστές του νέου «υγιούς», απαλλαγμένου από ακραία κερδοσκοπία, φούσκες και εικονικό πλούτο, καπιταλισμού είναι η αδυναμία τους να κατανοήσουν τις κρίσεις υπερσυσσώρευσης. Η «μαρξίστρια» Μέρκελ, που πάντρεψε γλυκά τα «απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» από την FDJ με τα ταχύρρυθμα μαθήματα «προτεσταντικού καπιταλισμού» πλάι στον Κολ, φιλοδοξεί να σκάσει όσο το δυνατό περισσότερες από τις φούσκες που καταδυναστεύουν τον «παραγωγικό καπιταλισμό»: τη χρηματοπιστωτική, τη φούσκα των ακινήτων, τη φούσκα του κρατικού και ιδιωτικού χρέους, τη νομισματική φούσκα, την τεράστια φούσκα ενεργητικού του καπιταλιστικού κόσμου που στο τέλος αυτής της δεκαετίας υπολογίζεται πως θα ξεπεράσει τα 100 τρισ. δολάρια. Αλλά, για να σκάσει αυτή η φούσκα, θα πρέπει να μηδενιστεί το κοντέρ, να σταματήσει να δουλεύει εντελώς η «μηχανή». Όπερ αδύνατον.
Γιατί αυτό; Η δημιουργία πλούτου με διαρκή οικονομική μεγέθυνση και με αδιαπραγμάτευτο κίνητρο το κέρδος γεννά αυτό που αποκαλείται πλεονάζουσα ρευστότητα κεφαλαίου. Αυτοί που κατέχουν αυτή τη ρευστότητα, εφόσον θέλουν να παραμείνουν καπιταλιστές, πρέπει να επανεπενδύσουν ένα μέρος της με τρόπο και σε σφαίρες που τους αποδίδει κέρδος. Και τώρα πια έχουν να ανταγωνιστούν σ’ αυτό το πεδίο όχι τον ανταγωνιστή της γειτονιάς τους, της περιφέρειάς τους σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων ή της χώρας τους. Αλλά χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια κατόχους πλεονάζουσας ρευστότητας που αναζητούν περισσότερες και μεγαλύτερες αγορές σ’ όλον τον πλανήτη. Ωστόσο, ο πλανήτης των κατόχων ρευστότητας είναι και ενδιαίτημα υποαμειβόμενων μισθωτών και αδύναμων καταναλωτών. Και γι’ αυτό έχει όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες να απορροφήσει επενδυτικά την πλεονάζουσα ρευστότητα. Θα χρειαζόταν ένας παγκόσμιος μέσος ρυθμός ανάπτυξης τουλάχιστον 5%, όσος ήταν όλη τη μεταπολεμική περίοδο, για να αποδώσει ένα εύλογο κέρδος η επανεπένδυση ενός αντίστοιχου μέρους του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Με έναν ρυθμό ανάπτυξης 3% και κάτω, και τόσο άνισα κατανεμόμενο στον κόσμο, με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες καθηλωμένες στην ύφεση και την αμερικανική στην υποκατανάλωση, το πράγμα στραβώνει. Οι κάτοχοι του πλεονάζοντος κεφαλαίου έχουν, λοιπόν, δύο επιλογές: ή να ξεχάσουν ότι είναι καπιταλιστές, να παραιτηθούν από κάθε φιλοδοξία αύξησης κέρδους και να ξεκοκαλίσουν τα έτοιμα – που η αλήθεια είναι πως τους φτάνουν και για τα τρισέγγονα τους. Ή να ακολουθήσουν τη «φύση» τους, αναζητώντας εναλλακτικές πηγές κερδοφορίας. Η εικονική πραγματικότητα του χρήματος και των παραγώγων του σε κάθε δυνατή μορφή είναι η ιδεώδης εναλλακτική. Εξ ου και ο φλογερός έρωτας για τις μετοχές ακόμη και επιχειρηματικών κουφαριών, η λατρεία για τα ομόλογα ακόμη και της υποσαχάριας Αφρικής, το κυνήγι των κρατικών επιχειρήσεων που ξεπουλιούνται για μια τηγανιά πατάτες, οι τιτλοποιήσεις κάθε είδους μελλοντικής αξίας που, προς το παρόν, υπάρχει μόνο στη διεστραμμένη φαντασία τους ή το πάθος για την τέχνη – όσο πιο αφηρημένη και ακατάληπτη τόσο περισσότερα σκάνε γι’ αυτήν (60 εκατ. δολάρια για έναν Τζάκσον Πόλοκ έσκασε προ ημερών στη Νέα Υόρκη ένας ζαμπλουτίδης. Πού θα τον βάλει; Στο WC των επισκεπτών;).  Εν ολίγοις, η διέξοδος για την πλεονάζουσα ρευστότητα κεφαλαίου είναι οι φούσκες του εγγύς μέλλοντός μας.
Κατά πώς έλεγε και ο θείος Κάρολος -τον οποίο η «μαρξίστρια» Μέρκελ είναι απίθανο να είχε καταλάβει από τα μαρξιστικά ακτίφ της FDJ στην Ανατολική Γερμανία- κατά την περίοδο της ανάπτυξης ο κάτοχος κεφαλαίου λατρεύει τα χειροπιαστά αγαθά, ενώ την περίοδο της κρίσης αναγνωρίζει το άυλο χρήμα ως μοναδικό πλούτο: «Μόλις πριν από λίγο ο μεθυσμένος από τη βιομηχανική άνθηση αστός διακήρυσσε ότι το χρήμα είναι κούφια ιδέα και ότι “μόνο το εμπόρευμα είναι χρήμα, μόνο το χρήμα είναι εμπόρευμα!” – αυτή η φωνή αντηχεί τώρα πάνω από την παγκόσμια αγορά». Πώς τα ’λεγε, όμως, ο άτιμος! Σαν να είχε ακούσει τον Μπερνάνκι της Fed, τον Κουρόντα της BoJ ή τον Ντράγκι της ΕΚΤ, που με τις ποσοτικές τους χαλαρώσεις και τις ανακυκλώσεις εικονικής ρευστότητας θεωρούν ότι χτυπούν φλέβες πλούτου, όπως ο Μωυσής χτυπούσε τον βράχο κι ανάβλυζε νερό. Η ίδια ψευδαίσθηση οδηγεί μονεταριστές και νεοκεϊνσιανούς να διαπληκτίζονται πάνω στην «κούφια ιδέα του χρήματος» και να ανταγωνίζονται στα τρικ με τα οποία θα το δημιουργήσουν σε νέα αφθονία και σε νέες, ευφάνταστες, τοξικές μορφές.  
Είναι μάλλον απίθανο να αφήσει ασυγκίνητους τους κατόχους της πλεονάζουσας ρευστότητας αυτή η γενναιόδωρη προσφορά. Γύρω από τον πυρήνα χρήματος που προσπαθούν να «γεννήσουν» οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες για να τροφοδοτήσουν μια επενδυτική ανάκαμψη στήνονται οι επόμενες φούσκες: εταιρικά και κρατικά ομόλογα, μετοχές, μυστήριοι τζογαδόρικοι τίτλοι, ψηφιακά νομίσματα, υποθηκεύσεις της σοδειάς που δεν ξέρουμε αν θα μαζευτεί και πετρελαίου που δεν ξέρουμε αν ποτέ θα εξορυχθεί.

Τελικά, ίσως η χειρότερη φούσκα που μας απειλεί δεν είναι αυτή στην οποία δίνουν κάθε ανάσα τους οι κυνηγοί του κέρδους. Αλλά η φούσκα την οποία συνθέτουν οι πολιτικοί σχεδιαστές που θαρρούν πως μπορούν να απαλλάξουν τον καπιταλισμό από τις φούσκες και τον τοξικό τους αέρα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Τα τελευταία 40 χρόνια, τα οργανωμένα θεσμικά πλαίσια αυτής της αντίστασης στην εξαχρειωτική αποστολή του κεφαλαίου έχουν συντριβεί, αφήνοντας πίσω τους ένα αλλόκοτο μείγμα παλιών και νέων θεσμών…, οι οποίοι δυσκολεύονται να αρθρώσουν μια συγκροτημένη ένσταση ή ένα συνεκτικό εναλλακτικό πρόγραμμα. Πρόκειται για μια κατάσταση που προμηνύει συμφορές τόσο για το κεφάλαιο όσο και για τον λαό. Οδηγεί σε μια πολιτική του τύπου «μετά από μένα το χάος», στην οποία οι πλούσιοι φαντασιώνονται ότι μπορούν να αποπλεύσουν ασφαλείς, με τις πάνοπλες και γεμάτες προμήθειες κιβωτούς τους(…), αφήνοντας εμάς τους υπόλοιπους να τα βγάλουμε πέρα με τον κατακλυσμό. Ωστόσο, οι πλούσιοι δεν θα μπορέσουν ποτέ να επιπλεύσουν σε έναν κόσμο φτιαγμένο από το κεφάλαιο, διότι πλέον στην κυριολεξία δεν υπάρχει κρυψώνα γι’ αυτούς.
Ντέιβιντ Χάρβεϊ, «Το αίνιγμα του κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού»
(Από τη στήλη "Ελεύθερος Σκοπευτής", Επενδυτής, 18/11/2013)

Το Ελληνικό "Success Story"...

Cynical...

Τον τελευταίο καιρό τρίβουμε τα μάτια μας και δεν πιστεύουμε σ’ αυτό που βλέπουμε, τεντώνουμε τ’ αυτιά μας και παραμένουμε καχύποπτοι σ’ αυτό που ακούμε.
Είναι δυνατόν;, αναρωτιόμαστε. Κοιτάζουμε τα στοιχεία, γυρίζουμε 180 μοίρες τα χαρτιά με τα διαγράμματα, μπας και τα κρατάμε ανάποδα και δεν τα καταλαβαίνουμε, αλλά όχι. Δεν μας γελούνε ούτε τα μάτια, ούτε και το μυαλό. Οι καμπύλες δεν έχουνε ξεκουνηθεί από την πορεία τους πέντε-έξι χρόνια τώρα. Συνεχίζουν ανενόχλητες άλλες να ανεβαίνουν, άλλες να κατεβαίνουν κατά πως κάνανε όλο τον κακόχρονο καιρό. Η καμπύλη της ανεργίας τραβάει την ανηφόρα προς το συν άπειρο. Η καμπύλη του χρέους και των ελλειμμάτων τραβάει την κατηφόρα, προς το μείον άπειρο. Ως συνήθως.
Κι όμως, σε πείσμα των δεικτών και των στοιχείων γίναμε στα ξαφνικά «Success Story». Οι εκθέσεις των αφεντάδων μας μόνο μέλι που δεν στάζουν. Εκεί που εμείς βλέπουμε τη σταύρωση, αυτοί βλέπουν την ανάσταση. Ακόμα και του Σόιμπλε μισοχάραξε το χείλι, αφήνοντας να του ξεφύγει ένα συλλεκτικό χαμόγελο. Το χρηματιστήριο κάνει τρελές κούρσες και οι θέσεις στα αεροπλάνα είναι κλεισμένες από επενδυτές με βαλίτσες γεμάτες δολάρια, γουάν, ρούβλια για να ψωνίσουν χοντρά.
Προς τι όλα αυτά λοιπόν; Μα δεν το μάθατε, ήρθε η Ανάπτυξη! Μα πώς; Αλλιώς μας είχαν δασκαλέψει τόσο καιρό. Τεντώστε απ’ εδώ, μας διέταζαν, κοντύνετε απ’ εκεί, κόψτε απ’ εδώ, αραιώστε απ’ εκεί, μέχρι να έρθουν οι δείκτες στα ίσια τους, μέχρι να ξυπνήσει η νεράιδα της εμπιστοσύνης και να σας γλυκοφιλήσει. Εμείς τα κάναμε τα μαθήματά μας, και με το παραπάνω, παρ’ ότι οι δάσκαλοι κάποια στιγμή, πολύ αργά και λίγο πριν από τις εξετάσεις, τόλμησαν να ψελλίσουν ότι οι οδηγίες που είχαν δώσει και τα προβλήματα που έπρεπε να λύσουμε είχαν λάθος εκφώνηση.
Πώς έγινε λοιπόν και ξύπνησε η καλή νεράιδα; Είναι σαν να έχεις, ας πούμε, στην τάξη ένα μαθητή επιμελή, που διαβάζει, γράφει, κοπιάζει, ιδρώνει, ξενυχτάει, που στο τέλος δίνει κόλλα όλο λάθη, κι εκεί που περιμένει ο δύσμοιρος να τον κόψεις και να τον στείλεις στο χωράφι, εσύ τον παίρνεις παράμερα και τον περνάς με δέκα.     
Κι αν αυτά τα πράγματα δεν γίνονται στα σχολεία, γίνονται όμως στην οικονομία. Γιατί τι είναι η οικονομία; Μην είναι οι κάμποι των στατιστικών και τα βουνά των αριθμών; Μπούρδες. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Είναι η απέραντη θάλασσα του απρόσμενου, του ευμετάβλητου και του αψυχολόγητου. Εκεί που λικνίζεται κι αποκοιμιέται, εκεί παίρνει φωτιά και ανανταριάζει. Από το τίποτα. Από ένα αγέρι που ξέφυγε απ’ τον ασκό και που στο δρόμο φούντωσε, αγρίεψε και έγινε τυφώνας. Χωρίς λόγο. Ίσως, από μια πεταλούδα κάπου μακριά που ίσως νευρίασε λιγάκι παραπάνω και πετάρισε λιγάκι πιο έντονα. Κι εκεί που ανανταριάζει, εκεί πάλι καλμάρει κι αποκοιμιέται. Ίσως, επειδή η πεταλούδα στο «εκεί κάπου μακριά» απόκαμε και δίπλωσε τα φτερά.   
Όπως μπήκαμε σ’ αυτή την περιπέτεια από ένα τίποτα, από ένα δημόσιο ξεμπρόστιασμα της χώρας μας από δυο ηλίθια και ανόητα, κατ’ άλλους μίσθαρνα, δίποδα, κι από μια αγέλη που το ‘βαλε στα πόδια από πανικό, έτσι και τώρα θα βγούμε επειδή ο Σόιμπλε έσκασε ένα χαμόγελο, επειδή η Λαγκάρντ γύρισε ανάποδα το χαρτί και διάβασε αλλιώς τους αριθμούς της Ελλάδας, επειδή το κόμμα του Ολλάντ είπε στους Γερμανούς να πάνε να γαμηθούν, επειδή ο Ολλάντ τανύστηκε από τον ύπνο της παράδοσης, επειδή ο Ομπάμα τα «πήρε» με τους Γερμανούς, κι επειδή τελικά, η ύφεση άρχισε να γλείφει και τα πορτοπαράθυρα του Βερολίνου.
Κι έτσι κάνοντας τα πικρά, γλυκά φτιάξαν’ και το κλίμα για την Ελλάδα. Καθώς και την αγέλη που καβάλησε το κύμα στη φουσκοθαλασσιά και ξεβράστηκε στο ΧΑΑ. Και έτσι μάς χτύπησε την πόρτα η Ανάπτυξη. Από το τίποτα. Από ένα «κλίμα» που δεν πήγαινε άλλο και που έπρεπε να φτιαχτεί σε πείσμα των αριθμών και των τεχνοκρατών. Κάποιων ολίγων έστω που νόμιζαν ότι με το να φτιάχνουνε σωστά τους αλγόριθμους και τα excel μπορούν και να χαράζουν επιτελικά σχέδια και να καπετανεύουν ολόκληρα καράβια.
Το Ελληνικό «Success Story» θα φτιαχτεί επειδή κάποιοι εκεί έξω αποφάσισαν ότι πρέπει να φτιαχτεί. Με σαλπίσματα θριάμβου και τρομπάρισμα της θετικής σκέψης και της ψυχολογίας. Και φυσικά αφού πρώτα τσίμπησαν απ’ εδώ τα λάφυρα της υποταγής και της παράδοσης, το σπάσιμο των ταμπού, λίγο αίμα, κάποιες πενταροδεκάρες από το ξεπούλημα και κάποιο γλείψιμο στα γερασμένα τους οπίσθια, που μπορεί να το ένοιωσαν ως και αισθησιακό…

Πόσοι μετανάστες χωράνε σ’ αυτή τη χώρα;


Noumero 11...


Ένα είναι το ερώτημα που ταλανίζει εδώ και χρόνια την ψυχή τoυ ενδόξου έθνους.
Το βασανιστικό αυτό ερώτημα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο γνωστό συμπέρασμα: θα ψηφίσω χρυσή αβγή για να ξεβρομίσει ο τόπος, άσχετα αν στην άνω βλαχοραχούλα δεν κυκλοφορεί ούτε δείγμα μετανάστη. Αλλά είπαμε, στην εποχή του ευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η ενασχόληση με οτιδήποτε ξενίζει τα αλάνθαστα αισθητήρια του έθνους, είναι η νέα καθημερινότητα στα αγιασμένα επαρχιακά καφενεία και τις σικάτες καφετέριες του αστικού χαχανισμού.
Δεν είναι φυσικά η τεθωράκιση της όποιας δημοκρατίας για χάρη της σωτηρίας της οικονομίας. Δεν είναι η επιστρατευμένη νομιμότητα. Δεν είναι πόσοι άνθρωποι χωράνε στα λογιστικά κωλόχαρτα των τεχνοκρατικών μνημονίων, αλλά πόσοι μετανάστες χωράνε εντός των γεωγραφικών συνόρων, κι αν για τις βέρες αθηναίες δημιούλες το θέμα λύνεται με διαμοιρασμό των εναπομείναντων δημόσιων χώρων, για τους πιστοποιημένους Έλληνες με εντατική ναρκοθέτηση του Έβρου, για τον πρωθυπουργό λύνεται με απλά μαθηματικά. Όποιος Κινέζος διαθέτει 250000 ευρώ για την αγορά κάποιου ακινήτου στην Ελλάδα, τότε του παρέχεται χωρίς καμία προϋπόθεση πενταετής βίζα.
Το χάσμα της  νομιμότητας ανάμεσα σε ένα λαθρομετανάστη και έναν επενδυτή ,κοστολογείται  στα 250 ολόκληρα χιλιάρικα. Χρειάστηκαν τρία χρόνια βαρβαρότητας για να πληροφορηθούμε πόσοι τελικά χωράνε στην Ελλάδα. Και είναι πολλά τα εκατομμύρια των φραγκάτων Κινέζων που χωράνε, όπως χωράνε όλοι οι εκατομμυριούχοι δισεκατομμυριούχοι αυτού του κόσμου στη ζεστή ελληνική αγκαλιά.
Τι κι αν είσαι άραβας δικτάτορας, ρώσος μαφιόζος, αλλόθρησκος και  σε βρίζουν όλη μέρα: τα χρήματα σου είναι τα νόμιμα έγγραφα για να εξαγόρασεις όλες τις δόσεις της ελληνοχριστιανικής φιλοξενίας. Τα χρήματα κατάντησαν να είναι η μόνη και μοναδική προϋπόθεση, το trademark του  πολιτισμού, η τελευταία  ελπίδα που απέμεινε στο έθνος.
Τώρα αν θα στηθούν πανηγύρια και χοροί για να υποδεχτούμε τους Κινέζους επενδύτες, δε το γνωρίζω. Ρωτήστε την πολυταξιδεμένη Μ.Τσόκλη. Εχει τεράστια εμπειρία στα δουλικά πανηγύρια υποδοχής και λατρείας.

Το μίσος στο δάσκαλο...

Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι υπαρκτά: ο Ευάγγελος Β. υπήρξε γερός φιλόλογος επί χούντας. Υψηλή γραμματική και συντακτική κατάρτιση, μεταφραστικός έλεγχος του αρχαίου κειμένου, καμία επαφή με το νοηματικό και αισθητικό υπόστρωμα της γλώσσας. Αυτή η αποσυναρμολόγηση ήταν της μόδας τότε. Αλλο η δομική «τάξη» του κειμένου, άλλο η ιδεολογική και αισθητική ουσία του. Σκληρός, διαβασμένος και συντηρητικός, τιμωρούσε χαιρέκακα -ειδικά τις Δευτέρες- με τον τρόμο τού άγνωστου αρχαίου κειμένου.
Ο Τάκης Δ. είναι λαμπρός μαθηματικός, παλιό μέλος της ΚΝΕ, σήμερα σε κάποια μικρή αριστερή ομάδα. Εχει μεγάλο ταλέντο στη Χημεία, κάνει ενισχυτική διδασκαλία στους απόκληρους μαθητές, κουβαλάει τα κολλήματα του σταχανοβίτη και αριστερού ιεραπόστολου. Μαλώνεις εύκολα μαζί του για τον απόκρημνο αριστερισμό του, τον αγαπάς βαθιά για τη μορφωμένη ηθική του.
Οι δύο καθηγητές Δευτεροβάθμιας ανήκουν σε διαφορετικές ιδεολογίες, γενιές και πνευματικά γένη. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ο «άλλος» κόσμος στον οποίο κατοικούν.
Το «μάθε γράμματα» για να κάνεις την ταξική υπέρβαση και να ξεφύγεις από την αγροτική λάσπη ήταν το ηγεμονικό ιδανικό που δημιουργούσε μια υπέρτερη ισχύ στον παλαιό φιλόλογο. Ο ολοκληρωτικός, δηλαδή, χαρακτήρας του και τα συμπλέγματά του συμμαχούσαν με μια βαθύτατη πειθαρχική ώση της κοινωνίας για γράμματα και άνοδο. Η κοινωνία άντεχε ή ακόμα και ευνοούσε τον ολοκληρωτικό φιλόλογο, για την (έστω) βάναυση μαθησιακή του αποτελεσματικότητα. Οι απόφοιτοι του εξατάξιου Γυμνασίου όπου δίδασκε περνούσαν όλοι στις καλές σχολές.
Ο σημερινός μαθηματικός έχει ως κοινωνικό περικείμενο το ανάποδο. «Μη μαθαίνεις γράμματα γιατί στοιχίζει πολύ περισσότερο απ' όσο μπορούν να αποδώσουν». Η σύγχρονη, δηλαδή, μορφή ιεραρχήσεων, η παραγωγική ταυτότητα και κυρίως η πολιτική τους εκφώνηση απογυμνώνουν τον εθελοντισμό του μαθηματικού, αφού γίνεται επιζήμιος παράγων και σωρεύει γνωστικά φορτία σε μια πραγματικότητα που δεν τα επιθυμεί.
Η λιντσαριστική συμπεριφορά προς τους καθηγητές Δευτεροβάθμιας, πέρα από τις επιδέξιες και αδίστακτες επικοινωνιακές ντρίμπλες της κυβέρνησης, πέρα από ενδεχόμενες συνδικαλιστικές αδεξιότητες των ίδιων, έχει και αυτή τη διάσταση: μια ολική αποκαθήλωση του μορφωτικού ιδανικού στην οποία συνομολογεί η κοινωνία.
Προσοχή: όχι του μαθησιακού οίστρου και της συσσώρευσης βεβαιωμένων προσόντων, αλλά της μόρφωσης ως ηδονής και χαράς, της μόρφωσης ως κριτικής δυνατότητας, της μόρφωσης ως αυτονόητης προϋπόθεσης καλής (όχι πλούσιας κατ' ανάγκην) ζωής.
Ετσι, όταν ακούς τον άθλιο τύπο με το γκρίζο περουκίνι να βρίζει στο σουπερμάρκετ τούς «κοπρίτες που νομίζουν ότι μπορούν να εκβιάσουν την κυβέρνησή μας», δεν βλέπεις στα σίελα να καταστρέφεται μόνο ο εθελοντής μαθηματικός, το ταλέντο και η ηθική του, αλλά να ξεσκίζονται τα γνωστικά καλά ακόμα και του γεροχτισμένου παλαιού φιλολόγου, η αποφασιστική αυστηρότητα της ίδιας της μελέτης. Βλέπεις μια ολόκληρη κοινωνία που αναστρέφει τα ιδανικά της προς το βόθρο. Βλέπεις την οραματική άνοδο που κράτησε την κοινωνία σε μια τραυματισμένη συνοχή τόσες δεκαετίες, να σκύβει προς το σιφόνι του λερωμένου νιπτήρα. Βλέπεις την πνευματική δικαίωση του Παττακού ή των lifestyle απογόνων του, που αποεννοούν το κείμενο βασανίζοντας το αίσθημα, βλέπεις τον ανθρωπιστικό στοχασμό πάνω από το κείμενο, πάνω από τα μαθηματικά και πάνω από τους φορείς τους, να πλέει νεκρός στο ποτάμι, κούτσουρο μαύρο και σκληρό.
Οι καθηγητές της Δευτεροβάθμιας, με τις αντιφάσεις τους και το αγαθό που φέρουν, τυλίγονται στον κοινωνικό αυτοματισμό που σιγά σιγά τρώει τα παιδιά, τα εγγόνια, τους ενήλικους, τους διωγμένους, την ενθύμηση, τη γνώση. Χταπόδι που πεινώντας τρώει τα πλοκάμια του.
Οπως τις προηγούμενες δεκαετίες, κοινωνικά, συγκροτήθηκε η ευμαρής φτώχεια, έτσι τώρα εγκαθίσταται η πεινασμένη φτώχεια και ο ανήκεστος σκοταδισμός. Περίεργη αυτή η εθνική στρατηγική (!) αφανισμού των Οργανικών Διανοούμενων. Είναι μια επιλογή εξοικονόμησης πόρων ή μια υψηλή πολιτική σύλληψη αφανισμού των πνευματικών πόρων; Πάντως, μια κοινωνία και μια ηγεσία που μεταχειρίζεται το μαστίγιο, έχει ήδη καταπιεί αμάσητο το καρότο.
*Ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ
dsevastakis@arch.ntua.gr

Ποιο σχολείο θέλουμε;


του Βασιλη Μουλοπουλου, απο την Αυγη..



Σε έναν εξωτερικό παρατηρητή το σχολείο παρουσιάζει μια εικόνα ελάχιστα ελκυστική. "Τι διάβολο διδάσκετε;" ρωτώ τους φίλους μου δασκάλους και καθηγητές.
Είναι κακοί, άχρηστοι, συντεχνιακοί; Και ποιος είναι στο σημερινό σχολείο καλός δάσκαλος; Αυτός που είναι καλός στην επιστήμη του ή εκείνος που εξηγεί καλύτερα το μάθημα; Αυτός που κόβει ή εκείνος που προβιβάζει; Αυτός που βαθμολογεί μονάδα - μονάδα τα τεστ ή εκείνος που προσπαθεί να βοηθήσει τα παιδιά να ωριμάσουν, είτε μάθουν είτε δεν μάθουν απ' έξω όλες τις μάχες του 1821; Στις δεκαετίες του '60 και του '70 έγιναν ατέρμονες συζητήσεις και υπήρξαν έντονες συγκρούσεις για το ταξικό σχολείο, το περιεχόμενο της γνώσης, τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς επιλογής, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Έκτοτε οι ιδεολογίες ξεθώριασαν, οι συγκρούσεις κόπασαν, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ «αυταρχισμού και αντιαυταρχισμού» έγιναν δυσδιάκριτες. Αποτέλεσμα, κάθε δάσκαλος είναι είτε λίγο έτσι είτε λίγο αλλιώς.
H ιστορία των τελευταίων 30 χρόνων της ελληνικής παιδείας είναι μια εναλλαγή τού "λίγο έτσι" και του "λίγο αλλιώς". Ουδείς τολμά να θέσει -εκπαιδευτικοί, πολιτικοί, κοινωνία- το πρόβλημα: Ποιο είναι το περιεχόμενο της γνώσης και πώς αυτή μεταδίδεται; Ρωτώ και αναρωτιέμαι εδώ και χρόνια, αλλά απάντηση δεν παίρνω.
Ένα παιδί που τελειώνει το σχολείο σήμερα τι πρέπει να γνωρίζει; Χρειάζεται ή όχι η διδασκαλία της ορθογραφίας, της γραμματικής, των αριθμητικών πράξεων σε μια εποχή που το κομπιούτερ μπορεί να τα κάνει όλα αυτά; Και αν όχι, με τι πρέπει να αντικατασταθούν; Και πέρα από τη βασική εκπαίδευση (τον αλφαβητισμό), ποιο είναι το περιεχόμενο της γνώσης που πρέπει να μεταδοθεί; Τι απομένει από τη φιλοσοφία, την κριτική, την ηθική, την ψυχολογία, την τέχνη, την κοινωνιολογία, την οικονομία και την πολιτική σε μια εποχή που όλοι κραυγάζουν υπέρ της μοναδικής σκέψης, της νέας τάξης πραγμάτων, του τέλους των παλιών αντιθέσεων;
Αν το σχολείο δεν μπορεί να δώσει στους μαθητές τις βασικές γνώσεις τού σήμερα και δεν τους εφοδιάσει με γνωστικά εργαλεία που να τους επιτρέπουν να ερμηνεύουν το παρελθόν και να αναλύουν το παρόν, πώς μπορούν τα παιδιά να δεχθούν ή να απορρίψουν τα μοντέλα, τις ιδεολογίες, τις πολιτικές, τις κουλτούρες σε μια εποχή που όλα αλλάζουν, όλα ανατρέπονται; Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές είναι κουρασμένοι, μπερδεμένοι για τον ρόλο τους; Είναι αλήθεια, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί η κοινωνία η ίδια είναι κουρασμένη και μπερδεμένη. Εγώ, εσείς, εμείς πρέπει να διακινδυνεύσουμε, να συγκρουστούμε για το σήμερα, να στοιχηματίσουμε για το αύριο. H κοινωνία πρέπει να πει ποιο σχολείο θέλει.
Όσο η Αριστερά δεν τολμά μια επεξεργασία μεθόδων και περιεχομένου και δεν συγκρούεται για αυτά, τόσο εδραιώνεται η κυρίαρχη ιδεολογία ότι το σχολείο αποκλειστικά και μόνο πρέπει να σε βοηθάει να βρεις μια δουλειά και να κάνεις λεφτά. Δηλαδή να σε μάθει να πουλάς και να αγοράζεις με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών. Πληροφορική και αγγλικά, όπως διευκρινίζουν οι ανανεωτές της Αριστεράς και της Δεξιάς. Τα υπόλοιπα, η δημιουργία, η έρευνα, οι ιδέες, δεν αφορούν τις μάζες αλλά μια μειονότητα που θα γίνεται όλο και πιο ισχνή.

Από το «True Blood» στο Ταξικό Blood ή μάλλον στην Ταξική Αιμοδοσία του ΠΑΜΕ...

«Αίμα για τις ανάγκες της τάξης μας και όχι για τα κέρδη της πλουτοκρατίας».
Πολλοί το άκουσαν και πάγωσε το αίμα τους. Όπως διαβάσαμε στον 902.gr., «αιμοδοσία διοργανώνει το ΠΑΜΕ, απευθυνόμενο σε όλα τα πρωτοβάθμια σωματεία, τις ομοσπονδίες και τις Επιτροπές Αγώνα του ΠΑΜΕ Αττικής», με  το παραπάνω σύνθημα, «δείχνοντας το δρόμο της έμπρακτης αλληλεγγύης και της εμπιστοσύνης στο δίκιο της εργατικής τάξης».




Πολλές φορές στο παρελθόν έχουν οργανωθεί αιμοδοσίες από συνδικάτα και άλλους κοινωνικούς φορείς, π.χ., για τα θύματα ενός σεισμού ή μιας ένοπλης σύρραξης, όμως για πρώτη φορά η εθελοντική αιμοδοσία παίρνει έναν τόσο κραυγαλέο «ταξικό» χαρακτήρα. Το αίμα που χορηγείται στα γραφεία του ΠΑΜΕ δεν προορίζεται για τα κέρδη της πλουτοκρατίας, εξηγεί η ανακοίνωση, αλλά για τις ανάγκες της τάξης. Πώς θα συμβεί αυτό; Ο ασθενής,   ο τραυματίας που έχει ανάγκη από αίμα θα επιδεικνύει τη φορολογική του δήλωση; Και όταν δίνουμε αίμα «στα τυφλά», αυτό προορίζεται για τα κέρδη αυτών που μας ρουφάνε το αίμα; Τι νόημα έχει αυτή η αντιπαράθεση; Μα αν δεν κάνουμε λάθος, η αγοραπωλησία αίματος δεν ισχύει στην Ελλάδα, αν και πολλά πολύτιμα πράγματα, όπως η υγεία, πουλιούνται και αγοράζονται.

Σίγουρα δεν είμαστε όλοι ίσοι στο κρεβάτι του πόνου. Κάποιοι πεθαίνουν σαν τα σκυλιά στο δρόμο, άλλοι σε ράντζα, σε διαδρόμους, όμως ο ανθρώπινος πόνος καταλύει τα όρια ανάμεσα σε προνομιούχους και αδικημένους. Ο σεβασμός μας για τον πάσχοντα άνθρωπο δεν θα έπρεπε να έχει ταξικές διαχωριστικές γραμμές. Σίγουρα το ιδιωτικό και το δημόσιο σύστημα υγείας δεν είναι ταξικά ουδέτερα, όμως η προσφορά αίματος είναι μια πράξη που θα έπρεπε να υπερβαίνει τα ταξικά, τα φυλετικά ακόμα και τα εθνικά σύνορα.

Θέλω να πιστεύω ότι η πρωτοβουλία του ΠΑΜΕ είναι απλώς ένα επικοινωνιακό φάουλ. Ότι θέλει να δείξει πως η εργατική τάξη εκφράζει έμπρακτα την ευαισθησία της απέναντι στον πάσχοντα άνθρωπο. Άλλο όμως, σύντροφοι, η ταξική πάλη, που πρέπει να βαθαίνει και να αποκτά επαναστατικό περιεχόμενο, και άλλο το πρωτόγονο, το ακατέργαστο ταξικό μίσος. Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με ρουκέτες, με πυροτεχνήματα ταξικού μίσους και όχι με τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης».

Η συνειδητοποίηση, η πολιτικοποίηση της εργατικής τάξης δεν έχει ανάγκη από επίθετα, από ρητορικά σχήματα. Κάτι παρόμοιο συναντάμε στην πρόσφατηη ανακοίνωση-σχόλιο του ΠΑΜΕ μετά τη  διπλή μαστεκτομή της Αντζελίνας Τζολί, με αφορμή, όπως εξηγεί «την προσπάθεια των αστικών μέσων μαζικής ενημέρωσης να παρουσιάσουν την ηθοποιό ως πρότυπο γυναίκας αγωνίστριας» και όχι, όπως αναφέρεται σε μεταγενέστερο διορθωτικό  σχόλιο, την υποτίμηση της δοκιμασίας της γνωστής ηθοποιο.

Ας έρθουν σ’ εμάς, λέει το ΠΑΜΕ στους «αστούς δημοσιογράφους και όχι μόνο» να τους δείξουμε καρκινοπαθείς αγωνίστριες και αγωνίστριες με μαστεκτομή, εκατοντάδες εργάτριες, άλλες λαϊκές γυναίκες που εξακολουθούν, παρά την αρρώστια, να δίνουν τη μάχη  του μεροκάματου, τη μάχη του μεγαλώματος και της ανατροφής των παιδιών χωρίς νταντάδες, τη μάχη συμμετοχής στους καθημερινούς κοινωνικούς αγώνες. Αυτές οι γυναίκες, που όλοι εσείς, αστική τάξη και κολαούζοι, νιώθετε μίσος για αυτές, είναι τα αληθινά πρότυπα άξια θαυμασμού...»

Πάμπολλοι συνάνθρωποί μας σήκωσαν και σηκώνουν το σταυρό της μαρτυρικής αυτής ασθένειας και πολλοί το έκαναν και το κάνουν με αξιοπρέπεια και ευγένεια, ανεξάρτητα αν είναι  ανώνυμοι ή επώνυμοι, επαναστάτες ή συμβιβασμένοι, αστοί ή κολαούζοι των αστών ή οπορτουνιστές. Συναισθηματική ξηρασία φανερώνει αυτός ο διαχωρισμός των ανθρώπων που βρίσκονται στο κατώφλι του θανάτου ή που ξέφυγαν απ’ αυτόν σε  λαϊκούς αγωνιστές και σε τέκνα της πλουτοκρατίας. Με νταντάδες ή χωρίς νταντάδες, κάθε γυναίκα, σε όλο τον κόσμο, έχει δικαίωμα να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο ή την ύπαρξη καρκίνου του μαστού έχοντας κάθε βοήθεια που προσφέρει η ιατρική τεχνολογία και η επιστήμη. Έχει δικαίωμα στην απελευθέρωσή της από το φόβο της ασθένειας–και γι’ αυτό το δικαίωμα υποτίθεται ότι παλεύουν οι κομμουνιστές.

Επιπλέον, η αστική τάξη και οι κολαούζοι της ΔΕΝ νιώθουν μίσος για τις καρκινοπαθείς αγωνίστριες. Απλώς αδιαφορούν ή τις βλέπουν σαν αντικείμενο ελεημοσύνης. Ακόμα και ο Άνταμ Σμιθ, στη Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων, λέει ότι η  φτώχεια είναι ταπεινωτική επειδή ο φτωχός είναι αόρατος για τους συνανθρώπους του. Για τους  αστούς οι φτωχοί είτε δεν υπάρχουν είτε υπάρχουν σαν καθρέφτης των δικών τους φιλανθρωπικών συναισθημάτων. (Το κακό είναι ότι μερικές φορές οι ίδιοι οι φτωχοί δεν θέλουν να βλέπουν τους «άλλους φτωχούς», προτιμούν τις ιστορίες με πριγκίπισσες και Αντζελίνες παρά τις ιστορίες με μαγείρισσες και βοσκοπούλες.)

Το να πιστεύουμε ότι οι αστοί κοιμούνται και ξυπνούν με μίσος για το ΠΑΜΕ και με τρόμο για τη Λαϊκή Συμμαχία είναι ένας συνδυασμός  ταξικού ή μάλλον παραταξιακού μεγαλοϊδεατισμού και συνδρόμου ταξικής καταδίωξης.

Από το τηλεοπτικό «True Blood» στο Ταξικό Blood ή μάλλον στην Ταξική Αιμοδοσία του ΠΑΜΕ. Πάμε καλά;

Ο φασισμός της Χρυσής Αυγής...

του Γιωργου Παπασωτηριου....
«Γίδια, ξεφτιλισμένοι» και «χάιλ Χίτλερ» ακούστηκαν χθες στην ελληνική Βουλή.Το «δημοκρατικό συνταγματικό τόξο» συγκρούεται με το «ελληνικό τόξο». Το πρώτο συμπεριλαμβάνει όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα πλην της Χρυσής Αυγής. Το δεύτερο συμπεριλαμβάνει εμφανώς μόνο τη Χ.Α. και αδήλως πολλές ομάδες στο εσωτερικό άλλων πολιτικών σχηματισμών.
Δεν είναι τυχαία η αντιπαράθεση σχετικά με τον αντιρατσιστικό νόμο. Ο προθάλαμος, όμως, του φασισμού είναι η ανεργία, η ανασφάλεια και ο φόβος του πληθυσμού, που αποδίδει τα πάντα στους άλλους και, εν προκειμένω, στους ξένους. Η στάση αυτή ενισχύεται από ένα ιδιότυπο τρόπο σκέψη που εξηγεί την προσωπική και γενική κρίση μέσω του μοναχού Παΐσιου ή διαφόρων άλλων γκουρού, που αποτελειώνουν την ελληνική κοινωνία, καθώς διαφθείρουν τον Ορθολογισμό.
Το φασιστικό φαινόμενο, βέβαια, δεν είναι φαινόμενο της σημερινής κρίσης, αλλά ήταν πάντα εδώ. Γιατί, όπως έλεγε ο Πρίμο Λεβί, «ο φασισμός προϋπήρχε του Χίτλερ και του Μουσολίνι και εξακολουθεί να υπάρχει, έκδηλα ή άδηλα, και μετά την ήττα τους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Παντού, στον κόσμο, όπου αρχίζουμε με την κατάπνιξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του δικαιώματός του στην ισότητα, ολισθαίνουμε ταχύτατα στο σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης...».
Οι Γερμανοί θέλουν την Ελλάδα ένα απέραντο στρατόπεδο εργασίας, ένα Μπούχενβαλντ. Αλλά και οι εγχώριοι θαυμαστές των Γερμανών επιβάλλουν τη στρατιωτικοποίηση και την καθαρότητα της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό είναι φασισμός. Φασισμός, επίσης, είναι η αναγωγή σε μοναδική παγκόσμια αξία της εθνικής μας κουλτούρας και ο μη σεβασμός στη διιστορική αξιοπρέπεια των άλλων λαών. Ακριβώς αυτό ταυτίζει τους εθνικιστές της Χρυσής Αυγής με τους ναζιστές.
Αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το φασιστικό φαινόμενο στην Ελλάδα σήμερα, αποκτά για πρώτη φορά ευρύ κοινωνικό έρεισμα. Ο αντιμπεριαλισμός, ο αντιαμερικανισμός και ο αντισημιτισμός προσδίδουν στις φασιστικές πολιτικές εκφάνσεις μία αντισυστημική και φιλολαϊκή επίφαση έτσι ώστε να μπορούν να στρατολογούν από τα φτωχά προάστια των μεγάλων αστικών κέντρων αλλά και της υπαίθρου. Δεν είναι τυχαία η προσπάθειά τους να ελέγξουν ολόκληρες γειτονιές με βάση μία ιδιότυπη παραστρατιωτική οργάνωση τύπου Κου Κλουξ Κλαν.
Αλλά ποιος ευθύνεται για την εκκόλαψη του φασιστικού φαινόμενου στην Ελλάδα; Από τη μια πλευρά ο φανερός οικονομικός και κοινωνικός φασισμός που ρίχνει στον Καιάδα της ανεργίας και της φτώχειας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Και από την άλλη πλευρά, ο άδηλος φασισμός του ισχύοντος δήθεν δημοκρατικού συστήματος, όπου η ψήφος υφαρπάζεται με εκφοβισμούς και εκβιασμούς ή εξαγοράζεται μέσω του πελατειακού συστήματος.
Όσο για τον περίφημο δημοκρατικό διάλογο, αυτός υποχωρεί μπροστά στη βία του λαϊκισμού και τη λογοκρισία της μιντιακής διαπλοκής. Με άλλα λόγια, ο αποτρόπαιος φασισμός της Χρυσής Αυγής επιχειρείται να αξιοποιηθεί για να δώσει άλλοθι στον φασισμό της καθεστηκυίας τάξης.
Αλλά πως θα αντιπαλέψουμε το φασισμό; Ο φασισμός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τον «ηρωισμό της λογικής», τον οποίο επικαλούνταν για την αντίστοιχη κρίση του 1935 ο γερμανός φιλόσοφος Ε. Χούσερλ, αλλά με τη σύνθεση καρδιάς και λογικής.
Χωρίς «καρδιά» αυτός ο κόσμος θα χαθεί. Γιατί η μεγαλύτερη διαφθορά, η οποία έχει επισυμβεί στις δυτικές κοινωνίες, είναι ο πληθωρισμός από υπερβολικό εαυτό, από υπερδιόγκωση του Εγώ, από υπερσυσσώρευση πλούτου και από μία άγρια ναρκισσιστική ατομικότητα, που καταλήγει στον αυτισμό και στον φασισμό, δηλαδή στην αποανθρωποποίηση.

Προς ψηφοφόρο της Χρυσής Αυγής....

Στάθης στον eniko...
Αγαπητέ μου, εφόσον έχεις ψηφίσει Χρυσή Αυγή, δεν ξέρω πώς ακριβώς να σε προσαγορεύσω. Ας μείνουμε στο «κύριε» που, υποθέτω, μας καλύπτει και τους δύο.
Η επιστολή αυτή δεν απευθύνεται στα μέλη της Χρυσής Αυγής, διότι κάθε διάλογος με τους φασίστες είναι αγώνας άγονος, απευθύνεται όμως σε πολίτες που, στο πλαίσιο της δημοκρατίας, επέλεξαν να ψηφίσουν αυτό το κόμμα.
Προς ψηφοφόρο της Χρυσής Αυγής
Κι ακριβώς αυτό, η δημοκρατία είναι το πρώτο ζητούμενο. Για την ίδρυσή της, την καθιέρωσή της και την υπεράσπισή της στην Ελλάδα, όπως και παντού αλλού, πλήθος πολιτών, μέγεθος λαού, έχουν χύσει το αίμα τους, αριστεροί, κομμουνιστές, κεντρώοι, σοσιαλιστές, δεξιοί, σοσιαλδημοκράτες, χριστιανοί, αναρχικοί, εβραίοι, αλλοεθνείς, έχουν χύσει το αίμα τους κι έχουν δώσει τη ζωή τους. Μόνον οι φασίστες
το μόνον που έχουν δώσει για τη δημοκρατία είναι οι σφαίρες τους εναντίον της.
Ξέρω τις ενστάσεις σου: η δημοκρατία, ιδίως σήμερα, είναι εκφυλισμένη, διεφθαρμένη, ακόμα και πρόσχημα ολιγαρχίας. Αυτό εξαρτάται από το ειδικό βάρος του λαού και την πολιτική του ισχύ μέσα στη δημοκρατία. Συνεπώς χρειαζόμαστε μια καλύτερη δημοκρατία σήμερα και μια ανώτερη αύριο, όχι τον θάνατό της. Ο θάνατός της θέτει οριστικώς τον λαό στο περιθώριο. Αντιθέτως, ο αγώνας για τη βελτίωσή της φέρνει τον λαό πιο κοντά στην εξουσία, είτε για να την επηρεάζει προς όφελός του, είτε για να την πάρει κάποια στιγμή στα χέρια του και να της δώσει νέο νόημα, ανθρωπιστικό.
Και τέλος, στη δημοκρατία ψηφίζεις. Εστω Χρυσή Αυγή. Σε καθεστώς Χρυσής Αυγής, όμως, θα ψήφιζες μόνον ό,τι θα σε διέτασσαν.
Σου λένε ότι η Χρυσή Αυγή είναι κόμμα διαμαρτυρίας. Ψέμα! Είναι κόμμα της εξουσίας. Οχι εξουσίας. Της εξουσίας. Σε ποιον αγώνα για τα δικαιώματά σου είδες τη Χρυσή Αυγή να συμμετέχει και να αγωνίζεται; Σου λένε τα μέλη της ότι δεν κατεβαίνουν στις διαδηλώσεις διότι θα γίνει χαμός με τους αριστερούς. Τότε γιατί δεν διοργανώνουν άλλες, δικές τους διαδηλώσεις αλλού; Πότε είδες  τη Χρυσή Αυγή να διαδηλώνει για το μεροκάματό σου, για την ασφάλισή σου, τη σύνταξή σου; Ποτέ! (Η αλήθεια όμως είναι ότι η Χρυσή Αυγή εν τέλει «κατεβαίνει» στις διαδηλώσεις. Για να τις διαλύσει. Μαζί με τους μπάτσους και τους μπάχαλους...)
Σου λένε ότι η Χρυσή Αυγή ακούει τον πόνο σου, τον καημό σου, τα βάσανά σου. Τίποτα δεν ακούει. Απλώς θέλει εκείνη να ακούς τι σου λέει αυτή για τον πόνο σου και τα βάσανά σου. Για δοκίμασε να της αντιμιλήσεις σε όσα σου κανοναρχεί. Ουδείς διάλογος
μπορεί να συμβεί μέσα στα φασιστικά κόμματα, παρά μόνον η έκδοση εντολών και η υπακοή σε αυτές. Είναι κόμματα υποταγής. Ο αρχηγός, ο φύρερ, έχει το αλάθητο του Πάπα. Η δομή τους είναι μιλιταριστική. Ο ένας διατάζει, ο άλλος υπακούει. Δεν είναι μεταξύ τους ίσοι, ούτε ισότιμοι. Τα κόμματα αυτά δεν απευθύνονται σε ελεύθερους ανθρώπους, σε ελεύθερα σκεπτόμενους πολίτες, αλλά σε οπαδούς, σε υπηκόους, που πρέπει να λαμβάνουν και να εκτελούν εντολές. Η διαφωνία είναι αμφισβήτηση του αρχηγού, είναι αίρεση, είναι ανταρσία, είναι έγκλημα καθοσιώσεως. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι η φωνή του λαού, είναι φερέφωνο της εξουσίας.
Η Χρυσή Αυγή δεν σε θέλει στον δρόμο να αγωνίζεσαι, σε θέλει στον καναπέ να βρίζεις με ανήμπορη λύσσα θεούς και δαίμονες, ώσπου να μην μπορείς να ξεχωρίσεις τους θεούς απ’ τους δαίμονες.
Σου λένε ότι είναι πατριώτες. Ουδέποτε η ακροδεξιά έκανε καλό στην πατρίδα. Την έβλαψε όσον και οι ξένοι κατακτητές με τους οποίους συνεργάστηκε. Ιδιαιτέρως η Χρυσή Αυγή, επειδή ντρέπεται να παραδεχθεί ότι ήταν (και είναι) εθνικοσοσιαλιστική, δηλώνει εθνικιστική. Εν πρώτοις, ο εθνικοσοσιαλισμός δεν διαφέρει ιδιαιτέρως απ’ τον εθνικισμό και πάντως διαφέρει όσον ο Χίτλερ απ’ τον Φράνκο ή ο Μουσολίνι απ’ τον Κεμάλ Ατατούρκ, όταν οι μεν εξόντωναν Εβραίους και κομμουνιστές και οι δε Ποντίους και Αρμενίους.
Δεν είναι πατριωτική η Χρυσή Αυγή, διότι ο «πατριώτης» που μισεί τις πατρίδες των άλλων είναι εθνικιστής. Μισάνθρωπος, ξενόφοβος. Και δειλός. Διότι δεν έχει το γνώθι σαυτόν και δεν ομολογεί ούτε στον εαυτόν του ότι κάτι σκοτεινό έρπει μέσα του. Που εκφράζεται εύκολα με κουβέντες του καφενέ για τους «κωλοξένους», αλλά μάλλον (ακόμα κι αυτό το σκοτεινό μέσα του) θα πάθαινε φρίκη στη θέα ενός σφαγμένου ανθρώπου που πριν να δολοφονηθεί ήταν κάτι, Πακιστανός, Ελληνας, Τούρκος, Γερμανός, ενώ τώρα είναι μόνον νεκρός.
Ή με χαρακωμένο πρόσωπο ή σπασμένος στο ξύλο. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα ελληνικά γράμματα; Με τη φιλοσοφία, τη δημοκρατία, την ποίηση, την ιατρική; τα τραγούδια μας;
Γιατί άραγε οι Χρυσαυγίτες είναι ανορθόγραφοι (έως αηδίας); γιατί δεν ξέρουν γρυ απ’ την ελληνική ιστορία; Διότι αν ήξεραν, δεν θα ήταν Χρυσαυγίτες.
Πες μου έναν άνθρωπο των γραμμάτων, έναν ποιητή, έναν καλλιτέχνη, έναν επιστήμονα που να υποστηρίζει τη Χρυσή Αυγή. Ούτε ένας! Γιατί; Ξέρω τις ενστάσεις σου για τους διανοούμενους, δεν είναι όμως όλοι εξωμότες, ούτε αργυρώνητοι. Γιατί, απ’ όσους είναι καθαροί, δεν υποστηρίζει ούτε ένας τη Χρυσή Αυγή; Απ’ τους ηθοποιούς που αγαπάς, γιατί δεν υποστηρίζει αυτό το μόρφωμα ούτε ένας;
Ξέρω ότι ιδιαιτέρως απ’ τους αριστερούς διανοούμενους ορισμένοι (μην πεις όλοι, η γενίκευση οδηγεί στον φασισμό) σε εκνευρίζουν. Και μένα. Οι προσκυνημένοι. Στους απροσκύνητους όμως ανάβω κερί. Εσύ σε ποιους ανάβεις κερί; Τι σχέση έχει ο Τσιτσάνης μέσα σου με τον Καιάδα;
Σου λένε οι Χρυσαυγίτες ότι είναι ιδεολόγοι. Ποιας ιδεολογίας όμως; Χριστιανοί δεν είναι. Για τους χριστιανούς ο εθνισμός, πόσω μάλλον ο εθνικισμός, είναι αίρεση. Τι σχέση είχαν οι φασίστες και οι δωσίλογοι με τους λαϊκούς παπάδες που βγήκαν αντάρτες, εκτός από το να τους εκτελούν; Θα μου πεις, είχαν σχέση με το μέρος του κλήρου που συνεργάστηκε με τους ναζί. Ναι! πόσο χριστιανικό ήταν αυτό, πόσο πατριωτικό;
Αλλά, αν δεν είναι χριστιανοί, είναι, σου λένε, λάτρεις των αρχαίων Ελλήνων. Μη σου πω και των Βυζαντινών. Εν πρώτοις, καλύτερος απ’ τον λάτρη είναι ο γνώστης. Και οι φασίστες από την Ιστορία «γνωρίζουν» μόνον τους μύθους της. Για αυτό και την εξιδανικεύουν. Την αντιλαμβάνονται ως μια διαμάχη καλών και κακών. Ψώνια είναι. Οπως όλοι οι ανιστόρητοι. Δημιουργούν μια δική τους ψευδή ιστορική ταυτότητα κι αρχίζουν τα καραγκιοζιλίκια όπως με την «αιμοδοσία μόνον για Ελληνες», στέλνοντας στον διάολο τον Ιπποκράτη, την αρχαία ελληνική γραμματεία καθώς και την ελληνική κληρονομιά στον παγκόσμιο πολιτισμό. Αλλά μη μακρηγορώ για όλα αυτά, κατά βάθος τα ξέρεις. Αλλο γινάτι βγάζεις και η οργή σου δίνει τόπο στη Χρυσή Αυγή να υπάρχει. Αυτό που σε καίει είναι το μεταναστευτικό πρόβλημα.

Ζόρικο πρόβλημα. Πρόβλημα που παράγει προβλήματα. Το κράτος δεν θέλει να το λύσει, μάλιστα ορισμένες εκδοχές του χρειάζονται στην εξουσία, όπως χρειάζονται και φθηνά εργατικά χέρια στα πάσης (κακής) φύσεως αφεντικά.
Πώς λύνεται αυτό το πρόβλημα; Δύσκολα. Αλλά για να το προσεγγίσουμε πρέπει να κάνουμε ορισμένες βασικές παραδοχές. Δεν λύνεται με την ξενηλασία, το άνοιγμα κεφαλιών, το ξύλο και το πογκρόμ. Ούτε είναι όλοι οι μετανάστες, νόμιμοι ή παράνομοι, κακοποιοί κι εγκληματίες. Αντιθέτως, τους περισσότερους τους εκμεταλλεύονται επιτήδειοι σε δουλειές που εμείς δεν κάναμε επί πολλά χρόνια.
Το πρόβλημα με τους μετανάστες είναι πρωτίστως ταξικό, όπως και το δικό σου. Καθόλου εξαθλιωμένος Πακιστανός δεν ήταν ο «καθώς πρέπει» Ολλανδός που κατέσφαξε το Ρωσάκι στην Κρήτη. Το πρόβλημα είναι  ότι ο Ολλανδός ήταν πιο φθηνός εργάτης από σένα, παρ’ ότι σε έχουν κάνει και σένα τόσον φθηνό εργάτη όσον έναν Βούλγαρο. Ομως ούτε ο Ολλανδός ούτε ο Βούλγαρος ούτε ο Πακιστανός σού «παίρνουν τη δουλειά», που δεν σου δίνει το αφεντικό, αλλά το αφεντικό που δεν σου τη δίνει.
 Θα μου πεις, μεγάλο θέμα άνοιξες τώρα -οι υποβαθμισμένες γειτονιές, η τρομοκρατία των συμμοριών, η βία κατά των γηγενών, μάλιστα των πιο αδύναμων- δεν αντέχει η Ελλάδα τέτοιο βάρος. Ωραία! να βρούμε λύσεις! Ομως  τι λύσεις σού προτείνει η Χρυσή Αυγή; ότι θα διώξει τους παράνομους; πώς; με πογκρόμ; Δεν σε ενδιαφέρει, αρκεί να τους διώξει; Mα, αν δεν μπορεί να τους διώξει, πώς θα τους διώξει; Παραμυθιάζεσαι ή σου αρέσει να σε δουλεύουν;
 Ας σοβαρευτούμε. Δεν σου κρύβω ότι αυτό το πρόβλημα προκαλεί αμηχανία σε όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις και όλους τους δημοκρατικούς πολίτες. Για αυτό και η δυσκολία όλων μας να προτείνουμε λύσεις. Στο μεταξύ όμως  η κατάσταση έχει ξεφύγει. Κάθε μέρα έχουμε όλο και πιο πολλά κρούσματα ρατσιστικής βίας. Είναι αυτό λύση; Οι εμπρησμοί μικρομάγαζων, οι ξυλοδαρμοί, οι φόνοι;
Για το μέγα αυτό πρόβλημα, το μεταναστευτικό, έχει αρχίσει συζήτηση στη χώρα από καιρό. Διεξάγεται δύσκολα. Δεν έχει οδηγήσει ακόμα σε χρήσιμα αποτελέσματα. Πρέπει να διευρυνθεί. Για να διευρυνθεί και να τελεσφορήσει χρειάζεται σκέψη, νηφαλιότητα, ανθρωπιστική προσέγγιση, φως, όχι νύχτα, μπράβους, βία, μισανθρωπία και τρέλα. Ή μήπως διαφωνείς;
Η Χρυσή Αυγή είναι δηλητήριο. Δηλητηριάζει νέα παιδιά και τους εμφανίζει τους διωγμούς (που και οι πατεράδες μας υπέστησαν) ως περιπέτεια. Οι διωγμοί, ο μιλιταρισμός, η νομιμοποίηση των υπερανθρώπων, αυτών που έχουν δικαίωμα ζωής ή θανάτου επί των... υπανθρώπων, είναι μόνον η αρχή - το δικό μας 1933. Στο τέλος, το 1945 τα παιδιά κατέδιδαν τους γονείς τους και τους εκτελούσαν οι ναζιστικές ομάδες θανάτου σαν σκυλιά. Με ποια φωτιά απ’ την κόλαση παίζεις;
Δεν μας ταιριάζει τέτοιο έγκλημα, τέτοια ταπείνωση - δεν έχουν σχέση με την παράδοση και τον πολιτισμό μας. Δεν μπορεί νέα παιδιά να χαιρετούν ναζιστικά και να αυτοπαραμυθιάζονται ότι χαιρετούν... αρχαιοελληνικά. Δεν μπορούν να μιλούν για «αίμα και τιμή» χωρίς να ξέρουν ότι μιλούν για αίμα φόνων και τιμή τριάκοντα αργυρίων.
Καιρός να τελειώνει αυτό το μακάβριο αστείο. Το 1933 οι Γερμανοί δεν ήξεραν. Ούτε οι Ιταλοί το 1923. Τώρα όλοι γνωρίζουμε. Ξέρουμε τι είναι ο φασισμός και σε ποια αποκτήνωση οδηγεί τον άνθρωπο. Κάθε ψήφος στους φασίστες βγάζει έναν δαίμονα απ’ την κόλαση για να ξαναπαίξει παιχνίδι. Δεν μπορεί το μεταναστευτικό, ένα δύσκολο πρόβλημα, να γίνεται αιτία για εύκολες επιλογές που δυναμώνουν το πιο άγριο θηρίο που αντιμετώπισε ποτέ ο άνθρωπος: τον ναζισμό.
Σας παρακαλώ! θυμηθείτε τι ήταν ο φασισμός. Πάρτε βιβλία οι νεότεροι να μάθετε. Χαϊδεύουμε με την ανοχή μας και θρέφουμε με την ψήφο μας ένα τέρας. Τον πιο σκοτεινό και μοχθηρό μηχανισμό του συστήματος.
Ο φασισμός δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Το χρησιμοποιεί. Το ίδιο και το μεταναστευτικό. Δεν ξέρει να το λύσει, δεν θέλει να το λύσει, θέλει να το χρησιμοποιήσει. Εναντίον σας. Μη χρησιμοποιείτε την ψήφο σας εναντίον σας, εναντίον των παιδιών σας, εναντίον των συναδέλφων σας, εναντίον του πλησίον σας.
 Ξέρω, με κοιτάζεις με μισό μάτι, δεν με πιστεύεις. Κάνε λοιπόν ένα πείραμα - που όμως δεν σου το συνιστώ, ολόθερμα δεν σου το συνιστώ. Πήγαινε στα γραφεία της Χρυσής Αυγής και πες τους πράγματα που δεν θέλουν να ακούσουν. Θα σε προπηλακίσουν. Αν επιμείνεις, θα σου σπάσουν το κεφάλι. Ή μήπως δεν το ξέρεις;
Αυτό το πολίτευμα θέλεις;
Μπορεί επίσης να λες ότι ξέρεις τι είναι οι ναζί, αλλά εσύ απλώς τους ψηφίζεις για «να κάνουν τη βρώμικη δουλειά» κι ύστερα πάπαλα! Αν έτσι νομίζεις, δεν χρειάζεται να πας εσύ στα γραφεία τους, θα έρθουν εκείνοι στο σπίτι σου. Με την ψήφο σου.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή. Δεν έχει την αντοχή για αφροσύνες, πόσω μάλλον για πεμπτοφαλλαγγίτες μέσα της. Σκέψου.
Κι αφού σκεφθείς, ξανασκέψου.
Με σκέψη και διάλογο λύνονται τα προβλήματα, όχι με ύβρεις, ψευτιές, τρέλες και φόνους...



email:  stathis@enikos.gr

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Τα κρυμμένα ξωτικά των σχολείων...

Κώστας Μιχαλάκης, απο την AlfaVita...
Αυτές τις μέρες μαθαίνω διάφορα για το επάγγελμα που εξασκώ: Έχω μάθει ότι είμαι τεμπέλης, χαραμοφάης, πιθανός παιδεραστής, κάνω ιδιαίτερα και θησαυρίζω και ό, τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου. Πραγματικά δεν ήξερα ότι οι εκπαιδευτικοί είμαστε τόσο κακοί άνθρωποι…
Έμαθα όμως και κάτι άλλο, που δεν το ήξερα ως τώρα. Ότι δουλεύω ΜΟΝΟ 19 ώρες την εβδομάδα, κάτι το οποίο είναι προσβολή στον υπόλοιπο χειμαζόμενο ελληνικό λαό, ο οποίος, αυθορμήτως προσελθών, κατέθεσε κατά εκατοντάδες χιλιάδες τους μισθούς και τις θέσεις εργασίας του για να σωθεί η χώρα. Καλά κάνει λοιπόν το κράτος και μας ντύνει στο χακί για να μας συνεφέρει, εμάς τα κακά πρόβατα.
Η αλήθεια είναι ότι ΔΙΔΑΣΚΩ 19 ώρες, μετά από 12 περίπου χρόνια θητείας, όπως προέβλεπε η σχετική νομοθεσία, η οποία ήταν εναρμονισμένη με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αφού λοιπόν τελειώνει το ωράριο διδασκαλίας μου κι εγώ πηγαίνω όπου μου πει ο κύριος Προτοσάλτε ότι πάω, υπάρχουν κάποια μικρά, εργατικά ξωτικά, τα οποία κάνουν μυστήριες δουλειές, εντός κι εκτός σχολείου.
Αυτά λοιπόν τα ξωτικά έχουν διορθωμένες τις εκθέσεις, τα γραπτά και τα τετράδια των μαθητών μου, έχουν κάνει τις εφημερίες των σχολείων, ετοίμασαν τη γιορτή της 25ης Μαρτίου, έκαναν το πολιτιστικό πρόγραμμα που είχα υποβάλει, εφημερεύουν στη θέση μου στο προαύλιο δύο φορές την εβδομάδα, τηλεφώνησαν στα μουσεία όταν κάναμε εκδρομή στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να τα επισκεφτούν οι μαθητές κι έκαναν ξενάγηση στη θέση μου. Επίσης, αυτά έδιναν τη βαθμολογία και μιλούσαν με τους γονείς των μαθητών μου, όταν ερχόταν να ενημερωθούν ή όταν υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα. Ελπίζω, όταν γίνουν οι εξετάσεις στο σχολείο που δουλεύω, να εμφανιστούν πάλι αυτά τα ξωτικά και να μου ετοιμάσουν τα θέματα στα οποία θα διαγωνιστούν οι μαθητές. 
Και άλλοι συνάδελφοι όμως ζουν με αυτά τα περίεργα ξωτικά: Άλλο ετοιμάζει το πρόγραμμα μαθημάτων, άλλο ευρωπαϊκά προγράμματα, άλλο φροντίζει για τις ασκήσεις σεισμού, άλλα κάνουν χίλιες δυο άλλες δουλειές.
Το περίεργο όμως είναι ότι τόσα χρόνια δεν έχουμε κατορθώσει να πιάσουμε κάποιο τέτοιο ξωτικό, να δούμε πώς είναι βρε αδελφέ αυτό το καλοκάγαθο ξωτικό που τόσο μας βοηθάει στις δουλειές μας οικιοθελώς; Νομίζω όμως ότι το υπουργείο θα έχει στα χέρια του κάποιο από τα ξωτικά αυτά κι έτσι αποφάσισε ΧΩΡΙΣ την πίεση της Τρόικας, στην οποία αντιστάθηκε σθεναρά για το καλό της Παιδείας, να αυξήσει το ωράριο μας. Μόνο καλοί μας κύριοι, αφήστε μας να δούμε κι εμείς τους αφανείς βοηθούς μας…
Ξέρω, ξέρω, θα πει κάποιος, ότι απλά ειρωνεύομαι και θα με ρωτήσει αν υπάρχουν κακοί συνάδελφοι μου. Τι να σας πω, λογικά στο σύνολο 86.000 εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα υπάρχουν. Μόνο που είναι δουλειά της προϊστάμενης αρχής να τους τιμωρήσει και ούτε δική μου, ούτε του κυρίου Πρετεντέρη.
 Κι αν με ρωτήσει κάποιος αν οι καθηγητές είναι τεμπέληδες, θα πω ναι: Όσο και οι γιατροί παίρνουν φακελάκια, οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη, οι εφοριακοί λαδώνονται, οι πολεοδόμοι ζητάνε γρηγορόσημο, οι δημοσιογράφοι είναι αλήτες-ρουφιάνοι, οι πολιτικοί θέλουν κρεμάλα στο Σύνταγμα και η Βουλή είναι ένα μπουρδέλο που πρέπει να καεί.      

Κώστας Μιχαλάκης, Φιλόλογος.

Τα οράματα του Νίκου Δένδια...

 του Νίκου Χειλά, απο το AlterThess...
dendias_nd_kerkyra_1_600_375_-1520156780.jpg
Μωραίνει ο Κύριος ον βούλεται απολέσαι. Τον υποκινεί να κάνει πράξεις που δεν θέλει, να λέει πράγματα που δεν πιστεύει. Όπως, για παράδειγμα, τον Νίκο Δένδια, που άκουγε τις προάλλες τον εαυτό του να εξαγγέλλει ότι οι νέες ελληνικές εγκαταστάσεις ασύλου αποτελούν πρότυπο για την Ευρώπη. 
Γεγονός είναι βέβαια ότι ο κ.Δένδιας  δεν είναι για πρώτη φορά θύμα τέτοιων καψονιών.  Το αντίθετο μάλιστα. Η καταδίκη του στην πολιτική μωρία είναι διαρκής. Με αποτέλεσμα να κάνει αδιάκοπα πράγματα, για τα οποία θα έπρεπε να ντρέπεται.
Σε αυτά δεν ανήκουν μόνο οι αμέτρητες ταπεινώσεις και χειροδικίες των αστυνομικών οργάνων του εις βάρος των ξένων, αλλά και τα περιβόητα κέντρα «φιλοξενίας». Το γεγονός ότι ορισμένα από αυτά εκσυγχρονίστηκαν τελευταία άλλαξε μόνο την εικόνα -όχι την ουσία τους. Οι κανονισμοί λειτουργίας τους, που εξασφαλίζουν κάποια δικαιώματα στους κρατούμενους, εφαρμόζονται πλημμελώς. Και οι συνθήκες κράτησης, όπως και η συμπεριφορά ορισμένων φρουρών, είναι συχνά κτηνώδεις. Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος, που τα γερμανικά δικαστήρια και όχι μόνο αρνούνται να ξαναστείλουν τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, που είχαν βάλει καταρχάς πόδι στη χώρα μας και κατάφεραν στη συνέχεια να διαφύγουν στη Γερμανία.
Μπορεί βέβαια τέτοια κέντρα «φιλοξενία» να είναι σύννομα –με την τυπική έννοια του όρου. Στην πράξη όμως είναι τόποι ανελευθερίας, επειδή, όπως λένε οι νομικοί, είναι «εκτός ελευθερίας χώροι». Η λειτουργία τους χαρακτηρίζεται όχι από τους κανόνες του κράτους δικαίου, αλλά από πλήρη αυθαιρεσία. Στα κελιά, στους διαδρόμους και τις αυλές τους υπερισχύει το δίκιο του φρουρού –που είναι ενίοτε και ιδιωτικός–, και όχι του κράτους δικαίου.
Τέτοια κέντρα δεν έχουν φυσικά καμιά απολύτως σχέση με τα κλασικά (ναζιστικά) στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτά είναι πάρεργα αυταρχικών καθεστώτων: η βία στο εσωτερικό τους αναπαράγει τη βία που ασκείται και έξω από αυτά. Δεν έχουν καν σχέση με στρατόπεδα συγκέντρωσης τύπου Γκουαντάναμο, όπου η αυθαίρετη κράτηση βρίσκεται σε αντίθεση με το δημοκρατικό καθεστώς που τα περιβάλει. Από την άλλη όμως δεν είναι αμελητέα φαινόμενα, αλλά το απότοκο ενός κράτους, που έχει «ξεσαλώσει» έχοντας υποστεί προηγουμένως φοβερή δομική στρέβλωση  με τρία κύρια χαρακτηριστικά: Πρώτον, τη ξενοφοβία ως κρατικό δόγμα, δεύτερον, την προσαρμογή της νομοθεσίας στον αγώνα κατά των «λαθρομεταναστών» και τρίτον, στη χρησιμοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των αστυνομικών δυνάμεων ως μέσο για την «ανακατάληψη των πόλεων μας από τους ξένους» (Αντώνης Σαμαράς). Τα κέντρα κράτησης είναι ακριβώς η συμπύκνωση αυτής της ξενοφοβίας. Με κρατούμενους, οι οποίοι δεν κρίνονται μόνο ως απλοί παραβάτες του μεταναστευτικού δικαίου, αλλά και ως πηγή μυρίων κακών, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η άμεση απειλή κατά της ασφάλειας της χώρας.
Το θέμα έχει όμως και μια γεωπολιτική πτυχή. Οι δρόμοι των προσφύγων από την Αφρική και την Ασία οδηγούν τα τελευταία χρόνια, ως γνωστό,  κυρίως προς τα ελληνικά σύνορα. Κι αυτό έχει γίνει το μέσο για τα πιο απίθανα διπλωματικά παζάρια, που γίνονται φυσικά εις βάρος των μεταναστών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με πρωτεργάτρια την Επίτροπο για τις εσωτερικές υποθέσεις Σεσίλια Μάλμστρομ, μετατρέπει την Ελλάδα σε πελώριο ευρωπαϊκό ανάχωμα χρησιμοποιώντας γι αυτό όλο και πιο μοντέρνα τεχνολογικά μέσα – μεταξύ άλλων και δορυφόρους. Η Ελλάδα επιζητεί γι αυτό ανταλλάγματα κυρίως στο οικονομικό πεδίο. Και η Τουρκία, όπως έδειξε η πρόσφατη συνάντηση του τούρκου υπουργού εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου με το γερμανό ομόλογό του Γκίντο Βεστερβέλε στο Βερολίνο, δηλώνει πρόθυμη να κρατήσει τους πρόσφυγες στο έδαφός της, αν της δοθεί ως αντίτιμο το άνοιγμα νέων κεφαλαίων στις διαπραγματεύσεις για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με αυτά και άλλα ως φόντο είναι φανερό, ότι οι εγκαταστάσεις ασύλου που «αποτελούν πρότυπο για την Ευρώπη» δεν πρόκειται να έχουν ευεργετικές επιπτώσεις σε εκείνους που χρειάζονται το άσυλο. Στην καλύτερη περίπτωση θα χρησιμοποιηθούν ως φύλλο συκής για τα κακώς κείμενα, στη χειρότερη ως άλλοθι για περαιτέρω αγριότητες.
Και το χειρότερο: Οι πολιτικές δυνάμεις που τάσσονται κατά της ξενοφοβίας, ιδίως οι αριστερές, δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί ακόμη την ιδιοτυπία του ξενοφοβικού κράτους. Το ΚΚΕ τη βλέπει, θολά και αόριστα, ως ένα είδος «φυσικής» απόφυσης του αστικού κράτους, ο ΣΥΡΙΖΑ ως λίαν επικίνδυνο μεν, αλλά προσωρινό φαινόμενο. Έτσι τους διαφεύγει ότι οι ξενοφοβικές δομές τείνουν να παγιοποιηθούν γινόμενες το κύριο όργανο δίωξης των ξένων (τα ποικιλώνυμα σώματα ασφαλείας είναι αριθμητικά, οργανωτικά και εξοπλιστικά ασύγκριτα ισχυρότερα από τα «μπουλούκια» της Χρυσής Αυγής) και ότι αυτό δηλητηριάζει και την εσωτερική πολιτική της χώρας.
Το κύριο βάρος της υπεράσπισης των προσφύγων πέφτει έτσι σε μη πολιτικές οργανώσεις, όπως η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και η Επιτροπή Υπεράσπισης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όμως αυτό δεν φτάνει. Οι ξένοι χρειάζονται επειγόντως και πολιτική στήριξη. Διαφορετικά θα παραμένουν έρμαιο της ξενοφοβίας –και ενός υπουργού, ο οποίος μπορεί να ακούει ίσως τελευταία στον ύπνο, ή στο ξύπνιο του φωνές υπέρ καλύτερων εγκαταστάσεων για τους ξένους, στην πράξη όμως παραμένει απηνής διώκτης τους.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο «Βήμα»

Συμβολή μιας απόστρατης εκπαιδευτικού...


απο την Αυγη...
15 Μαΐου 2013. Δεν επιστρατεύτηκα, γιατί πρόλαβα να αποστρατευτώ. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν ήμουν εν ενεργεία. Και λέω "εν ενεργεία", γιατί ενεργή δεν έχω πάψει να αισθάνομαι. Με πονάει και με κινητοποιεί πάντα κάθε θέμα που αγγίζει την εκπαίδευση. Δεν μιλώ συνδικαλιστικά. Και μακριά από εμένα τέτοιες σκέψεις και τακτικές. Δεν επιδιώκω να αναλύσω ούτε τα "λάθη" των συνδικαλιστών ούτε τις "υπόγειες διαδρομές" του υπουργείου και των ανθρώπων του. Με τον δάσκαλο, τον εκπαιδευτικό είμαι και με τον μαθητή. Μ' αυτή την τόσο ωραία, δημιουργική, ζωοποιό σχέση, που αφήνει τα σημάδια της στις ψυχές όσων παίρνουν μέρος.
Δεν είναι οι εξετάσεις που καθορίζουν την εκπαίδευση. Αυτές είναι μια μόνο στιγμή της όλης σχολικής ζωής. Όλα τα υπόλοιπα μετρούν: η τάξη, οι σχέσεις μεταξύ μαθητών, οι σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών, οι σχέσεις των καθηγητών μεταξύ τους, με τη διεύθυνση. Αυτή η κοινωνικοποίηση, αυτό το αλισβερίσι -με την καλή έννοια- δένει τους ανθρώπους, τους διαμορφώνει, πιστώνει τις σχέσεις, φτιάχνει την παρακαταθήκη για το μέλλον. Αυτή η σχέση κλονίζεται με τέτοιου είδους αποφάσεις.
Πιστεύω πως δεν πρέπει να απειλούμε με το όπλο της απεργίας στις Πανελλαδικές, όσο κι αν είναι το "ισχυρότερο" που έχουμε, γιατί -πράγματι- αυτό "πονάει" το υπουργείο. Του χαλάει τη "μόστρα" της τάξης και της αρμονίας που παρουσιάζεται πως επικρατεί όλη την προηγούμενη περίοδο της σχολικής ζωής. Ο κάθε υπουργός θέλει να παρουσιάσει ότι τα έβγαλε πέρα με τον θεσμό. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο, πως όλοι τους ξεκινούν τις "μεταρρυθμίσεις" τους από τις Πανελλαδικές.
Και δεν θα ήθελα μια απεργία μέσα στις Πανελλαδικές, όχι μόνο γιατί δημιουργούμε προβλήματα άγχους σε μαθητές και στις οικογένειές τους, αλλά και γιατί -με τις "συμμαχίες" των τελευταίων ετών- είναι το πιο επικίνδυνο όπλο που, τελικά, στρέφεται εναντίον μας και απειλεί την αξιοπρέπεια και την ηθική μας ακεραιότητα.
Οργανώνονται τα ΜΜΕ, το υπουργείο, οι κυβερνητικοί παράγοντες, τα φροντιστήρια - που πλασάρονται ως οι σωτήρες της εκπαίδευσης και των εξετάσεων και ως οι απόλυτοι φορείς της γνώσης και της αξιοσύνης και της ηθικής- και πετούν τα βέλη τους εναντίον όχι των συνδικαλιστών ή των τακτικών τους, επιτίθενται εναντίον όλου του εκπαιδευτικού κόσμου.
Ακόμη κι αν διατείνονται πως δεν τους καταδικάζουν όλους, το λένε υποκριτικά. Γιατί ο διασυρμός τους συμπεριλαμβάνει όλους, και το ξέρουν καλά αυτό, όταν αφήνουν τη "βρώμικη δουλειά" στους υπαλλήλους των ΜΜΕ.
Αρκετά φλυάρησα. Η απεργία δεν θα γίνει. Οι εξετάσεις θα πραγματοποιηθούν. Κι όλα θα είναι καλά.
Και θα ζήσουν αυτοί καλά. Κι εμείς πόσο χειρότερα;
Απόστρατη εκπαιδευτικός

Η κοσμοθεωρητική πλευρά της κρίσης...

Ηπρώτη πιστωτική δύναμη της Ευρώπης, η Γερμανία, «ηθικοποιεί» την κρίση: ενοχοποιεί τον «παρασιτικό υπερκαταναλωτισμό» των οφειλετριών χωρών, απαλλάσσοντας έτσι από κάθε ευθύνη τους Γερμανούς πιστωτές.
Ωστόσο, με τη διαχείριση της κρίσης χρέους, που η ίδια επιβάλλει, αυτό δεν μειώνεται, αλλά επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο. Από 115% του ΑΕΠ το 2010, σήμερα υπερβαίνει το 160%. Ακόμη και σε απόλυτα μεγέθη, δεν έπαψε ποτέ να αυξάνει: παρά τις ενδιάμεσες διαγραφές, νέα χρέη προστίθενται, ώστε το συνολικό ύψος δεν υποχωρεί, αλλά παραμένει ανοδικό, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά σε όλες ανεξαιρέτως τις υπερχρεωμένες τής ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Η μεταπολεμική αμερικανική αυτοκρατορία ήταν περισσότερο «αμοραλιστική», αλλά αποτελεσματικότερη, αφού βασίστηκε στη διαγραφή και συγχώρηση χρεών, ενώ η γερμανική επιχειρεί να εδραιωθεί με κυρώσεις και «ηθική» αναμόρφωση των οφειλετών, με αβέβαια όμως αποτελέσματα. Ομως, παρά την «οκνηρία» και τον «παρασιτισμό» των οφειλετών, το «ηθικό παράπτωμα» των πιστωτών συνεχίζεται απτόητο: δεν σταματούν να δανείζουν τους πρώτους, ακόμη και αν τα δάνεια δεν πρόκειται ποτέ να επιστραφούν.
Η αντίφαση αποβαίνει ακόμη πιο καταλυτική, από τη στιγμή που η αδυναμία αποπληρωμής δεν οφείλεται σε πονηρία ή κακοβουλία των οφειλετών, αλλά κυρίως στην υφεσιακή πολιτική, που επιβάλλεται σε ευρεία έκταση, με κυριαρχική πρωτοβουλία των πιστωτών. Ακόμη και αν μπορούσαν αρχικά να αποπληρώσουν τα χρέη τους οι οφειλέτριες χώρες, σήμερα αυτό αποβαίνει αδύνατο, λόγω της κατασταλτικής «θεραπευτικής» αγωγής, που δραστικά συρρικνώνει τα εισοδήματά τους. Οσο το πρόβλημα του χρέους ηθικοποιείται τόσο περισσότερο ανεπίλυτο αποβαίνει.
Ο ιδρυτής της Πολιτικής Οικονομίας, Ανταμ Σμιθ, τουλάχιστον διέθετε αυξημένη διορατικότητα, αφού αποδεχόταν ότι «προσωπικές αμαρτίες» μπορούν να αποφέρουν «κοινωνικό όφελος». Η επιδίωξη του ατομικού κέρδους δημιουργεί εισοδήματα της εργασίας και κοινωνική ευημερία. Αντίθετα, σήμερα, όταν η ηθική αξίωση προτάσσεται, αυτό εξωθεί την οικονομία σε ύφεση και αδιέξοδο. Γιατί λοιπόν οι πιστωτές σήμερα επιμένουν με τόσο πάθος στην «ηθική» αναμόρφωση του οφειλέτη, αφού γνωρίζουν ότι αποκομίζουν απείρως μεγαλύτερα οφέλη από την «ασωτεία» του παρά από την εγκράτειά του;
Στο κλασικό κείμενό του «Πολιτικές πλευρές από την πλήρη απασχόληση», ο Πολωνός οικονομολόγος του Κέμπριτζ, Μίχαλ Καλέτσκι, προσέφερε από το 1943 μια ερμηνεία για την κατ' αρχήν «ανεξήγητη» προκατάληψη των τραπεζιτών και βιομηχάνων κατά της πλήρους απασχόλησης και υπέρ της μαζικής ανεργίας. Η πρώτη παραμένει εφικτή και περισσότερο συμφέρουσα από την ανεργία, αφού με αυτήν τράπεζες και επιχειρήσεις επεκτείνουν απεριόριστα τα οφέλη τους, ενώ με τη δεύτερη κινδυνεύουν ακόμη και να χρεοκοπούν. Παρά την οικονομική επιχειρηματολογία, είναι καταφανές ότι η προτίμηση της μαζικής ανεργίας απορρέει από πολιτική και ιδεολογική προκατάληψη. Γιατί άραγε οι οικονομικοί ιθύνοντες αποστρέφονται την ανάκαμψη, με την οποία θα αύξαιναν τα οφέλη τους, προτιμώντας αντ' αυτής την ύφεση, με την οποία αυτά συρρικνώνονται; Γοητευτικό ζήτημα προς διερεύνηση, σημειώνει ο Πολωνός οικονομολόγος.
Ο κυριότερος λόγος για την «ανορθολογική» προτίμηση είναι η βαθιά απέχθεια έναντι των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, που επέρχονται με τη σταθεροποίηση της πλήρους απασχόλησης. Η τελευταία θεωρείται ότι ενθαρρύνει την κοινωνική και πολιτική «απείθεια» των εργαζομένων, ακόμη και στους χώρους εργασίας. Οι απολύσεις χάνουν τον «πειθαρχικό» και «αναμορφωτικό» χαρακτήρα της καταστολής, ενόσω ο εργαζόμενος βρίσκει εργασία αναπλήρωσης. Με την πλήρη απασχόληση περιορίζεται η κοινωνική ασυδοσία του επιχειρηματία και εργοδότη.
Ενισχύεται, αντίθετα, η αυτοπεποίθηση των εργαζομένων όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της συλλογικής δράσης τους, με άμεση συνέπεια την αύξηση της πολιτικής αστάθειας. Με την επίκληση της «αναγκαίας πειθαρχίας» στους χώρους εργασίας και της πολιτικής σταθερότητας, οι τραπεζίτες και επιχειρηματίες μπορούν ενίοτε να προτιμούν την ύφεση ως «θεραπευτική αγωγή» από την πλήρη απασχόληση, που κηρύσσεται «νοσηρή» και «απευκταία», αντί οιουδήποτε τιμήματος, ακόμη και με αναπόφευκτη συρρίκνωση της οικονομικής κερδοφορίας.
Οταν σήμερα η Μέρκελ ανάγει την κρίση σε ζήτημα αποκατάστασης του «κλίματος εμπιστοσύνης» ανάμεσα σε χρηματαγορές και θεσμούς, προφανώς δεν την αποδίδει στην κυκλικότητα της οικονομίας, αλλά στην υποθετική «νοσηρότητα» θεσμών και πολιτών. Οταν σήμερα δεν περικόπτονται απλώς τα εργασιακά εισοδήματα, αλλά διαβάλλεται η έννοια του εργατικού δικαίου, της διαιτησίας, ακόμη και της Δικαιοσύνης, αφού δικαιώνει εργαζομένους, όταν η λύση δεν αναζητείται στην κείμενη νομοθεσία, αλλά στην ανατροπή της, τότε είναι φανερό ότι η κρίση δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως οικονομικό πρόβλημα, αλλά ως πολιτισμικό και κοσμοθεωρητικό. Το αδιέξοδο στον καπιταλισμό δεν είναι μοιραίο, προκύπτει από πολιτικές και κοσμοθεωρητικές επιλογές της τάξης του μεγάλου χρήματος και συνεπώς παραμένει συνάρτηση των κοινωνικών αντιστάσεων, που έτσι πυροδοτούνται.
kvergo@gmail.com

Η τιμη και τα οπλα...

Των Αλέξανδρου Ζαχιώτη και Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, Red NoteBook...
Μετά την -επιεικώς άδοξη- ήττα της απεργίας της ΟΛΜΕ
Το λέμε εξαρχής: Δεν είμαστε καθόλου ευχαριστημένοι από τη συνδικαλιστική και πολιτική τακτική της Αυτόνομης Παρέμβασης και του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ στην πρόσφατη απεργία των εκπαιδευτικών. Δεν έχουμε καμιά διάθεση αριστερής πλειοδοσίας: Γνωρίζουμε πόσο δύσκολη υπόθεση είναι η επιτυχία κάθε μεμονωμένου αγώνα απέναντι σε ένα πρόγραμμα συνολικής κοινωνικής «αναμόρφωσης» (και την κυβέρνηση που το υλοποιεί), όπως γνωρίζουμε και τι σημαίνει σήμερα μια απεργία -- πολύ δε περισσότερο εν μέσω εξετάσεων, υπό την απειλή  της επιστράτευσης και με την απόλυση επί θύραις. Ενώ τα γνωρίζουμε αυτά, ενώ δηλαδή έχουμε πλήρη επίγνωση του δυσμενέστατου συσχετισμού υπό τον οποίο δόθηκε ο αγώνας της ΟΛΜΕ, θεωρούμε προβληματικούς και κατώτερους των αναγκών τους χειρισμούς που οδήγησαν στην αναστολή του. Εξηγούμαστε αμέσως.

Το μότο του Α. Σαμαρά, «προτιμώ να πέσει η κυβέρνηση, παρά να κάνω πίσω με την απεργία των καθηγητών», δεν ήταν απλά μια υπόμνηση ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο. Αντίθετα, επρόκειτο για τον ορισμό μιας «μεθόδου» που, ενώ προηγείται της κρίσης (μια εκδοχή της π.χ. είδαμε στις καταλήψεις του 2006-7 και στα «Δεκεμβριανά» του 2008), εντούτοις σήμερα, στους καιρούς της διαρκούς έκτακτης ανάγκης, γίνεται κύριο εργαλείο άσκησης και εμπέδωσης της εξουσίας, η χρήση του οποίου πηγαίνει πέρα από το εκάστοτε διακύβευμα. Πρόκειται για τη «μέθοδο» που εφαρμόστηκε επιτυχώς στους ναυτεργάτες και τους εργαζόμενους στο μετρό, και που πλέον αποτελεί σταθερά της περιόδου. Βασικό γνώρισμά της είναι η αναβάθμιση κάθε επιμέρους κοινωνικής σύγκρουσης σε κεντρική πολιτική μάχη εφ΄ όλης της ύλης, με την ευθυγράμμιση όλων των κομμάτων και όλων των ΜΜΕ στην υπόθεση της δαιμονοποίησης και, τελικά, της συντριβής της εκάστοτε ομάδας-στόχου που επιλέγει η κυβέρνηση. Στη λογική λοιπόν αυτή, της «δυσανεξίας» του πολιτικού, οι πιο ετερόκλητες δυνάμεις, από τη νεοφιλελεύθερη «Αριστερά» ως τη νεοναζιστική Δεξιά, διαμορφώνουν έναν πόλο απέναντι στο εκάστοτε Απόλυτο Κακό – είτε πρόκειται για τον οριακό (και ηρωικό) αγώνα της Υπατίας, είτε για μειοψηφικά μαχητικά εγχειρήματα όπως η Βίλα Αμαλίας, είτε, στην περίπτωσή μας, για ένα ιστορικό συνδικάτο με δεκάδες χιλιάδες μέλη, όπως η ΟΛΜΕ. Παρά τις προφανείς διαφορές, σε κάθεμιά από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η «μέθοδος» αυτή τοποθετεί τη ριζοσπαστική Αριστερά αντικειμενικά στη θέση του άλλου πόλου. Σε μια θέση, δηλαδή, εξ ορισμού συγκρουσιακή.

Έχει ο κόσμος της Αριστεράς επίγνωση αυτής της θέσης; Και με ποιους τρόπους επιχειρεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που συνδέονται με αυτήν; Σε ό,τι αφορά τον αγώνα των εκπαιδευτικών, είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και η Αυτόνομη Παρέμβαση υπερασπίστηκαν στο δημόσιο λόγο τις επιλογές της ΟΛΜΕ, ανέδειξαν τις ευθύνες της κυβέρνησης, και επεσήμαναν τις οδυνηρές συνέπειες των μέτρων. Κάνοντας, ωστόσο, όλα αυτά, έκαναν και ένα ακόμα: διαχώρισαν την υποστήριξη του αγώνα από το πώς ο αγώνας αυτός θα μπορούσε να δοθεί επί της ουσίας και με αξιώσεις, στο χρόνο που επέλεξε η κυβέρνηση, και υπό τις δεδομένες (δυσμενέστατες) συνθήκες. Στο χρόνο αυτό, και με τις γνωστές δυσκολίες, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είδε τον αγώνα των εκπαιδευτικών ως «καυτή πατάτα».

Παρά τα υπεραριστερά και ανυπόστατα που γράφονται εκ των υστέρων (συχνά με αφόρητη μικροκομματική ιδιοτέλεια...), ο σχεδιασμός του αγώνα των εκπαιδευτικών ήταν -προφανώς- ευθύνη της ΟΛΜΕ, η οποία, μετά και την επιστράτευση, ήταν υποχρεωμένη να απαντήσει δυναμικά. Όχι τόσο --και σίγουρα όχι μόνο-- για λόγους πρεστίζ. Αλλά γιατί τα μέτρα της κυβέρνησης, όπως συστηματικά εξήγησαν οι συνδικαλιστές της, ισοδυναμούσαν με 10.000 λιγότερους εκπαιδευτικούς από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.

Όπως φάνηκε, ωστόσο, ο σχεδιασμός της ΟΛΜΕ άφηνε χωρίς απάντηση το κεντρικό ερώτημα, τι κάνουμε δηλαδή με την προληπτική επιστράτευση, και μετέθετε την απάντηση προς το καταφανώς ανέφικτο, τη στήριξη δηλαδή της ΑΔΕΔΥ. Με ιλιγγιώδη άλματα, και στην πραγματικτότητα αρκούμενος στο «συμβολικό», ο ούτως ειπείν σχεδιασμός της ΟΛΜΕ ουσιαστικά προδιέγραφε μια ήττα με ψηλά (;) το κεφάλι. Κι όμως, μολονότι απροετοίμαστος και ...προώρως καταδικασμένος, ο αγώνας αυτός στηρίχτηκε από τις γενικές συνελεύσεις και το 90% του κλάδου, που αψήφησε επιδεικτικά το απορρυθμιστικό άκρο για να συγκρουστεί με την κυβέρνηση. Θα ρίσκαραν άραγε την απόλυσή τους οι χιλιάδες που ψήφισαν υπέρ της απεργίας; Οι περισσότεροι πιθανότατα όχι –και κανείς δεν θα βρισκόταν να τους κατηγορήσει γι΄ αυτό. Όμως, ακριβώς γι΄ αυτό, το θέμα ήταν να αναμετρηθούμε συγκεκριμένα με την πραγματικότητα της επιστράτευσης, και το αίτημα των εκπαιδευτικών, στη χειρότερη να πάνε στις τάξεις τους ως επιστρατευμένοι απεργοί.

Αυτό ήταν το θέμα, τόσο για την ΟΛΜΕ, όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, που ζήτησε από την κυβέρνηση την άρση της επιστράτευσης -- επέμεινε δηλαδή να μιλά «πολιτικά» (και σωστά)--, χωρίς ωστόσο να ασχολείται με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα απέδιδε η πίεση. Μιλήσαμε ξανά και ξανά προς την κυβέρνηση• αποφύγαμε, όμως, να μιλήσουμε συγκεκριμένα προς τους δικούς μας ανθρώπους, τους απεργούς. Να τους πούμε ότι οι οργανώσεις μας θα τους υπερασπίζονταν έμπρακτα στις γειτονιές, ενισχύοντας την ορατότητα του αγώνα τους, και ότι οι βουλευτές μας θα βρίσκονταν έξω από τα εξεταστικά κέντρα, ως αλληλέγγυοι σε επιστρατευμένους απεργούς (γιατί απεργούς με χακί αφορά η επιστράτευση, όχι κανονικούς και κανονικά εργαζόμενους όπως όλο το χρόνο). Να τους πούμε ότι θα τους στηρίζαμε οικονομικά, όσο ήταν δυνατό. Και να τους πούμε ότι το σχέδιο της κυβέρνησης της Αριστεράς είχε πολλά να κερδίσει και από την ελάχιστη νίκη τους.

Δεν είπαμε και δεν κάναμε κανένα από τα παραπάνω –από υπερβάλλοντα σεβασμό στην αυτονομία του συνδικαλισμού ή λόγω πολιτικής οκνηρίας και υποτίμησης του αγώνα;--, ούτε τα συζητήσαμε σε διαδικασίες, μολονότι αφορούσαν έναν αγώνα που η κυβέρνηση αναβάθμισε σε ζήτημα ζωής και θανάτου. Και κάπως έτσι, έχοντας αφεθεί να «εκπροσωπούμε» έναν συμβολικό αγώνα, με μια υποστήριξη ωστόσο καθ΄ όλα πραγματική, συνεχίσαμε να διαχωρίζουμε (όπως η ΟΛΜΕ) την απεργία από την πρακτική αντιμετώπιση της επιστράτευσης. Η διαδικασία του διπλού ψηφίσματος --ένα για την απεργία και ένα για τις προϋποθέσεις της (!)--, απλώς επικύρωνε αυτό που όλοι (και οι Παρεμβάσεις) αντιμετωπίσαμε εξαρχής ως αναπόφευκτο. Γιατί, σε αντίθεση με όσα προπαγανδιστικά γράφονται σε σάιτ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν επρόκειτο για καμία «προδοσία» εκ μέρους της Αυτόνομης Παρέμβασης και του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Επρόκειτο για μία άνευ όρων παραδοχή μιας προδιαγεγραμμένης ήττας –τόσο άνευ όρων, που η Αυτόνομη Παρέμβαση βρέθηκε να καταγράφεται στην πλειοψηφία του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ, από κοινού με την ΠΑΣΚΕ και τη ΔΑΚΕ. Άδοξο, για να μην πούμε γελοίο.

***

Επειδή πάντα θα υπάρχουν αυτοί που διαβάζουν με το στραβό βλέμμα του καχύποπτου: Με τις σκέψεις αυτές δεν έχουμε σκοπό να εκμηδενίσουμε ούτε μία από τις προσπάθειες των συντρόφων και των συντροφισσών μας του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, της Αυτόνομης Παρέμβασης και των «Παρεμβάσεων» --ούτε να υποστηρίξουμε ότι δουλειά της Αριστεράς είναι η υποκατάσταση των κοινωνικών οργανώσεων. Σκοπός μας είναι να θέσουμε σε συζήτηση δύο σημεία:

Το πρώτο είναι ότι στη συγκυρία της δυσανεξίας του πολιτικού, όπου κάθε πεδίο διαπραγμάτευσης με το κράτος συρρικνώνεται ασφυκτικά, είναι αδιανόητο η οργάνωση των αγώνων να διαχωρίζεται από τα μέσα και το σχέδιο για τη νίκη τους –ένα σχέδιο που μπορεί να έχουν ή να μην έχουν οι κοινωνικές οργανώσεις, δεν μπορεί όμως να μην το έχει η ριζοσπαστική Αριστερά. Στην εποχή που διανύουμε, και που μακράν απέχει από το συμβόλαιο κοινωνικής ειρήνης της δεκαετίας του ΄80, ακόμα και οι αγώνες για την τιμή των όπλων προϋποθέτουν κάποιον που βρίσκει και χρησιμοποιεί τα όπλα του –κι εδώ τίποτα το τρομοκρατικό δεν υπαινισσόμεθα.

Το δεύτερο αφορά ειδικότερα τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Η διαφύλαξη του ηθικού του πλεονεκτήματος είναι βασικός όρος για την επιτυχία της κυβέρνησης της Αριστεράς, τόσο βασικός, όσο και η άμεση εγκατάλειψη της λογικής της ελαχιστοποίησης της σύγκρουσης. Όπως φάνηκε και με την έκβαση της απεργίας της ΟΛΜΕ, η τακτική αυτή, η λεγόμενη του ώριμου φρούτου, εν τέλει αναζωογονεί το φρούτο, αφήνοντας τον κόσμο της Αριστεράς να συζητά μακάρια τα του οίκου του, και καταξιώνοντας την άθλια κυβέρνηση ως αποκλειστικό φρουτοπαραγωγό. Επειδή μάλλον θα υπάρξει και επόμενη φορά, επειδή το τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ με κάθε αγώνα θα είναι όρος επιτυχίας του αγώνα αυτού, και επειδή το επικείμενο Συνέδριο οφείλει να θέσει και να απαντήσει το ερώτημα, ας θυμόμαστε ότι νέα επίδοση κάτω από τη βάση μπορεί να έχει συνέπειες μη αναστρέψιμες. Ας το πούμε, λοιπόν, ρητά: δεν θα υπάρξει κυβέρνηση της Αριστεράς, αν δεν αναλάβουμε την ευθύνη και την οργάνωση του άκρου που μας αντιστοιχεί.

Τρομοκράτησης και διώξεων συνέχεια: ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΔΙΩΞΗ από την τροχαία της Αττικής οδού για τα διόδια...

Δεν πληρωνω....
Οι Επιτροπές Αγώνα ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ μαζί με τους ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΥΣ ΜΑΧΗΤΕΣ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ (ΑΛ.ΑΝΥ.Α – Αλληλεγγύη- Ανυπακοή- Ανατροπή), μέλη της ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΡΑΦΗΝΑΣ-ΠΙΚΕΡΜΙΟΥ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΑ ΧΑΡΑΤΣΙΑ και αγωνιστές κάτοικους της ΠΑΛΛΗΝΗΣ την 8η Ιούλη 2012 οργανώσαμε συγκέντρωση διαμαρτυρίας  στο σταθμό διοδίων της Παλλήνης ενάντια στην επιβολή διοδίων στην ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟ που κατά παράβαση ακόμη και αυτής της σύμβασης παραχώρησης οι εθνικοί εργολάβοι συνεχίζουν να χαρατσώνουν τους εργαζόμενους και τους οδηγούς καθημερινά, ελέω της πολιτικής υποστήριξης που απολαμβάνουν διαχρονικά από τις κυβερνήσεις της λιτότητας και των μνημόνιων.damanaki_georgiadis_lesvosnews
Έτσι πληροφορηθήκαμε ένα χρόνο αργότερα, από τη δικογραφία της τροχαίας, άλλη μια  κακοστημένη δίωξη σε βάρος των κινημάτων ενάντια στα χαράτσια. Η τροχαία της ΑΤΤΙΚΗΣ ΟΔΟΥ περιφερόμενη στις 8/7/12 στις οδούς της Παλλήνης (!) εντόπισε δια επιφοιτήσεως «ύποπτα» αυτοκίνητα, τα παρακολούθησε, διαπίστωσε ότι στάθμευσαν και αποβίβασαν πολίτες που κατευθύνθηκαν πεζή προς το σταθμό διοδίων Παλλήνης  και προχώρησε στη δίωξη τους, (με βάση τις πινακίδες κυκλοφορίας που συνέλεξε) αναζητώντας τώρα τους ιδιοκτήτες. Τα πρώτα κλητήρια της προανακριτικής διαδικασίας άρχισαν να καταφθάνουν και σε ανύποπτους στην κυριολεξία οδηγούς που είχαν σταθμεύσει στην …οδό Αλαμάνας, περισσότερο από δύο χιλιόμετρα εκείθεν του σταθμού διοδίων! Καλεί λοιπόν τους ιδιοκτήτες των οχημάτων να προσέλθουν ως κατηγορούμενοι και να κατονομάσουν και τους συνοδηγούς και επιβαίνοντες, αφού τα οκτώ αυτοκίνητα και οι τρείς μοτοσυκλέτες δεν επαρκούν ούτως ή άλλως για να μεταφέρουν τους δεκάδες αγωνιστές που πήραν μέρος στην κινητοποίηση. Η δικογραφία της τροχαίας μπορεί να βρίθει νομικών ακροβατισμών και αυθαίρετων εικασιών που εύκολα θα καταδειχτούν στα δικαστήρια, αλλά η ουσία της άσκησης και αυτής της δίωξης είναι άλλη: Είναι άλλη  μια απόπειρα τρομοκράτησης και «φρονηματισμού» στη κατεύθυνση της υπεράσπισης των εθνικών τρωκτικών που κέρδισαν στην ανάπτυξη, κερδίζουν και στη κρίση, κατασπαράσσουν διαχρονικά το μόχθο και τον ιδρώτα του εργαζόμενου λαού.
Καλούμε τα κόμματα, τις πολιτικές οργανώσεις, τα συνδικάτα, τις λαϊκές συνελεύσεις και επιτροπές, κάθε πολιτική και λαϊκή συλλογικότητα που αντιστέκεται να συμπαρασταθεί ενεργά και δημόσια στους αγωνιστές που διώκονται διεκδικώντας το αυτονόητο δικαίωμα της ελεύθερης και δωρεάν πρόσβασης στο δημόσιο οδικό δίκτυο που βρίσκεται στη κατοχή των τρωκτικών του δημόσιου πλούτου.
ΔΕΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΟΥΜΑΣΤΕ /ΔΕΝ ΥΠΟΧΩΡΟΥΜΕ /ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΧΑΡΑΤΣΙΑ
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ – ΟΡΓΑΝΩΣΗ – ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ – ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Ο σεβασμός προς τους θεσμούς στο φιλομνημονιακό λόγο...

Του Μιχάλη Βεληζιώτη, απο το Κοκκινο Σημειωματαριο...
Ο φιλομνημονιακός λόγος και σχολιασμός έχει μια συγκεκριμένη ιστορία για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Φταίει το μεγάλο κράτος, οι δημόσιοι υπάλληλοι, τα ρουσφέτια, οι συνδικαλιστές, η Αριστερά και η ηγεμονία της. Φταίνε οι «συντεχνίες» και οι ηγεσίες τους. Στην τελική, αυτό που φταίει είναι η κουλτούρα μας, εφόσον όλα τα παραπάνω είναι προϊόντα ή αντανακλούν την κουλτούρα μας: δε σεβόμαστε τους θεσμούς, δε σεβόμαστε τίποτα.

Η λύση είναι απλή. Εφαρμόζουμε τα Μνημόνια (που ακόμα κι αν δε μας τα είχαν επιβάλλει, θα έπρεπε να τα είχαμε επιβάλλει στους εαυτούς μας) και δείχνουμε σεβασμό στους θεσμούς ώστε να λειτουργήσουν όπως πρέπει, να ξεφύγουμε από την κρίση και να εκσυγχρονιστεί η ελληνική κοινωνία. Δεν πρέπει να «προπηλακίζουμε φραστικά» το Δήμαρχο Αθηναίων και δεν πρέπει να βρίζουμε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή τον Πρωθυπουργό. Εκτός των άλλων, αν όλα αυτά αλλάξουν και γίνουμε πιο σωστοί πολίτες, η Χρυσή Αυγή θα σταματήσει να υπάρχει ή τουλάχιστον θα μειωθεί η δύναμή της (βλ. για παράδειγμα ένα σχετικό επιχείρημα για τη βία σε άρθρο της Αφροδίτης Αλ Σάλεχ εδώ)

Υπάρχει μια μεγάλη υποκρισία σε αυτό το λόγο. Και η υποκρισία αυτή ξεκινάει από τη στιγμή που οι φιλελεύθεροι-κεντρώοι και φιλομνημονιακοί σχολιαστές δε σέβονται οι ίδιοι τους θεσμούς. Η’, μάλλον, επιδεικνύνουν έναν επιλεκτικό σεβασμό προς τους θεσμούς. Για παράδειγμα, ο Πάσχος Μανδραβέλης μας λέει πως «Ναι, και οι αστυνομικοί έχουν μάνες» και  ότι «η αστυνομία δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική χωρίς τον σεβασμό και την αποδοχή της κοινωνίας» (βλ. εδώ).

 Όταν όμως μιλάμε για το θεσμό της συλλογικής εκπροσώπησης των εργαζομένων, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις δηλαδή, ο λόγος αλλάζει. Ο Πάσχος Μανδραβέλης, με αφορμή το τρέχον ζήτημα με την απεργία των καθηγητών, δεν είναι πλέον διαλακτικός και δε μιλάει πλέον για συνδικάτα που ναι μεν δε λειτουργούν σωστά αλλά πρέπει να τα σεβόμαστε (όπως μας λέει για το θεσμό της αστυνομίας). Τώρα γράφει για «συντεχνίες», υποννοεί έλλειψη «ήθους, φιλοπονίας και κοινωνικής προσφοράς» από την πλευρά των συνδικαλιστών εκπαιδευτικών και αποδίδει «τεράστια ευθύνη των συνδικαλιστών της εκπαίδευσης για το σημερινό μας χάλι» (βλ. εδώ).

Παρόμοια υποκρισία μπορεί κανείς να βρει σε πολλούς αρθρογράφους-σχολιαστές του φιλομνημονιακού μπλοκ. Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι το εξής: ο φιλομνημονιακός τύπος ανθρώπου δεν ενδιαφέρεται για τους θεσμούς. Ενδιαφέρεται για την πολιτική που εκφράζει και στηρίζει ο κάθε θεσμός. Από τη μία θέλει την αστυνομία ισχυρή και με λυμένα τα χέρια, για να αντιμετωπίσει κάθε μορφή αντίστασης, να αδειάσει τις καταλήψεις, να περιορίσει το έγκλημα και να καταστείλει το πλήθος στους δρόμους. Και από την άλλη, θέλει τα συνδικάτα εντελώς αδύναμα (και επιστρατευμένα) για να μειωθεί η αντίσταση στις πολιτικές αυτές.

Με απλά λόγια: το μόνο που σέβονται οι φιλομνημονιακοί σχολιαστές είναι η ιδεολογία και η πολιτική της παρούσας κυβέρνησης και των Μνημονίων. Οι θεσμοί λειτουργούν είτε ως στηρίγματα αυτών, είτε ως εμπόδια. Η λύση: σεβόμαστε τα στηρίγματα, διαλύουμε τα εμπόδια.

Ροη αρθρων