Με τη Χ.Α., τη μακρά αφήγηση που πλέκεται γύρω της, τη μιντιακή απεικόνιση και αναπαράσταση προσώπων, λόγου, πράξεων, ιδεολογικών αναφορών κ.λπ. δημιουργείται μια εξοικείωση με την αισθητική τής βίας και του τρόμου.
Δεν είναι μόνο οι φάτσες και οι βίαιες συμπεριφορές που αναπαριστώνται από τα Μέσα, είναι η επιμονή του βραδύνοος κόσμου να μετέχει σε μια τέτοια συμφωνία. Γιατί το πρόβλημα με το νεοφασισμό είναι ότι αισθητικά και συμπεριφορικά είναι «νόμιμος», κοντινός, σχεδόν οικείος με το συνηθισμένο αίσθημα του κόσμου. Για την ακρίβεια, παρασιτεί στις λαϊκές ροπές και τους αυτοματισμούς, διαστρέφοντάς τα φυσικά. Οταν λείπει κάθε εργαλείο για να διαχειριστεί ο κόσμος τις διαψεύσεις του, τότε αναδύεται ο φασισμός ως η πιο δόκιμη και εμπεριστατωμένη μορφή οφθαλμαπάτης. Προσπαθώντας να στηρίξω την άποψή μου, ας σημειώσω ορισμένες πλευρές του αδιεξόδου πάνω στο οποίο, νομίζω, ότι αγκιστρώνεται ο φασισμός*:
1) Οι απεργίες, ειδικά στο δημόσιο τομέα, είναι στις περισσότερες περιπτώσεις παρωχημένη μορφή πάλης, αφού δεν φαίνεται να προξενούν βλάβη σε κάποιον ταξικό αντίπαλο. Το αντίθετο, ανακουφίζουν εξοικονομώντας πόρους και φθείροντας επικοινωνιακά τον απεργό. Οι οικονομικές επιπτώσεις, δε, στον ίδιο τον απεργό, τις κάνουν θνησιγενείς. Η απεργιακή αφλογιστία θέτει θέμα συνδικαλιστικής τεχνικής και κινηματικής τεχνοτροπίας. Αν δεν μπορείς να διεκδικήσεις, να υπερασπιστείς, τότε τι σου μένει;
2) Η φτώχεια διαμορφώνει δύσκολα ακροατήρια, που στέκονται ανταγωνιστικά προς τη διεκδίκηση, την έγερση, τη συγκρουσιακή επιλογή, αφού δημιουργεί στον πολίτη μια αμυντική και αναχωρητική συμπεριφορά. Η κατακλυσμιαία φτώχεια θέτει δομικά προβλήματα κοινωνικών αρθρώσεων. Δύσκολα ακούει, κατανοεί, εκλογικεύει ο φτωχός στο καβούκι της μιζέριας του.