Η διαίρεση Δεξιάς και Αριστεράς δεν υπήρξε ποτέ μια ασάλευτη και αμετάλλακτη στον χρόνο αντίθεση. Στις αρχές του 19ου αιώνα, Αριστερά ήταν οι άμεσοι κληρονόμοι του φιλελεύθερου διαφωτισμού, εκείνοι που στη Γαλλία ή τη Γερμανία επιδίωκαν τη θεμελίωση ενός ορθολογικού αστικού κράτους δικαίου. Λίγες δεκαετίες αργότερα, αυτή η Αριστερά είχε γίνει ήδη Κέντρο ή μετριοπαθής Δεξιά, όταν αναδύθηκε το κοινωνικό ζήτημα και τα αντίστοιχα κινήματα με αναφορά στην απελευθέρωση των εργαζόμενων τάξεων.
Στον 20ό αιώνα, η Αριστερά απλώθηκε σε διαφορετικά κινήματα, κόμματα και διανοητικές παραδόσεις. Σε αυτήν ανήκαν οι Βρετανοί ή οι Ιταλοί φιλελεύθεροι σοσιαλιστές που κατάγονταν περισσότερο από τον Τζον Στιούαρτ Μιλ παρά από τον Μαρξ, η αυστριακή και η γερμανική σοσιαλδημοκρατία και φυσικά όλες οι εκδοχές ριζοσπαστικού σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Αλλού, ωστόσο, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά, η Αριστερά δεν ήταν ποτέ μόνο ή κυρίως σοσιαλιστική ή μαρξίζουσα, αλλά απαντούσε σε άλλες υποθήκες, στον δημοκρατικό λαϊκισμό ή και στον προοδευτικό φιλελευθερισμό της κουλτούρας του New Deal. Αργότερα, φυσικά, ήρθε ο καιρός της λόγιας Αριστεράς, των πολιτικών της ταυτότητας, των αμφιθεατρικών ριζοσπαστισμών.
Γιατί αναφέρω αυτά τα πολύ επιλεκτικά ψήγματα μιας πολυσύνθετης ιστορίας; Για έναν λόγο: σήμερα ξαναμιλούμε για Αριστερά και Δεξιά με βάση τις ερμηνείες της κρίσης και κυρίως τους δρόμους για την υπέρβασή της. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι το νόημα της Αριστεράς ή της Δεξιάς φτιάχνεται μόνο με τα υλικά και τις παραστάσεις της συγκυρίας στην οποία βρισκόμαστε. Οι ιστορικές περιπέτειες υπάρχουν πίσω μας μαζί με τις διαφορετικές μνήμες και κυρίως τις αποκλίνουσες ερμηνείες για το τι συνέβη. Η ένταση όμως του νέου κοινωνικού προβλήματος και συγχρόνως το πρόβλημα νοήματος της δημοκρατίας οδηγούν πλέον σε έναν ενδιαφέροντα «αναχρονισμό». Ακόμα κι αν πολλοί στο εσωτερικό της κλωτσάνε, η ριζοσπαστική Αριστερά καλείται πια να κατανοήσει ουσιαστικά επιχειρηματολογίες οι οποίες δεν θεωρήθηκαν ποτέ «πρωτοποριακές θεωρητικά» από τη σκοπιά του μαρξισμού. Να αναγνωρίσει, ας πούμε, όλα εκείνα τα νοηματικά κοιτάσματα της φιλελεύθερης δημοκρατίας τα οποία δεινοπαθούν ή διαστρέφονται στις κυρίαρχες τροπές των νέων πολιτικοοικονομικών δογματισμών. Με άλλα λόγια, ο μετα-μαρξισμός του 2000 καλείται να ανακαλύψει τις αρετές του προ-μαρξισμού και κυρίως τον αστικό φιλελεύθερο διαφωτισμό, αυτόν τον αθάνατο νεκρό. Συγχρόνως, η ίδια Αριστερά αναζητεί έμπνευση σε εκείνες ακριβώς τις στιγμές της κοινωνικής κριτικής που δεν χρωστούν πολλά στον μαρξισμό. Αυτό γίνεται στην πράξη: όλα, ας πούμε, τα σχέδια και οι εκκλήσεις περί κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, συνεργατικής επιχειρηματικότητας κ.λπ. προέρχονται από μήτρες ξένες ή και αντίπαλες στις μαρξιστικές ορθοδοξίες.
Τούτος ο «αναχρονισμός» δεν είναι αμαρτία, ούτε θεωρητική ούτε, βεβαίως, πολιτική. Όταν έχει προηγηθεί ο 20ός αιώνας όλων των εκτροπών και των ανοσιουργημάτων, και στο όνομα της ριζοσπαστικής βούλησης, οφείλει κανείς να διερωτάται συνεχώς τι αξίζει να σωθεί και τι όχι. Ανεξάρτητα από το αν η αυτού μεγαλειότητα ταξική ανάλυση το εγκρίνει ή όχι. Ποιες ιστορίες είναι τιμητικές και ποιες καθόλου, ποιες αναφορές αξίζει να κρατήσει και ποιες όχι.
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, ο φιλελεύθερος ρεπουμπλικανισμός, η σοσιαλιστική ετεροδοξία είναι αναπόσπαστα ίχνη της νεωτερικής κριτικής σκέψης. Και αυτή η κριτική σκέψη, ακόμα κι αν δεν χρησιμεύει άμεσα και ευθύγραμμα στις πολιτικές τακτικές και στρατηγικές, μπορεί να συνεισφέρει μια πνευματική ταυτότητα ευρύχωρη και χωρίς πλέγματα. Πολυτέλειες; Ματαιοπονία; Εκτός τόπου και χρόνου; Αμφιβάλλω. Θα έχουμε όμως να τα λέμε από τέλη Αυγούστου, μετά το θερινό διάλειμμα της στήλης.