Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Γιατί συμπαθώ τον Λαυρεντιάδη...

Cynical...

Ο Λαυρεντιάδης μού είναι συμπαθής. Το ίδιο συμπαθής μού ήταν και ο Κοσκωτάς. Τι ήταν; Δυο απλά παιδιά, δραστήρια, φιλόδοξα και έξυπνα, που πίστεψαν ότι στον καπιταλισμό υπάρχουν ευκαιρίες, τις οποίες αν εκμεταλλευτούν «σωστά» δεν μπορεί παρά να κερδίσουν. Δεν τους έλλειπε δα και τίποτε. Και όρεξη είχαν, και μυαλό είχαν, και δουλευταράδες ήταν. Γιατί, δηλαδή, να μην ανέβαιναν ψηλά; Οι άλλοι που τους κοίταζαν αφ υψηλού, τι είχαν παραπάνω;

Η θεωρία είναι σαφής: Γίνε ανταγωνιστικός, βρες/φτιάξε ένα προϊόν καλύτερο απ αυτά που κυκλοφορούν, ανέδειξε τα προτερήματά του και άνοιξε μια καινούργια αγορά ή φρόντισε να πάρεις ένα μερίδιο από την υπάρχουσα, για να το πουλήσεις.  Επειδή όμως η αγορά δεν είναι άδεια, για να μπει ένας καινούργιος μέσα, πρέπει αναγκαστικά να εκτοπίσει κάποιους προηγούμενους.

Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Διότι η αγορά έχει τους μπάστακές της, τους φύλακες αγγέλους της. Για να μπεις πρέπει να πληρώσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει οπουδήποτε αλλού, από το σινεμά, μέχρι το μπουρδέλο. Οι φύλακες της αγοράς, το πολιτικό δηλαδή σύστημα, είναι εκεί για να ρυθμίζει την κυκλοφορία προς όφελος αυτών που ήδη έχουν πιάσει τα πόστα από νωρίς, -οι πέντε νταβατζήδες, που έλεγε ο Κωστάκης ο Μικρός-, και προς όφελος αυτών οι οποίοι πλειοδοτούν στη μίζα. Ο καπιταλισμός, όπως έχουμε πολλές φορές τονίσει, σιχαίνεται τον ανταγωνισμό και κάνει το παν για να τον εξαλείψει, γιαυτό άλλωστε μισθώνει και τους πολιτικούς.

Πριν από κάμποσα χρόνια, ο Γιωργάκης ο Μικρός, είχε μαζέψει κάποιους φερέλπιδες επιχειρηματίες ή αεριτζήδες, (δεν το συγκράτησα), σκοπεύοντας να φτιάξει, κατά δήλωσή του, τα καινούργια τζάκια, μιας και τα παλιά είχαν αρχίσει φαίνεται ν’ αυτονομούνται και να αυθαδιάζουν. Είχα τότε εντυπωσιαστεί από το γεγονός, πως τα τζάκια δεν τ’ ανάβει ο ανταγωνισμός και το ρίσκο, αλλά ότι αρκεί το επιδέξιο χέρι κάποιου πολιτικού για να εκτοπίσει το μακρύ χέρι της αγοράς. Όπως επίσης, ότι κάθε πολιτικός με βλέψεις, ήθελε να έχει το δικό του, κατάδικο, τζάκι, κι όχι κάποιο παλιό και μεταχειρισμένο.

Πιθανόν, ο Λαυρεντιάδης να μην είχε συμπεριληφθεί στο προηγούμενο kick-off meeting χορήγησης διαβατηρίων, μπορεί να ήταν και γκρινιάρης, αλλά τον άκουσα πολλές φορές να παραπονιέται ότι τα παλιά τζάκια, ούτε που ήθελαν να τον δουν, ούτε να τον ακούσουν, δεν τον «έπαιζαν» δηλαδή. Τα ίδια παράπονα είχε και ο Κοσκωτάς. Οι μεγάλοι, είχαν σηκώσει μύτη και δεν τους έπαιζαν. Άπαξ, κι είχαν πιάσει το στασίδι εκεί στα ψηλά, είχαν φροντίσει να τραβήξουν και τη σκάλα πίσω τους, αφήνοντας τους από κάτω φιλόδοξους και δραστήριους να χτυπιούνται και να βουρλίζονται.

Και να πεις ότι έκαναν λάθη; Κανένα! Απλώθηκαν όσο πιο πολύ μπορούσαν, αυτό άλλωστε δεν λέει και το εγχειρίδιο του καλού καπιταλιστή; Expand, expand, expand! Έπιασαν τα πόστα στις εφημερίδες, τα κανάλια και τα περιοδικά. Αυτό δεν κάνει άλλωστε ο καλός καπιταλιστής, να φυλάει όσο πιο καλά μπορεί τα νώτα του από αήθεις επιθέσεις; Έπιασαν και τις άκρες στην πολιτική, ο ένας τον μακαρίτη Κουτσόγιωργα, ο άλλος τον Βενιζέλο. Μήπως κι αυτό ήταν λάθος κίνηση; Σύμφωνα με τα προηγούμενα, καθόλου! Προσφέρθηκαν τα παιδιά οικειοθελώς να χτίσουν τα καινούργια prive τζάκια, κι αυτοί θα τους απέρριπταν; Δεν είναι δα και τόσο χαζοί.

Μα θα μου πείτε, ότι για να βγάλουν τα έξοδα του τζακιού, έβαλαν χέρι στις τράπεζες που είχαν με κόπο στήσει, και ότι αυτό ήταν το λάθος τους. Λάθος! Μήπως έπαψε να ισχύει ότι όποιος θέλει να κλέψει μια τράπεζα, την αγοράζει; Όχι φυσικά ισχύει και παραισχύει. Τα παιδιά, τα έκανα όλα σωστά, ακολουθώντας κατά γράμμα το εγχειρίδιο.

Γιατί την πάτησαν όμως;

Γιατί παρά ήταν πολύ ικανοί. Τα παλιά τζάκια, όπως ήταν φυσικό τρόμαξαν και διαμαρτυρήθηκαν. Κάποιος έπρεπε να τους σταματήσει με τη φόρα που είχαν πάρει. Και έτσι ξεθάφτηκε από το παλιό συρτάρι η νομιμότητα και η παράβασή της.  Γιαυτό κι εγώ τον συμπαθώ τον Λαυρεντιάδη. Γιατί ήταν παιδί άξιο, με  όρεξη και ταλέντο, που δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει γιατί το έφαγαν η γεροντοκρατία, τα μονοπώλια και η αναξιοκρατία.

Γιαυτό και η χώρα δεν πρόκειται να πάει ποτέ μπροστά. Ούτε ένα καπιταλισμό της προκοπής δεν μπορούν να στήσουν...

Πότε θα έρθει επιτέλους το τέλος αυτού του κόσμου;

του Θάνου Ανδρίτσου, απο τη Λεσχη...
Ανορθολογισμός, υποταγή στην καθημερινή μιζέρια ή πίστη σε ένα νέο συλλογικό όραμα;
Δεν ήρθε τελικά το τέλος του κόσμου στην 21η Δεκέμβρη. Υπήρξαν βέβαια κρίσιμες διαμάχες για τον τρόπο που θα καταστραφεί, ή για τη σωστή ερμηνεία των Μάγιας. Αντίστοιχης σημασίας συζητήσεις πληθαίνουν το τελευταίο διάστημα σε τηλεοράσεις και εφημερίδες για θέματα όπως το αν η γραμμή που ακολουθεί τα αεροπλάνα είναι τα αέρια που μας ψεκάζουν και άλλα που συνήθως συγγενεύουν με εθνικιστικά, μυστικιστικά και φασιστικά ρεύματα. Προκαλεί θλίψη πώς σε συνθήκες οικονομικής καταβαράθρωσης και συνολικής ιδεολογικής, αξιακής, μορφωτικής καθίζησης ενισχύεται ο ανορθολογισμός, κατακρημνίζονται τα κριτήρια σκέψης και λογικής και αναβαθμίζεται η μαζική αποβλάκωση.
Παρά το μελάνι που χύθηκε ή τις συζητήσεις που έγιναν, αρκετά λίγοι πραγματικά πίστεψαν ότι θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου, ή κάτι παρόμοιο. Ούτε απεγνωσμένες οικογένειες έτρεχαν να κρυφτούν σε καταφύγια, ούτε μποτιλιαρίσματα ή καρδιακές προσβολές, σαν αυτές που βλέπουμε στις ταινίες και έλαβαν χώρα στη φάρσα του Όρσον Ουέλς για την εισβολή εξωγήινων το 1938. Αν εξαιρέσουμε τη νυχτερινή περιοδεία του Κασιδιάρη, πολύ λίγοι κοίταξαν τον ουρανό εκεί η τη μέρα. Πολύ λίγοι κοιτούν τον ουρανό πλέον κάθε μέρα. Κανείς δεν αυτοκτόνησε μπροστά στον φόβο της συντέλειας του κόσμου. Αρκούν αυτοί που αυτοκτονούν καθημερινά υπό το βάρος της οικονομικής καταστροφής.
Το χειρότερο δεν είναι που κάποιοι πίστεψαν ότι θα έρθει το τέλος αλλά ότι πάρα πολλοί δεν το απεύχονταν. Μπορεί να το πρόσμεναν, να το αναζητούσαν, σίγουροι πως ούτε καν αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε αυτό τον κόσμο που καταδικάστηκαν να ζουν. Μια κοινωνία ολόκληρη αρχίζει να μαθαίνει να ζει από αγγαρεία, μέσα σε μια καθημερινή ζοφερή μανιέρα, χωρίς συγκινήσεις, χωρίς ελπίδες, αλλά και χωρίς σενάρια μαζικής καταστροφής. Δεν υπάρχει πια κανένα ένδοξο τέλος που θα μας σώσει από την άδοξη πτώση μας. Εδώ είναι που η άρνηση του ανορθολογισμού γίνεται η εξίσου ανησυχητική με την αποδοχή της καθημερινής εξαθλίωσης σαν την μόνη πιθανή εκδοχή του κόσμου.
Η ζωή χάνεται στις ουρές των ΟΑΕΔ, στην ατελείωτη προσπάθεια επιβίωσης, στα κρύα σπίτια. Δε λείπει μόνο το πετρέλαιο για να ζεστάνει το σπίτι, ή το ψωμί για να χορτάσει η κοιλιά, το χειρότερο είναι ότι λείπει η ελπίδα να γεμίσει λίγο την καρδιά και το μυαλό. Αυτά είναι τα διαρκή ατομικά τέλη του κόσμου, σιωπηλά, χωρίς θορύβους και εικόνες. Δεν είναι μόνο οι τεράστιοι κατακλυσμοί και οι πτώσεις μετεωριτών ανίκανες να αλλάξουν αυτή την καθημερινότητα, αλλά ούτε και οι σημαίες, οι επαναστάσεις οι ανατροπές. Χωρίς μεγάλες χαρές, ούτε καταστροφικές μανίες, η κοινωνία ένα μόνο μέλλον μπορεί να έχει, ίδιο με το σημερινό αποκρουστικό παρόν. Η κοινωνία. Ο καθένας μόνος του μπορεί να επιβιώνει ή και να χάνεται.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη του δολοφονικού καπιταλισμού. Η αποδοχή ότι καμία πιθανή εναλλακτική δεν μπορεί να υπάρξει σε συλλογικό επίπεδο. Δεν υπάρχει εναλλακτική, έλεγε η Θάτσερ, μνημόνιο, ευρώ, λιτότητα ή καταστροφή λένε από το πρωί μέχρι το βράδυ οι ντόπιοι και ξένοι τροϊκανοί. Αυτή ήταν η βαθύτερη έννοια του «τέλους της ιστορίας» του Φουκουγιάμα. Όχι ότι δεν θα υπάρχουν κρίσεις και κλονισμοί, ή αγώνες και αντιστάσεις. Αλλά ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία πραγματική, πιθανή και βιώσιμη εναλλακτική από τον καπιταλισμό και τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση.
«Φιλόσοφοι», καλλιτέχνες, πολιτικοί, και άλλοι εμπνέονταν ή φοβούνταν τεχνοκρατικές δυστοπίες και στρατούς κλώνων. Πολλοί θεωρούν πιο πιθανή την κατάληψη του κόσμου από αυτομολημένα ρομπότ παρά από  χειραφετημένους εργάτες. Πιο πιθανή την καταστροφή του κόσμου από την καταστροφή του καπιταλισμού. Στις 21 Δεκέμβρη πιθανώς να φαίνονταν σε κάποιους πιο παράλογα τα κελεύσματα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου από ότι του ημερολογίου των Μάγιας.
Κι όμως, ποτέ άλλοτε οι συνθήκες δεν ήταν πιο ώριμες για ένα μεγάλο άλμα της ανθρωπότητας. Το γνωρίζουν αυτό οι κυρίαρχοι. Το βλέπουν στην, ακόμα ανώριμη αλλά γιγάντια λαϊκή κινητοποίηση. Και θέλουν να το ξορκίσουν σαν ακόμα πιο παράλογο σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Κάθε είσοδος του λαού στο προσκήνιο, κάθε διεκδίκηση της εξουσίας, δεν μπορεί παρά να φέρει χάος, βία του όχλου, δεινά χειρότερα από πλημμύρες και καταποντισμούς.
Υπάρχει ένα ρητό για τη Σοβιετική Ένωση. Ότι ο κομμουνισμός δεν έμοιαζε με ότι είχε υποσχεθεί, ο καπιταλισμός όμως ήταν ακριβώς όπως περιγράφονταν. Εκμετάλλευση και δυστυχία. Κάτι ανάποδο βλέπουμε να επιχειρεί ο αστικός πολιτισμός. Τι λέει; Ο καπιταλισμός δεν θα σας εγγυηθεί καλή ζωή, πιθανώς ούτε καν επιβίωση, σίγουρα όμως είναι ο μόνος που μπορεί να υπάρξει. Κάθε άλλο είναι παράλογο και επικίνδυνο. Έτσι, ξεγυμνωμένοι από την ψευδαίσθηση της ευμάρειας και της ασφάλειας αλλά και αποψιλωμένοι από κάθε συλλογικό όραμα, οφείλουμε να προχωρούμε σήμερα, μέσα στα συντρίμμια της καθημερινής ζωής.
Είχε και ιδεολογική υποστήριξη αυτή η αποδοχή της ανημποριάς. Και από πολλούς που δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς του καπιταλισμού. Η μεταμοντέρνα κριτική, με πολλές αποχρώσεις και αφετηρίες, παρήγαγε καίριες ενστάσεις στο θεωρητικό οικοδόμημα της νεωτερικότητας και σε πλευρές δογματισμού και ντετερμινισμού του παραδοσιακού μαρξισμού, ωστόσο έθρεψε ένα τέρας. Την άρνηση κάθε δυνατότητας συνολικής αλλαγής, στηριγμένης σε κάποια ορθολογικά κριτήρια και κοινές έννοιες και διεκδικήσεις. Όπως έγραψε ο David Harvey, «παρήγαγε μια κατάσταση μηδενισμού», ή σύμφωνα με τον Perry Anderson την αίσθηση ότι «δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα πέραν του καπιταλισμού».
Αρχίσαμε όλο και περισσότερο να «βολευόμαστε με λιγότερο ουρανό». Όπως έλεγε κι ένας γνωστός αρχιτέκτονας, οφείλουμε να προσβλέπουμε σε μικρά πράγματα, «αφού είδαμε ότι η δυνατότητα για μεγάλα αποπέμφθηκε από την ιστορία». Ωστόσο, ενώ η Αριστερά άφηνε τις μεγάλες αφηγήσεις ή υποτασσόταν την αστική ηρεμία κι ενώ οι φιλόσοφοι και οι καλλιτέχνες έβρισκαν έμπνευση στα μικρά, δεν έγινε το ίδιο για το κεφάλαιο. Η πιο μεγάλη από τις μεγάλες αφηγήσεις συντελείται σήμερα στην προσπάθεια υπέρβασης της πιο βαθιάς και δομικής κρίση του κεφαλαίου μέσω της διάλυσης της παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα βυθίζεται σε τόσο πυκνά σκοτάδια και εμφανίζεται ένα ρεύμα συλλογικής ιστορικής απαισιοδοξίας και απόγνωσης. Όμως  βρίσκει συνταρακτικά ανίκανη την Αριστερά να τροφοδοτήσει ένα ρεύμα αισιοδοξίας, δημιουργίας και ελπίδας για τη μεγάλη ανατροπή και αλλαγή. Ενώ γίνεται όλο και πιο έντονο το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει κάτι πέρα από τον καπιταλισμό, ενώ η αναζήτηση του κομμουνισμού επιστρέφει στις θεωρητικές συζητήσεις, η Αριστερά φοβάται όλο και περισσότερο να μιλήσει για αυτόν και ακόμα χειρότερα να τον συνδέσει με τις πολιτικές επιλογές της, έστω σαν στρατηγικό στόχο. Πως γίνεται να μην αρνείται την ελπίδα για μια καινούρια ζωή ο άνεργος νέος, όταν η πρόταση εξουσίας της Αριστεράς φαντάζει όλο και περισσότερο σαν μια υπόθεση μικροαλλαγών στη διαχείριση ή τις διεθνείς σχέσεις; Τώρα ρεαλισμός, τα μεγάλα οράματα και οι μεγάλες αφηγήσεις είναι ή του παρελθόντος ή του απώτερου μέλλοντος. Γίνεται να μην καταθέτει τα όπλα, όταν το ΚΚΕ του υπενθυμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι είναι «μικρός πολύ μικρός για να αλλάξει» κάτι, ότι τα χειρότερα πάντοτε θα έρχονται μέχρι τη λαϊκή εξουσία που κάπως θα έρθει;
Θα μπορέσουμε με νέες κιμωλίες να ξανατραβήξουμε την κόκκινη γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος, να επαναφέρουμε τον κομμουνισμό σαν όραμα και σαν κίνημα, σαν αίτημα και σαν κάλεσμα για δράση, σαν κριτήριο για τα πολιτικά προγράμματα και σαν μοχλό στράτευσης, σαν κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων; Θα διαμορφώσουμε μια νέα ελπίδα που δε θα βασίζεται σε μια πίστη στα θαύματα του Χριστού, ούτε στις ιστορίες του Άγιου Βασίλη, αλλά στην γνώση της πραγματικότητας και των δυνατοτήτων της; Θα βάλουμε την κομμουνιστική ιδέα στη θεωρία και την πράξη των πραγματικών υποκειμένων; Αυτό είναι ένα καθήκον για το σήμερα.
Αξίζει να ζει αυτός ο κόσμος; Ξανά το σεξπηρικό ερώτημα, όχι όμως για  τον καθένα από μας, αλλά για τον κόσμο της εκμετάλλευσης. Σίγουρα όχι. Ας καταστραφεί, όχι με μπάλες φωτιάς από το διάστημα αλλά με τη φωτιά που καίει μέσα μας. αΚι έτσι θα θυμηθούμε ξανά, την παρακίνηση του Χικμέτ: «Στάχτη θα γίνεις κόσμε γερασμένε, σου είναι γραφτός ο δρόμος της συντριβής»

Για τη δική μας «κοντινή» ανατροπή...

Αλίκη Κοσσυφολόγου, REDNotebook...
«Στο δρόμο να με βγάλεις που ανεβαίνει / για τη δικιά σου κοντινή Αμερική / Μ’ ένα κλειδί κι ένα περίστροφο στην τσέπη / θέλω να τρέξω κατά εκεί» *

Γιορτή αργία για τους μαθητές/τριες και τους φοιτητές/τριες, εργάσιμη για τους εργαζόμενους/ες, μια από τα ίδια για τους ανέργους και τις άνεργες. Ήλιος που τυφλώνει και θερμοκρασία 18 βαθμοί. Είναι σα να «γελάει» ακόμα ο καιρός με την ασύλληπτη κακογουστιά που επέτρεψε ο δήμαρχος Καμίνης να «εγκατασταθεί» στο Σύνταγμα με  πρόσχημα τους εορταστικούς στολισμούς.

Το χριστουγεννιάτικο «πνεύμα» πατικώθηκε από τα τεράστια λογότυπα ιδιωτικής εταιρίας τηλεπικοινωνίας που «κατέλαβαν» την πλατεία. Πόσο ειρωνικό είναι όμως; Τον Ιούλιο του 2011 η ηγεσία του δήμου Αθηναίων πήρε την απόφαση να διώξει με βίαιο τρόπο τους τελευταίους αγανακτισμένους πολίτες που «παρέμεναν» στην πλατεία, ξηλώνοντας σκηνές και κάνοντας προσαγωγές με την αιτιολογία της προστασίας του δημόσιου χαρακτήρα της χρήσης της. Σήμερα, η ίδια αρχή του δήμου εκχωρεί το δικαίωμα χρήσης της πλατείας, χωρίς προσχήματα και περιορισμούς, σε μία ιδιωτική επιχείρηση.

Τί κι αν εκατοντάδες πολίτες καλοπροαίρετα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Δήμου Αθηναίων και προσέφεραν – από το υστέρημα τους πιθανόν – είδη πρώτης ανάγκης και ρουχισμό; Το αποτέλεσμα ήταν πολλά εξ αυτών να καταλήξουν στα σκουπίδια και ο «περονισμός» του δημάρχου να έχει το πιο άδοξο τέλος. Κι  όμως, λίγες ημέρες πριν το φιάσκο, παρουσιάστρια  ειδήσεων σε μεγάλο ιδιωτικό κανάλι διαβεβαίωνε ότι «θα ακολουθήσουν κι άλλες τέτοιες προσπάθειες», αποσαφηνίζοντας με τη σειρά της το όριο της «νέας» και στεγανής κοινωνικής διαστρωμάτωσης της εποχής της κρίσης.  Μας έλεγε δηλαδή,  να μείνουμε  ήσυχοι επειδή μαζί με τους φτωχούς που θα  πληθαίνουν, θα πληθαίνουν και οι «άγιοι» τους;

Λίγα μέτρα παρακάτω, στην Έρμου, παίζεται το παιχνίδι «η αγορά κινείται». Το συνεχόμενο ωράριο των καταστημάτων που εξυπηρετεί τις «ανάγκες» όλο και λιγότερων, είναι μάλλον «κυρίως» ένα βάσανο για τους/τις εργαζόμενους/ες, αφού τις περισσότερες φορές αυτό μεταφράζεται σε απλήρωτες υπερωρίες, σπαστά 8ωρα που γράφονται ως ημιαπασχόληση αλλά δουλεύονται ως 12ωρα, σε μια  εξοντωτική δουλειά δηλαδή, που δεν πληρώνεται σχεδόν τίποτα ή απλά με ένα ολόκληρο τίποτα.

Μερικά τετράγωνα πιο πάνω, στο Κολωνάκι, στα «φαντεζί» εστιατόρια της πόλης, μετανάστες στριμώχνονται στα «μετόπισθεν» για τις  βαριές χειρωνακτικές δουλειές ενώ στην «πρόσοψη» νεαρές καλοντυμένες κοπέλες, ημιαπασχολούμενες ή εποχικές, δουλεύουν διπλή βάρδια για να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τις «αυξημένες» απαιτήσεις της εορταστικής περιόδου. Τίποτα που λάμπει δεν είναι χρυσός σ’ αυτό το θλιβερό πανηγύρι της «με το ζόρι» ανάπτυξης.

Παρά τα όλα όσα όμως, ορισμένοι/ες συμπαθούμε τις γιορτές γιατί μπορεί να μας θυμίζουν τις μη «εργάσιμες» περιόδους της παιδικής μας ζωής. Ο ερχομός τους μπορεί να μας απάλλασσε – έστω και για λίγο - από το οδυνηρό πρωινό ξύπνημα,  από τις 32 εξωσχολικές δραστηριότητες που στέγνωναν τον ελεύθερο χρόνο μας και από την επανάληψη των μαθηματικών.

Σήμερα «τις» συμπαθούμε επίσης, γιατί ακόμη και χωρίς καλοριφέρ, κάποιοι/ες καταφέρνουν  περνούν καλά χωρίς να ξοδεύουν πολλά ή καθόλου λεφτά. Μαζεύονται σε σπίτια και τρώνε νόστιμα φαγητά, πάνε βόλτες και βρίσκουν αφορμή να χορέψουν και να κάνουν αστεία. Το κατόρθωμα να μπορείς να χαίρεσαι, χωρίς να χρειάζεσαι κανέναν από τους μέχρι τώρα «γνωστούς» εμπορευματοποιημένους τρόπους «μυρίζει» ένα κοντινό μέλλον γεμάτο κοινωνικές ανατροπές.

Το μόνο που είναι αναγκαίο να γίνει, είναι να πειστούν περισσότεροι/ες για το εφικτό αυτού του «άλλου» δρόμου για την διεκδίκηση της ευτυχίας. Αρκεί να επιμένουμε στους «δικούς μας» τρόπους, στην κοινωνική «καινοτομία» της αλληλεγγύης «μας» και της συμμετοχής και το όραμα της ανατρεπτικής ταξινομίας της κοινωνικής δικαιοσύνης θα μας φαίνεται κάθε μέρα και πιο προσιτό.


*«Η δικιά σου κοντινή Αμερική», μουσική, στίχοι Γιάννης Αγγελάκας, 1987

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Φτωχοί εναντίον δασών!...

Του Κλέαρχου Τσαουσίδη, απο την Αυγη...
Το «λαθρο-κάτι» πουλάει ακόμη. Ίσως όχι τόσο η «λαθρομετανάστευση», αλλά τα νέα όπλα που τα Μέσα Μαζικής Τρομοκρατίας εφευρίσκουν μέχρι να μας πείσουν ότι εμείς φταίμε για το χάλι μας. Εμείς, μισθωτοί, συνταξιούχοι, μικροεπαγγελματίες, άνεργοι και φυσικά όχι πειθήνιοι ψηφοφόροι.
Μιας που η ρεάλ Αριστερά και η σοφιστικέ (και μακρυχέρισσα) Σοσιαλδημοκρατία, αντάμα με τους εθνικοσοσιαλιστές,
δεν φαίνεται να δίνουν τη λύση στον θίασο του κ. Σαμαρά, επιστρατεύτηκαν εκ νέου οι τηλεπαπαγάλοι και με τη βοήθεια διαφόρων ανόητων οικολογιζόντων μας δείχνουν τον νέο εχθρό: τη «λαθροϋλοτόμηση». Τις μέρες των Χριστουγέννων, τα καταχρεωμένα αλλά κερδοφόρα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα (ελπίζω να μην αναρωτιέστε ακόμη πώς γίνεται αυτό), αλλά και τα πλήρως δουλοπρεπή δημόσια, ξεσκίστηκαν να διεκτραγωδούν το πώς οι πένητες και εξαθλιωμένοι συνάνθρωποι, εκτός του ότι έριξαν έξω το μαγαζί διότι έπαιρναν και μισθό για να δουλεύουν, όχι μόνο δεν πληρώνουν ως καλοί πολίτες για πετρέλαιο θέρμανσης (και το εξαρτημένο τιμολογιακά φυσικά αέριο), αλλά κόβουν δέντρα για να ζεσταθούν!
Πήραν φωτιά τα τζάκια, μας λένε. Μάλιστα, όλη η φτωχολογιά με τζάκια τη βγάζει σε μεζονέτες της Πολιτείας και του Πανοράματος (στη Θεσσαλονίκη) κι όχι με τις μαντεμένιες σομπίτσες που, εκτός των άλλων, ανταγωνίζονται και τη ΔΕΗ διότι στο πάνω μέρος μπορείς να βάλεις την κατσαρόλα και να μαγειρέψεις τα εξωτικά ζαρζαβατικά και τους φασιανούς.
Φυσικά, η βλακεία των δούλων είναι ευθέως ανάλογη με αυτήν των κυβερνητικών γεωργαλάδων που δίνουν κάθε πρωί στους διευθυντές των μέσων το θεματολόγιό τους.
Έτσι, ενώ δείχνουν με το δάχτυλο, ίδιοι κουκουλοφόροι, τους εξαθλιωμένους ανέργους ή εποχικά εργαζόμενους για την κοπή δέντρων από τα δάση, μας λένε κιόλας ότι η δουλειά γίνεται με φορτηγά και με πετρελαιοκίνητα πριόνια αξίας κάποιων χιλιάδων ευρώ, που προφανώς ανήκουν σε ανέργους, ημιαπασχολούμενους και υπερήλικες.
Τα δικά τους παιδιά, τα τσακάλια που μόλις οσμίζονται αίμα σπεύδουν να καλύψουν τη νέα ανάγκη της αγοράς, είναι αθώα του κρίματος.

Το έγκλημα στις Σκουριές
Κάποιοι οικολογίζοντες, με εμφανές το πρόβλημα αυτοπροσδιορισμού, μόλις δουν ματσούκι λένε όποια εξυπνάδα τους κατέβει στο θολωμένο τους μυαλό, έως και ότι οι συνέλληνες κόβουν δέντρα και στα άλση.
Όχι οι δήμαρχοι (για να θυμηθούμε τον Νικήτα), αλλά οι κάτοικοι. Πού, πότε, με ποια μέσα, είναι περιττό να ρωτήσουμε. Αφού το λένε αυτοί...
Έτσι και το υπουργείο Περιβάλλοντος. Εκείνο το υπουργείο οι πολιτικοί προϊστάμενοι του οποίου θεωρούν ηλίθιους όλους τους άλλους πλην της αφεντιάς τους, βγάζοντας κάθε μέρα κι ένα όρντινο ενάντια τάχα μου στη λαθροϋλοτόμηση.
Μέλη της ίδιας κυβέρνησης που επιτρέπει την τιμή του τόνου καυσόξυλων να ίπταται στα 140 έως και 190 ευρώ/τόνο, οι υπουργοί Περιβάλλοντος και Προστασίας των κουκουλοφόρων ψελλίζουν διάφορα για ελεγχόμενη υλοτόμηση, για απαγόρευση κυκλοφορίας φορτηγών στις δασικές οδούς κατά τις νυκτερινές ώρες και άλλες τέτοιες αηδίες.
Οι ίδιοι, όχι απλώς ανέχονται, αλλά μας πρήζουν για τα πλεονεκτήματα της «επένδυσης» στις Σκουριές της Ιερισσού, όπου χιλιάδες στρέμματα δασωμένης γης θυσιάζονται νομίμως για να κάνει ο δήμαρχος Πάχτας (τον θυμάστε;) τα μικροπολιτικά του παιχνίδια και να κερδοσκοπήσουν οι Καναδοί χρυσοθήρες και τα ελληνικά, επίχρυσα, δεκανίκια τους.
Εκεί δεν υπάρχει περιβαλλοντικό έγκλημα. Ούτε στις δημοπρασίες των πρώην ή και νυν (αλλά καταγραμμένων ως καμένων) δασικών εκτάσεων που έναντι πινακίου φακής παραδίδονται σε ξυλέμπορους ή καρβουνέμπορους, ασχέτως αν κάηκαν ή δηλώθηκαν ότι κάηκαν από εμπρηστές.

Υποκριτές και υβριστές
Οι κύριοι που ρυθμίζουν αυτές τις ανομίες σε βάρος του περιβάλλοντος δεν είναι βλάκες ούτε αμόρφωτοι μεροκαματιάρηδες. Είναι καθηγητές πανεπιστημίου, νομικοί, μηχανικοί. Το ίδιο και οι απολίτικοι οικολογίζοντες που είναι βέβαιον ότι θα καταγγείλουν τον φτωχούλη ο οποίος κουβαλάει στην πλάτη ένα κλαδί που έπεσε από τα φορτηγά των επιχειρηματιών της υλοτομίας. Οι κατ’ επάγγελμα δολοφόνοι του περιβάλλοντος στο απυρόβλητο. Εκκωφαντική η απουσία τους και από το μέτωπο στις Σκουριές. Προφανώς δεν εγκρίνει ο αξιότιμος κ. Κον Μπεντίτ τη συνύπαρξή τους με αυτούς που δεν υπακούνε στις αρχές της «επιχειρηματικότητας».
Η υποκρισία κυβερνώντων αλλά και τοπικών παραγόντων που προτάσσουν τις θέσεις εργασίας έναντι του περιβάλλοντος σπανίως απασχολεί τα μέσα «ενημέρωσης». Εξηγήσιμο κι αυτό, όταν στις εταιρείες που καταστρέφουν δάση και περιβάλλον (μην ξεχνάμε τις νέες χωματερές) είναι και αυτές των ιδιοκτητών ΜΜΕ. Τόσο απλά!
Και το θράσος των υποτακτικών είναι τόσο που επικαλούνται τα παιδιά τα οποία κάηκαν από ξυλόσομπα στην Καβάλα για να ξορκίσουν τη θέρμανση με ξύλα.
Αυτή η ύβρις ξεπερνά κάθε όριο. Οι θύτες, αυτοί οι άθλιοι υπάλληλοι των κερδοσκόπων που αναγκάζουν τον κοσμάκη να καταφεύγει έως και σε πατέντες μπας και ζεσταθεί, μας εγκαλούν εμμέσως διότι δεν προτιμούμε τις σίγουρες μεθόδους θέρμανσης. Τι είναι 4 ή 5 χιλιάρικα τον χρόνο (τόσα χρειάζεται ένα σπιτικό στη Φλώρινα ή στο Νευροκόπι για να θερμανθεί στοιχειωδώς); Το θέμα είναι να χρησιμοποιείς τα πολιτικώς ορθά μέσα: πετρέλαιο, αέριο, ρεύμα, πέλετ και πάει λέγοντας. Όχι σομπίτσες.
Μετά, ό,τι κι αν γίνει, η σόμπα σου φταίει. Η σόμπα φταίει και για τα παιδιά που χάθηκαν. Όχι η καταραμένη φτώχεια που απλώνεται σαν χολέρα πάνω από τη χώρα με τις ευλογίες των Ευρωπαίων προστατών.
Η σόμπα φταίει. Μήπως και για το μπέρδεμα με τη λίστα Λαγκάρντ το συρτάρι του γραφείου δεν έφταιγε που φιλοξένησε το φλασάκι;
ΥΓ.: Γνωρίζω την κασέτα που αναμασούν τα ηγετικά στελέχη των οικολόγων. Ε, οικολογία και καπιταλισμός (κέρδος πάση θυσία) κομματάκι δύσκολο να συνυπάρξουν. Αυτό ώς κι οι σερσερήδες της «αγοράς» το έχουν αντιληφθεί...

Μέρες αργίας: Μια έκκληση....

Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη, απο το AlterThess..
kyriakatikh_argia.png
Τούτες τις άγιες μέρες των εορτών οι εκκλήσεις για αλληλεγγύη και γενναιοδωρία πάντα πολλαπλασιάζονταν. Αυτό βέβαια ισχύει πολύ περισσότερο τώρα με την κρίση. Από την πλευρά μου θα σας ζητήσω μια διαφορετική μορφή αλληλεγγύης. Δηλαδή να μην κάνετε κάτι (τουλάχιστον).
Είμαι σίγουρος πως ξέρετε ότι για μας που εργαζόμαστε στο λιανικό εμπόριο αυτές οι μέρες δεν είναι άγιες αλλά «άγριες». Στην καλύτερη περίπτωση έχουμε δεκάωρες βάρδιες με τις υπερωρίες να δίνονται ως επιπλέον ρεπό κάπου στο μέλλον, αλλιώς μιλάμε για ατέλειωτες ώρες («όσο μπαίνει κόσμος», «όσο έχει δουλειά», «όσο πάει γενικώς») απλήρωτης εργασίας υπέρ... δυσπραγούντων κεφαλαιοκρατών. Κι όλα αυτά συνέβαιναν ήδη π.Κ. (προ Κρίσεως).
Φέτος προστίθεται κι η αφαίρεση μιας Κυριακής. Της πρώτης γιατί έρχονται πλέον οι εφτά (για πολλές περιπτώσεις κι όλες οι Κυριακές) και τέλος... η κυριακάτικη τεμπελιά των υπαλλήλων. Τα επιχειρήματα περί τόνωσης της αγοράς, ανάπτυξης και καταπολέμησης της ανεργίας είναι ολοφάνερα χονδροειδή ψέματα. Πέρα από το γεγονός ότι αυτό που λείπει για αγορές είναι τα χρήματα, ποια άραγε άτομα δεν είχαν χρόνο να ψωνίσουν αρκετά αυτές τις μέρες με τα καταστήματα ανοιχτά από το πρωί ως το βράδυ; Οι επιβάτες κρουαζερόπλοιων, οι τράνζιτ ταξιδεύοντες αεροπορικώς, τίποτα εξωγήινοι επισκέπτες; Το μόνο τμήμα του πληθυσμού που (αν είχε χρήματα) δεν είχε χρονική άνεση για ψώνια, είμαστε εμείς οι υπάλληλοι του εμπορίου, αλλά βέβαια αφού θα δουλεύουμε την Κυριακή πάλι δεν θα προλάβουμε.
Όσο για την ανεργία, αυτή θα αυξηθεί καθώς θα κλείσουν τα μικρότερα καταστήματα ενώ τα μεγαλύτερα απλώς θα «τεντώσουν» τα ήδη εξωφρενικά ελαστικά ωράρια των υπαλλήλων τους κι οι όποιες προσλήψεις θα αφορούν θέσεις ημιαπασχόλησης (τύποις, αλλά «κάτσε καμιά ωρίτσα παραπάνω τώρα που έχει δουλειά») με λιγότερο από 300 ευρώ. Και το πιο μακάβριο αστείο είναι ότι η κυβέρνηση μιλάει για κυριακάτικο άνοιγμα με τήρηση των κανόνων της εργατικής νομοθεσίας (όσο νόημα έχει ακόμα αυτή η έκφραση), λες και συνεργεία της Επιθεώρησης Εργασίας θα αλωνίζουν κυριακάτικα τις αγορές να καταγράφουν ποια καταστήματα είναι ανοιχτά και πόσα άτομα εργάζονται για να ελέγξουν μετά αν θα πληρωθούν την προσαύξηση του 75% του μεροκάματου που προβλέπει ο νόμος!
Γι' αυτό, λοιπόν, σας παρακαλώ, την τελευταία Κυριακή του χρόνου (30.12) να μην αγοράσετε τίποτα, ούτε τσίχλα από περίπτερο που λέει ο λόγος. Ελπίζω να καταλαβαίνετε ότι αυτό θάναι και για το δικό σας καλό (εκτός αν κάνετε διακοπές σε μέρη όπως το Γκστάαντ κι οι Μπαχάμες). Γιατί οι άθλιες εργασιακές σχέσεις -ημιαπασχόληση, ωρομίσθιο, αποσύνδεση ωραρίου εργασίας από ωράριο λειτουργίας καταστημάτων (αυτό π.χ. σημαίνει ότι μια επιχείρηση μπορεί να βάλει το προσωπικό της να ξεφορτώνει στις 2-4 τα ξημερώματα, χωρίς καμία επιπλέον πληρωμή), ξεκινούν από μας πριν γίνουν κοινός τόπος. Έτσι και για τις Κυριακές είμαστε πάλι τα πρώτα θύματα. Οι μόνοι κερδισμένοι από τη λειτουργία των μαγαζιών και τις Κυριακές είναι οι ιδιοκτήτες μεγάλων αλυσίδων καταστημάτων, καθώς θα αυξήσουν το μερίδιό τους στην αγορά αφού τα μικρά εμπορικά θα εξοντωθούν και θα κλείσουν. Κάθε ευρώ που θα δοθεί αυτή την Κυριακή σημαίνει αύξηση της υπερεκμετάλλευσης και της ανεργίας.
Βέβαια, δεν σας προτείνω να μείνετε σπίτι και να βάλετε βίντεο. Όχι. Αν έχετε όρεξη βγείτε βόλτα κι ελάτε να μας στηρίξετε στις κινητοποιήσεις που θα κάνουμε όσες κι όσοι από μας μπορέσουμε, αντέξουμε, τολμήσουμε (όπως θέλετε πάρτε το) να απεργήσουμε. Για να μετατρέψουμε μια χαζοχαρούμενη «γιορτή» υποταγής και εξουθένωσης σε ελπιδοφόρο πανηγύρι αλληλεγγύης και αντίστασης.
Γιάννης Γκλαρνέτατζης
(&) αντιπρόεδρος του Σωματείου Υπαλλήλων Βιβλίου – Χάρτου Ν. Θεσσαλονίκης

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Η νέα αριστοκρατία...

Αντιφωνο..
«Δεν χρειάζεται κάθοδος στον στίβο της πολιτικής, δεν εννοώ με τον τρόπο αυτό την στράτευσή μου. Στο μέλλον, όμως, μπορεί να αναλάβω ευθύνες», δήλωσε ο πρωθυπουργός Μάριο Μόντι. Δήλωσε δηλαδή διαθέσιμος για μια πρωθυπουργία χωρίς τη βάσανο των εκλογών. Συμβατή η δήλωσή του με τις δημοσκοπικές καταγραφές στην Ελλάδα. Οι Έλληνες, ερωτώμενοι για τα πρόσωπα που θα ήθελαν στην κυβέρνηση απαντούν πως το 32% θέλει νέα πολιτικά πρόσωπα, το 23% τεχνοκράτες και το 24% ακαδημαϊκούς καθηγητές. Θα ανέθεταν θέσεις-κλειδιά της κρατικής μηχανής σε καταξιωμένους επαγγελματίες (23,8%), τεχνοκράτες (20,1%), ακαδημαϊκούς δασκάλους και πνευματικούς ανθρώπους (20,5%), και νέους πολιτικούς (13,9%). (Πηγή: έρευνα της Marc για το Έθνος).
Ευλόγως ο κ. Στουρνάρας φαίνεται προτιμότερος για τη θέση του υπουργού από επαγγελματίες πολιτικούς, εξαρτημένους από τις πατρωνίες που οι ίδιοι καλλιέργησαν. Λογικό ο κ. Πικραμένος ή ο κ. Παπαδήμος να φαίνονται προτιμότεροι από πρωθυπουργούς που βούλιαξαν σε θάλασσες πολιτικής δειλίας, απύθμενης αδράνειας και προκλητικής ανικανότητας.
Όμως παραβλέπουμε, απηυδισμένοι και φοβισμένοι, πως οι δημοφιλείς τεχνοκράτες είναι δημοφιλείς, μεταξύ άλλων, επειδή ποτέ δεν αντιμετώπισαν όσα τσάκισαν τους προκατόχους τους. Δεν μπήκαν στη διαδικασία να πείσουν προεκλογικά. Δεν αντιπαρέβαλε κανείς τις παλιές εξαγγελίες τους με την μετεκλογική πρακτική τους. Δε χρειάστηκε να συνθέσουν αντικρουόμενα συμφέροντα, να συγκροτήσουν κοινωνικές συμμαχίες, να δουν τις μυλόπετρες της κοινωνικής σύγκρουσης να αλέθουν το πολιτικό τους κεφάλαιο. Άδικη λοιπόν η σύγκριση τεχνοκρατών και πολιτικών. Διπλά άδικη όταν παραβλέπεται πως και η τεχνοκρατική αριστεία έχει τα όριά της. Για παράδειγμα, πολλές προηγούμενες προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας κάποιων τεχνοκρατών, σημερινών υπουργών, προκαλούν πικρό γέλιο με την αστοχία τους.
Ο κυρίαρχος λόγος απορρίπτει όποιον επικαλείται το πολιτικό κόστος. Ως φόβος του πολιτικού κόστους βαφτίζονται συλλήβδην τα πάντα. Ευτελής φυσικά ο φόβος του πολιτικού κόστους όταν αφορά στην ομηρία από συντεχνιακά συμφέροντα. Αδικαιολόγητα ονομάζεται όμως πολιτικό κόστος ο παραμικρός δισταγμός μπροστά στην ολοσχερή κοινωνική αποδιάρθρωση.
Εντέλει, ποιος μπορεί να αγνοεί το πολιτικό κόστος; Μα μόνο όποιος δε λογοδοτεί στο πολιτικό σώμα ως πολίτης και πολιτικός. Μόνο όποιος δε λογοδοτεί ούτε στο κοινωνικό σώμα, ως κομμάτι κι ο ίδιος μιας καθημαγμένης κοινωνίας. Άρα, μόνο όποιος δε χρειάζεται δημοκρατική νομιμοποίηση. Αποτελεσματικός τεχνοκράτης υπουργός στα μάτια της κοινής γνώμης είναι ο μιντιακά παντοδύναμος. Εκείνος που παρακάμπτει τα κόμματα, τους άλλους υπουργούς, ακόμα και τον εντολοδόχο πρωθυπουργό. Από πού όμως αντλεί την εξουσία του; Από την εμπιστοσύνη του λαού; Μα δεν εκτέθηκε στη δοκιμασία της λαϊκής ψήφου. Μήπως από την επιστημοσύνη του; Μα αυτή αποτελεί εχέγγυο λαϊκής εμπιστοσύνης μόνο αν ο φορέας της την έθετε πάντα στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος. Μόνο αν υπήρξε σταθερά και αδιάλειπτα πνευματικός άνθρωπος και ταυτόχρονα ενεργός πολίτης. Μόνο αν δεν απέφυγε ποτέ τη λογοδοσία και τα φώτα του δημόσιου στίβου.
Ακούω τον αντίλογο: Μας λες λοιπόν, την ώρα που βουλιάζουμε, πως δε χρειάζονται τεχνοκράτες; Φυσικά και χρειάζονται. Φυσικά και η αντιπρόταση αυτού του άρθρου δεν είναι ο αιώνιος Μαυρογυαλούρος. Όμως είναι ένα πράγμα η ελεγχόμενη συντεταγμένη ανάθεση της εποπτείας σημαντικών τομέων της εκτελεστικής εξουσίας και της διοίκησης σε ειδικούς και άλλο πράγμα η υποχώρηση της πολιτικά υπεύθυνης, εκλεγμένης και λογοδοτούσας εξουσίας. Ειδάλλως, αποδεχόμαστε τη δυσοίωνη προοπτική ενός μέλλοντος με Σύνταγμα, Βουλή και κυβέρνηση όπου όμως μετά τις εκλογές πρόσωπα και πολιτικές μπορούν να αλλάζουν, αρκεί να τοποθετούνται στις κατάλληλες θέσεις κατάλληλοι τεχνοκράτες με κατάλληλες διεθνείς διασυνδέσεις.
Επιστρέφουμε στην Ιταλία: περιττό να ειπωθεί πως ο Μόντι είναι σοβαρότερος και καταλληλότερος από τον θλιβερά μπουφόνικο Μπερλουσκόνι. Φτάνει αυτό; Διαβάζουμε πως στην ατζέντα του Μόντι περιλαμβάνεται η «μείωση του συνολικού κόστους της πολιτικής και η δυνατότητα να λαμβάνονται αποφάσεις που να μπορούν να εξυπηρετούν μακρόπνοα την χώρα». Η μαγεία αυτών των λέξεων απαιτεί διπλή εγρήγορση. Γιατί η μείωση του κόστους της πολιτικής είναι επικίνδυνα κοντά στη μείωση του πεδίου επιρροής της. Και η υπέρβαση του πολιτικού κόστους είναι πολύ κοντά στην υπέρβαση της ίδιας της πολιτικής νομιμοποίησης.

Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα...

manifestomag...
megasyntagma
Οι ιδιωτικές τηλεοράσεις είναι ημιπαράνομες επιχειρήσεις που εδώ και χρόνια χρησιμοποιούν δημόσιες συχνότητες χωρίς κανέναν δημόσιο έλεγχο. Οι ιδιοκτήτες τους δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά σε τομείς άσχετους με την ζημιογόνο «ενημέρωση», αλλά καθόλα σχετικούς με τις προσοδοφόρες δουλειές που μπορεί να σου δώσει η πίεση από ένα μεγάλο δίαυλο «ενημέρωσης».
Ετούτες τις ημέρες διάλεξαν κάποιοι καναλάρχες να διαφημίσουν την όψιμη κοινωνική τους ευαισθησία κάνοντας όμως … μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα. Μας προέτρεψαν επί τούτου να δείξουμε με την σειρά την κοινωνική μας αλληλεγγύη προσφέροντας σε ενδεείς συμπολίτες μας ό,τι μας περισσεύει.
Χιλιάδες συνάνθρωποί  μας, παρότι απελπιστικά μόνοι οι ίδιοι (αφού κατηφορίζοντας από τα πλούσια προάστιά τους δεν συνάντησαν ούτε έναν αναγκεμένο), ανταποκρίθηκαν στις τηλεοπτικές προσκλήσεις κι άφησαν το περίσσευμα ή και το υστέρημά τους μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες.
Το οξύμωρο είναι ότι τα κανάλια που είχαν τις πρωτοβουλίες στήριξης των νεόπτωχων του Μνημονίου, είναι αυτά ακριβώς που με ανυπόκριτο ζήλο το στηρίζουν!
Βεβαίως δεν έχουμε τίποτα με τους ενδεείς που οικονομούν τις δυσκολίες της ζωής τους γυρνώντας δεξιά κι αριστερά. Τα έχουμε όμως με την επετειακή και κυρίως υποκριτική «ελεημοσύνη» των ημερών, την οποία μάλιστα επικουρεί άλλοτε η Αρχιεπισκοπή  της ελλαδικής Εκκλησίας, άλλοτε διάφοροι θλιβεροί βλαχοδήμάρχοι κι άλλοτε πάλι όλοι μαζί .
Υπενθυμίζουμε πάντως στους φιλάνθρωπους των εορτών ότι οι πεινασμένοι πεινούν 365 μέρες τον χρόνο και σίγουρα δεν θα χορτάσουν την πείνα τους ούτε τα ξέκωλα ούτε οι ξεσκολισμένοι των κωλοκάναλων των Αθηνών.
skyarchiepiskopi

Ανάμεσα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά…

Το Ιστολόγιο του Ερυθρού Καγκουρώ...
oura_eforia-750x545
Στάθηκε στην πόρτα του γραφείου με δισταγμό. Σα να μην ήθελε να ενοχλήσει. Σα να αισθανόταν αμήχανα με την εκεί παρουσία του. Στην πολύβουη δημόσια υπηρεσία γινόταν χαμός τις τελευταίες ημέρες του χρόνου. Δεκάδες συμπολιτών με χαρτιά στα χέρια να κυνηγούν σφραγίδες και υπογραφές. Να αγχώνονται, να γκρινιάζουν, να θυμώνουν. Να μαλώνουν μεταξύ τους και με τους υπαλλήλους. Είναι παράξενες οι εργάσιμες ανάμεσα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά: στριμώχνονται δουλειές και υποχρεώσεις. Ο χρόνος γίνεται πιεστικός. Οι μέρες τελειώνουν. Πρέπει να ξεμπλέξεις. Από εκεί και ο εκνευρισμός. Ειδικά φέτος με τις διαφόρων ειδών στενότητες τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ζόρικα.
Προχώρησε με αβέβαια βηματάκια προς το γραφείο. Δυο τρεις βιαστικοί του πήραν τη σειρά. Τον έσπρωξαν κιόλας λίγο άτσαλα. Τα δικά τους τα χαρτιά είχαν βλέπεις προτεραιότητα. Δεν το έκανε θέμα. Τι να έλεγε; Αυτός για άλλη δουλειά ήταν εκεί, πώς να το εξηγούσε; Ακούμπησε δυο τσάντες με ψώνια στο πάτωμα και στάθηκε  μπροστά στον απασχολημένο υπάλληλο. Δεν μίλησε. Ο άλλος με το βλέμμα κολλημένο στην οθόνη του υπολογιστή όπου έτρεχαν σε σειρές ατέλειωτες νούμερα, άπλωσε το χέρι να πάρει τα χαρτιά και να εξυπηρετήσει. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. «Υπογραφές, σφραγίδες έχετε;»
Απάντηση δεν πήρε. Ο ηλικιωμένος ακούμπησε στο γραφείο αυτά που κρατούσε στα χέρια του. Ένα μικρό κουτί με γλυκά κι ένα μπουκάλι του λίτρου με το ντόπιο ρακί. Ξερόβηξε για να τραβήξει την προσοχή του άλλου. Εν τέλει κοιτάχτηκαν και του μίλησε: «Δε φανήκατε φέτος από το χωριό. Η θεία σου, σού στέλνει τα φετινά μελομακάρονα, με τις ευχές της. Χρόνια πολλά». Ένοχο χαμόγελο και των δυο. Η ουρά πίσω έσπρωχνε. Οι συμπολίτες με τα χαρτιά στο χέρι βούιζαν ανυπόμονα. Έπρεπε, επιτέλους, να τελειώσουν τις δουλειές τους. Ανάμεσα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά…

Κάλλιο πεινασμένος και μαζί, παρά χορτάτος και ναζί...

Εagainst.com...
tumblr_m3x6rzPto51r2y9suo1_500
Άλλη μια μέρα με βρίσκει να ψάχνω στις τσέπες παλιών τζιν για ξεχασμένα νομίσματα. Άλλη μια μέρα που ζητάω χάρη απ’ τον περιπτερά να μ’ αφήσει να ρίξω μια ματιά στην εφημερίδα των αγγελιών, χωρίς να την πληρώσω. Άλλο ένα πρωϊνό που τη βγάζω με ψωμί, αλειμένο με μαργαρίνη και πασπαλισμένη ζάχαρη. Άλλα δέκα λεπτά στο σουπερμάρκετ προσπαθώ ν’ αυτοσχεδιάσω βρίσκοντας κάτι φθηνό να προσθέσει μια νέα γεύση στα μακαρόνια, λίγη νοστιμάδα στις φακές, μια νότα απόλαυσης στο ρύζι. Μπορώ, βέβαια, να πω πως φέτος γνώρισα για πρώτη φορά την πόλη μου, μοιράζοντας βιογραφικά. Φέτος αντιλήφθηκα πως η χυλόπιτα του εργοδότη μπορεί να γίνει κάποιες φορές πιο απογοητευτική και πιο πικρή απ’ αυτή της γυναίκας. Πολέμησα πολύ για να μην εγκαταλέιψω τον εαυτό μου στη μιζέρια του, να μην μετατραπεί το σπιτικό μου σε σαρκοφάγος. Πολεμώ ώστε να παραμείνω άνθρωπος, να μην αφήσω το μίσος να με πνίξει μέσα στο ίδιο μου το αίμα. Και συνεχίζω…
Θυμάμαι, λίγες μέρες μόνο θα χουνε περάσει, έναν γείτονα να με φωνάζει απ’ το παρκάκι βιαστικά. “Έλα, έλα Αντώνη, μοιράζουνε φαϊ δυο στενά πιο κάτω”, μου πε μόλις πλησίασα, με συνωμοτικό ύφος. Ο γείτονας, ο κυρ Πέτρος, ένας κοιλαράς μεσήλικας εισοδηματίας, που τώρα τελευταία συνεχώς γκρινιάζει, αφού πέταξε στο δρόμο με έξωση όλους τους κακοπληρωτές ενοικιαστές του. Δεν συνηθίζω να πιάνω κουβέντες μαζί του, πέρα από ένα γεια, γιατί είναι συνεχώς στη μίρλα. Αφού μοιράζανε φαί, όμως, τα πόδια μου αυτόματα κουνήσαν να ακολουθήσουν τα καφετιά σκαρπίνια του κυρ Πέτρου που ξεκινούσαν προς τα κει.
Από μακριά άκουγα φωνές, κι υπέθεσα πως θα γίνεται πανζουρλισμός μπροστά στους σάκους με τα τρόφιμα. Περνώνας το πρώτο στενό πρόσεξα διμοιρίες μπάτσων να χουνε κυκλώσει το τετράγωνο, κι οι φωνές να δυναμώνουν. Σταμάτησα μια στιγμή, και πρόσεξα πως οι φωνές ακούγονταν μέσα από μια κλούβα της αστυνομίας. Κοκκάλωσα. Να τους μάζεψαν επειδή πήγαν να κλέψουν τα σακιά; Να τους συνέλαβαν επειδή τσακώθηκαν πάνω στη μοιρασιά, επειδή ποδοπάτησαν κανένα; “Πάμε, πάμε, θα τελειώσουν τα φαγια ρε Αντωνάκη”, μου πε ο κοιλαράς και με σκούντηξε να περπατήσω πάλι. “Τους κακοφαίνεται τους αληταράδες που μοιράζουν τρόφιμα”, είπε σχεδόν ψιθυριστά κι μούρη του γέμισε μ’ απέχθεια. Μα σε ποιόν άνθρωπο θα κακοφαινόταν η διανομή τροφίμων;
Φτάνοντας στην πλατεία…
Φτάνοντας στην πλατεία αντίκρυσα ένα τσούρμο μαυροντυμένων, να στέκεται μπροστά από πάγκους και δυο τρεις καραφλούς φωτογράφους να στήνουν τον κόσμο πέρα δώθε. Ένας χοντρός φαφλατάς στην άκρη είχε πιάσει κουβέντα με τους μπάτσους, και τους έδινε οδηγίες στο πώς να προστατέψουν την πλατεία. Κάποιοι κακόμοιροι, σαν και του λόγου μου, έφευγαν με σκυμμένο το κεφάλι κι ενα σακί πατάτες στον ώμο. Κάποιοι άλλοι έδιναν το χέρι στο φαφλατά, που αυτάρεσκα κόμπαζε για τους τόνους τροφής που μοίραζαν στον κόσμο, το πόσο μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες είναι, και πόσο ανάξιο για ένα πιάτο φαί είναι το εφτάχρονο μαυράκι που κρυφοκοιτούσε λαίμαργα απ’ το μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας.
«Έλα, έλα Αντώνη, το κόμμα φροντίζει για τζάμπα φαϊ», φώναζε γεμάτος χαρά ο γείτονας. Μου ‘ρθε εμετός και αναγούλα. Αυτοί που χρόνια τώρα φιλούσαν κατουρημένες ποδιές για μια σκατοθεσούλα στο δημόσιο, τώρα έγλυφαν τα πόδια των μαφιόζων για δυο σακουλάκια ρύζι. Αυτοί που θα ‘πρεπε να ‘ναι στους δρόμους, εξεγερμένοι, κουβαλούσαν τα παλτά των ασήμαντων μπράβων της νύχτας. Αυτοί που πεινούσαν, αντί να σηκώσουν το ανάστημα και να σχηματίσουν δομές αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, έσκυβαν ακόμη πιο χαμηλά ζητώντας ελεημοσύνη από μια συμμορία.
Έφτυσα στ’ οδόστρωμα το σάλιο αηδίας και γύρισα προς τα πίσω. Οι φωνές μέσα απ’ την κλούβα τώρα ήταν ξεκάθαρες: «το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά». Ήταν αντιφασίστες κι αντιφασίστριες, οι ίδιοι άνθρωποι που ‘χουν οργανώσει συλλογικές κουζίνες σε κάθε γειτονιά της πόλης. Ήταν αντιεξουσιαστές κι αντιεξουσιάστριες, οι ίδιοι άνθρωποι που δημιουργούν πόλη προς πόλη και μια αγροκολλεκτίβα, που χουν ξεκινήσει παντού αυτοοργανωμένα μαθήματα, για καθετί που μπορεί να φανεί δημιουργικό στον καθένα. Ήταν αυτοί που αποκαλούνται «άκρο», την ίδια στιγμή που θα περάσουν την πρωτοχρονιά τους όχι στα μπουζούκια, όχι στα χλιδάτα ρεβεγιόν, αλλά έξω απ’ τις φυλακές όλης της χώρας, τραγουδώντας γι’ αυτούς που η κοινωνία θέλει να ξεχάσει πως υπάρχουν, τους έγκλειστους συνανθρώπους μας.
Περπάτησα δυο βήματα, αργά, ξοδεύοντας την τελευταία θερμίδα που είχα πάρει. Μέσα στο μυαλό μου στριφογύριζε η σκέψη να μπω κι εγώ μαζί μέσα στην κλούβα. Κάλλιο πεινασμένος και μαζί, παρά χορτάτος και ναζί…

Για τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα...

Του Δημήτρη Μπελαντή, απο το Κοκκινο Σημειωματαριο...
Από όλες τις κυρίαρχες πλευρές ακούγεται συνέχεια το επιχείρημα ότι το Δημόσιο (τόσο το στενό όσο και το ευρύτερο) είναι υπερδιογκωμένο, οικονομικά σπάταλο, υδροκεφαλικό και ότι, επιτέλους, πρέπει να μειωθεί. Ότι αυτό το Δημόσιο χτίστηκε επί χρόνια στην βάση των πελατειακών σχέσεων και του πελατειακού κομματικού κράτους, πράγμα για το οποίο, περιέργως αυτήν την στιγμή, όλα τα κυρίαρχα κόμματα ασκούν την άδολη αυτοκριτική τους ή «ποιούν την νήσσα». Αυτή την στιγμή, οφείλουν να πληρώσουν οι πελάτες και, βεβαίως, όχι οι πάτρωνες, αφού αυτοί έχουν «ξεπλυθεί» μέσω της αυτοκριτικής. Υπονοείται μια εκδικητικότητα απέναντι σε αυτούς που στάθηκαν «ηθικά αδύναμοι» και διεκδίκησαν με «μη αξιοκρατικό τρόπο» να διορισθούν αντί να στραφούν στην δυναμική ιδιωτική αγορά εργασίας – ενώ οι πάνω απλώς υπέκυψαν σε αυτήν την ολέθρια ηθική αδυναμία μάλλον για λόγους φιλανθρωπικούς. Μήπως οι κυρίαρχοι έχουν και αυτοί κάποιο δίκιο;

Δεν θα θυμίσουμε εδώ ότι ένα πολύ σημαντικό τμήμα του προσωπικού στο Δημόσιο έχει διοριστεί με διαδικασίες ΑΣΕΠ ή άλλες αξιόπιστες διαδικασίες πρόσληψης -και, όμως, συμπεριλαμβάνεται στις λοιδωρίες περί «επίορκων», «ανίκανων» κλπ. Ούτε θα επιμείνουμε στο σημαντικό γεγονός ότι το ποσοστό των εργαζομένων στο ευρύτερο Δημόσιο είναι, επί του συνολικού εργατικού δυναμικού, χαμηλότερο και από αυτό της Ε.Ε., αλλά και από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Ούτε θα θυμίσουμε τα «υπεραριστερά» περί φορολογίας του πλούτου, μείωσης των στρατιωτικών δαπανών κ.α.  Θα ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι πρέπει τα έξοδα λειτουργίας του Δημοσίου να μειωθούν, και μάλιστα σημαντικά, και ότι αυτό αφορά και την αναγκαία μείωση προσωπικού.    

Προτού φτάσουμε στην ανάγκη διαθεσιμοτήτων και απολύσεων, μπορούμε να ασχοληθούμε με τα μεγάλα δικηγορικά γραφεία του εσωτερικού και του εξωτερικού, τα οποία πληρώθηκαν άπειρες χιλιάδες – αν όχι εκατομμύρια- ευρώ από το Δημόσιο  για να συντάξουν τα κείμενα των μνημονίων, τα κείμενα των εφαρμοστικών νόμων, τα παραρτήματα, τις αιτιολογικές εκθέσεις κλπ. Βεβαίως, πραγματοποίησαν πολλή δουλειά και μας έβαλαν και μας σε πολύ κόπο (να απαντάμε εμπεριστατωμένα, να αντιπολιτευόμαστε κλπ). Τελικά, όμως, η δουλειά που έκαναν δεν ήταν και τόσο ικανοποιητική. Πέραν των όσων χρήσιμων και κοινωφελών συνεισέφεραν, δεν κατάφεραν να πείσουν τους κυβερνώντες να δράσουν γρήγορα και αποτελεσματικά, αφού πάνω από ένα χρόνο τώρα δεν προχωρούν με αποφασιστικά βήματα, δεν εφαρμόζουν στον μέγιστο βαθμό την διαθεσιμότητα –παρά μόνο με ημίμετρα– , ανέχονται τους κηφήνες και τους επίορκους, δεν προχωράνε σε άμεσες απολύσεις, ούτε στις αναγκαίες πειθαρχικές διώξεις, οι οποίες και θα επέσυραν αργία, διαθεσιμότητα κλπ.. Ακόμη περισσότερο, δεν κατάφεραν να πείσουν τους ίδιους τους υπαλλήλους ότι είναι για το καλό τους να απολυθούν, γιατί κάπου εκεί έξω, στον από χρόνια δυναμικό ιδιωτικό τομέα,  μπορούν να  προσφέρουν πολύ περισσότερα στην κοινωνία. Αντίθετα, βλέπουμε όλους αυτούς τους μη πεισμένους ανθρώπους να φωνασκούν και να διαδηλώνουν. Άρα, ο λόγος των  γραφείων δεν έχει την απαιτούμενη ηγεμονική δύναμη. Άρα, η προσφορά αυτών των γραφείων –σε μια εποχή υψηλών προσδοκιών– ήταν μη ικανοποιητική, αφού τα επιχειρήματά τους δεν έπεισαν ούτε τους κυβερνώντες ούτε την κοινωνία. Μήπως, λοιπόν, θα έπρεπε να ζητήσει το Δημόσιο τα λεφτά πίσω για μη ικανοποιητική ανταπόκριση των γραφείων στις ανάγκες της σύμβασης; Δεν θα εξοικονομούσε έτσι πολύ σημαντικά ποσά;   

Αλλά και ένας μεγάλος αριθμός ιδιωτικών συμβούλων του Δημοσίου και εταιρειών συμβούλων  για την καλύτερη προσαρμογή του Δημοσίου στο επιχειρηματικό πνεύμα δεν τα έχει πάει και τόσο καλά.  Πέρα από το κρίσιμο γεγονός ότι ασχολούνται με τον μύθο του Σίσσυφου, να μετατρέψουν το αντιπαραγωγικό και στρεβλό κράτος τόσων δεκαετιών σε χώρο φιλικό προς την υγιή και παραγωγική επιχειρηματικότητα, αντί να δουλεύουν για τον υγιή ιδιωτικό τομέα, από τον οποίο  και στερούν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους, δεν έχουν πετύχει όσα μας είχαν υποσχεθεί. Η υπόθεση των ιδιωτικοποιησεων τραβά πολύ, δεν βρίσκονται εύκολα αγοραστές για τα φιλέτα του Δημοσίου-παρά τις γνωριμίες και διασυνδέσεις των συμβούλων–, δεν έχουν πειστεί οι εργαζόμενοι ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν αισθητά μετά την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, ούτε οι κάτοικοι των περιοχών των φιλέτων ότι οι οικιστικοί και περιβαλλοντικοί  όροι διαβίωσής τους θα βελτιωθούν και μάλιστα σε πολύ σημαντικό βαθμό μέσα από τις νέες επενδύσεις σε ακίνητα του Δημοσίου. Δηλαδή, δεν έχουν γίνει τα αυτονόητα. Καθώς ο μαρξισμός είναι μια φιλοσοφία της πράξης, θα περιμέναμε πολύ περισσότερα από αυτούς τους ανθρώπους. Μήπως, λέω μήπως, αν καταγγέλλονταν οι συμβάσεις τους, αν ζητάγαμε πίσω όσα μας κόστισαν, και αυτοί  θα ξαναγύρναγαν στον ιδεώδη για αυτούς τόπο –στην ελεύθερη αγορά– και εμείς θα γλυτώναμε από τους μισθούς, τα μπόνους  και τις προμήθειες, ώστε να μπορούμε να «εξυπηρετήσουμε» και το χρέος μας από καλύτερες θέσεις;  

Τα ίδια ισχύουν και για το περιβόητο Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ). Τόσος κόπος έγινε για να διορισθεί ο Πρόεδρός του. Τόσες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου  και νομοθετικές κυρώσεις πήγαν χαμένες – αντί να αξιοποιηθούν πολύ καλύτερα! Και, όμως, το ΤΑΙΠΕΔ αργεί –παρά τις σημαντικές αντιμισθίες που παρέχονται, παρά την τόση κυβερνητική στήριξη. Πού είναι οι επενδυτές, πού είναι οι ενδιαφερόμενοι, ντόπιοι και ξένοι; Γιατί καθυστερούν τόσο πολύ να πουλήσουν τα εναπομείναντα πακέτα μετοχών του Δημοσίου στις ΔΕΚΟ και αλλού; Πολύ φοβούμαστε ότι ο ιός του κρατισμού έχει διαφθείρει τους υψηλόμισθους κυρίους του ΤΑΙΠΕΔ, και ότι θα καθυστερήσουν τις ιδιωτικοποιήσεις, για να παρατείνουν το διάστημα που θα αμοίβονται παχυλά. Γιατί δεν αναθέσαμε από την αρχή αυτήν την υπόθεση σε ένα διεθνές holding εξειδικευμένο στις ιδιωτικοποιήσεις; Πιο φτηνά δεν θα μας ερχόταν; Και θα αποφεύγαμε και τον παντού ελλοχεύοντα ιό του κρατισμού και του βολέματος. Ενώ τα στελέχη του ΤΑΙΠΕΔ θα μπορούσαν να διαπρέψουν αλλού, π.χ. στον υπερενεργό σήμερα ελληνικό τραπεζικό τομέα. 

Ας έρθουμε, τέλος, στα στελέχη του Δημοσίου. Όχι σε όλα, αλλά σε αυτούς που πραγματικά πιστεύουν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στο λιγότερο κράτος, στην «καλή διακυβέρνηση». Όχι στους κηφήνες και τους νοσταλγούς του πασοκικού λαϊκισμού του ‘80 ή του φαύλου κράτους του Κώστα Καραμανλή. Αλλά στα άξια στελέχη που παλεύουν για ένα υγιές επιχειρηματικό πνεύμα στο Δημόσιο και για την περικοπή  μισθών, συντάξεων, αναπηρικών επιδομάτων και άλλων αχρήστων δήθεν κοινωνικών παροχών. Που παλεύουν δηλαδή για ένα γνήσιο κοινωνικό κράτος και  όχι για ένα κράτος «κοινωνικών παροχών». Με ειλικρίνεια τους μιλάμε και τους λέμε: Άδικος ο κόπος σας. Μόνο από έξω πέφτει το κάστρο. Μόνο με τον υγιή ανταγωνισμό με τον ιδιωτικό τομέα θα μπορούσε το κράτος να εκλογικευθεί και να μειωθεί σε όγκο. Αφήστε πίσω σας τον δεινόσαυρο. Πηγαίνετε να εργασθείτε στις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, στις τράπεζες, στον κατασκευαστικό τομέα, στα χρηματοπιστωτικά κέντρα. Έτσι, και το κόστος του Δημοσίου θα μειωθεί, αφού πολλοί από σας είναι υψηλόμισθοι, αλλά και εσείς  θα πείσετε με το παράδειγμά σας, εμπιστευόμενοι την ελεύθερη αγορά και τις μεγάλες προοπτικές της και συμβάλλοντας στην συρρίκνωση του κράτους. Μην φοβάστε το μέλλον, τολμείστε!  

Ανάλογα θα μπορούσαν να γραφούν για όλες τις μεγάλες κατασκευαστικές και εργολαβικές εταιρείες, που απορροφούν πόρους μέσα από τις συμβάσεις με το Δημόσιο. Καιρός να εγκαταλείψουν αυτόν τον δεινόσαυρο, να επιτρέψουν την καλύτερη εξυπηρέτηση του χρέους, να ανασυγκροτήσουν με πειστικό τρόπο τον παραγωγικό ιστό της χώρας, τις κατασκευές, την βιομηχανία κλπ. Θα μου πείτε, ποιοι θα αγοράσουν τα προϊόντα. Μα είναι αυτονόητο. Τόσοι ξένοι θα έλθουν στην χώρα μας με βάση το Μεσοπρόθεσμο, τον τελευταίο νόμο για το ΤΑΙΠΕΔ κλπ. Και μάλιστα ξένοι με πολλά χρήματα στις τσέπες.

Τα παραπάνω γράφονται με ειλικρινή διάθεση για τον εξορθολογισμό του Δημοσίου και με φιλικά αισθήματα για όσους τον υπηρετούν. Φοβούμαι, όμως, ότι παίζουν σε ψόφιο άλογο. Εκτός αν  έχουν όντως μολυνθεί -και μάλιστα θανάσιμα- από τον ιό του κρατισμού.

Αυταρχική Δημοκρατία...

Του Μ. Γκίβαλου - "Επίκαιρα", μεσω του Βαθυ Κοκκινο...
Ο F.A Hayek, πατριάρχης του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου προτύπου -που σαρώνει τις οικονομικές δομές του κράτους πρόνοιας και απαξιώνει τον πυρήνα των αξιών και των αρχών του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού-, είχε «κωδικοποιήσει» την ουσία των αντιλήψεων του στη φράση: «Η Δημοκρατία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα ωφελιμιστικό στρατήγημα, που εφαρμόζουμε προκειμένου να πετύχουμε τους στόχους μας».

Είχε δίκιο ο σημαντικός αυτός διανοητής: Δημοκρατία και νεοφιλελευθερισμός αποτελούν δύο διαφορετικές και ασύμβατες μεταξύ τους ερμηνείες του κόσμου, της κοινωνίας, της οικονομίας.
Αυτή την ιστορική σύγκρουση, που οδηγεί στην υποχώρηση και στην απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών και λειτουργιών, βιώνουμε σήμερα όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, στις ΗΠΑ, όπως και σε κάθε γωνιά του κόσμου, όπου οι μηχανισμοί της αγοράς και της «πλαστικής οικονομίας» κυριαρχούν.

Όπως ήταν φυσικό, η οικονομική κρίση στη χώρα μας τα τρία τελευταία χρόνια αποτέλεσε το πρώτο και απολύτως κυρίαρχο πρόβλημα. Όμως στο Καστελόριζο ο Γ. Παπανδρέου δεν ανήγγειλε μόνο την είσοδο της χώρας στο Μνημόνιο, αλλά και το οριστικό τέλος μιας ήδη βαριά τραυματισμένης Δημοκρατίας, που παρέπαιε κάτω από το βάρος των δομών της διαπλοκής, της διαφθοράς, με την ενσωμάτωση των κομμάτων της διακυβέρνησης στο σύστημα των οικονομικών συμφερόντων.

Στη δική μας περίπτωση δεν ισχύει αυτό που περιγράφει στο έξοχο ποίημα του «Τείχη» ο Κ. Καβάφης: Δεν μας έκλεισαν στα τείχη του ΔΝΤ και του Μνημονίου «ανεπαισθήτως»... Και τον «κρότο των χτιστών» και τον «ήχο» των δεσμοφυλάκων μας ακούσαμε καθαρά• έναν «ήχο» ανάμεικτο από κραυγές «σωτηριολογίας» και κινδυνολογίες, εκφοβισμούς, εκβιασμούς...

Με τον τρόπο αυτό οδηγηθήκαμε σταθερά και προγραμματισμένα σε μια αυταρχική κοινοβουλευτική Δημοκρατία, που διατηρεί έναν τυπικό μανδύα νομιμοποίησης, αλλά έχει καταργήσει τη Δημοκρατία στο ουσιαστικό της περιεχόμενο. Η εκτελεστική εξουσία υποκλέπτει την ψήφο του ελληνικού λαού μέσω απειλών και εκβιασμών και αμέσως μετά αποσύρεται και παραδίδει την εξουσία, το σύνολο των αποφάσεων μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, στην ξένη, στην κατοχική δομή εξουσίας. Στη συνέχεια, «νομιμοποιεί» τις αποφάσεις αυτές είτε εκβιάζοντας, απειλώντας ή και διαγράφοντας τους βουλευτές είτε ενεργοποιώντας τη «φάμπρικα» των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, ώστε να αποφύγει την «επώδυνη» κοινοβουλευτική διαδικασία.

Στην ουσία, υπάρχει ένας ακήρυκτος πόλεμος κατά της κοινωνίας. Γι' αυτό, όσον αφορά τόσο στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες όσο και στην ενεργοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών, οι κυβερνήσεις των Μνημονίων έχουν ενεργοποιήσει διαδικασίες «έκτακτης ανάγκης», όπου οι αποφάσεις της τρόικας εφαρμόζονται απευθείας, πέρα από τους κοινοβουλευτικούς δημοκρατικούς κανόνες και τους κοινωνικούς θεσμούς διαβούλευσης. Ο θεωρητικός της αυταρχικής κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, της «κοινοβουλευτικής δικτατορίας», στην περίοδο του Μεσοπολέμου, ο Καρλ Σμιτ, θα χειροκροτούσε σήμερα θερμά αν ζούσε...

Η μάχη όμως δεν έχει κριθεί, δεν έχει χαθεί, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι μηχανισμοί -οικονομικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί-των αγοραίων νεοφιλελεύθερων συμφερόντων. Έχουν ως κεντρική στρατηγική το διχασμό των πολιτών, την κοινωνική ένταση και αντιπαράθεση μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Και επιδιώκουν παράλληλα να απορρίψουμε τον ανθρωπισμό μας, την αλληλεγγύη μας, τη συλλογικότητά μας, την ίδια μας την ταυτότητα και τον ιστορικό μας πολιτισμό. Θέλουν να μας οδηγήσουν πίσω στην «κοινωνία της ζούγκλας», όπου «όλοι θα αγωνίζονται εναντίον όλων» (T. Hobbes), σ' ένα διαρκή κοινωνικό - οικονομικό πόλεμο.

Αυτό όμως δεν πρόκειται να το επιτύχουν. Όπλο μας η αναζήτηση της πραγματικής βάσης των γεγονότων πέρα και πάνω από την προπαγάνδα, τις απειλές, την τρομοκρατία που εξαπολύουν τα συστημικά ΜΜΕ. Η γνώση, η συνειδητοποίηση, η κριτική σκέψη ακυρώνουν τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς και διαμορφώνουν όρους για τη συλλογική και συντεταγμένη δράση.

Δεν γίνεσαι δούλος και υπήκοος αν στερηθείς κάποια απ' τα υλικά σου αγαθά, αλλά μόνο αν χάσεις την πίστη σου στις αξίες σου, στις δυνάμεις σου, αν χάσεις τον ανθρωπισμό και την αλληλεγγύη σου προς τους συνανθρώπους σου. Κι αυτό δεν πρόκειται να το επιτύχουν οι κυβερνώντες, όσα Μνημόνια κι αν υπογράψουν... Κι όσο περισσότερο εκβιάζουν και απειλούν, όσο περισσότερο παραβιάζουν τους δημοκρατικούς θεσμούς, τόσο πιο ασήμαντοι, ευτελείς και προσωρινοί αποδεικνύονται.

Όσοι μας έχουν «ξεγράψει» θα κατανοήσουν ότι «η Ιστορία δεν τελείωσε»... Κι ίσως η επόμενη σελίδα να γραφτεί σύντομα.

Διαβάστε, επίσης, από το ίδιο περιοδικό το άρθρο του Γ. Δελαστίκ: "Η Ε.Ε καταρρέει στην συνείδηση των Ευρωπαίων"

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

φτωχούγεννα ...

Γράφει ο Spatournos, Babushka...
Σε παλιότερη κουβέντα που είχα με τον Νώε, μου είχε αναφέρει πως ο Χριστός δεν την γιορτάζει αυτήν την μέρα. Ο λόγος ήταν απλός, πως θα σου φαινόταν εσένα να γιορτάζαμε τα γενέθλια σου και μετά από τρις μήνες να σε σταυρώναμε. Σκέψου το λίγο, κάθε χρόνο το ίδιο, η χαρά για την γέννηση σου θα κρατούσε 2-3 μήνες, μετά θα κάναμε τα πάντα για να σου προσφέρουμε την τέλεια αναπαράσταση της σταύρωσης. Με το δίκιο του λοιπόν κρατάει αποστάσεις από αυτές τις μέρες! Βέβαια στις μέρες μας για άλλους λόγους δεν μπορούμε να γιορτάσουμε αυτές τις μέρες. Βλέπεις ο Σαμαράς και η υπόλοιπη πολιτική του συμμορία, ετοιμάζονται να μας σταυρώσουν σε 2 μήνες. Είναι λίγο σουρεαλιστικό το σκηνικό που δεξιοί, συντηρητικοί μα πάνω από όλα χριστιανοί δεν σέβονται τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων. Δηλαδή σου λέω πως όλοι αυτοί έχουν καταφέρει να κάνουν μίζερη και καταθλιπτική μια τόση όμορφη γιορτή της coca cola, όποιος κατάλαβε κατάλαβε!

Γιατί η πείνα και η εξαθλίωση, είναι διαχρονικό φαινόμενο για τους λαούς...



Για να μην μας παρασύρει όμως η βλακεία, να ξεκαθαρίσω κάτι που πιστεύω ότι και εσύ θα συμφωνήσεις. Αυτά τα Φτωχούγεννα δεν είναι τα πρώτα, πάντα υπήρχαν άνθρωποι που πίσω από τις χρωματιστές γιορτινές σακούλες των πολυκαταστημάτων που εσύ κουβαλούσες προσπαθούσαν να σου φωνάξουν βοήθεια. Βέβαια εσύ δεν τους έβλεπες γιατί κοιτούσες τα λαμπάκια και την κοιλία ενός κόκκινου γέρου. Και εδώ ένα παραλογισμό θέλω να καταθέσω και πάρε το όπως θες: πώς γίνεται με τεράστια ευκολία να θεωρείς γελοιότητα το ότι υπάρχει ένας χοντρός άγιος Βασίλης που πετά σε όλο τον κόσμο με ένα έλκηθρο και φέρνει δώρα, χαρίζει χαρά . και δεν επιβαρύνει και το περιβάλλον. Ενώ με απίστευτη ευκολία πιστεύεις πως τον κόσμο μας, εμάς, τα ζώα, την ζωή γενικά την έφτιαξε ένας επονομαζόμενος ΘΕΟΣ;;; το μυαλό σου άβυσσος !
Με βγάζεις συνεχώς από το θέμα, έτσι λοιπόν πάντα η ζωή των καταπιεσμένων ήταν εξαθλιωμένη, βεβαία αυτές τις γιορτινές μέρες αυτή η εξαθλίωση γίνονταν κατάθλιψη μέσω της σύγκρισης της ζωής του καταπιεσμένου φτωχού εργάτη με τον ψεύτικο μικρόκοσμο ενός μικροαστού.  Ήταν ένας απλός κλαημένος τρόπος να υπενθυμίζει στον καθένα σε πια τάξη βρίσκεται ώστε να μην καλλιεργούνται αυταπάτες. Όλες αυτές οι γιορτές ποτέ δεν είχαν ως χαρακτηριστικό την χαρά και την συλλογική αγαλλίαση όλων των ψυχών πάνω σε αυτό τον πλανήτη. ο καπιταλισμός χιάζεται τέτοια στημένα ταξικά χωρισμένα πανηγύρια ώστε να ξεσπά με μανία πάνω στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει, οι μικροαστοί για πρώτη φορά βλέπουν πως ούτε φωτάκια στο μπαλκόνι δεν μπορούν να βάλουν λόγο της ΔΕΗ. Αυτό το σκηνικό λοιπόν δημιουργεί μια σύγχυση στα μυαλά της μεσαίας τάξης, αναρωτιέται με βία μήπως είναι φτωχός, μήπως πια έχασε το προνόμιο να ανήκει στην μεσαία τάξη; Ναι, ακόμα δεν θέλει να πιστέψει το μέγεθος της φτωχοποίησης του. Ακόμα πιστεύει πως κάτι θα γίνει και όλα θα αλλάξουν .. Ούτε που το κατάλαβες πως εξαθλιώθηκες!
Η κατάθλιψη είναι προ των πυλών,  πρέπει όλοι μας να μιλήσουμε στους γύρω μας, να ζητήσουμε βοήθεια από τον άλλο,  πρέπει να πιστέψουμε στους ανθρώπους, στην κατάσταση που βρισκόμαστε δεν μπορούν να μας σώσουν οι προσευχές, πρέπει έμπρακτα να προσφέρουμε βοήθεια στους γύρω μας. Δεν πρέπει να αφήσουμε να γίνει η αλληλεγγύη και η βοήθεια εμπόρευμα για κανάλια και Super market.  Τα Χριστούγεννα θα περάσουν, το θέμα είναι για πόσο αυτή η κοινωνία θα καταπιέζεται χωρίς να βγάζει άχνα. Για πόσο θα ανέχεται την καταστολή, για πόσο θα ανέχεται την πείνα και την εξαθλίωση, για πόσο θα ανέχεται να σκοτώνονται τα όνειρα της. για πόσο ακόμα;;;
Αν με θεωρείς υπερβολικό, αν θεωρείς ότι η κοινωνία σου ευημερεί, αν θεωρείς πως ο φτωχός φταίει για την φτώχια του, αν θεωρείς πως όσοι έχουν λεφτά ήταν απλά έξυπνοι και έκαναν σωστές επιλογές, αν θεωρείς πως με ένα τζόκερ θα σωθείς τότε με εσένα δεν έχω τίποτα να πω εκτός από το απλό : αφού εσύ δεν θα αντισταθείς τότε μην τολμήσεις να σταθείς στο δρόμο μου, θα έχεις την ίδια τύχη με τους εξουσιαστές μου.  Ας προσπαθήσουμε να περάσουμε έστω και μια ώρα ξεγνοιασιάς, να πάρουμε δυνάμεις!

Το μαύρο πρόβατο… άσπρισε...

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου, απο τον Δρομο της Αριστερας...
Ευρω-γερμανικό brain storming για την ανάνηψη της ελληνικής οικονομίας. Η πολιτική επένδυση της Μέρκελ και τα κοινωνικά ρίσκα του πειράματος.
«Στην ουσία, η συνέχιση της ελληνικής χρηματοδότησης γίνεται ένα πολιτικό ζήτημα, αφού το μεγαλύτερο μέρος του χρέους πλέον είναι στα χέρια της τρόικας ή του εγχώριου χρηματοπιστωτικού κλάδου», τονίζει η Goldman Sachs σε έκθεσή της για την Ελλάδα μετά την επαναγορά και τις αποφάσεις του Eurogroup. Και εξηγεί την αναφορά με το επιχείρημα ότι «μέχρι το 2016 ο επίσημος τομέας κατέχει το 80% του ελληνικού χρέους, με χαμηλά επιτόκια, και με μακρά περίοδο ωρίμανσης. Άρα υπάρχουν ελάχιστα ομόλογα για τα οποία θα μπορούσε να χρεοκοπήσει η Ελλάδα στο διάστημα αυτό».
Η Goldman Sachs, εκ των «αρχιτεκτόνων» του ελληνικού χρέους την τελευταία δεκαπενταετία κάτι ξέρει παραπάνω. Και λέει κάτι ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Για την επόμενη τριετία, ακόμη κι αν η εφαρμογή του μνημονίου καταρρεύσει και το ελληνικό κράτος βρεθεί σε πλήρη αδυναμία πληρωμών, θα χρεοκοπήσει μόνο αν αυτό αποφασίσουν οι εταίροι πιστωτές. Πρακτικά, αν το αποφασίσει η Γερμανία, βασικός κάτοχος και άτυπος ηγεμών της Ευρωζώνης και όλων των εμπλεκόμενων οργάνων της.
Γερμανική ενορχήστρωση
Κατά τα φαινόμενα, η γερμανική ηγεσία έχει αποφασίσει ότι δεν θα αφήσει την Ελλάδα να χρεοκοπήσει. Με δικές της επιλογές έγινε το νέο «κούρεμα» του χρέους, όποιες παρενέργειες έχει αυτό στο ιερό τραπεζικό σύστημα, με δική της επιλογή θα γίνει ενδεχομένως και ένα νέο «κούρεμα», ακόμη κι αν χρειαστεί αυτή τη φορά να βάλει λίγο το χέρι στην τσέπη. Είναι προφανές ότι η ροή εξελίξεων μετά την επαναγορά χρέους που το ελάφρυνε κατά 20 δισ. ευρώ -η πιστοληπτική αναβάθμιση, η μείωση των spreads, η καταβολή της δόσης, η αποδέσμευση κάποιων κονδυλίων του ΕΣΠΑ ή της ΕΤΕπ- είναι προϊόν μιας προσεκτικής ενορχήστρωσης που στοχεύει να αποσύρει σταδιακά την Ελλάδα από το κάδρο της κρίσης. Η ενορχήστρωση είναι κυρίως γερμανική, όπως προδίδουν οι θερμές αναφορές της Μέρκελ στο πρώην «μαύρο πρόβατο», οι οποίες υπαινίσσονται και συνέχεια στις γερμανικές «ευεργεσίες». Ακόμη και εντός του εκλογικά δύσκολου για την Μέρκελ 2013.
Η ενορχήστρωση περιλαμβάνει εξόφθαλμα και την τρικομματική κυβέρνηση, αλλά ιδιαίτερα και προσωπικά τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, που πρωτοστατεί σε μια αγχώδη προσπάθεια να πείσει ότι «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας» και να υπαινιχθεί ότι πίσω από την άνευ όρων παράδοση στους πιστωτές και στις απαιτήσεις τους για την εφαρμογή των σκληρών μέτρων υπάρχει ένα καλό «ελληνογερμανικό deal», το οποίο εγγυάται επιτυχία του ελληνικού «πειράματος». Χαρακτηριστική και συμβολικά φορτισμένη ήταν η ομιλία Σαμαρά για την επαναδραστηριοποίηση του γερμανικού Ιδρύματος Αντενάουερ στην Αθήνα, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ περιγράφηκε πόσο συμφέρουσα θα αποδειχθεί η μετατροπή της χώρας σε γερμανικό δορυφόρο.
Η αλήθεια είναι ότι το σενάριο αυτό έχει βάση. Η κυβέρνηση Μέρκελ αντιλαμβάνεται ότι η επανεκλογή της και η εδραίωση της γερμανικής ηγεμονίας στην Ε.Ε. προϋποθέτει κάποια επιτυχή παραδείγματα «εξυγίανσης» κρατών και αποτελεσματικής εφαρμογής της εξουθενωτικής λιτότητας που να τα περιφέρει ως τρόπαια τόσο στους Γερμανούς ψηφοφόρους όσο και στους εταίρους της στην Ε.Ε. και στο ΔΝΤ που επιμένουν σε αλλαγή συνταγής. Από την άποψη αυτή, η γερμανική ηγεσία ίσως επιφυλάσσει μερικά ακόμη «δώρα» στην κυβέρνηση Σαμαρά, τουλάχιστον στο ακανθώδες πεδίο της βιωσιμότητας του χρέους, για την οποία δεν έχει πειστεί ακόμη το ΔΝΤ.
Μαστίγιο χωρίς καρότο
Εν ονόματι αυτού του σεναρίου, το οποίο μπορεί να συνοδεύεται και από συγκεκριμένες γερμανικές υποσχέσεις, η κυβέρνηση Σαμαρά και προσωπικά ο ίδιος παίρνει πάνω της το παιχνίδι της αντιμετώπισης του «εχθρού λαού». Ελλείψει καρώτου, είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει μόνο μαστίγιο για την πλήρη εφαρμογή των σκληρών μέτρων των μνημονίων. Παρ’ ότι δεν είναι ακόμη ορατή κάποια σημαντική απειλή από την κοινωνική πλειοψηφία που θίγεται, είναι διατεθειμένη να εξαντλήσει τα όρια αυταρχισμού σε βάρος ομάδων που αντιδρούν και να πυκνώσει τις παρακάμψεις της ήδη ανάπηρης συνταγματικής τάξης (χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του χαρατσιού της ΔΕΗ, αλλά και των υπαλλήλων της Βουλής, ομάδας που προσφέρεται για ασκήσεις λαϊκισμού εις βάρος της).
Το πιο αδύνατο σημείο του σεναρίου αυτού, στο οποίο επενδύουν από κοινού γερμανική και ελληνική κυβέρνηση, είναι πρωτίστως ότι είναι ενάντια στις ρεαλιστικές προβλέψεις. Δημοσιονομικά είναι αδύνατο να επιτευχθούν οι στόχοι των μνημονίων χωρίς νέα μέτρα. Τα φορολογικά έσοδα απειλούνται με κατάρρευση υπό την πίεση μιας ανεργίας που καλπάζει προς το 30% και με την ύφεση στο 5% και το 2013, κατά τις μετριοπαθείς εκτιμήσεις της ΤτΕ. Και οι ιδιωτικοποιήσεις, ακόμη κι αν αποφέρουν τα εκτιμώμενα έσοδα, είναι αδύνατο να αναπληρώσουν την αναπόφευκτη μείωση των φορολογικών εσόδων.
Βουβή αναμονή
Το άλλο αδύνατο σημείο του σεναρίου είναι οι διαθέσεις της κοινωνίας. Το κλίμα είναι εντυπωσιακά υποτονικό, και τα λίγα αγωνιστικά μέτωπα που ανοίγουν δεν έχουν αντοχές. Υπάρχει μια περίεργη σιωπή, μια ιδιότυπη βουβή αναμονή. Αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι κρύβει ανοχή. Αν το 2013 εξελιχθεί πράγματι σε χρονιά πλήρους εφαρμογής των μνημονιακών μέτρων είναι μάλλον απίθανο η κυβέρνηση να αποφύγει μια μετωπική σύγκρουση με ευρύτατα στρώματα. Το είδος της, το βάθος της και η έκβασή της, βεβαίως, παραμένει ο άγνωστος παράγοντας της εξίσωσης.

Ανάμεσα στην υποταγή και στην εξέγερση...

Dominique   Pinsolle , Le Monde  Diplomatique...
μεταφραση Βασίλης  Παπακριβόπουλος
Τι μπορούν να κάνουν οι μεσαίες τάξεις ;
Καθώς την περασμένη άνοιξη πλησίαζε η στιγμή όπου οι Γάλλοι καλούνταν να προσέλθουν στην κάλπη για να εκλέξουν τον νέο πρόεδρο της χώρας, για ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς είχε αρχίσει να καθίσταται αυτονόητη η συμμαχία ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και στην μεσαία τάξη. Ανάλογα με τις ευαισθησίες κάθε αριστερού ρεύματος, το « μέτωπο » έπαιρνε χαρακτήρα « αντισαρκοζικό », « αντινεοφιλελεύθερο » ή, απλούστατα, « αριστερό ». Ωστόσο, η απουσία ενός βαθύτερου προβληματισμού ως προς την τακτική που θα ακολουθηθεί έχει ως αποτέλεσμα την αποσιώπηση ενός ιστορικού γεγονότος : αυτός ο τύπος συνασπισμού οδηγεί τις περισσότερες φορές στην εγκατάλειψη των πιο ρηξικέλευθων προγραμμάτων κοινωνικής αλλαγής προς όφελος μεταρρυθμίσεων οι οποίες, όσο κι αν συνεπάγονται κοινωνική πρόοδο, διαθέτουν περιορισμένη εμβέλεια. Συνεπώς, καθίσταται αναγκαία η μελέτη ορισμένων πολιτικών εμπειριών, έτσι ώστε να εντοπιστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο σύναψης παρόμοιας συμφωνίας.

Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, η επιθυμία να ανατραπεί το Παλαιό Καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας πυροδότησε αρχικά τη συσπείρωση πολύ ετερογενών κοινωνικών στρωμάτων. Κάτω από την πίεση του λαού και μπροστά στην απειλή του χάους, οι εκπρόσωποι των προνομιούχων κατηγοριών του πληθυσμού εξεγέρθηκαν τη νύχτα της 4ης Αυγούστου του 1789. Η επανάσταση επιτάχυνε την άνοδο της ισχύος ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων που βρίσκονταν στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στους αριστοκράτες και στην αγροτιά και οι οποίες είχαν ως μόνο κοινό στοιχείο την ιδιοκτησία ενός μικρού χρηματικού κεφαλαίου ή ένα κάποιο μορφωτικό επίπεδο : επιχειρηματίες, έμποροι και μικρέμποροι, μικροϊδιοκτήτες γης ή ακινήτων, γιατροί, δικηγόροι, δικαστικοί, μορφωμένοι… Η φάση της ριζοσπαστικοποίησης της επανάστασης, την περίοδο 1792-1794, διακόπηκε από την αντίδραση της 9ης Θερμιδόρ [1] και έδωσε τη θέση της σε ένα καθεστώς στο οποίο η « μεγαλοαστική τάξη » (τραπεζίτες, μεγαλοβιομήχανοι, ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι….) γνώρισε μεγάλη άνθηση και –με την επανάσταση του 1830- αναδείχθηκε ως νέα κυρίαρχη τάξη, εκτοπίζοντας την αριστοκρατία.
Μέσα σε αυτό το κοινωνικό τοπίο, αλλά και εξαιτίας της εκβιομηχάνισης, ο αριθμός των ατόμων που ανήκουν στο προλεταριάτο αυξάνεται με ταχύτατο ρυθμό. Οι συνθήκες ζωής και εργασίας της νεογέννητης εργατικής τάξης πυροδοτούν ένα νέο « κοινωνικό ζήτημα » το οποίο επιβάλλεται με το επαναστατικό κύμα του 1848. Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε το 1789, μετά την επανάσταση του 1830 η μοναρχία είναι αστική και « φιλελεύθερη ». Ωστόσο, ο βασιλιάς ανατρέπεται από την συμμαχία της μικροαστικής τάξης και των Παριζιάνων φοιτητών με τους εργάτες. Όμως, η Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία που προκηρύχθηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 1848 δεν διάρκεσε πολύ. Στις εκλογές της 23ης και 24ης Απριλίου, οι οποίες διεξήχθησαν με καθολική ψηφοφορία όλων των αρένων μελών του πληθυσμού, οι φιλελεύθεροι υπερίσχυσαν των επαναστατών, οι οποίοι, καθοδηγούμενοι από τον Αρμάν Μπαρμπές και τον Ογκίστ Μπλανκί, επιχείρησαν –ανεπιτυχώς- στις 15 Μαΐου να καταλύσουν την Συντακτική Συνέλευση. Στη συνέχεια, το κλείσιμο των « Εθνικών Εργαστηρίων » (τα οποία εξασφάλιζαν εργασία στους άνεργους) δημιούργησε εκρηκτική κατάσταση η οποία πυροδότησε την εξέγερση των ανατολικών συνοικιών του Παρισιού : στις 23, 24 και 25 Ιουνίου, η πρωτεύουσα μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, με αποτέλεσμα την σφαγή χιλιάδων εξεγερμένων από την νέα δημοκρατική εξουσία [2]. Η Δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε μέσα από την καθολική ψηφοφορία των αρένων και κατήργησε την δουλεία, είχε μεν δημοκρατικό χαρακτήρα, όχι όμως και κοινωνικό.
Εκτός Γαλλίας συναντάμε –αν και σε εντελώς διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες- ορισμένες όψεις αυτής της επαναστατικής δυναμικής. Στις χώρες που βρίσκονται ακόμα αντιμέτωπες με την απολυταρχία, με την ξένη κατοχή και/ή με το εθνικό ζήτημα (Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Ουγγαρία…), τα πλέον διαφορετικά κοινωνικά στρώματα προβάλλουν φιλελεύθερες και εθνικές διεκδικήσεις. Ωστόσο, πολύ σύντομα, εμφανίζεται ένα ρήγμα ανάμεσα στους μετριοπαθείς και στους ριζοσπάστες : οι πρώτοι αρκούνται σε ορισμένες πολιτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ οι δεύτεροι διεκδικούν και τη λήψη μέτρων που θα προωθούν την ισότητα.
Παντού στην Ευρώπη, επιβεβαιώνεται η ορθότητα της πρόβλεψης που διατύπωσε το 1846 ο Καμίλο Καβούρ, ο μελλοντικός ηγέτης της κυβέρνησης του Πεδεμοντίου και πρωτεργάτης της ενοποίησης της Ιταλίας : « Είμαστε πεπεισμένοι ότι, εάν η κοινωνική ειρήνη απειληθεί σοβαρά, εάν οι βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται αντιμετωπίσουν μεγάλους κινδύνους, τότε, πολλοί από τους πλέον αποφασισμένους αντιφρονούντες, πολλοί από τους πλέον ένθερμους Δημοκράτες θα είναι από τους πρώτους που θα προσχωρήσουν στο κόμμα των Συντηρητικών [3] ». Ωστόσο, η αποτυχία της Άνοιξης των Λαών (με εξαίρεση την Γαλλία, μετά από ένα χρόνο υπήρξε παλινόρθωση όλων των καθεστώτων που ανατράπηκαν) δεν σήμανε την επιστροφή στην κατάσταση που επικρατούσε προηγουμένως : παρ’ όλο που η αστική τάξη προσχώρησε στο « κόμμα του νόμου και της τάξης », η συγκυριακή και ετερόκλιτη συμμαχία του 1848 (βιοτέχνες των παραδοσιακών επαγγελμάτων, μισθωτοί σε τομείς που δεν είχαν ακόμα περάσει στο στάδιο της εκβιομηχάνισης, εργάτες, φοιτητές, έμποροι και διανοούμενοι της μικροαστικής τάξης…) υποχρέωσε οριστικά τους κυβερνώντες να εγκαταλείψουν μια αντίληψη για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας η οποία δεν ελάμβανε διόλου υπόψη τις προσδοκίες του λαού.
Το επαναστατικό κύμα του 1848 οδήγησε πολλούς επαναστάτες να αναρωτηθούν για τη στρατηγική που όφειλε να υιοθετήσει το εργατικό κίνημα, το οποίο βρίσκονταν ακόμα σε εμβρυακή κατάσταση. Ο Καρλ Μαρξ κι ο Φρίντριχ Ενγκελς, οι οποίοι δημοσίευσαν εκείνη ακριβώς τη χρονιά το « Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος » και οι οποίοι συμμετείχαν στις εξεγέρσεις, συμπέραναν ότι το προλεταριάτο οφείλει να στηρίζεται μονάχα στον εαυτό του : « Η αδελφοσύνη διάρκεσε μονάχα για όσο χρονικό διάστημα τα συμφέροντα της αστικής τάξης συνέπιπταν με τα επαναστατικά συμφέροντα. (…) Καμία από τις πολλές επαναστάσεις που πραγματοποίησε η γαλλική αστική τάξη από το 1789 δεν αποσκοπούσε στην ανατροπή της Τάξης, καθώς όλες άφηναν να διαιωνίζεται η ταξική κυριαρχία, η υποδούλωση των εργατών, η κυριαρχία των αστών, παρά τη συχνή αλλαγή της μορφής που ελάμβανε αυτή η κυριαρχία και αυτή η υποδούλωση. Ο Ιούνιος απείλησε αυτήν την Τάξη. Ο Ιούνιος έπρεπε λοιπόν να τσακιστεί [4] ! » Επιπλέον, κατά τη γνώμη τους, ούτε και οι μικροαστοί δημοκράτες έχουν συμφέρον να ανατραπεί η κοινωνική τάξη πραγμάτων προς όφελος των επαναστατών. Έτσι, το συμπέρασμα των συγγραφέων του Μανιφέστου είναι απλό : οι προλετάριοι οφείλουν να συγκροτήσουν μια ανεξάρτητη πολιτική δύναμη και στη συνέχεια να επιχειρήσουν να συνάψουν συμμαχίες.
Στην Γερμανία, ο Καρλ Κάουτσκι συνεχίζει τον προβληματισμό του Μαρξ και του Ένγκελς λαμβάνοντας υπόψη, στα τέλη του 19ου αιώνα, τη γενική άνοδο του μορφωτικού επιπέδου και την αύξηση της ισχύος των διανοητικών επαγγελμάτων (γιατροί, δικηγόροι, δικαστές, καθηγητές, μηχανικοί, υπάλληλοι, κλπ.). Μπορεί άραγε αυτή η Ιντελιγκέντσια (intelligenz), η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη να γίνει σύμμαχος των σοσιαλιστών ; Το ερώτημα αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία από το γεγονός ότι ένα ολοένα μεγαλύτερο τμήμα των στρωμάτων της πνευματικής εργασίας ζει και εργάζεται κάτω από συνθήκες που δεν διαφέρουν πολύ από εκείνες του προλεταριάτου (χαμηλόμισθοι υπάλληλοι του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, κλπ.). Αν και τρέφει ιδιαίτερα μεγάλη δυσπιστία απέναντι στην συγκεκριμένη κοινωνική τάξη την οποία θεωρεί κατεξοχήν συντεχνιακή και ρεφορμιστική, ο Κάουτσκι θεωρεί ότι το προλεταριοποιημένο τμήμα της ιντελιγκέντσιας μπορεί να κερδηθεί από τον σοσιαλισμό, υπό τον όρο ότι η εργατική τάξη θα είναι αρκετά ισχυρή στο πολιτικό επίπεδο, έτσι ώστε να κατορθώσει να επιβάλλει τις απόψεις της. Στην αντίθετη περίπτωση, « ναι μεν τα δύο κόμματα θα συνέκλιναν, αλλά δεν θα ήταν οι οπαδοί της κοινωνικής μεταρρύθμισης εκείνοι που θα έρχονταν σε εμάς, αλλά εμείς που θα πηγαίναμε σε αυτούς [5].
Λίγο καιρό αργότερα, ο Λένιν, στο έργο του « Τι να κάνουμε ; » (1902), μετατρέπει το κομμουνιστικό κόμμα στο κατεξοχήν εργαλείο το οποίο θα επιτρέψει στο προλεταριάτο να συγκροτηθεί σε αυτόνομη επαναστατική δύναμη. Παρ’ όλο που η κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους τον Οκτώβριο του 1917 σήμανε την επιτυχία της λενινιστικής τακτικής, σε μια χώρα η οποία ήταν σε πολύ μικρό βαθμό βιομηχανοποιμένη, η επέκταση της σοσιαλιστικής επανάστασης στην υπόλοιπη Ευρώπη αποδείχθηκε αδύνατη. Τον Ιανουάριο του 1919, η γερμανική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση έπνιξε στο αίμα την εξέγερση του Βερολίνου. Την ίδια χρονιά, συντρίφτηκε βίαια η « Δημοκρατία των Εργατικών Συμβουλίων » στην Βαυαρία και στην Ουγγαρία. Στην Ιταλία, η συντριβή των επαναστατικών κινημάτων την περίοδο 1919-1920, οδηγεί τον Αντόνιο Γκράμσι να θεωρητικοποιήσει, την δεκαετία του 1930, την έννοια της ιδεολογικής και πολιτιστικής « ηγεμονίας » : συμπεραίνει ότι, προτού η εργατική τάξη επιχειρήσει να καταλάβει την εξουσία, οφείλει να έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει τις ιδέες της, τις αξίες της και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα, έτσι ώστε να εξασφαλίσει τη συναίνεση των κοινωνικών τάξεων με τις οποίες θα χρειαστεί να συνεργαστεί.
Στη Γαλλία, το ζήτημα των συμμαχιών ανάμεσα στις τάξεις τίθεται με διαφορετικούς όρους. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 έχει αρχίσει ένας εντονότατος διάλογος για τη στάση που θα πρέπει να υιοθετηθεί απέναντι στην ανάπτυξη των μεσαίων τάξεων. Στο εσωτερικό του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς (SFIO), ο Μαρσέλ Ντεά εκτιμάει ότι οι τελευταίες έχουν μετατραπεί σε φυσικούς συμμάχους της εργατικής τάξης, δεδομένου ότι οι αγρότες που είναι ιδιοκτήτες της γης που καλλιεργούν, οι τεχνίτες, οι μικροί βιοτέχνες, οι έμποροι, οι δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμα και οι μικροί βιομήχανοι, βρίσκονται στο εξής και αυτοί αντιμέτωποι με την απειλή του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού. Από όλα αυτά συνεπάγεται η αναγκαιότητα να συνάψει η –ετερογενής και μειοψηφική- εργατική τάξη μια συμφωνία συνεργασίας με τις μεσαίες τάξεις που γνωρίζουν μεγάλη άνθηση, ενώ παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει και ένας επανακαθορισμός του ρόλου του κράτους, το οποίο δεν μπορεί πλέον να γίνεται αντιληπτό ως ένα εργαλείο στην υπηρεσία μίας και μόνης κοινωνικής τάξης [6]. Αναλύοντας τη δημοτικότητα του φασισμού, ο Ντεά καταλήγει ότι, στο εξής, οι σοσιαλιστές οφείλουν πλέον να διακηρύσσουν την « ανόρθωση του κράτους » και τη « σωτηρία του έθνους », πράγματα τα οποία –κατά τη γνώμη του- προσδοκούν οι μεσαίες τάξεις.
Ο Λεόν Μπλουμ ανταπαντά εξομοιώνοντας αυτόν τον « νεοσοσιαλισμό » με τον φασισμό και εξηγεί : « Φοβόμουνα ότι αν επιχειρούσαμε αλλαγές τέτοιου είδους στον σοσιαλισμό, τότε θα μετατρέπαμε το σοσιαλιστικό κόμμα από κόμμα μιας τάξης σε κόμμα των ταξικά ξεπεσμένων. Φοβόμουνα ότι, αν επιχειρούσαμε, όπως ο φασισμός, μια συσπείρωση συγκεχυμένων μαζών, αν κάναμε έκκληση όπως κι ο φασισμός σε όλες τις κατηγορίας της ανυπομονησίας, της οδύνης και της απληστίας, τότε θα πνίγαμε την ταξική δράση του Σοσιαλιστικού Κόμματος μέσα σε αυτό το κύμα των “τυχοδιωκτών” (…) που έφερε κάθε φορά στην εξουσία όλες τις δικτατορίες της ιστορίας [7]. »
Όπως υπογράμμισε ο ιστορικός Σερζ Μπερστάιν, αν και οι « νεοσοσιαλιστές » εκδιώχθηκαν από την SFIO το 1933 (οι ηγετικές τους μορφές προσχώρησαν αργότερα στο καθεστώς των δωσίλογων του Βισύ [8]), ο φόβος μήπως προσχωρήσουν στον φασισμό οι « ταξικά ξεπεσμένοι », τους οποίους τόσο πολύ περιφρονούσε ο Λεόν Μπλουμ, υποχρέωσε τους Γάλλους κομμουνιστές και σοσιαλιστές να τους θεωρήσουν ως αναγκαίους συμμάχους. Παρ’ όλο που το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) εξακολουθούσε να είναι από το 1928 προσκολλημένο στην τακτική « τάξη εναντίον τάξης » (σύμφωνα με την οποία η αστική σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε έναν εχθρό ο οποίος έπρεπε να συντριβεί), αναγκάστηκε το 1934 να κάνει στροφή 180 μοιρών μετά από εντολή της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς : « Δίπλα στους προλετάριους, (…) επιθυμούμε να φέρουμε τις μεσαίες τάξεις και να τις αποσπάσουμε από τη δημαγωγία του φασισμού. (…) Οφείλουμε να υποστηρίξουμε κάθε διεκδίκηση των μεσαίων τάξεων από τη στιγμή που αυτή δεν είναι αντίθετη με τα συμφέροντα του προλεταριάτου ». Η πρόταση αφορά κυρίως τους ιδιωτικούς και τους δημόσιους υπαλλήλους, τους μικροκαταστηματάρχες, τους τεχνίτες, τους μικροβιοτέχνες και τους αγρότες.
Η αλλαγή στάσης καθιστά δυνατή την ενότητα δράσης της SFIO και του ΚΚΓ, δεκατέσσερα χρόνια μετά τη διάσπαση που πραγματοποιήθηκε στο συνέδριο της Τουρ το 1920 [9]. Τον Οκτώβριο του 1934, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΓ Μορίς Τορέζ πρότεινε την επέκταση αυτής της αντιφασιστικής συσπείρωσης και σε νέες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και τη συγκρότηση της « συμμαχίας των μεσαίων τάξεων και της εργατικής τάξης ». Σε αυτή τη συμμαχία καλούνται να συμμετάσχουν το Ριζοσπαστικό Κόμμα, η Επιτροπή Επαγρύπνησης των Αντιφασιστών Διανοούμενων και η Λίγκα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ενώ η SFIO επιθυμεί την κατάρτιση ενός πραγματικού κοινού κυβερνητικού προγράμματος, οι κομμουνιστές επιθυμούν μονάχα τη λαϊκή συσπείρωση στη βάση της κοινωνίας, καθώς φοβούνται ότι υπάρχει ο κίνδυνος ορισμένες από τις προτάσεις τους να τρομάξουν τους συμμάχους τους (δημιουργία δημόσιων γεωργικών οργανισμών, απαίτηση να τεθούν υπό δικαστική μεσεγγύηση οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σε αδυναμία πληρωμών ή ακόμα και κοινωνικοποιήσεις επιχειρήσεων).
Γνωρίζουμε τη συνέχεια : το Λαϊκό Μέτωπο υπερισχύει στις εκλογές του 1936. Ακόμα και η δεξιά πτέρυγα του Ριζοσπαστικού Κόμματος τάσσεται υπέρ της συμμετοχής στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο Λεόν Μπλουμ, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα ανακόψει την άνοδο της ακροδεξιάς και θα προασπίσει τα συμφέροντα των μεσαίων τάξεων. Ωστόσο, η συμμαχία δεν διήρκεσε πολύ. Οι μεγάλες απεργίες του Ιουνίου του 1936 επιτρέπουν στην εργατική τάξη να αποσπάσει σημαντικά μέτρα (άδεια μετ’ αποδοχών, εβδομαδιαία εργασία 40 ωρών) τα οποία όμως δεν συγκαταλέγονταν στο πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου. Οι μικρέμποροι και οι μικροβιομήχανοι που ψήφισαν Λαϊκό Μέτωπο ελπίζοντας ότι θα τερματιστεί η οικονομική κρίση καταγγέλλουν τις παραχωρήσεις προς τους απεργούς, υποστηρίζοντας ότι η μείωση του χρόνου εργασίας και οι μισθολογικές αυξήσεις ενδέχεται να πυροδοτήσουν ένα πληθωριστικό κύμα. Στη Γκρενόμπλ, οι έμποροι και οι μικροβιοτέχνες αντέδρασαν με διαδηλώσεις στην εφαρμογή του σαραντάωρου.
Οι κομμουνιστές αντιδρούν και υπενθυμίζουν στον Μπλουμ ότι το Λαϊκό Μέτωπο οφείλει « να υπερασπιστεί τους μικροϊδιοκτήτες απέναντι στις 200 οικογένειες » που νέμονται τον πλούτο της χώρας. Τον κατηγορούν ότι αποδέχεται πολύ πρόθυμα την προλεταριοποίηση των μεσαίων τάξεων. Ενθουσιασμένος από το απεργιακό κίνημα, ο Μαρσό Πιβέρ, ηγέτης της επαναστατικής πτέρυγας της SFIO, είχε αναγγείλει (σε άρθρο του στη « Le Populaire » της 17ης Μαΐου του 1936) ότι τα πάντα ήταν στο εξής εφικτά και ότι η επανάσταση ήταν στην ημερήσια διάταξη. Στις 11 Ιουνίου, ο Τορέζ αντιτείνει ότι « τα πάντα δεν είναι εφικτά σήμερα » καθώς ο πρωταρχικός στόχος εξακολουθεί να είναι η διατήρηση της « συνοχής των μαζών » και η πάση θυσία αποφυγή της « απομόνωσης της εργατικής τάξης » [10].
Το καλοκαίρι του 1936, αρχίζει να αναπτύσσεται μια εσωτερική αντιπολίτευση μέσα στο Λαϊκό Μέτωπο. Στις 23 Ιανουαρίου του 1937, ο Μπλουμ παρατηρεί στη « Le Populaire » : « Ένα τμήμα των μεσαίων τάξεων και της αστικής τάξης ανησυχεί κι αναζητεί στηρίγματα στους αντιδραστικούς κύκλους όταν η προσπάθεια για κοινωνική πρόοδο δίνει την εντύπωση ότι έχει απότομο και μεροληπτικό χαρακτήρα ». Για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη τους, ο αρχηγός της κυβέρνησης εξαγγέλλει τον Φεβρουάριο μια « ανάπαυλα ». Η ενέργειά του, όπως εξάλλου και η εγκατάλειψη των Ισπανών Δημοκρατικών με την ανακήρυξη της ουδετερότητας της Γαλλίας απέναντι στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, γίνεται αντιληπτή ως οπισθοδρόμηση του κινήματος : οι μέρες του Λαϊκού Μετώπου είναι στο εξής μετρημένες.

« Η μικροαστική τάξη τρέφει πάνω απ’ όλα μεγάλη εκτίμηση στην επίδειξη πυγμής, στην τάξη και στην πειθαρχία »

Με εξαίρεση τα μέτρα που υιοθετήθηκαν μέσα στην εξαιρετική συγκυρία της Απελευθέρωσης [11], θα πρέπει να περιμένουμε τις « κόκκινες » δεκαετίες του 1960 και του 1970 για να τεθεί και πάλι το ζήτημα της συμμαχίας ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και στις μεσαίες τάξεις. Δύο εμβληματικές περιπτώσεις μας δίνουν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυσκολιών που ανακύπτουν μόλις αυτή η συμμαχία επιτύχει τους βραχυπρόθεσμους εκλογικούς στόχους της : η εκλογή του Σαλβαντόρ Αλιέντε στη Χιλή το 1970 και η εκλογή του Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία το 1981.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι μεσαίες τάξεις της Χιλής εκπροσωπούνται κατά κύριο λόγο από τους Χριστιανοδημοκράτες (DC). Όμως, η αριστερή τους πτέρυγα συμμαχεί με τους Ριζοσπάστες και τα εργατικά κόμματα (Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό) και στηρίζει την υποψηφιότητα του Αλιέντε στις προεδρικές εκλογές του 1970. Ο Αλιέντε εκλέγεται με ποσοστό μόλις 36,7% και διαφορά μόνο 40.000 ψήφων από τον υποψήφιο της Δεξιάς Χόρχε Αλεσάντρι (ο υποψήφιος της Χριστιανοδημοκρατίας λαμβάνει περίπου 28%). Ο Αλιέντε είναι οπαδός μιας επανάστασης η οποία θα σεβαστεί τη νομιμότητα και τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας. Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ένωσης (UP) αρχίζει αμέσως να υλοποιεί ένα πρόγραμμα ρήξης με τον καπιταλισμό : εθνικοποίηση των ορυχείων χαλκού (του κυριότερου πλουτοπαραγωγικού πόρου της χώρας) χωρίς καταβολή αποζημίωσης στις αμερικανικές πολυεθνικές εταιρίες, επιτάχυνση της αγροτικής μεταρρύθμισης, έλεγχος από το κράτος των μεγάλων τραπεζών, της χαρτοβιομηχανίας, της υφαντουργίας, των ανθρακωρυχείων, της χαλυβουργίας, κλπ. `
Όμως, η UP βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλά εμπόδια : η αντιπολίτευση εξακολουθεί να διαθέτει την πλειοψηφία στα δύο Σώματα του Κοινοβουλίου, η ριζοσπαστική αριστερά κατηγορεί την κυβέρνηση για ρεφορμιστική στάση, οι Ηνωμένες Πολιτείες εργάζονται για την ανατροπή του Αλιέντε… Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση κατορθώνει να διευρύνει την εκλογική της βάση και συγκεντρώνει σχεδόν το 44% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Μάρτιο του 1973, χωρίς ωστόσο και να αποκτήσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Κατά τη διάρκεια της τριετούς διακυβέρνησης της χώρας από τον Αλιέντε, εκτός από την υποστήριξή του από τους εργάτες, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η στήριξη που του παρείχε σημαντικό τμήμα των δημόσιων υπαλλήλων, των μικροβιοτεχνών και των τεχνιτών αλλά και των ελεύθερων επαγγελματιών. Όπως διηγείται ο Χιλιανός κομμουνιστής Χοσέ Καντερματόρι Ινβερνίτζι (βουλευτής και Υπουργός Οικονομίας το 1973), η στήριξή ήταν τόσο σημαντική ώστε ο στόχος που επιδίωκαν οι αντίπαλοί του ήταν « να στρέψουν τις μεσαίες τάξεις εναντίον της Λαϊκής Ένωσης [12] ». Η αυξανόμενη κοινωνική αναταραχή και ο πληθωρισμός που αποσταθεροποιεί την οικονομία έχουν ως αποτέλεσμα τη διάβρωση της στήριξης που απολαμβάνει η κυβέρνηση, ιδιαίτερα στην περίπτωση ορισμένων δημοσίων υπαλλήλων και μικροεπιχειρηματιών. Για να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια, η DC απαιτεί τη διεξαγωγή νέων εκλογών. Επιχειρεί –ανεπιτυχώς- να καθαιρέσει τον πρόεδρο, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο τον δρόμο για το στρατιωτικό πραξικόπημα. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973, ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοσέτ ανατρέπει την κυβέρνηση, θέτοντας ένα τέλος στο πείραμα ειρηνικής επανάστασης. Αντίθετα με τις ελπίδες της DC, θα εγκατασταθεί μόνιμα στην εξουσία, με την υποστήριξη της μεγαλοαστικής τάξης και των ΗΠΑ.
Ορισμένοι, όπως ο Κάρλος Αλταμιράνο, γενικός γραμματέας του Χιλιανού Σοσιαλιστικού Κόμματος, θεώρησαν ότι η ήττα της UP αποδεικνύει τον συντηρητισμό των μεσαίων τάξεων. Όπως γράφει, « αντί να ενισχύουμε τον εγωισμό τους και να ικανοποιούμε τις υλικές διεκδικήσεις τους (αγοραστική δύναμη, επιτόκια, φόροι, κοινωνική ασφάλιση, μισθοί, πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση…) », θα έπρεπε « να τις ενσωματώσουμε σε ένα μεγάλο πρόγραμμα το οποίο θα αποσκοπεί στην αλλαγή της ζωής » και να τις υποτάξουμε σε μια « υπαρκτή κι αποτελεσματική εξουσία », γιατί « η μικροαστική τάξη τρέφει πάνω απ’ όλα μεγάλη εκτίμηση στην επίδειξη πυγμής, στην εμπέδωση της τάξης και στην πειθαρχία » [13].

Ορισμένες συντηρητικές κοινωνικές δυνάμεις μπορούν να μετατραπούν σε δυνάμεις αλλαγής

Παρόμοια ανάλυση, η οποία στηρίζεται στο αξίωμα ότι οι μεσαίες τάξεις είναι οριστικά κι αμετάκλητα προσκολλημένες στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, εγκυμονεί τον κίνδυνο να μας οδηγήσει σε έναν κοινωνιολογικό ντετερμινισμό. Η Ιστορία αποδεικνύει ότι, όπως συνέβη και στην περίπτωση του 1789, ορισμένες κοινωνικές ομάδες τις οποίες δεν θεωρούμε θετικά προσκείμενες ως προς την κοινωνική αλλαγή μπορούν, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, να μεταμορφωθούν σε κινητήριες δυνάμεις της αλλαγής. Όπως εξάλλου μπορεί να συμβεί και το αντίθετο : οι λαϊκές τάξεις, αντί να έχουν επαναστατικό χαρακτήρα απλά και μόνο λόγω της θέσης τους στην κοινωνία, μπορούν να μετατραπούν σε κοινωνική βάση του κόμματος της « τάξης και της ασφάλειας ». Έτσι, τα γεγονότα του Μάη του 1968 χαρακτηρίζονται, αφενός από τη συναδέλφωση φοιτητών και εργατών [14], αλλά και, αφετέρου, από τη σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις προσδοκίες ενός τμήματος των φοιτητών της μικροαστικής τάξης και των απεργών εργατών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η 17η Μαΐου : η πορεία των φοιτητών που ήρθε να ενωθεί με τους απεργούς της Renault στο εργοστάσιο της Μπιγιανκούρ αναγκάζεται να επιστρέψει άπρακτη καθώς βρήκε τις πόρτες του εργοστασίου κλειστές.
Καθώς οι μεσαίες τάξεις δεν είναι πάντα συντηρητικές, όπως εξάλλου και το προλεταριάτο δεν είναι υποχρεωτικά προοδευτικό, κάτω από ποιες προϋποθέσεις ένα πρόγραμμα για τη ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας θα μπορούσε να συνενώσει τις δύο κοινωνικές ομάδες οι οποίες, ναι μεν διαθέτουν την αριθμητική πλειοψηφία, αλλά των οποίων τα συμφέροντα ενδέχεται να αποκλίνουν ; Αυτή τη δυσκολία επιχείρησε να ξεπεράσει το κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα της γαλλικής Αριστεράς που συντάχθηκε το 1972. Μέσα σε μια συγκυρία της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό συνίσταται στη ραγδαία αύξηση του προσωπικού της εκπαίδευσης και των ενδιάμεσων επαγγελμάτων του δημόσιου τομέα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) που δημιουργήθηκε από το συνέδριο του Επινέ το 1971 [15] προτείνει την ενότητα δράσης με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας (PCF). Το τελευταίο, ενθαρρυμένο από τις επιτυχίες των Ιταλών συντρόφων του, αρχίζει να ενδιαφέρεται και πάλι για την τύχη των μεσαίων τάξεων.
Από την πλευρά του, ο Μιτεράν γνωρίζει ότι οφείλει να διευρύνει, τόσο τη βάση των ενεργών μελών του κόμματος, στο οποίο κατόρθωσε να κυριαρχήσει χάρη σε μια περιστασιακή συμμαχία, όσο και την εκλογική του βάση. Έτσι, αφού πυροδότησε την πλήρη ρήξη με το σαρακοφαγωμένο κι ετοιμόρροπο οικοδόμημα της SFIO, η οποία υπέστη μια ιστορική εκλογική ήττα στις προεδρικές εκλογές του 1969 (5% των ψήφων), προσπαθεί να προσεγγίσει τα καινούρια μισθωτά στρώματα της μεσαίας τάξης τα οποία γνωρίζουν τότε μεγάλη άνθηση. Για να το κατορθώσει, υιοθετεί ένα μέρος από την κληρονομιά του Μάη του 1968, ιδίως στους τομείς της φιλελευθεροποίησης των ηθών και του πολιτισμού. Σε αυτό το πεδίο, διευκολύνεται από το γεγονός ότι το ΚΚΓ επιστρέφει σταδιακά σε μια εργατίστικη ρητορεία καθώς ανησυχεί επειδή η ενωτική δυναμική ωφελεί εκλογικά περισσότερο τον εταίρο του και λιγότερο το ίδιο. Η απόκλιση γίνεται εμφανής το 1977 με τη διάλυση του κοινού προγράμματος. Στο εξής, οι δύο παρατάξεις της Αριστεράς βρίσκονται αντιμέτωπες.
Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Μιτεράν εκλέγεται πρόεδρος της Δημοκρατίας. Υποσχέθηκε τη « ρήξη με τον καπιταλισμό » και, για να την επιτύχει, « μια στέρεη ταξική συμμαχία » [16], η οποία εξάλλου πραγματοποιείται στις κάλπες στις 10 Μαΐου του 1981. Συνεπώς, μήπως θα πρέπει να ερμηνευθεί η « στροφή της λιτότητας » που επιχειρείται το 1983 (πάγωμα μισθών, μαζικές αναδιαρθρώσεις στη βιομηχανία) ως μια από τις άπειρες προδοσίες των πολιτικών εκπροσώπων των μεσαίων τάξεων απέναντι στους εργάτες σύμμαχούς τους ; Αυτή η αντίληψη για τα πράγματα, η οποία μπορεί να αντλήσει επιχειρήματα από την κοινωνική περιχαράκωση της ηγετικής ομάδας των σοσιαλιστών, τείνει να παραγνωρίζει το διεθνές και το ιδεολογικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε από το συντηρητικό κύμα : λίγο καιρό πριν, στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία εξελέγησαν ο Ρόναλντ Ρίγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ. Οι « νέοι φιλόσοφοι » κυριαρχούν στη γαλλική διανόηση. Ωστόσο, ήδη από το 1982, τα διευθυντικά στελέχη του δημόσιου τομέα [17] αποκτούν ρόλο καθοριστικής σημασίας στη διαμόρφωση της στρατηγικής των σοσιαλιστών, ενώ οι κυβερνώντες δεν αντιμετωπίζουν σοβαρές πιέσεις από την πλευρά των συνδικάτων ή των λαϊκών κινητοποιήσεων. Από εκείνη τη στιγμή, τα πάντα συμβαίνουν σάμπως οι σοσιαλιστές που βρίσκονται στην εξουσία να ανατινάζουν τη γέφυρα που αποτελούσε το κόμμα ανάμεσα στην κοινωνία και στο κράτος, και να περιχαρακώνονται μέσα στο φρούριο του κράτους που περιβάλλεται από βαθιά τάφρο, « αφήνοντας στους –πραγματικούς ή στους δυνητικούς- συμμάχους τους περιορισμένες δυνατότητες επιλογών : την πολιορκία του φρουρίου ή την υποχώρηση [18] ». Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία η οποία κυριαρχούσε σε όλον τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο καθιστούσε πιθανό το γεγονός ότι οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε η νέα κυβέρνηση θα ερμηνεύονταν ως συνέπεια της ακαταλληλότητας της σοσιαλιστικής θεωρίας να αντιμετωπίσει τις πραγματικότητες του καινούριου κόσμου που είχε εντωμεταξύ διαμορφωθεί.
Παρόλη τη διαφορετικότητα των εκάστοτε καταστάσεων, τα εμπόδια στα οποία προσκρούει η συμμαχία των λαϊκών τάξεων και των μεσαίων τάξεων εξακολουθούν να είναι τα ίδια. Ο φόβος που προκαλούν στις μεσαίες τάξεις ορισμένα προγράμματα που θεωρούνται υπερβολικά ριζοσπαστικά (για παράδειγμα εκείνα που ενδέχεται να απειλήσουν την ιδιοκτησία ή την αξία των αποταμιεύσεων) φαίνεται να αποτελεί μια αμετάβλητη σταθερά. Ωστόσο, κυρίως σε περιόδους οξύτατης κρίσης, ο φόβος του κοινωνικού ξεπεσμού και της ταξικής υποβάθμισης, την οποία το υπάρχον σύστημα αδυνατεί να εμποδίσει (όταν δεν είναι αυτό το ίδιο ο άμεσος αρχιτέκτονάς της) ευνοεί συμμαχίες και συναντήσεις γύρω από στόχους « κοινής σωτηρίας ». ¨
Συνεπώς, η μελέτη των εμπειριών του παρελθόντος, αντί να καταλήγει σε ένα μάθημα αποθαρρυντικού ρεαλισμού, μας προσφέρει έναν αριθμό κλειδιών ο οποίος μας επιτρέπει να καθορίσουμε τις προϋποθέσεις της επιτυχίας μιας παρόμοιας συμμαχίας. Οι προϋποθέσεις αυτές μπορεί να είναι κοινωνικές (σχετικά κοινά οικονομικά συμφέροντα) ή πολιτικές (επιθυμία της πλειοψηφίας του λαού να εκδιωχθεί η Δεξιά από την εξουσία). Κατά παράδοξο τρόπο, το βάθεμα των ανισοτήτων, το πλήρες μπλοκάρισμα των μηχανισμών της κοινωνικής ανόδου και ο ολοένα περισσότερο μειοψηφικός χαρακτήρας των ελίτ που ελέγχουν τα κράτη χωρίς να ενδιαφέρονται για την μοίρα των λαών, μπορούν να ευνοήσουν την ανάδυση κοινών συμφερόντων την οποία τόσο συχνά η Ιστορία έχει υπονομεύσει ως σήμερα.

Notes

[1] ΣτΜ : Για να συμβολίσει την απόλυτη ρήξη με το παλαιό καθεστώς, η Γαλλική Επανάσταση άλλαξε την ονομασία των μηνών αλλά και την χρονολόγηση, με το έτος 1 να αντιστοιχεί στο 1792, χρονιά της ανακήρυξης της αβασίλευτης Δημοκρατίας και της καταδίκης του Λουδοβίκου ΙΣΤ σε θάνατο. Στις 9 Θερμιδόρ του έτους ΙΙ (27 Ιουλίου 1794), ανατρέπεται πραξικοπηματικά ο Ροβεσπιέρος, τερματίζεται η Τρομοκρατία και την εξουσία αναλαμβάνει το –κατά πολύ συντηρητικότερο- Διευθυντήριο.
[2] Βλέπε Alain Garrigou, « 1848, le printemps des peuples », « Le Monde Diplomatique », Μάιος 2011.
[3] Αναφέρεται από τον Ερικ Χομπσμπάουμ, Η εποχή του κεφαλαίου, Θεμέλιο, σελ. 34 στη γαλλική έκδοση.
[4] Καρλ Μαρξ, « Neue Rheinische Zeitung », Κολωνία, 29 Ιουνίου 1848.
[5] Karl Kautsky, « Le socialisme et les carrières libérales », Le Devenir social, Παρίσι, Ιούνιος 1895, σελ. 269.
[6] Jean-Paul Cointet, στο Marcel Déat : du socialisme au national-socialisme, Perrin, Παρίσι, 1998.
[7] Αναφέρεται από τον Serge Berstein στο « Léon Blum », Fayard, Παρίσι, 2006, σελ. 370 (οι αναλύσεις που αφορούν το Λαϊκό Μέτωπο και οι φράσεις που παρατίθενται σχετικά με την κυβέρνηση Μπλουμ είναι παρμένες από αυτό το βιβλίο).
[8] ΣτΜ : Την περίοδο της Κατοχής, ο Ντεά ίδρυσε το διαβόητο φασιστικό κόμμα Εθνικός Λαϊκός Συναγερμός (RNP). Μετά την απελευθέρωση, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και πέθανε στην εξορία.
[9] ΣτΜ : Η μέχρι τότε ενιαία SFIO διασπάται σε σοσιαλιστές οπαδούς της Β’ Διεθνούς (οι οποίοι υπό τον Λεόν Μπλουμ διατηρούν τον τίτλο του κόμματος) και σε οπαδούς της Γ’ Διεθνούς που ιδρύουν το ΚΚΓ.
[10] Εκτίμηση της κατάστασης που παρουσίασε ο Maurice Thorez σε συγκέντρωση των κομμουνιστών της περιοχής του Παρισιού στις 11 Ιουνίου του 1936
[11] ΣτΜ : Καθώς οι ανταρτικές ομάδες της Γαλλικής Αντίστασης στις οποίες κυρίαρχο ρόλο είχε το ΚΚΓ διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση και διοίκηση πολλών περιοχών της χώρας (μάλιστα, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εκτελέστηκε μεγάλος αριθμός δωσιλόγων), οι πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν πλήθος ριζοσπαστικών κοινωνικών μέτρων που είχαν συμφωνηθεί στο Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, σήμερα οι Γάλλοι νεοφιλελεύθεροι έχουν ως σύνθημα « Να ξεμπερδεύουμε με την Απελευθέρωση », ακριβώς όπως οι Έλληνες ομόλογοί τους ζητούν « να ξεμπερδεύουμε με την Μεταπολίτευση ».
[12] José Cadermatori Invernizzi, « Programme, succès et obstacles pendant l’Unité Populaire », στο Patricio Arenas, Rosa Gutierez και Oscar Valespir (υπό τη διεύθυνση του), Salvador Allende, « Un monde possible », Syllepse, Παρίσι, 2004, σελ. 41.
[13] Carlos Altamirano, « Chili : les raisons d’une défaite », Flammarion, συλλογή « La Rose au poing », Παρίσι, 1979, σελ 67-68.
[14] Kristin Ross, « Mai 68 et ses vies ultérieures », Agone – Le Monde diplomatique, Μασσαλία-Παρίσι, 2010.
[15] ΣτΜ : Μετά την εκλογική της συντριβή το 1969, η SFIO είχε ήδη δρομολογήσει την μετεξέλιξή της σε Νέο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Στο Σοσιαλιστικό Κόμμα που προέκυψε στο Επινέ (εργατικά προάστια βόρεια του Παρισιού) προσχώρησε η –μικρή- Ένωση Δημοκρατικών Θεσμών (CIR) του Μιτεράν και κεντροαριστεροί Χριστιανοί από το χώρο της συνδικαλιστικής CFDT. Ο Μιτεράν εξελέγη γραμματέας του νέου κόμματος.
[16] « Projet socialiste pour la France des années ’80 », Club socialiste du livre, Παρίσι, 1981, σελ. 368.
[17] ΣτΜ : Τα στελέχη του εκτεταμένου -και γενικά αποτελεσματικού- γαλλικού δημόσιου τομέα προέρχονται από τις περιζήτητες και με μεγάλο κύρος « μεγάλες σχολές », προάγονται με μάλλον αναξιοκρατικό τρόπο και συχνά μεταπηδούν στην πολιτική σκηνή.
[18] Steven C. Lewis και Srenella Sferza στο (υπό τη διεύθυνση των) Stanley Hoffman και George Ross, « L’Expérience Mitterand. Continuité et changement dans la France contemporaine, Presse Universitaires de France, Παρίσι, 1988, σελ. 148.

Ροη αρθρων