Γύφτο οι αλλόφυλοι με κράζουν/ κι οι γύφτοι αλλόφυλο με λένε,/ κι οι δουλευτάδες ακαμάτη /και οι σπλαχνικές καρδιές με κλαίνε,/ κι οι χαροκόποι δε με θέλουν /και μ' είπαν οι γεροί σακάτη,/ παλιάτσο με είπε κι ο σακάτης/κι οι ονειροπλέχτες με κοιτάζουν, πάντα με ξαφνισμένο μάτι /σαν όνειρο άπρεπο και ξένο, καθώς διαβαίνω/ (...) τέρας για να φοβηθής/και μαζί για να γελάσης (...)
Ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» γράφτηκε από τον Κωστή Παλαμά σε εποχή παρακμής. Πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής. Στον απόηχο μιας εθνικής ταπείνωσης κι ενός καταπιεστικού διεθνούς ελέγχου. Με έκδηλη την απογοήτευση για το ήθος των αρχόντων αλλά και των αρχομένων. Στην εμβληματική φιγούρα του γύφτου, του αδάμαστου κι ανυπότακτου, ο ποιητής διοχετεύει την ελπίδα του για ανάταση, αναγέννηση κι αναδημιουργία. Γύφτε Λαέ, άκουσέ με /το πρωτόσταλτο είμαι σημάδι/ απ' την πλάση που θα 'ρθει (... ) Απ' τους κόσμους του Αύριο/ το μήνυμα της νίκης εγώ σου φέρνω (...)
Είμαι η σάλπιγγα εγώ μιας Ανάστασης (...)
Ο «Δωδεκάλογος» εκδίδεται το 1907, στις αρχές του 20ού αιώνα δηλαδή, όταν η Ελλάδα ισορροπεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και δύο χρόνια πριν από το κίνημα στο Γουδί. Τα μεγάλα οράματα έχουν τελειώσει.
Ηεκσυγχρονιστική προσπάθεια του Τρικούπη έχει συνθλιβεί στη μέγκενη της χρεοκοπίας και οι μεγαλοστομίες του Δηλιγιάννη έχουν αποδειχθεί γράμμα κενό υπό το βάρος της ήττας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει το δικό του δράμα, υποχρεωμένο να επιβιώσει σε συνθήκες σφοδρής φορολόγησης. Η διαφθορά καλπάζει. Η διανόηση μίζερη και θλιβερή, χαμένη στα σαλόνια του αρχαϊσμού. Οι νεότερες γενιές ταλανίζονται ανάμεσα στη μετανάστευση και την ανυπαρξία. Είναι προφανές πως δεν πάει άλλο.