Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Χρήσιμη η αγανάκτηση, αλλά δεν αρκεί

Η ΕΠΟΧΗ...
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΙΕΤΡΟ ΙΝΓΚΡΑΟ «Η ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ» («ΕΥΜΑΡΟΣ», ΜΤΦΡ. ΤΟΝΙΑ ΤΣΙΤΣΟΒΙΤΣ)

Ο Πιέτρο Ινγκράο είναι από τους μεγαλύτερους σύγχρονους πολιτικούς και θεωρητικούς της Ιταλίας. Γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1915, στη Λένολα κοντά στη Ρώμη. Από το 1936 πήρε μέρος στον αντιφασιστικό παράνομο αγώνα, και συμμετείχε ενεργά στην Αντίσταση. Το 1947 ανέλαβε τη διεύθυνση της «Unita», την οποία διατήρησε μέχρι το 1957. Βουλευτής από το 1948 έως το 1992, το 1968 εκλέγεται πρόεδρος της κομμουνιστικής κοινοβουλευτικής ομάδας. Από το 1976 έως το 1979 διετέλεσε πρόεδρος της ιταλικής Βουλής. Διεύθυνε το Κέντρο Μελετών και Πρωτοβουλιών για τη Μεταρρύθμιση του Κράτους, από το 1975 έως το 1992. Έχει γράψει πολιτικά δοκίμια, μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές.
Του
Μιχάλη Ψημίτη*


Το βιβλίο αυτό περιέχει δύο συνομιλίες του Πιέτρο Ινγκράο με τους Iταλούς πανεπιστημιακούς Μαρία Λουίζα Μπότσια και Αλμπέρτο Ολιβέτι. Η πρώτη συνομιλία έγινε με αφορμή την έκδοση με τίτλο Αγανακτήστε του Στεφάν Εσέλ, που κυκλοφόρησε στη Γαλλία την περασμένη χρονιά και προκάλεσε εκδοτική έκρηξη, πουλώντας μέσα σε λίγους μήνες εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Στο Αγανακτήστε ο 93άχρονος συνταξιούχος διπλωμάτης και παλιός αντιστασιακός Εσέλ παροτρύνει έντονα τους νέους να εξεγερθούν ειρηνικά απέναντι στην τρομακτική δύναμη χρήματος και στους πολιτικούς που την υπηρετούν πιστά στις σύγχρονες κοινωνίες. Στο κείμενο αυτής της συνομιλίας προστίθεται, συνειρμικά θα έλεγα, και μια δεύτερη συνομιλία του Ινγκράο με τη Μπότσια και τον Ολιβέτι, με αφορμή τα ενενηκοστά πέμπτα γενέθλια του Ινγκράο (το 2010), με τίτλο «Μιλάω για την αμφιβολία».
Στη διάρκεια των συνομιλιών η εμβληματική προσωπικότητα του συγγραφέα, δημοσιογράφου και πολιτικού Πιέτρο Ινγκράο ξεδιπλώνει στοιχεία της ιστορικής της πορείας, ιδιαίτερα σε σχέση με τη διαρκή πνευματική παρέμβαση του Ινγκράο στο δημόσιο διάλογο γύρω από τη σχέση μεταξύ ατομικών κινήτρων και πολιτικής δράσης, πολιτικού υποκειμένου και αμφισβητητικής διερώτησης, αγανάκτησης και κινηματικής διαδικασίας.
Για τον Ινγκράο η αμφιβολία δεν είναι απλώς μια άσκηση ελευθερίας. Είναι περισσότερο ο αναγκαίος διαμεσολαβητικός κρίκος ανάμεσα στη συλλογική δράση και στην αίσθηση ατομικής ελευθερίας. Η αμφιβολία επιτρέπει στο άτομο να επεξεργάζεται με δημιουργικό τρόπο τους βιωματικούς και πολιτικούς κραδασμούς που αυτό υφίσταται, όταν αισθάνεται να καταργείται η εσωτερική του ελευθερία από διαδικασίες σύνθλιψης των διαφορών στο όνομα της ενότητας. Αναφερόμενος στο κομμουνιστικό κίνημα, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Διεκδικήσαμε τα δικαιώματα ελευθερίας στους χώρους εργασίας, στους χώρους της κοινωνικής ζωής, αλλά όχι στην οργάνωση και στην πρακτική του πολιτικού υποκειμένου, όπου, αντίθετα, οι απαιτήσεις του αρραγούς και της αντοχής υπερίσχυαν πάντοτε» (σ. 25).
Η αρετή της αμφιβολίας

Όμως, η αμφιβολία δεν μπορεί να είναι «προσωπικό προνόμιο», δηλαδή το αποκλειστικό αποτέλεσμα επιβράβευσης μιας καταξιωμένης ατομικής βιογραφίας εντός του συλλογικού πολιτικού υποκειμένου. Πρέπει, αντίθετα, να είναι αποτέλεσμα μιας συντακτικής πολιτικής διαδικασίας, που θα θεμελιώνει το ίδιο το συλλογικό υποκείμενο πάνω στην «αρετή της αμφιβολίας», στη ζωοποιό δύναμη της υποκειμενικά ανεπηρέαστης ελευθερίας να αναρωτιέσαι για τα πάντα. Λέει ο Ινγκράο: «Ακόμη και η δημοκρατική εξουσία και οι δημοκρατικοί κανόνες, υπό την έννοια της εγγύησης για τον καθένα και για όλους, παραμένουν μια εγγύηση ξένη προς εμένα αν δεν μπορώ να αναρωτηθώ
γι’ αυτήν, αν δεν μπορώ να την αμφισβητήσω» (σ. 17). Την άποψή του αυτή τα τελευταία χρόνια ο Ινγκράο θα την επαναλάβει με κάθε ευκαιρία. Σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του, για παράδειγμα (εφημερίδα Εποχή, 18 Νοεμβρίου 2009), υποστηρίζει: «Η ήττα μας και η νίκη της δεξιάς διαφοροποιήθηκε -κατά τη γνώμη μου- ακριβώς πάνω σ’ αυτό το κομβικό σημείο σύστασης: στο πεδίο της ελευθερίας των δικαιωμάτων, που διεκδικήσαμε δυναμικά στη ζωή μας ως πολίτες και στους χώρους εργασίας και στις πόλεις, αλλά δεν τους αναγνωρίσαμε ισχύ και γόνιμη αξία μέσα στη ζωή του πολιτικού υποκειμένου. Αντίθετα, η δεξιά αντιμετώπισε αυτό το ζήτημα και το ανέδειξε από ατομικιστική σκοπιά, επιβάλλοντας την ιδεολογική ηγεμονία της, πρώτα απ’ όλα μέσω της χρήσης του δικτύου μαζικής επικοινωνίας από την άρχουσα τάξη». Εδώ ο Ινγκράο φαίνεται να πλησιάζει στον «υποκειμενισμό» της Ρόζας Λούξεμπουργκ, η οποία, σε αντιπαράθεση με τον Λένιν, υποστήριζε ότι από το αλάθητο της καλύτερης Κεντρικής Επιτροπής είναι απείρως πολυτιμότερο το δικαίωμα του συλλογικού υποκειμένου να διαπράττει σφάλματα και να μαθαίνει από αυτά. Ας μη ξεχνάμε ότι στην μεταπολεμική ιστορία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος ο Ινγράο στάθηκε ο ιστορικός ηγέτης της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, σημείο αναφοράς ενός εσωκομματικού ρεύματος που απέδιδε εξαιρετική σημασία στη δημιουργική προσέγγιση του μαρξισμού και στα κοινωνικά κινήματα. Στάθηκε όμως ταυτόχρονα και ένα στέλεχος των κομματικών μηχανισμών, υπό την έννοια ότι λειτούργησε σε μια συντεταγμένη πορεία, ακόμη και όταν χρειάστηκε να απομονωθούν από το κόμμα ορισμένες «αριστερές αποκλίσεις». Η αντίφαση αυτή ωστόσο μάλλον ενισχύει παρά αποδυναμώνει το ενδιαφέρον που έχουν οι σημερινές εκτιμήσεις του παλαίμαχου ηγετικού στελέχους, στο μέτρο που θεμελιώνει σε βιογραφικό επίπεδο την ώριμη δυνατότητα να αναρωτιόμαστε αυτοκριτικά για τα πάντα. Ακόμη και για «[…] τις συνέπειες που επέφερε η φθορά των κομμάτων στα υποκείμενα, στους χώρους και στους τρόπους επιλογών που μας αφορούν όλους. Η παρακμή του κομματικού σχήματος και η διαστροφή του επέδρασαν, στενεύοντας δραστικά τα περιθώριά της, πάνω στην ικανότητα διαλόγου και ακρόασης». (σ. 27).

Αγανάκτηση και πολιτική δράση

Ποια είναι όμως η εκτίμηση του Ινγκράο για τη μορφή της μαζικής αντίδρασης που αναπτύσσεται τελευταία κατά της διαφθοράς των κομμάτων; Η κριτική του εγείρεται εναντίον μιας ηθικής ματιάς στον εκφυλισμό των κομμάτων, που απλώς γεννά μια ανακυκλούμενη αγανάκτηση. Μια αγανάκτηση που συχνά αρκείται στην απλή καταγγελία, χωρίς να εξηγεί τις υπάρχουσες διαφορές των μορφών δράσης και αγώνα. Έτσι, μέσα από τη σοβαρή κρίση της σχέσης μεταξύ πολιτικών θεσμών και κοινωνικών αιτημάτων, βλέπει τον κίνδυνο να μείνουν αναποτελεσματικά τα αισθήματα αγανάκτησης και ελπίδας (σ. 38). Τα αισθήματα αγανάκτησης δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την πολιτική, διότι στερούνται μιας ανάγνωσης του κόσμου που θα τους έδινε «μορφή».
Προσοχή όμως: ο Ινγκράο δεν επιρρίπτει ευθύνες στην αγανάκτηση για την κρίση της πολιτικής. Το αντίθετο, κατηγορεί τη δοκιμασμένη πολιτική ως μια διαδικασία που ταύτισε την εκπροσώπηση με την εξουσιοδότηση, αγνοώντας πλήρως ότι οι σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων χρειάζονται βιώσιμους τρόπους και κανόνες αμοιβαίας έκφρασης και ωφέλειας. Έτσι, η πολιτική δράση μετέτρεψε την εκπροσώπηση σε ζήτημα αριθμητικής, παραμερίζοντας βίαια το ζήτημα της ανάγκης ενός εσωτερικού στην κοινωνία διαλόγου ανάμεσα στις διαφορετικές εμπειρίες και ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες (σ. 30). Εδώ ο Ινγκράο υποβάλλει την ιδέα μιας νέας σύλληψης των αισθημάτων που θα «γειώσουν» στην κοινωνική σφαίρα τις νέες μορφές δράσης. Η ιδέα είναι σχετικά νέα στον πολιτικό διάλογο, αλλά από καιρό γνωστή στη θεωρία των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων: στις σύγχρονες κοινωνίες τα αισθήματα ενσωματώνουν στην ανθρώπινη υποκειμενικότητα τα εντελώς απαραίτητα κίνητρα συμμετοχής της στις δράσεις που αποσκοπούν στη μεταβολή της δημόσιας σφαίρας. Αυτή την ιδέα ο Ινγκράο τη διατυπώνει ως δυνατότητα αναγέννησης της πολιτικής, αν αυτή κατορθώσει να εκφράσει «τις ανάγκες ενός προσωπικού βιώματος που ορίζεται κοινωνικά» (σ. 30).

Η αναγέννηση της πολιτικής

Όμως, η αναγέννηση της πολιτικής δεν μπορεί να επέλθει με τους παρωχημένους όρους μιας ελαύνουσας και συντριπτικής δύναμης, που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Η πολιτική δεν μπορεί να είναι πλέον ένας διαρκής εκκωφαντικός θόρυβος, που σκεπάζει ή εξαφανίζει τις ενδιάμεσες σιωπές μιας αναστοχαστικής στάσης. Οι σιωπές αυτές (πρέπει να) είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής, επειδή με την παρουσία τους αντισταθμίζεται η δράση με την αδράνεια, η εξωτερική απαίτηση της ενότητας και της συνοχής με την εσωτερική ανάγκη του σταματήματος, της διερώτησης και του αποκαλυπτικού συλλογισμού. Τότε λοιπόν γίνεται απαραίτητη η ποίηση ως ανάγνωση της σιωπής. Ως τρόπος νηφάλιας ανάγνωσης της σιωπής, η οποία συνιστά έκφραση και δράση. Ο Ινγκράο υπογραμμίζει: «Η σιωπή είναι εσωτερικότητα. Είναι το να σταματάς να ακούσεις (…). Η σιωπή είναι πάντα πιο μπροστά. Σωπαίνεις, μα πραγματοποιείς την πράξη τού να σωπαίνεις. Το να είσαι σιωπηλός είναι μια δράση και, επομένως, με τη σιωπή σου εκφράζεσαι. Η ποίηση, για μένα, είναι κάτι σαν ανάγνωση της σιωπής. Στις ποιητικές μου συλλογές δεν υπάρχει η κραυγή, δεν υπάρχει ποτέ φασαρία» (σ. 40).
Έτσι, λοιπόν, οι σιωπές γίνονται πάντα ομιλούσες και η ποιητική δημιουργία γίνεται η ικανότητά μας να τις αναγιγνώσκουμε. Χτες, η παρουσία μας στον κόσμο της πρώιμης νεωτερικότητας και του βιομηχανικού πολιτισμού επέβαλε μια μονομερή εξάρτηση της παρέμβασης στα δημόσια πράγματα από το κλασικό δίπολο «δράση – πολιτική». Σήμερα, στον κόσμο της όψιμης νεωτερικότητας (ή μετανεωτερικότητας) η δημόσια παρέμβαση απαιτεί πολύ περισσότερο την εμπλοκή της υποκειμενικότητας μέσα από καινούργιους τρόπους σύζευξης του πολιτικού με το υποκειμενικό. Στις καθημερινές συμπεριφορές του βίου μας, ωστόσο, η νεωτερικότητα και η μετανεωτερικότητα δεν αποκλείονται αμοιβαία, συχνά συνυπάρχουν αντιθετικά, συμπληρωματικά και ενίοτε συμβιωτικά. Όπως η παράδοση με την καινοτομία, η ηθική με τον καιροσκοπισμό, η αμεσότητα με την προσποίηση, η εργατική κουλτούρα με την κουλτούρα των κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων, η πολιτική με το συναίσθημα κοκ. Αυτή η συνύπαρξη δημιουργεί ενδιαφέρουσες υβριδικές καταστάσεις που το σύγχρονο υποκείμενο (ατομικό και συλλογικό) οφείλει να λάβει υπόψη του. Εντάσεις και υφέσεις, αντιστάσεις και υποχωρήσεις, συγκρούσεις και συμφιλιώσεις.
Ο Ινγκράο φαίνεται σαν να μας κλείνει το μάτι. Πράγματι, η συνύπαρξη των φαινομενικά αντιθετικών ζευγών «δράση –σιωπή» και «πολιτική – ποίηση» και οι μεταξύ τους πολύπλοκες διαδράσεις καθιστούν τα ερωτήματα γύρω από θεμελιώδη ζητήματα της σύγχρονης ανθρώπινης δράσης ασφαλώς πιο δυσεπίλυτα, αλλά, συγχρόνως, απείρως πιο ενδιαφέροντα.

* Ο Μιχάλης Ψημίτης είναι αναπληρωτής καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι ο πρόλογος στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Πιέτρο Ινγκράο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων