Κώστας Κρεμμύδας απο την στηλη Ξουθου και Μενανδρου γωνια, της Εποχης...
Και θλίψη αισθάνομαι βαριά / στην πατρική κακομοιριά / που κληρονόμησαν τιμή μεγάλη / και μας την άφησαν σ’ αυτό το χάλι[…]
Μα τι θα κάνω για να νικήσω / πες μου, δεν θα ’μαι άξιος να ζήσω, / εάν δεν πάρω με κάθε τρόπον / τη βασιλεία [θεών κι ανθρώπων].
(«Οι Όρνιθες»,
μετ. Πολύβιος Δημητρακόπουλος)
Δεν είναι ο πλεονασμός αλλά η έμφαση που επιβάλλει τον προσδιορισμό της κότας. Αν ήμασταν γενναίοι, δεν θα τους «προσκυνούσαμε με χάρη», αλλά θα κάναμε δηλώσεις σαν τον Κουβέλη, έξω απ’ το Μέγαρο Σαμαρά, του τύπου «Η τρόικα πρέπει να σταματήσει να επιτίθεται στην ελληνική κοινωνία». Θα κουνάγαμε το δάχτυλο, (την ίδια στιγμή που θα τους κλείναμε το μάτι), προς συνετισμό των αφρόνων, που ετοιμάζονται για άλλη μια φορά να μας γονατίσουν, κατά τη γνωστή απειλή: «Θα σε σφάξω στο γόνατο». Κι αυτοί συμπάσχουν, κατά το «είναι αργά για δάκρυα Αγγέλα/ πάρε τις κούκλες σου και γέλα». Ας μη το δείχνουν. Αλλά μία είναι η λύση για να μείνουμε στο ευρώ, οι ευρωείλωτες, του Ευρώτα. Πριν τον Καιάδα; Αμφιβάλλω.
Αφού οι πολιτικοί θεατρίζονται, γιατί να μην αναζητήσει κι ο λαός («άνθρωποι μαυρόζωοι, όμοιοι με φύλλα που πέφτουν λασποζύμωτα και άψυχα στο χώμα, έθνη από ίσκιους, πλάσματα εφήμερα», όπως μας θέλουν), στο θέατρο τον από μηχανής θεό του; Δεν είναι καλλιτεχνικά τα κίνητρά μου, άλλωστε την Αριστερά ποσώς ενδιαφέρει η τέχνη, όπως εν συντομία εξέθεσα άλλη φορά εδώ, σταχυολογώντας τη σχετική ξεπέτα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, πώς θ’ αλλάξουν οι συσχετισμοί; (Αφού οι επερωτήσεις, μαζί και τα μοντελάκια των επερωτουσών, δεν αρκούν. Γιατί κι οι συνεδριάσεις της Βουλής είναι σαν τις δεξιώσεις: αρχικά φθείρουν κι όσο γίνονται ρουτίνα, διαφθείρουν. Και χαλούν και το σώμα: δείτε τον Πρωτόπαππα, τον Σαχινίδη, τον Πάγκαλο) …Και πόσο φερέγγυοι θα ’μαστε να μιλάμε για την άλλη κοινωνία, αν πολιτισμός και παιδεία δεν μπουν στο είναι μας, είναι ένα ερώτημα αναπάντητο, που αιτιολογεί εν πολλοίς τη διαχρονική ενσωμάτωσή μας.
Έτσι ξεφυτρώνουν Καμπύληδες του άλλοτε «Ριζοσπάστη», ή η ημετέρα Άννα Δαμιανίδη των «Νέων» –δεν μπορεί, κάτι θα τους ρίχνουν στον καφέ στο Μέγαρο της Μιχαλακοπούλου– κι αρχίζουν να πυορροούν. Ακόμα και για την Κυψέλη, για τους νταβατζήδες της πλατείας Βάθη –που άνοιξαν και γραφεία Αριστοτέλους 2 & Χαλκοκονδύλη– στο άλλοτε Φαρμακείο προσφέροντας ερωτικά ιάματα, για την ήττα απ’ τους Σλοβένους, για τον Φετφατζίδη που είναι στον πάγκο, για τη συγκατοίκηση στου Παπαδήμου, «υπεύθυνη η Αριστερά και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω του τυφλού αρνητισμού του» (Στ. Ζουμπουλάκης, φίρμα της ελληνορθόδοξης παράδοσης και αγαπημένος της «Αυγής»).
Ενώ η εξοβελιστέα λέξη «απεργία», βδελυρότερη των βδελυρών, όνειδος έθνους τε και εργαζομένων, συνοδευόμενη πλέον απ’ την κλασική φράση «μετά συγχωρήσεως», σαν να μιλάμε για αγγούρια, έχει ήδη την τύχη των άλλοτε κρυφών σχολειών. Δεν μένει παρά να τεθεί επισήμως εκτός νόμου. Άλλωστε, όπου να ’ναι θ’ αρχίσουν να μας κολλάνε αστέρια έξω από σπίτια: φορέων, ιεροδούλων, απεργών, αριστερών, εβραίων, μαύρων, μεταναστών. (Στους ολυμπιακούς θα κολλάει αστέρια ο Αλαφούζος της Παναθηναϊκής Συμμαχίας. Που καλό θα ’ναι ν’ αλλάξει όνομα, αν κρίνεις από μια δική μας Συμμαχία του ’77).
Δυο παραστάσεις, λοιπόν, μού ’δωσαν το έναυσμα για σήμερα: η δεύτερη, ο «Αμφιτρύων» του Μολιέρου, σε μετάφραση της ξεχωριστής Χρύσας Προκοπάκη και σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή, προχτές στο Ηρώδειο. (Εκεί όπου τα πρώτα χρόνια συνήθιζα για λόγους πρακτικούς να βλέπω εις διπλούν τ’ αρχαία δράματα: αρχικά μόνος και την επομένη με παρέα. Ενήμερος πλέον για τα πέντε διαζώματα, τον αριθμό της κερκίδας, την πλάτη της δέκατης ένατης σειράς, την είσοδο και την έξοδο στο θέατρο, μπορούσα να εντυπωσιάσω τη συντροφιά μου. Ακόμα κι οι ταξιθέτριες με χαιρετούσαν, παραξενεμένες που με ξανάβλεπαν! Αλλ’ αυτό είναι μια άλλη ιστορία)
Ο δούλος τού Αμφιτρύωνα, Σωσίας, περιγράφει την ψυχολογία του υπηρέτη, δηλαδή τη δική μας: του σκλάβου λαού που ζει, χαίρεται, συμπάσχει, με και για τους αφέντες. Θεωρεί νομοτέλεια το διαχωρισμό και την υποταγή του, το φαΐ σε χωριστό τραπέζι, τ’ αποφόρια, το ξύλο, τ’ αποφάγια, τις φωνές, τις ύβρεις… Σκάλες υπηρεσίας, ειδικό ασανσέρ για τα σκουπίδια, ευτελισμούς απ’ τις κυρίες, χαϊδολογήματα των κυρίων, όπως τα κατέγραψε πιστά ο ελληνικός κινηματογράφος, ήταν μια αυτονόητη ζωή για τις «υπηρεσίες». Και την κοινωνία μας που κληρονόμησε στο Dna της τη νοοτροπία του δούλου, μεταφέροντάς την σταθερά στην πολιτική μας ζωή. Ακόμα και σήμερα ο εργοδότης, όταν πλέον υπάρχει, αποκαλείται με ευκολία «αφεντικό». Κι ας ξέρουμε ότι τα σκυμμένα κεφάλια εύκολα κόβονται.
Η άλλη παράσταση (που θα συνεχίσω στο επόμενο) είναι οι Όρνιθες του Αριστοφάνη σε πρόσφατη σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, και κλασική του Κουν (Ρώτας, Τσαρούχης, Ραλλού Μάνου - Ζουζού Νικολούδη, Χατζιδάκις).
Κλείνω με τον Πεισθέταιρο σε διασκευή μου:
Τόσος πολύς και μέγας είχε γίνει
που απ’ την παλιά τη δύναμή του εκείνη
είχε χαρίσει μέρος της στον Σαμαρά
ο δίχως έλεος Βενιζέλεος
Κι από κοντά ο αριστερός Κουβέλης
να μοιάζει λίγο λήσταρχος Νταβέλης
Στην τρόικα με δυνατή φωνή ελάλει
την ώρα που τα τρώνε οι άλλοι.
Προσεκτικοί κι οι τρεις τις νύχτες βγαίνουν
και για βρωμοδουλειές πηγαίνουν.
Κώστας Κρεμμύδας
Κι όσα για να γίνουν θέλουν δύναμη, δουλειά, δική μας
Και θλίψη αισθάνομαι βαριά / στην πατρική κακομοιριά / που κληρονόμησαν τιμή μεγάλη / και μας την άφησαν σ’ αυτό το χάλι[…]
Μα τι θα κάνω για να νικήσω / πες μου, δεν θα ’μαι άξιος να ζήσω, / εάν δεν πάρω με κάθε τρόπον / τη βασιλεία [θεών κι ανθρώπων].
(«Οι Όρνιθες»,
μετ. Πολύβιος Δημητρακόπουλος)
Δεν είναι ο πλεονασμός αλλά η έμφαση που επιβάλλει τον προσδιορισμό της κότας. Αν ήμασταν γενναίοι, δεν θα τους «προσκυνούσαμε με χάρη», αλλά θα κάναμε δηλώσεις σαν τον Κουβέλη, έξω απ’ το Μέγαρο Σαμαρά, του τύπου «Η τρόικα πρέπει να σταματήσει να επιτίθεται στην ελληνική κοινωνία». Θα κουνάγαμε το δάχτυλο, (την ίδια στιγμή που θα τους κλείναμε το μάτι), προς συνετισμό των αφρόνων, που ετοιμάζονται για άλλη μια φορά να μας γονατίσουν, κατά τη γνωστή απειλή: «Θα σε σφάξω στο γόνατο». Κι αυτοί συμπάσχουν, κατά το «είναι αργά για δάκρυα Αγγέλα/ πάρε τις κούκλες σου και γέλα». Ας μη το δείχνουν. Αλλά μία είναι η λύση για να μείνουμε στο ευρώ, οι ευρωείλωτες, του Ευρώτα. Πριν τον Καιάδα; Αμφιβάλλω.
Αφού οι πολιτικοί θεατρίζονται, γιατί να μην αναζητήσει κι ο λαός («άνθρωποι μαυρόζωοι, όμοιοι με φύλλα που πέφτουν λασποζύμωτα και άψυχα στο χώμα, έθνη από ίσκιους, πλάσματα εφήμερα», όπως μας θέλουν), στο θέατρο τον από μηχανής θεό του; Δεν είναι καλλιτεχνικά τα κίνητρά μου, άλλωστε την Αριστερά ποσώς ενδιαφέρει η τέχνη, όπως εν συντομία εξέθεσα άλλη φορά εδώ, σταχυολογώντας τη σχετική ξεπέτα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, πώς θ’ αλλάξουν οι συσχετισμοί; (Αφού οι επερωτήσεις, μαζί και τα μοντελάκια των επερωτουσών, δεν αρκούν. Γιατί κι οι συνεδριάσεις της Βουλής είναι σαν τις δεξιώσεις: αρχικά φθείρουν κι όσο γίνονται ρουτίνα, διαφθείρουν. Και χαλούν και το σώμα: δείτε τον Πρωτόπαππα, τον Σαχινίδη, τον Πάγκαλο) …Και πόσο φερέγγυοι θα ’μαστε να μιλάμε για την άλλη κοινωνία, αν πολιτισμός και παιδεία δεν μπουν στο είναι μας, είναι ένα ερώτημα αναπάντητο, που αιτιολογεί εν πολλοίς τη διαχρονική ενσωμάτωσή μας.
Έτσι ξεφυτρώνουν Καμπύληδες του άλλοτε «Ριζοσπάστη», ή η ημετέρα Άννα Δαμιανίδη των «Νέων» –δεν μπορεί, κάτι θα τους ρίχνουν στον καφέ στο Μέγαρο της Μιχαλακοπούλου– κι αρχίζουν να πυορροούν. Ακόμα και για την Κυψέλη, για τους νταβατζήδες της πλατείας Βάθη –που άνοιξαν και γραφεία Αριστοτέλους 2 & Χαλκοκονδύλη– στο άλλοτε Φαρμακείο προσφέροντας ερωτικά ιάματα, για την ήττα απ’ τους Σλοβένους, για τον Φετφατζίδη που είναι στον πάγκο, για τη συγκατοίκηση στου Παπαδήμου, «υπεύθυνη η Αριστερά και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω του τυφλού αρνητισμού του» (Στ. Ζουμπουλάκης, φίρμα της ελληνορθόδοξης παράδοσης και αγαπημένος της «Αυγής»).
Ενώ η εξοβελιστέα λέξη «απεργία», βδελυρότερη των βδελυρών, όνειδος έθνους τε και εργαζομένων, συνοδευόμενη πλέον απ’ την κλασική φράση «μετά συγχωρήσεως», σαν να μιλάμε για αγγούρια, έχει ήδη την τύχη των άλλοτε κρυφών σχολειών. Δεν μένει παρά να τεθεί επισήμως εκτός νόμου. Άλλωστε, όπου να ’ναι θ’ αρχίσουν να μας κολλάνε αστέρια έξω από σπίτια: φορέων, ιεροδούλων, απεργών, αριστερών, εβραίων, μαύρων, μεταναστών. (Στους ολυμπιακούς θα κολλάει αστέρια ο Αλαφούζος της Παναθηναϊκής Συμμαχίας. Που καλό θα ’ναι ν’ αλλάξει όνομα, αν κρίνεις από μια δική μας Συμμαχία του ’77).
Δυο παραστάσεις, λοιπόν, μού ’δωσαν το έναυσμα για σήμερα: η δεύτερη, ο «Αμφιτρύων» του Μολιέρου, σε μετάφραση της ξεχωριστής Χρύσας Προκοπάκη και σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή, προχτές στο Ηρώδειο. (Εκεί όπου τα πρώτα χρόνια συνήθιζα για λόγους πρακτικούς να βλέπω εις διπλούν τ’ αρχαία δράματα: αρχικά μόνος και την επομένη με παρέα. Ενήμερος πλέον για τα πέντε διαζώματα, τον αριθμό της κερκίδας, την πλάτη της δέκατης ένατης σειράς, την είσοδο και την έξοδο στο θέατρο, μπορούσα να εντυπωσιάσω τη συντροφιά μου. Ακόμα κι οι ταξιθέτριες με χαιρετούσαν, παραξενεμένες που με ξανάβλεπαν! Αλλ’ αυτό είναι μια άλλη ιστορία)
Ο δούλος τού Αμφιτρύωνα, Σωσίας, περιγράφει την ψυχολογία του υπηρέτη, δηλαδή τη δική μας: του σκλάβου λαού που ζει, χαίρεται, συμπάσχει, με και για τους αφέντες. Θεωρεί νομοτέλεια το διαχωρισμό και την υποταγή του, το φαΐ σε χωριστό τραπέζι, τ’ αποφόρια, το ξύλο, τ’ αποφάγια, τις φωνές, τις ύβρεις… Σκάλες υπηρεσίας, ειδικό ασανσέρ για τα σκουπίδια, ευτελισμούς απ’ τις κυρίες, χαϊδολογήματα των κυρίων, όπως τα κατέγραψε πιστά ο ελληνικός κινηματογράφος, ήταν μια αυτονόητη ζωή για τις «υπηρεσίες». Και την κοινωνία μας που κληρονόμησε στο Dna της τη νοοτροπία του δούλου, μεταφέροντάς την σταθερά στην πολιτική μας ζωή. Ακόμα και σήμερα ο εργοδότης, όταν πλέον υπάρχει, αποκαλείται με ευκολία «αφεντικό». Κι ας ξέρουμε ότι τα σκυμμένα κεφάλια εύκολα κόβονται.
Η άλλη παράσταση (που θα συνεχίσω στο επόμενο) είναι οι Όρνιθες του Αριστοφάνη σε πρόσφατη σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, και κλασική του Κουν (Ρώτας, Τσαρούχης, Ραλλού Μάνου - Ζουζού Νικολούδη, Χατζιδάκις).
Κλείνω με τον Πεισθέταιρο σε διασκευή μου:
Τόσος πολύς και μέγας είχε γίνει
που απ’ την παλιά τη δύναμή του εκείνη
είχε χαρίσει μέρος της στον Σαμαρά
ο δίχως έλεος Βενιζέλεος
Κι από κοντά ο αριστερός Κουβέλης
να μοιάζει λίγο λήσταρχος Νταβέλης
Στην τρόικα με δυνατή φωνή ελάλει
την ώρα που τα τρώνε οι άλλοι.
Προσεκτικοί κι οι τρεις τις νύχτες βγαίνουν
και για βρωμοδουλειές πηγαίνουν.
Κώστας Κρεμμύδας
Κι όσα για να γίνουν θέλουν δύναμη, δουλειά, δική μας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου