Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Κ. Τσουκαλάς: χορεύοντας με τη λήθη...

Του Τάκη Καφετζή, απο την εφημεριδα των συντακτων...
Δεν είναι εύκολο να γράφεις για τη λήθη. Η λήθη ανακουφίζει, ίσως. Αρκεί να μην τη γράφεις. Γιατί τότε σου επιστρέφει επώδυνα. Σαν ένα παρόν που έχει δύσκολους λογαριασμούς με το παρελθόν του. Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Τσουκαλάς χορεύει ένα νοσταλγικό βαλς με την αλήθεια της λήθης.
Στον τίτλο του βιβλίου, «Ελλάδα της λήθης και της αλήθειας», λανθάνει η ιδέα ότι η λήθη είναι ένας μαγικός τρόπος για να ανασύρουμε λόγους πραγμάτευσης και αναίρεσης της κρίσης. Οτι η λήθη μπορεί να είναι παρόν, ότι δεν είναι τρισκατάρατη, ότι μπορεί ν” αναφέρεται σ” ένα παράδοξα ευκλεές παρελθόν. Αρα να μην είναι λήθη. Να είναι ζωτική αλήθεια που δεν της πρέπει να εγκαταλειφθεί στη λησμοσύνη.
Ο Τσουκαλάς βρίσκεται πάντα σ” ένα μεταίχμιο σκέψης, η ίδια η σκέψη του είναι ένα μεταίχμιο. Μία ακατάπαυστη μετάβαση ανάμεσα στο πριν, το τώρα, το μετά. Ετσι και στο τελευταίο του βιβλίο. Εξ αρχής διερωτάται. Προσπαθώ να τον ακολουθήσω με δύο απορίες.
Πρώτον, τι ξεχνά, ή τι θέλει να ξεχάσει, η παρατεταμένα έφηβη και βιαίως ενηλικιούμενη Ελλάδα και ποια είναι η αλήθεια της; Δεύτερον, πώς μπορεί κανείς να μιλήσει γι” αυτά, γνωρίζοντας εξ” αρχής ότι δεν υπάρχουν ούτε μοναδικοί τρόποι ούτε οριστικές απαντήσεις; Ο συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει και στα δύο αυτά ερωτήματα, με μία γραφή που αυτοπαρουσιάζεται ηθελημένα πολεμική, αλλά και μοιάζει σαν να απολογείται για τη στοχαστική της αναλυτικότητα. 
Υστερα από 20 χρόνια περιπλάνησης στη μεθόριο της κοινωνικής θεωρίας και της πολιτικής φιλοσοφίας, ο Τσουκαλάς γράφει πάλι ένα βιβλίο για την Ελλάδα. Την Ελλάδα στην εποχή της κρίσης. Οπως είχε γράψει για την Ελλάδα της κρίσης στην εποχή της δικτατορίας, 43 χρόνια πριν. Τότε που, με παρότρυνση του φίλου του Γιώργου Κριμπά, παρέδωσε στις εκδόσεις Penguin το χειρόγραφο της «Ελληνικής Τραγωδίας». Για τις ανάγκες του αντιδικτατορικού αγώνα.
Σήμερα εκδίδει ένα κείμενο στρατευμένο στην ιδέα ενός πολέμου-απάντησης στο τρέχον κυρίαρχο στερεότυπο «βρισκόμαστε σε πόλεμο», «είμαστε με το πιστόλι στον κρόταφο», «μας έχουν με την πλάτη στον τοίχο» κττ. Και όπως καταθέτει ο ίδιος, γράφει το τελευταίο του βιβλίο διακατεχόμενος από οργή μαζί και αγωνία μπροστά στην αβεβαιότητα του κοινού μας μέλλοντος. Ακόμα κι αν αυτά τα διανοητικά και ψυχολογικά του κίνητρα υπήρχαν και στη συγγραφή της «Ελληνικής Τραγωδίας», οι όποιες άλλες πιθανές ομοιότητες σταματούν εδώ.
Γιατί όπως γράφει τώρα ο Τσουκαλάς, έχοντας μια μακρά θητεία στην ιδέα και την έννοια του ιστορικού χρόνου, «η σχέση με το ίδιο μας το παρελθόν είναι πάντα κάτι «άλλο» από εκείνο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται». Και είναι αυτό το απροσδιόριστο άλλο, διότι (παραθέτω ξανά τον ίδιο) «μαζί με το παρελθόν μας ξαναδιαβάζουμε και ξανα-παραχαράσσουμε πάντα… τα «έργα» μας… αναθεωρώντας συνεχώς το νόημά τους, άρα και την ιστορία τους». Ισως αυτό είναι η επιτομή ενός εναγώνιου αναστοχασμού για τις σημασίες, τις έννοιες και τα πλάσματα του νου, ενός αναστοχασμού που πιστεύω πως σφραγίζει σταθερά το έργο του Τσουκαλά.
Δεν είναι τυχαίο που μιλά για μία επανα-παραχάραξη των έργων μας, ως εάν αυτά να συνιστούσαν ήδη μία παραχάραξη της πραγματικότητας από τα τελέσματα της σκέψης μας γι” αυτήν. Ισως έτσι μπορεί να εξηγηθεί γιατί χρησιμοποιεί τους καθρέφτες του Μπόρχες. Ενα σχήμα που του επιτρέπει να διαβάζει τη σκέψη τη δική του και τις συλλογικές προσλήψεις για το υπάρχον και το ευκταίο ως ένα καλειδοσκοπικό είδωλο των μορφών του χρόνου, του κεντρικού και του περιφερειακού, του κύριου και του δευτερεύοντος, του αίτιου και του αιτιατού, του ενδογενούς και του εξωγενούς.
Διότι είναι εξ αρχής σαφής. Γνωρίζει, όπως γράφει σε άλλο ανέκδοτο κείμενό του, ότι «η εξοικείωση με το ανοίκειο θέλει χρόνο». Ομως, γνωρίζει επίσης ότι η κρίση που γεννά αιφνίδια αυτή την αδόκητη ανοικειότητα, αυτή την αφόρητη ξενότητα στη ζωή και τη σκέψη των ανθρώπων, δεν προσφέρεται σε εύκολα και ανακουφιστικά εξηγητικά σχήματα. Ετσι, αναζητά στην Ελλάδα τους λόγους για τους οποίους η κρίση αποκτά πρωτοφανή οξύτητα, όμως αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως παράδειγμα αδιεξόδου ενός παγκόσμιου πλέον συστήματος.
Συνομιλεί με προγενέστερες επεξεργασίες του για την ελληνική ιδιαιτερότητα, όμως προειδοποιεί ότι η ενδογένεια, η συνακόλουθη διάκριση ανάμεσα στο μέσα και στο έξω της κρίσης εμπεριέχουν μιαν αφετηριακή αμφισημία, είναι ερμηνευτικές κατασκευές συμβατικές, ανιστόρητες, ιδεαλιστικές, υποβολιμαίες. Και αν προτείνει μία αφήγηση για τα αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας, όπως θα έλεγαν κάποιοι συγκαιρινοί και παλαιότεροι εκσυγχρονιστές, έχει συνείδηση πως «οποιαδήποτε αναζήτηση αιτιακών ακολουθιών παραμένει πάντα στο βάθος «ενδεχομενική» και «πιθανολογική»».
Πιστεύω πως είναι σε αυτό το νοηματικό και λογικό πλαίσιο που ο Τσουκαλάς διαλέγεται με προγενέστερα αναλυτικά του σχήματα, δοκιμάζοντας την αντοχή τους στο σήμερα. Διαλέγεται με την «πολυσθένεια» των κοινωνικών υποκειμένων όπως τη διατύπωσε το 1986, με τους «τζαμπατζήδες» του 1993, με την κρατική κατασκευή του κοινωνικού όπως την ανέπτυξε το 1977 και το 1981. Και διαλέγεται όχι για να αποδείξει την εγκυρότητα του στοχασμού του, αλλά για να συνδέσει την «παρέκκλιση» του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού από το κυρίαρχο καπιταλιστικό υπόδειγμα με αυτό που σήμερα καθίσταται «πειραματόζωο Ελλάδα».
Ιστορικά, μετά τον δυτικοευρωπαϊκό, κυρίως, 19ο αιώνα, οποιαδήποτε απόκκλιση από την πειθαρχία στον διττό ορθολογισμό της αγοράς και της νομιμοποιημένης κρατικής βίας επέφερε αντίποινα. Οι απείθαρχοι ήσαν κάποιοι εξωτικοί, περίεργοι, κατοικούσαν στην πραγματική, όχι στη νόμιμη χώρα του Τοκβίλ. Τεμπέληδες, αρνησίκυροι, απροσάρμοστοι, ανομικοί, επικίνδυνοι, πάνω απ” όλα ακατανόητοι. Προϊόντος του χρόνου έγιναν αντικείμενα προς ταξινόμηση στο πανοπτικό του Μπένθαμ και του Φουκό.
Εκείνο που νομίζω για τη σκέψη του Τσουκαλά σ” αυτό το βιβλίο του, είναι ότι μιλά εξ ονόματος αυτού του υπό πειθάρχηση στρώματος αλλά εν μέσω κρίσης. Δηλαδή, σαν να πρόκειται για ένα στρώμα που διαστέλλεται ανεξέλεγκτα. Οπως ένα πειραματόζωο, που δοκιμαστικά του χορηγούν φάρμακα εξετάζοντας πόσο θα αντέξει, χωρίς ποτέ να γνωρίζουν το σημείο βρασμού του.
Ο Τσουκαλάς δοκιμάζει μ” αυτό το βιβλίο του το πολιτικό σημείο βρασμού αυτής της πειραματικής χώρας, που ήταν πάντα η κατά τα άλλα «ιδιαίτερη Ελλάδα του». Υπαινίσσεται την ανάγκη να επινοηθεί αλλιώς η πολιτική και οι δρώντες της, το παρελθόν τους και το μέλλον τους. Μας λέει γι” άλλη μία φορά πόσο η απόκλιση μπορεί να είναι ο συμπληρωματικός κανόνας της ισορροπίας.

Συνομιλεί γι” αυτό με τον Robert K. Merton, υπογείως ακόμα και με τον Μαρκήσιο ντε Σαντ… Ψάχνει πώς να μιλήσει για μια οικουμενική αποκατάσταση της πολιτικής και του πολιτικού. Υπαινικτικά πάντα αφήνει να πλανηθεί η πρωτεύουσα ιδέα της σκέψης του: η συλλογική αυτοθέσπιση των όρων της ζωής μας που αντιπαραβάλλεται στην ετερονομία των αγοραίων μνημονίων.

Η ιδέα που προβάλλει σ” αυτό το βιβλίο του, είναι συνώνυμη της εικόνας μιας Ελλάδας που από παράδειγμα αδιεξόδου μπορεί να γίνει υπόδειγμα ανατροπής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων