Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Η νύχτα είπε καληνύχτα...

του Κωστα Κρεμμυδα, απο την Εποχη...
Περί ήθους
Αν ενώσουμε τις αδυναμίες μας / θα φτιάξουμε / έναν ίσκιο / Πρώτα όμως πρέπει / να μεταλάβουμε κρασί / συνευθύνης και συνενοχής / Να φτιάξουμε ένα μεθύσι ελευθερίας.
Σταύρος Σταμπόγλης

Η φράση, με άλλη διάσταση, ανήκει στον σολίστ του μπουζουκιού Γιάννη Μωραΐτη και περιγράφει το τέλος μιας εποχής που απομένει πια ως ιστορία. Ίσως είναι ο μόνος χώρος που δεν πρόλαβε να καταστρέψει η τρόικα, αφού είχε φροντίσει να παρακμάσει μόνος του στις προκάτ αχανείς σάλες της Πειραιώς όπου, συνήθως τα σαββατόβραδα, συνωθούνταν οι νεαρές με στρετς και ψηλοτάκουνα. Τις έβλεπα στο μποτιλιάρισμα της γειτονικής Κωνσταντινουπόλεως να πασχίζουν να παρκάρουν, να αγωνίζονται να βγουν από το αυτοκίνητο, βαδίζοντας στην οδό του μαρτυρίου μέχρι τους ναούς του Πλούταρχου, ή του Κιάμου. Ακόμα προβληματίζομαι αν η δυσκολία οφειλόταν στο τόσο στενό φόρεμα ή στις τόσο ψηλές γόβες. Ειδικές πτήσεις έφταναν κι από τη Μεγαλόνησο με τους ανάδελφους να στηρίζουν την ελληνική οικονομία της νύχτας, αλλά και τα εμπορικά μας της μέρας. Τους το ανταποδώσαμε τώρα που είχαν ανάγκη. Εκτός αν ενόχλησαν το δίδυμο της ακολασίας (Μέρκελ-Στουρνάρας) οι μουσικές προτιμήσεις των Κυπρίων. Και θέλησαν να τους εκδικηθούν, οι φιλόμουσοι.
Δεν ξέρω αν το νομοσχέδιο Μανιτάκη για τους επίορκους μπορεί να συμπεριλάβει και Γερμανούς. Παλιότερους και σύγχρονους. Που παρότι έχουν ανοικτούς λογαριασμούς με την ιστορία φροντίζουν να τους ανανεώνουν. Αν όχι, τουλάχιστον ας εξαντλήσουμε τους Έλληνες. Το μόνο ηθικό στα όσα ανήθικα προηγήθηκαν. Και εξακολουθούν.
Τελικά ο μόνος πολιτικός με διορατικότητα, άξιος του μισθού του (και άξιος της μοίρας μας), απεδείχθη ο Αβραμόπουλο, που δικαίως ονομάσθηκε «καγκελάριος» αφού εγκαίρως είχε προβλέψει τη χρησιμότητα του κάγκελου. Τον σκέφτομαι βλέποντας τις σιδερόφρακτες εισόδους των πολυκατοικιών, το αγκαθωτό σύρμα που απλώνουν στην εγκαταλειμμένη πραμάτεια του ΟΣΕ –άχρηστη προστασία αφού ό,τι απέμεινε κάηκε εκτεθειμένο στον ήλιο–, τα κιγκλιδώματα στον Άγνωστο Στρατιώτη. (Που φοβάμαι πως θα παραμείνει άγνωστος μετά τον αποκλεισμό του! Κι εγώ που νόμιζα ότι δημοκρατία, τουλάχιστον για κάποιους σώφρονες αριστερούς, είναι ελεύθερη και ανεμπόδιστη διακίνηση ιδεών κι ανθρώπων). Ας έχουμε κατά νου πως όσο μεγαλώνουν οι φράχτες, τα συρματοπλέγματα, τα ηλεκτροφόρα καλώδια, τόσο συρρικνώνεται η δημοκρατία.
Έγραφα της προάλλες για τους επίδοξους βουλγαροκτόνους που απλώς προειδοποιούν χαιρέκακα για τα όσα κακά μέλλουν να μας συμβούν, αν δεν συνετιστούμε. Πάλι καλά, γιατί σε άλλες εποχές στο όνομα της ορθής πίστης (δόξας) και της σωτηρίας της ψυχής, τους τύφλωναν. Σ’ αυτό που επιδίδονται συστηματικά –ίσως και το ίδιο επώδυνα– εδώ και χρόνια τα ΜΜΕ. Και καλά το σαπισμένο να βασίζει στο φόβο την επιβίωσή του. Έτσι έκαναν οι δικτάτορες, τα δόγματα και οι ναζί.
Αλλά το νέο, το φρέσκο, το εμπνευσμένο; Μήπως θα ’πρεπε να συσπειρώναμε σε κάτι περισσότερο χειροπιαστό, ελπιδοφόρο και γόνιμο, απ’ ότι η απειλή κι ο θάνατος;
«Κάθε λεπτό που περνάει είναι ένα ακόμα αντίο», συνέχιζε με συστολή και σοφία ο Γιάννης Μωραΐτης για κείνα τα πέτρινα πλην αρωματισμένα χρόνια που η πλατεία Βάθη και τα καφενεία της Μενάνδρου έσφυζαν από ήχους, ντέρτια κι απόγνωση. Παρηγοριά, καταφρόνια, ή απαντοχή με το μπουζούκι κειμήλιο και δισκοπότηρο να γεννιέται στον Πειραιά και να μεγαλώνει στη Σατωβριάνδου, ή όπως το θέλανε οι περπατημένοι «να σπέρνεται στη φυλακή και να αντρειεύει  στους τεκέδες».
Δεν ωραιοποιώ, δεν καλαφατίζω τα πράγματα. Ξέρω πως η ζωή δε στάθηκε, μήτε το συνηθίζει να στέκεται εύκολη για τους πολλούς. Απλά αναζητώ στηρίγματα νιώθοντας εξαντλημένος για το δρόμο που έχουμε ακόμα μπροστά μας.
Περιγράφοντας το δυσμετάβλητο της ανθρώπινης φύσης, κι επομένως το αργόσυρτο των επιλογών/εναλλαγών, σ’ ένα από τα λιγοστά μελετήματά του,  ο Γιάννης Ρίτσος έγραφε πριν 50 χρόνια: Η παλιά μηχανιστική αντίληψη της άμεσης, αστραπιαίας κι ολοκληρωτικής αντανάκλασης του οικονομικοκοινωνικού φαινομένου στο πνευματικό υπεροικοδόμημα, διαψεύδεται από τα ίδια τα γεγονότα και χάνει την ισχύ της. Σήμερα αναγνωρίζουμε τη δραματική απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές, επιστημονικές και τεχνικές κατακτήσεις (έργα του ανθρώπου) και στον ίδιο τον άνθρωπο.
Απ’ τη δική του σκοπιά ο Δ. Ραυτόπουλος («εμφύλιος και λογοτεχνία») εξειδικεύει αυτήν την ετερότητα όχι μεταξύ αλλοεθνών, κοινωνικών τάξεων, ή ομάδων συμφερόντων, αλλά ανάμεσα σε άνθρωπο και άνθρωπο, επαναλαμβάνοντας, συχνά, την άποψη πως «μόνο η λογοτεχνία μπορεί να δει αυτή τη φοβερή αλήθεια […] –ίσως μόνη αυτή– μπορεί να μας διαβάσει σωστά την ιστορία: να την εξανθρωπίσει».
Συντελεί κι η περιοχή, έξω από το άλλοτε ουζάδικο της Μενάνδρου που στεκόμασταν με τις ώρες φωνασκώντας μετά του Θωμά Γκόρπα (in memoriam, την πρωταπριλιάτικη επέτειο της δεκαετούς απουσίας του θα βρεθούμε την άλλη Δευτέρα στον Ιανό της Αθήνας). Συγγενικός στην απογυμνωμένη γραφή και την αριστερή αμφισβήτηση με τον Mάριο Xάκκα: «Γκόρπα Γκόρπα μόνο εμείς ψυλλιαστήκαμε, μόνο εμείς πήραμε τόσο σοβαρά την υπόθεση, γι’ αυτό κι όλα τριγύρω πολτός, φρενολογικές κλινικές... Δεν υπάρχει για μας κοινωνικό ψεύδος είτε γιατί ήρθαμε πολύ νωρίς είτε πολύ αργά, δεν υπάρχει συγγραφικό ψεύδος γιατί διαλυθήκαμε μαζί με τα πράγματα και πού να κάθεσαι τώρα να συνθέτεις;»
Στήριγμα ή αυταπάτη η τέχνη; Στην επιστροφή μου από το Athens Plaza, στην παρουσίαση του Ραυτόπουλου, (με πολλούς αγαπημένους: Πατρίκιος, Χαΐνης, Σιαπκίδης, Κωστάκου, Πέτρος και Χρύσα Κουλουφάκου, Φουρτούνης, Καμουλάκου…) στον συνήθη τόπο της Αγίου Κωνσταντίνου έπεσα ξανά πάνω σε χειροπέδες και συλλήψεις. (Ενίοτε σοκάρονται κι οι εξοικειωμένοι).
Στήριγμα ή αυταπάτη η τέχνη;

Κώστας Κρεμμύδας
mandragoras_magazine@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων