Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Στο πρώτο υπόγειο του Κουν...

Γελωτοποιος...
(Το δευτερο μερος του αφιερωματος στον Ιακωβο Καμπανελλη)
2009021400419-preview
“Human kind cannot bear very much reality”
Four Quartets, T.S. Eliot
Η ελαττωματικότητα του ανθρώπινου είδους μπορεί να συνοψιστεί σε μια αμφιβόλου εγκυρότητας φράση: «Ο άνθρωπος απέκτησε πιο μεγάλη νοημοσύνη απ’ ό,τι χρειαζόταν, αλλά όχι αρκετά μεγάλη όσο χρειάζεται».
Και ένα παράδειγμα: Ο άνθρωπος έχει τόσο μεγάλη νοημοσύνη ώστε να μπορεί να φτιάξει πυρηνικά όπλα, αλλά όχι αρκετά μεγάλη για να μην τα φτιάξει.
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα ο άνθρωπος μπορεί να κατανοεί πολύ περισσότερα απ’ τα τέσσερα Fs (feeding, fleeing, fighting, fucking).
Δυστυχώς όμως η γνώση του για τον εξωτερικό κόσμο και τα φαινόμενα του εξελίχτηκε πολύ πιο ραγδαία από τη γνώση του για τον εσωτερικό κόσμο και τα φαντάσματα του. Για να αντισταθμίσει την αβάσταχτη ελαφρότητα της πραγματικότητας –και τις φρικαλέες εκφάνσεις της- ο ανθρώπινος εγκέφαλος ανέπτυξε μια ιδιαίτερη ικανότητα, ένα πέμπτο f: Τη φαντασία (f, for fantasy) ή αλλιώς την απάτη (f, for fake).
Και ήταν η μέγιστη απάτη, η Απάτη της Τέχνης, που έσωσε τον Καμπανέλλη από την πραγματικότητα.

Ο Καμπανέλλης επέστρεψε από το Μαουτχάουζεν σε μια Αθήνα η οποία βρισκόταν πλέον υπό αγγλική/αμερικανική κατοχή. Η ελευθερία του ήταν πλασματική (όπως και της χώρας του), αφού η μνήμη του τον κρατούσε ακόμα, αποστεωμένο και μελλοθάνατο, πίσω στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Είχε δει πάρα πολλά για να συνεχίσει να πιστεύει στον άνθρωπο και τα έργα του. Κουβαλούσε στην πλάτη σαν ταφόπλακα την επίγνωση ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι το χείριστο των θηρίων. Η πραγματικότητά του και ο ύπνος του ήταν γεμάτα κρεματόρια και σβάστικες.
Η πρώτη απόπειρα για να λυτρωθεί ήταν ο έρωτας. Ερωτεύτηκε μια όμορφη κοπέλα, την Νίκη –και τότε δεν γνώριζε ότι θα έμενε μαζί της μέχρι το τέλος.
Όμως ο έρωτας δεν αρκούσε για να διώξει αυτά τα περιβόητα –και τόσο κοινότοπα στη λογοτεχνία- «φαντάσματα του παρελθόντος».80140303E22199724A2B1E0331A23A55
Πως μπορούσε να αγαπήσει όταν ήξερε ότι κάποια μέρα μπορεί να έπαιρναν την αγάπη του, όσο όμορφη και να ήταν; Πως μπορούσε να κάνει παιδιά όταν είχε δει να τα χωρίζουν από τους γονείς τους για να τα αποτεφρώσουν;


Δεν μπορούσε καν να μείνει στο σπίτι. Μέσα εκεί αισθανόταν πάλι φυλακισμένος και έβγαινε για να περπατήσει με τις ώρες στους δρόμους της Αθήνας, χωρίς στόχο και προορισμό, σαν να προσπαθούσε να βεβαιωθεί για την ελευθερία του. Αυτοί οι ατέρμονοι περίπατοι τον οδήγησαν τελικά στη λύτρωση.

Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα είχε ραντεβού με την Νίκη. Όμως είχε φύγει από το σπίτι πολλές ώρες νωρίτερα. Μην μπορώντας να αντέξει το κρύο αποφάσισε να μπει κάπου για να ζεσταθεί. Όλως τυχαίως βρέθηκε μπροστά στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, στο οποίο παιζόταν ένα έργο του Τένεσι Ουίλιαμς.
Ο Καμπανέλλης δεν ήξερε τίποτα από θέατρο, πέρα από κάποιες ραδιοφωνικές προσαρμογές που ίσως να είχε ακούσει. Όμως αποφάσισε να κατέβει σε εκείνο το «πρώτο υπόγειο», για να ζεσταθεί και να περάσει η ώρα μέχρι το ραντεβού. Κι εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την Απάτη του Θεάτρου.
Σε ένα απολύτως λιτό σκηνικό -ένα τραπέζι, δυο καρέκλες και μια γυάλινη προθήκη στο βάθος- τρεις άνθρωποι χωρίς φανταχτερά κουστούμια, με ρούχα καθημερινά, έπαιζαν μια σκηνή που θα μπορούσε να διαδραματίζεται στο διπλανό σπίτι του θεατή.
Χωρίς θεούς και ήρωες, χωρίς οιμωγές και απαγγελίες, τόσο φυσιολογικά, τόσο ανθρώπινα, που θα μπορούσες να ανέβεις κι εσύ στη σκηνή για να πάρεις μέρος στην παράσταση ή για να πιεις ένα ποτήρι νερό.
Δεν υπήρχε το χάσμα ανάμεσα στον υποκριτή και το θεατή, ανάμεσα στον Άμλετ ή τον Οιδίποδα και τον κοινό θνητό που παρακολουθούσε.

i_avli_twn_thafmatwnΕκεί πάνω, εκεί μπροστά σου, μπορούσες να δεις έναν άνθρωπο σαν κι εσένα που προσπαθούσε να ξεφύγει από τη πραγματικότητα ή συντριβόταν από το βάρος της. Μιλούσε σαν κι εσένα, κινιόταν σαν κι εσένα, αισθανόταν όπως κι εσύ, ήταν… εσύ.
Και όλοι γνώριζαν ότι επρόκειτο για παράσταση, ότι αυτοί που έβλεπαν ήταν ηθοποιοί, ήξεραν ότι ήταν μια απάτη, αλλά όσοι αφήνονταν να πιστέψουν στην απάτη έβγαιναν κερδισμένοι.

Όταν τέλειωσε η παράσταση ο Καμπανέλλης είχε ήδη λυτρωθεί, γιατί είχε καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος να αποτινάξει το βάρος της πραγματικότητας ήταν να γίνει μέρος αυτής της τόσο ρεαλιστικής Απάτης.
Την επομένη κιόλας πήγε στο Εθνικό για να κάνει αίτηση, ώστε να γίνει ηθοποιός. Αλλά δεν τον δεχτήκανε. Του έλειπε το απολυτήριο του γυμνασίου. Όμως ο Καμπανέλλης δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Αφού δεν μπορούσε να γίνει ηθοποιός… Θα γινόταν θεατρικός συγγραφέας!
Έγραψε το πρώτο του θεατρικό, το έστειλε στο Εθνικό Θέατρο και… Όχι, δεν είναι τόσο εύκολο να πάρεις μέρος στην Απάτη, κύριε Καμπανέλλη. Όσο και να το επιθυμείς, το άδειο και ψυχρό σύμπαν δεν συνωμοτεί υπέρ σου.
Όταν έλαβε την πρώτη απόρριψη αποθαρρύνθηκε. Για μια μέρα. Την επομένη ξεκίνησε να γράφει ένα καινούριο έργο, το οποίο είχε ακριβώς την ίδια τύχη. Αλλά συνέχισε…
«Ήμασταν τότε», μου είχε πει, «μια παρέα από νεαρούς, όλοι επίδοξοι θεατρικοί συγγραφείς, ποιητές και πεζογράφοι. Οι περισσότεροι είχαν πολύ μεγαλύτερο ταλέντο από εμένα. Όμως όλοι τους, μετά την πρώτη απόρριψη ή το πολύ τη δεύτερη, τα παρατούσαν.»
Ο Καμπανέλλης δεν τα παράτησε. Συνέχισε να γράφει –και να τον απορρίπτουν- για εφτά συνεχόμενα χρόνια.
«Και πως ζούσατε όλο αυτό τον καιρό;» τον είχα ρωτήσει.
«Έγραφα διαφημίσεις για οδοντόκρεμες», είχε απαντήσει ο Καμπανέλλης γελώντας. «Αλλά, stellaουσιαστικά, με ζούσε η Νίκη με το μικρό μισθό που έπαιρνε.»
Μετά τα εφτά χρόνια γρουσουζιάς κάποιο έργο του Καμπανέλλη έπεσε στα χέρια ενός θεατράνθρωπου που αναγνώρισε το ταλέντο του. Μετά ήταν η σειρά της «Στέλλας», της πιο τραγικής ηρωίδας του ελληνικού κινηματογράφου και του «Δράκου» του πιο τραγικού ανθρωπάκου. Αλλά ο θρίαμβος ήρθε όταν ο Κάρολος Κουν ανέβασε την «Αυλή των Θαυμάτων», με τη μουσική του Χατζιδάκι.
Τέλος οι διαφημίσεις οδοντόκρεμας, ξεκίνησε η πορεία που κάποτε θα οδηγούσε στο να τον αποκαλέσουν: «ο πατριάρχης του νεοελληνικού θεάτρου» (αν και ο ίδιος χαμογελούσε αμήχανα και προσπαθούσε να αλλάξει θέμα όταν άκουγε τέτοιους χαρακτηρισμούς).

Μια φίλη από την Νάξο μου είχε πει κάποτε ότι ο Καμπανέλλης είναι υπερεκτιμημένος, αφού δεν έκανε κάτι τόσο σπουδαίο όσο ο Τένεσι Ουίλιαμς ή ο Ιονέσκο. Αυτή, πιστεύω, είναι η απόρροια της νοοτροπίας: «Θέλω να γίνω σαν Αμερικάνος, θέλω να γίνω παγκόσμιος».
Ο Καμπανέλλης δεν ήταν ο Τένεσι Ουίλιαμς της Ελλάδας ούτε ο Λόρκα της Ελλάδας, ήταν –απλά- ο Καμπανέλλης της Ελλάδας, μικρός και μέγας, όσο μικρή και μεγάλη είναι η χώρα μας, χωρίς συγκρίσεις, χωρίς πλειστηριασμούς αξίας.

Θα τελειώσω αυτό το κείμενο με την απάντηση του Καμπανέλλη σε έναν νεαρό συγγραφίσκο (ο υποφαινόμενος) όταν εκείνος τον ρώτησε για ποιο λόγο γράφουμε και προσπαθούμε να κατανοήσουμε, να επικοινωνήσουμε, όταν οι άνθρωποι τριγύρω μας νοιάζονται μόνο για τα τζιπ και τις διακοπές τους (ήταν το 2005).
Είχε απαντήσει: «Γράφω, γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» και «Απαισιοδοξία ούτε και στην κόλαση».
Και κάτι ήξερε εκείνος από κόλαση.
270468

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν...

Γελωτοποιος...
Είναι δύσκολο, το ξέρω ότι είναι, όταν κατρακυλάς στο βάραθρο να συνεχίσεις να πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρχει κάτι μαγικό, κάτι που να σου υπενθυμίζει ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι μόνο μια κοιλάδα δακρύων.
Και όμως… Υπήρξαν άνθρωποι –δεν πάνε πολλά χρόνια- που αντίκρισαν το έρεβος και κατάφεραν να δραπετεύσουν -όχι αλώβητοι, αλλά όρθιοι. Άλλωστε αυτό είναι που έχει σημασία: Να μείνεις όρθιος, ενάντια σε όλες τις προβλέψεις, μέχρι το τέλος.
Συμβαίνει σπάνια, αλλά συμβαίνει, μέσα στη πιο βαθιά νύχτα να εμφανίζεται μπροστά σου μια πόρτα που οδηγεί σε ένα «μαγικό θέατρο μόνο για λίγους».
Δε θα σας μιλήσω για το Λύκο της Στέπας ούτε για κάποιο άλλο αποκύημα της φαντασίας, αλλά για έναν άνθρωπο που έζησε 9+1 ζωές (σχεδόν χίλιες), που επιβίωσε από την Κόλαση και ένα χειμωνιάτικο πρωινό στην Αθήνα κατήλθε κατά λάθος στον Παράδεισο.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δεν πίστευε στα θαύματα ούτε μπορούσε να φανταστεί τι του επιφύλασσε η μοίρα, όταν στην ηλικία των δεκατεσσάρων βρέθηκε στην Αθήνα. Έχοντας τελειώσει μόνο τις τρεις τάξεις του εξατάξιου γυμνασίου, αναγκάστηκε να εργάζεται τα πρωινά και τα βράδια να μαθαίνει τεχνικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο σχολή.
Όταν οι ναζήδες ύψωσαν τον αγκυλωτό σταυρό στην Ακρόπολη ο νεαρός Ιάκωβος με έναν φίλο του προσπάθησαν να το σκάσουν από την Ελλάδα. Συνελήφθησαν στα σύνορα και οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν.
Όχι, ο Καμπανέλλης δεν ήταν Εβραίος, αλλά είναι ανακριβής η πεποίθηση ότι στα στρατόπεδα εξόντωσης πέθαιναν μόνο όσοι φορούσαν το κίτρινο άστρο του Δαβίδ. Η πλειονότητα των θυμάτων ήταν πράγματι Εβραίοι, αφού οι εμμονές ενός αρρωστημένου νου είχαν μολύνει ένα ολόκληρο έθνος.KZ Mauthausen, Sowjetische Kriegsgefangene
Αλλά εκεί μέσα, στα κολαστήρια του 20ου αιώνα, εξοντώνονταν ανηλεώς και τσιγγάνοι, αντιφρονούντες, κομμουνιστές, ομοφυλόφιλοι, Ρώσοι στρατιώτες, παρτιζάνοι, Έλληνες, Πολωνοί, Σλάβοι, όλα τα «κατακάθια» του υπέροχου Άρειου κόσμου.
Οι πρώτοι που πέθαιναν, γράφει ο Καμπανέλλης, ήταν οι πιο δυνατοί –στο σώμα. Κάποιοι όπως οι Ρώσοι, κάτι θεριά ίσαμε δυο μέτρα, των οποίων το σώμα δεν μπορούσε να συντηρηθεί με τη μερίδα «φαγητού» που τους αναλογούσε, αυτοί ήταν οι πρώτοι. Δεν είναι παράδοξο. Και την αυτοκρατορία των δεινοσαύρων οι ποντικοί την κληρονόμησαν.
Όλα όσα περιγράφει ο Καμπανέλλης στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του για το Μαουτχάουζεν σε κάνουν να αμφιβάλλεις για το αν ο άνθρωπος είναι το περιούσιο ζώο ή ένα σφάλμα της φύσης. Όμως υπάρχουν κάποιες στιγμές που καταλαβαίνεις πως ο άνθρωπος είναι ό,τι καλύτερο και ό,τι χειρότερο, ακριβώς επειδή μπορεί να επιλέξει.
Δεν μπορώ να ξεχάσω την ιστορία ενός Έλληνα, ίσως να τον έλεγαν Νίκο, που ήταν ένα παλικάρι από εκείνα που κάποτε ζούσαν στην έρημη τούτη χώρα.
maut-lib4Οι Ναζήδες έβαζαν τους μελλοθάνατους σε ένα λατομείο, να κουβαλούν ολημερίς πέτρες, ανεβαίνοντας άσκοπα και αέναα μια απότομη σκάλα, ως άλλοι Σίσυφοι. Αυτή ήταν η καταδίκη τους, επειδή δεν ήταν Άρειοι.
Κάποια μέρα ένας μικρόσωμος κρατούμενος (Εβραίος, τσιγγάνος, αντιφρονούντας;) κατέρρευσε στη σκάλα και σωριάστηκε δίπλα στην πέτρα του.
Ο Γερμανός στρατιώτης βρέθηκε από πάνω του. Ξεκίνησε να τον κλωτσάει και να τον διατάζει να σηκωθεί, έτοιμος να πυροβολήσει. Ο κρατούμενος είχε κλείσει τα μάτια και περίμενε τις σφαίρες που θα τον λυτρώνανε.
Τότε ο Νίκος, ο Έλληνας, το παλικάρι, που ερχόταν πίσω από τον αποκαμωμένο, έσκυψε, πήρε την πέτρα και του άλλου και τον βοήθησε να σηκωθεί.
Ο Γερμαναράς (αν προσβάλλονται οι «εταίροι» μας μπορώ να τον αποκαλέσω και ναζιστικό σκυλί) έβγαλε αφρούς. Δεν επιτρεπόταν αλληλεγγύη στην Κόλαση, μόνο αξίωμα ήταν το σώζων εαυτόν σωθήτω –μέχρι να έρθει η ώρα σου.
Σημάδεψε τον Νίκο, του είπε να πετάξει τις δυο πέτρες και –για να τον εκδικηθεί- του έδειξε μια μεγαλύτερη, ένα αγκωνάρι.
Ο Νίκος γέλασε. Κοίταξε τριγύρω, βρήκε μια πέτρα πιο βαριά και από καλοταϊσμένο δωσίλογο και τη σήκωσε. Έπιασε και τον αποκαμωμένο και ξεκίνησε να ανεβαίνει τη σκάλα σφυρίζοντας –ίσως κάποια μελωδία του Τσιτσάνη.
439px-Bundesarchiv_Bild_192-269,_KZ_Mauthausen,_Häftlinge_im_Steinbruch Η «σκάλα του θανάτου»
Και τότε… Το «κουτάκι του Γερμανού χάλασε».
Έτσι το έγραψε ο Καμπανέλλης… Ο Ναζί δεν έκανε τίποτα, μόνο κοιτούσε τον Έλληνα, το παλικάρι, που ανέβαινε τη σκάλα αδιαφορώντας για την κάνη που τον σημάδευε, αδιαφορώντας για το θάνατο, αρκεί να έμενε όρθιος μέχρι την ύστατη στιγμή.

Ίσως με τον ίδιο τρόπο να είχε «χαλάσει το κουτάκι του Γερμανού» αν οι Έλληνες, στις μέρες μας, είχαν βοηθήσει τους Κύπριους να σηκώσουν το δικό τους αγκωνάρι. Όμως οι Έλληνες δεν είναι πια παλικάρια ούτε σφυρίζουν μελωδίες του Τσιτσάνη.
Και μόνο η λέξη «παλικάρι» αρκεί για να προκαλέσει τη θυμηδία σε κάποιους. Είναι παλιομοδίτικη, είναι ξεπερασμένη, είναι… γραφική. Όπως είναι και οι λέξεις «φιλότιμο», «αξιοπρέπεια», «ελευθερία».

Ο Καμπανέλλης επέζησε χάρη στη Σιβιτανίδειο, αφού το τεχνικό σχέδιο που είχε διδαχτεί αποδείχτηκε σωτήριο σχέδιο.

Mauthausen-survivors Η μέρα της απελευθέρωσης!
Το 1945, όταν το διαφυλετικό συνονθύλευμα των Συμμάχων κατατρόπωσε την «καθαρότητα» της Γερμανικής φυλής, η πύλη του Μαουτχάουζεν άνοιξε. Μόλις ένας στους δέκα, απ’ όσους είχαν βρεθεί εκεί μέσα, βγήκαν ζωντανοί.
Καθώς ο Καμπανέλλης επέστρεφε στην Ελλάδα και ενώ οι αποφυλακισμένοι ρωτούσαν τις κοπέλες από το Άουσβιτς, τις κοπέλες από το Νταχάου, «μην είδατε την αγάπη μου;», σκέφτηκε ότι είχε χρέος να ζήσει και τις ζωές των άλλων εννιά, των εννιά που -κατά κάποιο τρόπο- είχαν πεθάνει για να ζήσει αυτός.
Δεν τους απογοήτευσε. Κατάφερε να ζήσει χίλιες ζωές…


Εξήντα χρόνια μετά -μετά από εκείνη τη μέρα της Άνοιξης που οι πύλες της Κόλασης άνοιξαν- ένας νεαρός που πάλευε να δαμάσει τις λέξεις και τις σκέψεις τον ρώτησε αν είχε συγχωρήσει τους Γερμανούς.
Συνηθισμένος στη θυμοσοφία και την καλοσύνη του πίστευα (ναι, εγώ ήμουν εκείνος ο νεαρός και ακόμα παλεύω να δαμάσω τις λέξεις και τις σκέψεις) ότι θα άκουγα μια ζεστή κατάφαση, εκείνη την κατάφαση που υποτίθεται ότι είναι αναγκαίο επακόλουθο των γηρατειών.
«Ποτέ», μου είπε ο ογδονταπεντάχρονος Καμπανέλλης, χωρίς οργή ή μνησικακία, χωρίς φόβο και πάθος. «Για να συγχωρήσω πρέπει να ξεχάσω και δεν μπορώ να ξεχάσω κανέναν από εκείνους που πέθαναν δίπλα μου…»
Άμα ξεχνάς το παρελθόν σου είσαι αναγκασμένος να ξανακάνεις τα ίδια λάθη, έτσι δε λένε; Αν ξεχνάς τους νεκρούς σου είσαι αναγκασμένος να αφήσεις κι άλλους να πεθάνουν.
«Το μεγαλύτερο λάθος των Γερμανών», μου είπε ο Καμπανέλλης, «ήταν που γκρεμίστηκε το τείχος του Βερολίνου. Όχι! Αυτό έπρεπε να μείνει για πάντα εκεί, για να τους θυμίζει ποιοι ήταν και ποιοι δεν πρέπει να ξαναγίνουν.»

MauthausenCrematorium Mauthausen Crematorium
Αυτά ειπώθηκαν πριν δέκα χρόνια περίπου. Τώρα, διαβάζω στο διαδίκτυο, οι Γερμανοί ετοιμάζονται να γκρεμίσουν τα εναπομείναντα τμήματα του τείχους για να χτίσουν ένα πολυτελές ξενοδοχείο.
Έτσι θα γκρεμίσουν την τελευταία μνήμη τους, θα ξεπεράσουν το τελευταίο εμπόδιο. Ήδη έχουν αρχίσει να ξεχνάνε ότι αυτοί και η ανωτερότητα τους, ήταν υπεύθυνοι για τους δύο καταστροφικότερους πολέμους της ιστορίας. Και έχουν ξεκινήσει τον τρίτο.
Τότε ο πόλεμος ήταν στρατιωτικός, τώρα είναι οικονομικός.
Αλλά είναι καταδικασμένοι να καταστραφούν, αφού ξεχνάνε ότι στα ερείπια της Ευρώπης, θάφτηκε και η ανωτερότητα της γερμανικής φυλής. Είναι καταδικασμένοι, επειδή ξεχνάνε πόσο υπέφεραν και οι ίδιοι, εξαιτίας αυτής ακριβώς της υποτιθέμενης «ανωτερότητας» τους.

Στο επόμενο κείμενο θα σας περιγράψω πως ο Καμπανέλλης επέστρεψε στην Αθήνα και προσπαθώντας να ξεπεράσει όλη τη φρίκη που είχε βιώσει βρήκε τυχαία τη λύτρωση σε ένα μαγικό θέατρο μόνο για λίγους, «στο πρώτο υπόγειο του Κουν», όπως λέει και το τραγούδι.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Ροη αρθρων