Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Κοινωνικό κράτος και δημοκρατία: η δίκαιη υπεράσπιση ...

ΕΝΘΕΜΑΤΑ...

του Γιάννη Παπαθεοδώρου

Έργο του Τζωρτζ Γκρος, 1919
Το νέο «κοινωνικό ζήτημα»
 Παρόλο που, εδώ και μήνες, η δημόσια συζήτηση γύρω από την κρίση εξαντλείται στις διαχειριστικές δυσκολίες των δανειακών συμβάσεων (Μνημόνιο 1, 2 PSI κλπ.), ολοένα και περισσότερο γίνεται αντιληπτό ότι η κρίση επιτείνει την ταχύτατη αποσύνθεση όλων των δομών την κοινωνικής συνοχής και δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των δημοκρατικών θεσμών. Είναι πια προφανές πως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα δημοσιονομικό πρόβλημα μιας υπερχρεωμένης χώρας αλλά μπροστά σε ένα νέο «κοινωνικό ζήτημα»,  που διαχέεται παντού: στο πολιτικό σύστημα, στις εργασιακές σχέσεις, στη σχέση μας με την Ευρώπη, στην ίδια την καθημερινότητα. Η κρίση εκδιπλώνεται πλέον μέσα από μια ακραία τάση πόλωσης, που διαχωρίζει οριστικά την πολιτική από την κοινωνία, την παραγωγή από την αναδιανομή, την ανταγωνιστικότητα από την αλληλεγγύη, τον πολιτικό φιλελευθερισμό των δικαιωμάτων από την εξατομίκευση της διαπραγματευτικής ισχύος. (βλ. κατάργηση συλλογικών συμβάσεων).
Με άλλα λόγια, η κρίση, τόσο στην ελληνική όσο και στην ευρωπαϊκή της διάσταση, έχει ήδη καταδείξει πως η κοινωνική συνοχή εξαρτάται από την αλληλεξάρτηση του κοινωνικού με το οικονομικό πεδίο  και πως οι αιτίες των σημερινών αδιεξόδων δεν βρίσκονται μόνο στην παθογένεια του ελληνικού παραγωγικού συστήματος αλλά στο ίδιο το περιεχόμενο του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας. Ένας τρόπος, λοιπόν, για να σκεφτούμε διαφορετικά την κρίση είναι να επιστρέψουμε σε αυτές ακριβώς τις έννοιες, ακριβώς για να αποφύγουμε το στερεοτυπικό λόγο περί του «αυτονόητου μονόδρομου», αλλά και την εύκολη αντιπαράθεση μεταξύ μνημονιακής και αντιμνημονιακής ρητορείας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η πρόσφατη πρωτοβουλία για την «Υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας» (www. koindim.eu) συγκεντρώνει ένα ευρύ ενδιαφέρον πολιτών από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, ακριβώς επειδή άνοιξε με τόλμη αυτή τη συζήτηση, αλλάζοντας την ποιότητα του διαλόγου στη δημόσια σφαίρα.
 Η επαναθεμελίωση του κοινωνικού κράτους 
 Στην παρούσα φάση της κρίσης, η σχέση του κοινωνικού κράτους με τη δημοκρατία δεν είναι απλώς μια τυπική σχέση θεσμικού εκσυγχρονισμού και πολιτειακής μέριμνας γύρω από τη διατήρηση του κοινωνικού ιστού. Είναι το κεντρικότερο ίσως ζήτημα που θα κρίνει την ίδια την έννοια των μεταρρυθμίσεων, την αποτελεσματικότητα των μέτρων της κοινωνικής πολιτικής αλλά και την ίδια τη συμβολαιακή σχέση των υποκειμένων με την πολιτική. Για να το πω σχηματικά: σε καιρούς κρίσης, το θέμα δεν είναι να μιλάμε απλώς για «λιγότερο κράτος» αλλά να αντικαταστήσουμε το παθητικό κοινωνικό κράτος «των αποζημιώσεων και των επιδοτήσεων» με ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος του δικαιώματος στην εργασία, στην κοινωνική απασχόληση, στην ένταξη, στο δικαίωμα στη ζωή εν κοινωνία, όπως το ορίζει στις οξυδερκείς αναλύσεις του ο Πιέρ Ροζανβαλόν. Η επαναθεμελίωση του κοινωνικού κράτους αλλά η δομή ενός νέου δίκαιου φορολογικού συστήματος εμπεριέχει ένα τύπο «συμβολαίου» που θα επιτρέψει στους πολίτες να εμπιστευτούν ξανά την πολιτική αλλά και τη δημοκρατία, εμποδίζοντας τη μοναδοποίηση, τον ατομικισμό, την εξαθλίωση. Ας μην το ξεχνάμε: η δημοκρατία είναι ένα σύστημα που προγραμματικά προϋποθέτει τη μείωση των ανισοτήτων ως εγγύηση της λειτουργίας της. (Για αυτό, άλλωστε, και ο σοσιαλισμός δεν μπορεί παρά να είναι δημοκρατικός, αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση).Αντ’ αυτού, σήμερα κυριαρχεί η αντίληψη περί κοινωνικού αυτοματισμού, περί «μεταρρυθμίσεων-σοκ», περί «ευελφάλειας», περί ενός νεοδαρβινισμού δηλαδή, που τεμαχίζει το κοινωνικό σώμα και συρρικνώνει το επίπεδο κοινωνικής προστασίας. Σε άλλους καιρούς, οι απόψεις αυτές θα θεωρούνταν απλώς αφελείς∙ σήμερα, είναι επικίνδυνες ακριβώς επειδή ενισχύουν την οικονομική δυσλειτουργία (ο περίφημος κύκλος της ύφεσης) και οδηγούν τη δημοκρατική συνύπαρξη στο έσχατο όριο της: στον κοινωνικό αποκλεισμό· δηλαδή σε ένα ανάπηρο πολιτικό σώμα, που δεν μπορεί να αναλάβει το «ηθικό βάρος» της συμμετοχής του στη δημόσια κοινωνική σφαίρα.
Μια νέα «κοινωνική εφεύρεση»
«Ακόμα κι αν είναι σε δύσκολη κατάσταση, ακόμα κι αν βρίσκεται σε απελπισία, το υποκείμενο της κοινωνικής δράσης θεωρείται ένας αυτόνομος υπεύθυνος άνθρωπος, ικανός να αναλάβει δεσμεύσεις και να τις φέρει σε πέρας».[1] Απαραίτητη συνθήκη για αυτή την υπευθυνότητα είναι η λογική του «συμβολαίου» και των «θετικών υποχρεώσεων» μεταξύ κοινωνίας και δημοκρατίας. Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα σήμερα, αν θέλουμε να αποφύγουμε την αυτο-θυματοποίηση της χώρας αλλά και τον μελοδραματισμό σχολιασμό της «εθνικής σωτηρίας» και των τραγικών αυτοκτονιών. Ο μοναχικός διάλογος ατόμου και κοινωνίας, ψηφοφόρων και πολιτικού συστήματος, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα εκρηκτικό μείγμα μαζικής ανεργίας, δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς, γενικευμένης ανομίας, εκφασισμού των πολιτικών συμπεριφορών. Περισσότερο παρά ποτέ σήμερα, υπάρχει ανάγκη για μια «οικονομία της κοινωνικής ενσωμάτωσης», που θα καταφέρει να κρατήσει την κοινωνία όρθια απέναντι στον κατακερματισμό και στην κρίση.
Αν ο 19ος αιώνας επινόησε τη φιλανθρωπία και ο 20ός αιώνας επινόησε το κράτος πρόνοιας, ο 21ος πρώτος αιώνας χρειάζεται μια νέα «κοινωνική εφεύρεση», που να αντιστοιχεί με τον επανακαθορισμό των υποκειμένων της εργασίας ως πολιτικών υποκειμένων. Η κρίση (αλλά και η αντιμετώπισή της ως τώρα) έχει δείξει πως το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης σκέψης περί «ευελιξίας και ασφάλειας» έφτασε ήδη στο τέλος του, αφήνοντας πίσω εκατομμύρια ανέργους στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Μαζί με αυτό το μοντέλο, έφτασε στο τέλος της και η παραδοσιακή σχέση εκατομμυρίων πολιτών με την πολιτική. Το κρίσιμο, λοιπόν, ερώτημα είναι : μπορούμε να επινοήσουμε –διανοητικά και πολιτικά– εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα γεννηθούν από μια νέα πρακτική κοινωνικής αλληλεγγύης; Και αν ναι, μήπως για να γίνει αυτό χρειάζεται μια περαιτέρω εμβάθυνση της ίδιας της δημοκρατίας;  Η προσεχής δοκιμασία των εκλογών θα είναι ένα πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση.
Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

[1] Πιέρ Ροζανβαλόν, Το νέο κοινωνικό ζήτημα. Επανεξετάζοντας το κράτος πρόνοιας, πρλ. Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος, μτφρ. Σπύρος Κακουργιώτης, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2009, σ. 230.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

«Οι άριστοι των Ελλήνων»: Μεταρρύθμιση ή μεταπολιτική ;

ΕΝΘΕΜΑΤΑ ...
ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
του Γιάννη Παπαθεοδώρου
«Αν είσαι από τους αληθινά εκλεκτούς
την επικράτησί σου κύταζε πώς αποκτάς».
Κ.Π. Καβάφης, Ο Θεόδοτος
Έργο του Εδουάρδου Σακαγιάν
Εκθέσεις ιδεών. Η υπουργός Παιδείας κ. Άννα Διαμαντοπούλου πιέζει –με την απειλή διακοπής της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων– να ολοκληρωθεί η διαδικασία εκλογής νέων διοικήσεων για τα Συμβούλια των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Για τον χρόνο ωστόσο διεξαγωγής των κοινοβουλευτικών εκλογών, η υπουργός δεν φαίνεται να βιάζεται καθόλου. Σύμφωνα με δηλώσεις της, σε πρόσφατη εκδήλωση της πρωτοβουλίας «Για την Ελλάδα, τώρα», οι εκλογές «σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα θα είναι μια πρόσκαιρη νίκη του λαϊκισμού, των αντιμεταρρυθμιστικών δυνάμεων, οι οποίες συσπειρώνονται».[1]
Είπε κι άλλα η κ. Διαμαντοπούλου σε εκείνη την εκδήλωση. Θυμήθηκε τον Τρικούπη και ανακάλεσε την ιστορία της πτώχευσης του 19ου αιώνα ως «παράδειγμα συμμόρφωσης» (sic), θυμήθηκε τον Πολιτικό του Πλάτωνα για τη σύνεση και την τόλμη που χρειάζεται σήμερα, εκθείασε εκείνη την Ελλάδα «που θέλει να συγκρουστεί με τον κακό εαυτό της», και κάλεσε όλους όσους έχουν ενεργοποιηθεί στο «επιτέλους να προτείνουμε» να συνδιαμορφώσουν την πρότασή τους για την «εθνική ατζέντα 2020».
Εξειδικεύοντας, μάλιστα, την ατζέντα αυτή ως προς την άμεση συγκυρία, η υπουργός είπε πως η κυβέρνηση Παπαδήμου πρέπει «να πάρει χαρακτηριστικά εθνικής σωτηρίας. Χωρίς χρονικούς προσδιορισμούς, με δυνατότητα ανασχηματισμού, με συμμετοχή λίγων πολιτικών και τους άριστους των Ελλήνων».[2] Είπε ακόμη πως «όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, η επόμενη Κυβέρνηση, και ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, θα πρέπει να είναι Κυβέρνηση προγραμματικής συμφωνίας και με Πρωθυπουργό τύπου Παπαδήμου». Τόνισε, τέλος, πως «η ευελφάλεια δηλαδή η ευελιξία και η ασφάλεια, είναι και τώρα η λύση».
Δε θα με απασχολήσουν εδώ οι προσωπικές απόψεις της κ. Διαμαντοπούλου. Δεν είναι, άλλωστε, αυστηρά προσωπικές, αφού πολλά από μέλη της εν λόγω πρωτοβουλίας, τον τελευταίο καιρό, εκφέρουν ένα δημόσιο λόγο με τον ίδιο κοινό παρονομαστή — ή, μάλλον, με τους ίδιους κοινούς τόπους μιας «έκθεσης ιδεών» γύρω από την έκτακτη ανάγκη της κρίσης: «εθνική σωτηρία», «μεταρρυθμιστική» ρητορική, εκκλήσεις για οριζόντιες συνομαδώσεις σε ένα νέο πολιτικό φορέα με άξονα το ριζοσπαστικό Κέντρο (από την κεντροδεξιά ως την πολύπαθη κεντροαριστερά). Θα με απασχολήσει, λοιπόν, αυτή η ευρύτερη απόφανση –στο επίπεδο του λόγου γύρω από την κρίση–, ακριβώς επειδή πιστεύω πως σηματοδοτεί μια ενδιαφέρουσα και άκρως ανησυχητική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος∙ μια μετάβαση από τη μεταρρύθμιση στη μεταπολιτική.
Ο «αντανακλαστικός εκσυγχρονισμός»[3] Ο νέος λόγος που αρθρώνεται στο όνομα της «κεντρώας» μεταπολιτικής συναίνεσης –απαξιώνοντας συχνά και συστηματικά τις εναλλακτικές προτάσεις της Αριστεράς–, δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη εκδοχή του συναινετικού εκσυγχρονιστικού μοντέλου. Από το παλαιότερο προβληματικό πρότυπο της «διαβουλευτικής δημοκρατίας» ως την καινοφανή και σωτηριολογική «κυβερνητική των αρίστων», υπάρχει σαφής απόσταση και διαφορά. Με αφετηρία τον εξιδανικευμένο κεντρώο «ορθό λόγο», το νέο συναινετικό μόρφωμα διακρίνεται από ορισμένα χαρακτηριστικά, που τείνουν να μετατρέψουν, κατά τη γνώμη μου, την κρίση της πολιτικής σε κρίση της δημοκρατίας. Τα χαρακτηριστικά αυτά θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στα εξής: α) σαφής υποτίμηση του κεντρικού ιδεολογικού διαχωρισμού ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, β) υποβάθμιση των διαδικασιών νομιμοποίησης της πολιτικής διακυβέρνησης, όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο (έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας) αλλά και στο πρακτικό περιεχόμενο της (πρόταση σχηματισμού κυβέρνησης τεχνοκρατών με «λίγους πολιτικούς»), και γ) «αντανακλαστική» διαχείριση των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης, ως εάν να επρόκειτο για αυτοματισμούς, που τους επιβάλουν οι σύγχρονες δομές των αγορών, ερήμην της πολιτικής.
Στο σχήμα αυτό, το κύριο πρόβλημα δεν είναι μόνο η ανάδυση μιας ηθικίζουσας αντίληψης για την πολιτική, όσο ότι το ίδιο το πολιτικό υποκείμενο (οι«άριστοι»), που αξιώνει (για τον εαυτό του) την ανάληψη της ευθύνης διακυβέρνησης, προκύπτει μέσα από μια δήθεν ευγενή άμιλλα προσφοράς για την «εθνική σωτηρία», ή αλλιώς, μέσα από ένα πεδίο συμβιβασμών και συγκλίσεων των διαφόρων ελίτ. Δεν χρειάζεται βέβαια να υπενθυμίσω πως αυτό συνιστά ακύρωση της ίδιας της πολιτικής τεχνολογίας της νεωτερικής δημοκρατίας, της ισοκρατικής συγκρότησης του σώματος των πολιτών, της ισότιμης συμμετοχής στα κοινά. Μικρή ή ελάχιστη σημασία το ποιοι θα είναι αυτοί οι «άριστοι» και σε τι μηχανισμούς διάκρισης στηρίζεται το συμβολικό κύρος τους. Όπως παρατηρεί, άλλωστε, ο Immanuel Wallerstein, «η δημοκρατία ως ιδέα, ως κίνημα, είχε αρχικά την πρόθεση να αρνηθεί αυτήν τη διάκριση ως βάση οργάνωσης της πολιτικής ζωής».[4]
Η «συνταγή της αριστοκρατίας». Η περίοδος της κρίσης είναι μια μεταβατική εποχή. Στη χώρα μας, η μετάβαση αυτή εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους: κρίση του πολιτικού συστήματος και των παραδοσιακών κυβερνητικών κομμάτων, εκβιαστικές λύσεις συγκυβερνήσεων, κινητικότητα πολιτικών συμπεριφορών, κινήματα αγανάκτησης και διαμαρτυρίας, νέα «λόμπι» και οριζοντιώσεις των πολιτικών συνεργασιών, δείπνα στα βόρεια προάστια με συνδαιτυμόνες από τη πεφωτισμένη δεσποτεία. Κανείς, βέβαια, δεν μπορεί να είναι τόσο ανεύθυνος ώστε να αρνείται την ανάγκη της συναίνεσης για να σωθεί η χώρα από τη χαοτική χρεοκοπία και να παραμείνει σταθερά προσδεδεμένη στην ευρωπαϊκή της τροχιά. Αλλά κανείς δεν πρέπει να είναι τόσο αφελής ώστε να μη βλέπει ότι «η συνταγή της αριστοκρατίας» υπερβαίνει τις πολιτικές μας παραδόσεις, παράγοντας ένα επικίνδυνο «έλλειμμα δημοκρατίας».
Ο μεταπολιτικός «μεταρρυθμισμός», συνδυάζοντας το κοινότοπο κήρυγμα με το φόβο της δημοκρατίας, αλλοιώνει την ίδια την «αγωνιστική δημόσια σφαίρα». Εξομαλύνοντας τις ιδεολογικές διαφορές και συγκρούσεις κάτω από το «δόγμα του αυτονόητου», είτε εμφανίζει την κρίση ως ένα πεπρωμένο είτε μετατρέπει τη συγκεκριμένη διαχείριση της κρίσης (με τα συγκεκριμένα μέτρα κλπ.) σε ιστορική και πολιτική αναγκαιότητα. Και οι δύο εκδοχές αυτές εντείνουν τον βιοπολιτικό αυταρχισμό και μπορούν, δυνάμει, να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Η κυβερνώσα ακροδεξιά, άλλωστε, έχει εδώ και πολύ καιρό επενδύσει στην κρίση αντιπροσώπευσης για να παίξει το δικό της παιχνίδι ως δήθεν αυθεντική «φωνή του λαού».
Εντωμεταξύ, όσοι εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως η λύση δεν μπορεί παρά να έρθει μόνο μέσα από δημοκρατικές εκλογές που θα ανακαθορίσουν τους πολιτικούς συσχετισμούς, καλό είναι «κλείσουμε τα αυτιά μας στο τραγούδι των σειρήνων, όσων θέλουν να δημιουργήσουν ένα νέο μεν αλλά πάντα ιεραρχικό και ανισοκρατικό σύστημα, υπό την αιγίδα κάποιου προοδευτισμού.[5] Γιατί αυτή είναι μια λύση που δεν μπορεί να ενδιαφέρει κανένα δημοκρατικό και αριστερό πολίτη∙ όχι μόνο «για την Ελλάδα, τώρα» αλλά ούτε και για την Ελλάδα του 2020.
Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

[1] Ολόκληρη η ομιλία της Άννας Διαμαντοπούλου βρίσκεται ανηρτημένη στον ιστότοπο : http://www.diamantopoulou.gr/beta/index.php?option=com_content&view=article&id=1986:120122-simeia-omilias-stin-ekdilosi-gia-tin-ellada-tora&catid=1:press-office
[2] Η υπογράμμιση δική μου.
[3] Δανείζομαι τον όρο από το βιβλίο της Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, πρόλ.-επιμ. Γιάννης Σταυρακάκης, Πόλις, Αθήνα 2004.
[4] Immanuel Wallerstein, «Δημοκρατία, καπιταλισμός και μετασχηματισμός», στον συλλογικό τόμο Stuart Hall, Michael Hardt-Antonio Negri, Ernesto Laclau, Manuel de Landa, Chantal Mouffe, Imanuel Wallerstein, Slavoj Zizek, Η απραγματοποίητη Δημοκρατία, μτφρ. Ελεάνα Πανάγου, επιμ. Θεόφιλος Τραμπούλης, Futura, Αθήνα 2010, σ. 94.
[5] Στο ίδιο, σ. 102.

Ροη αρθρων