Απέναντι στην λογοτεχνίζουσα χυδαιότητα και την λαμπρακική βαναυσότητα.
Υπάρχουν πλείστοι όσοι, σοβαρότατοι και παλαιότατοι, λόγοι για να αντιμετωπίζει κανείς με στοχαστική υποψία το πάλαι ποτέ «συγκρότημα Λαμπράκη». Από τις προδικτατορικές δεκαετίες, όταν απέκτησε «δημοκρατικά» εύσημα ως αντιπαλατιανό και αντιβασιλικό, μέχρι τις επαμφοτερίζουσες στάσεις του στη διάρκεια της δικτατορίας· και πάλι, από τα χρόνια της μεταπολιτευτικής ευφορίας, όταν απέκτησε τα «προοδευτικά» του εύσημα (κυρίως με τον Μικροπολιτικό του Πέτρου Γαβαλά και, ασφαλώς, την δεύτερη σελίδα των πολιτιστικών, όταν χάρη στον Κώστα Νίτσο και τον Γιώργο Πηλιχό, πέρασαν από εκεί όλα τα βαριά ονόματα της τέχνης και της ποίησης της δεκαετίας ’75-’85), μέχρι τις ένδοξες πασοκικές δεκαετίες των αναφανδόν εκβιασμών της πολιτικής από την αμερόληπτη δημοσιογραφία της δημοκρατικής παράταξης.
Τα παιχνίδια του «συγκροτήματος» με την εξουσία δεν κρύφτηκαν ποτέ. Κάποιες στιγμές μόνο πασπαλίστηκαν με πολιτισμό, με γράμματα και τέχνες. Και, υπ’ αυτήν την έννοια, Τα Νέα έπαιξαν το παιχνίδι καλύτερα από την μεταπολιτευτική Καθημερινή, η οποία ματαίως προσπάθησε να ισορροπήσει το ξεφτισμένο σκηνικό της αστικής καθώς πρέπει λογιοσύνης της Βλάχου με τις ανερμάτιστες εκχωρήσεις στο νέο οικονομικό και πολιτικό σύμπαν που θεμελίωσε και συμβόλισε ο Κοσκωτάς.
Μεταξύ μας, τόσο Τα Νέα (κι από κοντά Το Βήμα) όσο και η Καθημερινή, τράφηκαν ποικιλοτρόπως από την μεταπολιτευτική αίγλη της Αριστεράς. Ειδικά της κυρκικής τοιαύτης. Χρησιμοποίησαν την αίγλη της και ξεζούμισαν (με το αζημίωτο) τους ανθρώπους της. Μέχρι που (επιτέλους) κατάφεραν να δημιουργήσουν και να στήσουν τους δικούς τους καθεστωτικούς διανοούμενους και καλλιτέχνες: