Γράφει η Mαρία Τζανή, απο το Κουτι της Πανδωρας...
Σε λίγες μέρες ξεκινάει το σχολείο, πάω πλέον στην β’ Λυκείου. «Μεγαλώνεις σιγά σιγά μικρή μου», μου έλεγε γλυκόπικρα προχθές η μαμά μου. Η μαμά μου που καθαρίζει όλη μέρα σπίτια και σκάλες για να μας μεγαλώσει.
Η καημένη η μαμά που ανησυχεί για το μικρό της κοριτσάκι. «Να έχεις το νου σου, μου λέει, η ομορφιά είναι προσόν αλλά κρατάει λίγο. Μην έχεις εμπιστοσύνη στους άνδρες, από μικροί την ώρα τους θέλουν να περνάνε μόνο». Αυτά τα λέει επειδή με άκουσε προχθές να τσακώνομαι με το Γιώργο στο τηλέφωνο. Από τότε που ήρθε ο αδερφός του από την Αθήνα με τους φίλους του, δεν τον βλέπω καθόλου, όλο μαζί τους είναι. «Γιατί να μην έρθω κι εγώ», του έλεγα; «Tελευταία στιγμή το κανονίζουμε συνήθως», η απάντηση του.
Δεν θέλω να του αντιμιλώ. Μου έχει φερθεί καλά ο Γιώργος. Από την Α’ Λυκείου είμαστε μαζί. Αυτός δυο χρόνια μεγαλύτερος μου, πάει σε άλλο σχολείο. Πέρυσι το Πάσχα με κάλεσε στο σπίτι του. Πολύ καλοί άνθρωποι οι γονείς του, καλλιεργημένοι, ευγενικοί. Η μαμά του με περιποιήθηκε τόσο πολύ, με κέρασε γλυκό, επέμενε τόσο να μείνω για φαγητό. Και όλο αυτό το ενδιαφέρον, όλες αυτές οι ερωτήσεις για την οικογένεια μου, το σπίτι μου. Με έκανε να νιώσω σα να ήμουν ένα με αυτούς, πόσο συγκινήθηκα.
Στο Δημοτικό συνήθιζα να λέω πολλά ψέματα, να παρουσιάζω στους συμμαθητές μου μια άλλη εικόνα για το σπίτι και την οικογένεια μου, αυτή που ονειρευόμουν τις νύχτες όταν κοιμόμουν, στο ίδιο δωμάτιο με τα αδέλφια μου και την μητέρα μου. Μέχρι που ένα μεσημέρι η Ειρήνη, μια συμμαθήτρια μου που με ζόρι με χαιρετούσε, κρυμμένη πίσω από τα γυαλιά της, σοβαρή και μετρημένη πάντα, με είδε να κατεβαίνω στο υπόγειο εξωτερικό δυάρι που μένουμε, βοηθώντας την μητέρα μου να μεταφέρει ένα ξύλινο τραπεζάκι που μόλις είχαμε βρει παρατημένο δίπλα στον κάδο της γειτονιάς μας. Το άλλο πρωί μου άφησε στο θρανίο ένα βιβλίο. Ήταν «TO ΨΕΜΑ», της Zωρζ Σαρρή. Το ξεφύλλισα γρήγορα. Είχε καταλάβει. Κατάλαβα κι εγώ. Από τότε δεν ξαναείπα ψέματα.
Έτσι λοιπόν πραγματικά ένιωσα τόση ζεστασιά εκείνη την ημέρα στο σπίτι του Γιώργου. Τους άνοιξα την καρδιά μου Να μας ξανάρθεις σύντομα, μου φώναζε η μητέρα του κουνώντας μου το χέρι. Κρίμα που δεν έτυχε να τους ξαναδώ, «είναι πολυάσχολοι οι δικοί μου, λείπουν συνεχώς» , έλεγε ο Γιώργος. Και στο σπίτι του δεν έτυχε να με ξανακαλέσει, είναι λίγο μακριά και βολεύει καλύτερα να συναντιόμαστε στην πλατεία κοντά στο σχολείο.

Η καημένη η μαμά που ανησυχεί για το μικρό της κοριτσάκι. «Να έχεις το νου σου, μου λέει, η ομορφιά είναι προσόν αλλά κρατάει λίγο. Μην έχεις εμπιστοσύνη στους άνδρες, από μικροί την ώρα τους θέλουν να περνάνε μόνο». Αυτά τα λέει επειδή με άκουσε προχθές να τσακώνομαι με το Γιώργο στο τηλέφωνο. Από τότε που ήρθε ο αδερφός του από την Αθήνα με τους φίλους του, δεν τον βλέπω καθόλου, όλο μαζί τους είναι. «Γιατί να μην έρθω κι εγώ», του έλεγα; «Tελευταία στιγμή το κανονίζουμε συνήθως», η απάντηση του.
Δεν θέλω να του αντιμιλώ. Μου έχει φερθεί καλά ο Γιώργος. Από την Α’ Λυκείου είμαστε μαζί. Αυτός δυο χρόνια μεγαλύτερος μου, πάει σε άλλο σχολείο. Πέρυσι το Πάσχα με κάλεσε στο σπίτι του. Πολύ καλοί άνθρωποι οι γονείς του, καλλιεργημένοι, ευγενικοί. Η μαμά του με περιποιήθηκε τόσο πολύ, με κέρασε γλυκό, επέμενε τόσο να μείνω για φαγητό. Και όλο αυτό το ενδιαφέρον, όλες αυτές οι ερωτήσεις για την οικογένεια μου, το σπίτι μου. Με έκανε να νιώσω σα να ήμουν ένα με αυτούς, πόσο συγκινήθηκα.
Στο Δημοτικό συνήθιζα να λέω πολλά ψέματα, να παρουσιάζω στους συμμαθητές μου μια άλλη εικόνα για το σπίτι και την οικογένεια μου, αυτή που ονειρευόμουν τις νύχτες όταν κοιμόμουν, στο ίδιο δωμάτιο με τα αδέλφια μου και την μητέρα μου. Μέχρι που ένα μεσημέρι η Ειρήνη, μια συμμαθήτρια μου που με ζόρι με χαιρετούσε, κρυμμένη πίσω από τα γυαλιά της, σοβαρή και μετρημένη πάντα, με είδε να κατεβαίνω στο υπόγειο εξωτερικό δυάρι που μένουμε, βοηθώντας την μητέρα μου να μεταφέρει ένα ξύλινο τραπεζάκι που μόλις είχαμε βρει παρατημένο δίπλα στον κάδο της γειτονιάς μας. Το άλλο πρωί μου άφησε στο θρανίο ένα βιβλίο. Ήταν «TO ΨΕΜΑ», της Zωρζ Σαρρή. Το ξεφύλλισα γρήγορα. Είχε καταλάβει. Κατάλαβα κι εγώ. Από τότε δεν ξαναείπα ψέματα.
Έτσι λοιπόν πραγματικά ένιωσα τόση ζεστασιά εκείνη την ημέρα στο σπίτι του Γιώργου. Τους άνοιξα την καρδιά μου Να μας ξανάρθεις σύντομα, μου φώναζε η μητέρα του κουνώντας μου το χέρι. Κρίμα που δεν έτυχε να τους ξαναδώ, «είναι πολυάσχολοι οι δικοί μου, λείπουν συνεχώς» , έλεγε ο Γιώργος. Και στο σπίτι του δεν έτυχε να με ξανακαλέσει, είναι λίγο μακριά και βολεύει καλύτερα να συναντιόμαστε στην πλατεία κοντά στο σχολείο.