Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη...

ΕΝΘΕΜΑΤΑ...
 του Πολυμέρη Βόγλη

Μπρους Ούλριχ,  “Επανάσταση”

Η Αριστερά στις εκλογές της 6ης Μαΐου σημείωσε μια πρωτόγνωρη επιτυχία, η οποία θα διευρυνθεί περαιτέρω στις σημερινές εκλογές. Το ποσοστό, ανεξαρτήτως του εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι απόψε πρώτο ή δεύτερο κόμμα, συνιστά στην κυριολεξία ιστορική νίκη· η Αριστερά είχε να καταγράψει τόσο υψηλά ποσοστά για πάνω από μισό αιώνα. Ωστόσο, αυτή η επιτυχία δεν προκάλεσε στον κόσμο της Αριστεράς μόνο ευφορία, αλλά και περισυλλογή και αμηχανία. Προφανώς, η οξύτητα της κρίσης και οι κίνδυνοι που εμπερικλείει περιορίζουν δραστικά τα  περιθώρια αισιοδοξίας, αλλά η αμηχανία έχει κι άλλους λόγους.
Στο φαντασιακό της Αριστεράς υπάρχει μια συλλογιστική, η οποία υποστηρίζει ότι η άνοδος της πολιτικής επιρροής της Αριστεράς αντανακλά τη μαζικοποίηση ενός κινήματος κοινωνικής αλλαγής. Αυτή η συλλογιστική βασίζεται περισσότερο σε μια προσδοκία που πηγάζει από την εμπειρία της Αριστεράς στο παρελθόν, και λιγότερο στη σημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα. Τα τελευταία δύο χρόνια έγιναν πρωτοφανείς σε όγκο διαδηλώσεις, εκατοντάδες απεργίες και εμφανίστηκε ένα αυθεντικά νέο κίνημα, οι «πλατείες». Ωστόσο, μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι οι αντιδράσεις της κοινωνίας απέναντι στο Μνημόνιο ήταν ασυνεχείς, σποραδικές και δεν συναρθρώθηκαν σε ένα κύμα κοινωνικής κινητοποίησης. Ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ «περιμένει» από την Αριστερά να λύσει τα προβλήματα του προκάλεσε το Μνημόνιο, χωρίς όμως μια αριστερή κυβέρνηση να έλθει σε ρήξη με την «υπάρχουσα τάξη πραγμάτων». Αυτή η συνθήκη θέτει όρια στη ριζοσπαστικότητα του ΣΥΡΙΖΑ με μια διπλή έννοια: αφενός, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να στηριχτεί στις οργανωμένες δυνάμεις και την κινητοποίηση της κοινωνίας για να προωθήσει ρηξικέλευθες αλλαγές και αφετέρου τυχόν αποτυχία του να βρει μια λύση εντός της «υπάρχουσας τάξης πραγμάτων» (π.χ. του ευρώ) μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική.
Η εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται πρώτα και κύρια στην κατάρρευση του παλαιού πολιτικού κόσμου. Η εποχή της ήπιας νεοφιλελεύθερης «διαχείρισης» της οικονομίας, που τροφοδότησε το λεγόμενο Κέντρο (Κεντροδεξιά-Κεντροαριστερά), σχεδόν για μια εικοσαετία, έχει παρέλθει. Το Μνημόνιο αποτέλεσε την αφετηρία για την εφαρμογή της πιο ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η οποία αναδιάταξε τον πολιτικό χάρτη της χώρας, αποδεκατίζοντας την «κεντροαριστερή» συνιστώσα. Στη νέα πολιτική πραγματικότητα αναδείχτηκαν δύο νέοι πόλοι: η Δεξιά, που ευθυγραμμίζεται με τη λογική του νεοφιλελευθερισμού και αποκτά όλο και πιο νεοσυντηρητικά χαρακτηριστικά, και η Αριστερά που καλείται να επεξεργαστεί μια νέα βιώσιμη πρόταση για την κοινωνία και την οικονομία. Η πολιτική πόλωση που καλλιεργήθηκε μέσα από τη συντονισμένη στοχοποίηση και κατασυκοφάντηση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την καλύτερη απόδειξη του νέου διπολισμού. Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πλέον την ηγεμονική δύναμη στον χώρο της Αριστεράς (ειδικά έναντι του ΚΚΕ, το οποίο ανήκει αμετάκλητα στον 20ό αιώνα), η Αριστερά δεν έχει ακόμη  κατακτήσει την ηγεμονία στην κοινωνία που θα της επιτρέψει να επισφραγίσει νέες, ευρύτερες συμμαχίες.
Η Αριστερά, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, βρίσκεται αντιμέτωπη με την προοπτική της εξουσίας. Και όχι μόνο αυτό. Για πρώτη φορά, συνολικά στην Ευρώπη, ένα κόμμα της Αριστεράς καλείται να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Για δεκαετίες η Αριστερά στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη αντλούσε ισχύ και ιδέες από τα κοινωνικά κινήματα. Σήμερα όμως η ελληνική Αριστερά καλείται να καταθέσει πρόγραμμα διακυβέρνησης μιας χώρας που βυθίζεται από την οικονομική και κοινωνική κρίση. Από κόμμα διαμαρτυρίας έπρεπε να μεταμορφωθεί μέσα σε σύντομο διάστημα σε κόμμα εξουσίας, να μετατρέψει ιδεολογικές αρχές σε συγκεκριμένα μέτρα. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι να υπερασπιστεί μια κοινωνική ομάδα ή έναν δίκαιο αγώνα αλλά να διασώσει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Είναι μια πρόκληση ανεπανάληπτη, με τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή δεν μπορεί να βασιστεί σε ανάλογη προηγούμενη ελληνική ή ευρωπαϊκή εμπειρία.
Η αντιμετώπιση της κρίσης καλεί την Αριστερά να τοποθετηθεί πέρα από τον ορίζοντα της αναδιανεμητικής πολιτικής. Η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους, η άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, η τοποθέτησή της στην πλευρά του κόσμου της εργασίας είναι αδιαπραγμάτευτα. Αλλά δεν είναι αρκετά. Αυτό που προέχει είναι η ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού της χώρας μετά τα αλλεπάλληλα πλήγματα που δέχτηκε τις τελευταίες δεκαετίες (αποβιομηχάνιση, συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, υπερδιόγκωση του τουρισμού κλπ.). Δεν αρκεί να καταδείξει τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος για το σημερινό αδιέξοδο αλλά να υποδείξει τις κατευθύνσεις ενός νέου παραγωγικού μοντέλου: σε ποιους κλάδους και με ποιους όρους, ποια θα πρέπει να είναι η θέση της Ελλάδας σε έναν ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, ποιοι τομείς της οικονομίας πρέπει να είναι υπό δημόσιο έλεγχο κλπ.
Ωστόσο, η αμηχανία, προϊόν αναστοχασμού πάνω στην κρισιμότητα των στιγμών και των προκλήσεων, δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση μεμψιμοιρία, ολιγωρία, φυγομαχία. Αντίθετα, υπογραμμίζει την ανάγκη η Αριστερά, σε αυτή τη νέα περίοδο, να  πρωταγωνιστήσει σε επίπεδο ιδεών και προτάσεων, να αναδείξει τους κατάλληλους ανθρώπους, να ενεργοποιήσει τη συμμετοχή «από τα κάτω», να οικοδομήσει ανθεκτικές κοινωνικές συμμαχίες. Δεν έχει τον χρόνο να τα αποκτήσει όλα αυτά μέσα από μια αργή διαδικασία ωρίμανσης. Για άλλη μια φορά, ο χρόνος της ιστορίας για την Αριστερά πύκνωσε ξαφνικά. Οπότε, «στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη»…
Ο Πολυμέρης Βόγλης διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων