Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Δεν θα περάσει...

ελεύθερος δικτυογράφος...



Όταν ένας (ιμιτασιόν έστω) προοδευτικός διανοούμενος παροτρύνει την Ελληνική Αστυνομία να προβεί σε γενοκτονία, δεν θέλει και πολλή σκέψη για να φανταστεί κανείς τι είναι διατεθειμένοι να πράξουν οι γνήσιοι φασίστες. Οι οποίοι αυξάνονται, πληθύνονται και μέρα με τη μέρα εκτραχύνονται, απειλώντας πλέον ανοιχτά με γενικευμένο αιματοκύλισμα “για να ξεβρωμίσει ο τόπος”. Ξεκινώντας από τους αλλοδαπούς, τους τσιγγάνους, τους μουσουλμάνους, τους αναρχικούς, τους αριστερούς και τους ομοφυλόφιλους. Και μετά βλέπουμε…
Η εύκολη όσο και ανώδυνη απάντηση είναι να αρκεστούμε στο κράξιμο των ανεγκέφαλων νεοναζί, να τους λοιδωρήσουμε για το πόσο ανιστόρητοι και ανορθόγραφοι είναι, να τους καταραστούμε να γυρίσουν στις τρύπες τους και να συνεχίζουμε να τους αντιμετωπίζουμε ως γραφικούς και περιθωριακούς τύπους – που δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα απειροελάχιστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.
Μόνο που η ελληνική κοινωνία έχει ήδη εκφασιστεί σε μεγάλο βαθμό, πολύ μεγαλύτερο από το 7% που πήρε η Χρυσή Αυγή στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Ιδίως σε ζητήματα που αφορούν στην παράνομη μετανάστευση, δεν θα με εξέπληττε καθόλου αν ακραίες απόψεις σαν αυτές που εκφράζει ο κύριος Ξανθούλης βρίσκουν σύμφωνη την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ο οποίος όσο περισσότερο εξαθλιώνεται και ταπεινώνεται, τόσο περισσότερο βυθίζεται στο μίσος. Εναντίον όλων, ακόμα και του ίδιου του του εαυτού.
Ας όψονται οι αναρίθμητοι πλέον υπέρμαχοι του νεοφασισμού, που προκειμένου να προστατέψουν τα συμφέροντα των χορηγών τους από την επέλαση της αριστεράς δεν διστάζουν να συμμαχήσουν ακόμα και με το σκοτάδι το ίδιο. Πλασάροντας την επιστροφή στα εθνικοπατριωτικά ιδεώδη ως μοναδική κι αυτονόητη λύση, ή χλευάζοντας τα εργασιακά κι ανθρώπινα δικαιώματα ως καπρίτσια κακομαθημένων συνδικαλιστών κι καφενόβιων επαναστατών. Κάθε φορά φέρνοντας μας ένα βήμα πιο κοντά στον όλεθρο του πολέμου. Γιατί αυτό είναι το μόνο πράγμα που ξέρει να κάνει ο φασισμός. Και ο παλιός, και ο νέος.
Και πώς αντιμετωπίζουμε το τέρας λοιπόν; Με ετήσια αντιρατσιστικά φεστιβάλ και σποραδικές πορείες αλληλεγγύης; Με τσιτάτα του τύπου “κανένας άνθρωπος δεν είναι λαθραίος”; Είναι αποδεδειγμένο πλέον ότι αυτές οι πρακτικές δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, διαφορετικά θα μιλούσαμε για μια άλλη κοινωνία και μια άλλη πολιτική ηγεσία από αυτή που έχουμε τώρα. Και μια άλλη οικονομία φυσικά. Μόνο που εκεί θα αργήσουμε να δούμε φως, γιατί είναι απολύτως βέβαιο ότι ξεπουλώντας τους πόρους μιας χώρας και υποδουλώνοντας τους κατοίκους της δεν πρόκειται να υπάρξει ανάκαμψη και κοινωνική ειρήνη. Ποτέ.
Ένας σίγουρος τρόπος να ηττηθεί ο φασισμός είναι η βία εναντίον του, ιδίως αν πρόκειται για μια βία εξίσου βάναυση και αποτρόπαιη με τη φασιστική. Τρόμος στον τρόμο, και φρίκη στη φρίκη. Aldo Raine style.

Μόνο που στη δική μας περίπτωση, μια τέτοια στρατηγική έχει κάποια βασικά μειονεκτήματα:
α) Αν αρχίσεις να αντιμετωπίζεις την άνοδο του φασισμού με προληπτικές δολοφονίες θυματοποιείς τους φασίστες, επιβεβαιώνεις τη ρητορική τους και συσπειρώνεις περισσότερο κόσμο υπέρ τους. Άσε που έτσι οπλίζεις το χέρι της εξουσίας ενάντια στις δημοκρατικές δυνάμεις που υποτίθεται ότι υπερασπίζεσαι.
β) Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεκινήσεις ένοπλο αγώνα εναντίον οποιουδήποτε χωρίς να καταλήξεις σε γενικευμένη σύρραξη, με τακτικό στρατό εναντίον σου, τυφλά χτυπήματα, αθώα θύματα κι απ’ όλα. Κινδυνεύουμε έτσι να γίνουμε Γιουγκοσλαβία, με ελεύθερους σκοπευτές να καθαρίζουν κόσμο στη μέση της Πανεπιστημίου. Και μπορεί και χειρότερα.
γ) Αργά ή γρήγορα γίνεσαι ίδιος με αυτόν που πολεμάς. Εξίσου βάρβαρος, εξίσου αδιάλλακτος, εξίσου φασίστας. Κατά τη γνώμη μου, αυτό ήθελε να σχολιάσει ο Ταραντίνο με την ταινία του, μόνο που το έκανε με τόσο κουλ τρόπο ώστε χάθηκε το μήνυμα.
Ημίμετρα δεν χωράνε στο γήπεδο της βίας. Από τη μία επειδή τα γιαούρτια και οι πέτρες δεν μπορούν να αναχαιτίσουν ορδές εκπαιδευμένων και πάνοπλων μιλιταριστών (κρατικών ή παρακρατικών), κι από την άλλη επειδή δίνουν το δικαίωμα σε όλους τους φασίστες (φανερούς και κρυφούς) να συμψηφίζουν τα “άκρα” και να συκοφαντούν τα κινήματα.
Άρα το ξεχνάμε, ή έστω περιμένουμε σαν ηλίθιοι να αρχίσουν οι πυροβολισμοί και οι χειροβομβίδες για να αντιδράσουμε. Μόνο που τότε θα είναι πολύ αργά πια.
Άλλος τρόπος υπάρχει όμως; Πιστεύω πως ναι. Κι έχει να κάνει με τη ρίζα του προβλήματος, που για μένα δεν είναι τόσο οικονομική/ταξική όσο είναι πολιτισμική.

Τι δουλειά έχει ο Τατσόπουλος και η γκρίνια του περί πολιτιστικής υποβάθμισης με την απειλή του φασισμού ρε φίλε; Τεράστια, γιατί καταδεικνύει το πώς βρεθήκαμε στην παρούσα κατάσταση: Εξυμνώντας τη χυδαιότητα του νεοπλουτισμού κι εξορίζοντας την αμφισβήτηση που προσφέρουν τα γράμματα και οι τέχνες στη ζώνη του τηλεοπτικού λυκόφωτος. Ανεβάζοντας στην κεντρική πολιτική σκηνή πρόσωπα που πρεσβεύουν την ημιμάθεια και τη μισαλλοδοξία. Μετατρέποντας την ενημέρωση της κοινής γνώμης σε χειραγώγηση που αποσκοπεί στην προστασία μιας διεφθαρμένης πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Και προπαγανδίζοντας με κάθε τρόπο τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών. Δειλά-δειλά στην αρχή, κι ολοένα και πιο απροκάλυπτα όσο κορυφώνεται η κρίση.
Δεν θα βαρεθώ να το λέω, κι ας μη μου δίνει σημασία κανείς: Ο μοναδικός τρόπος για να νικήσουμε τον φασισμό είναι να συντρίψουμε την προπαγάνδα που τον στηρίζει. Να αποκαθηλώσουμε τους εκπροσώπους της, να διαπομπεύσουμε τη ρητορική τους, να αντιτάξουμε στη δηλητηριώδη μούχλα τους ένα ελπιδοφόρο όραμα που θα συνεπάρει τις μάζες. Και να το κάνουμε καλά. Με μέθοδο, επαγγελματισμό, φαντασία κι επιμονή. Χωρίς ξύλινα μανιφέστα και διανοουμενίστικες αναλύσεις για δυνατούς λύτες, αλλά και χωρίς τον χοντροκομμένο λαϊκισμό που αποκτήνωσε έναν ήδη αμόρφωτο και συντηρητικό λαό, οδηγώντας τον στην αγκαλιά του φασισμού.
Τα social media είναι μόνο η αρχή, και προς το παρόν αποτελούν πεδίο όπου έχουμε υποστεί πανωλεθρία. Γιατί για κάθε βιντεάκι που αποφασίζουμε να μοιραστούμε στο Facebook (φοβούμενοι ότι ίσως έτσι δυσαρεστήσουμε κάποιους από τους φίλους μας), οι φασίστες ανεβάζουν δέκα και αφήνουν σχόλια σε εκατό. Όχι επειδή είναι πιο πολλοί από εμάς, αλλά επειδή είναι οργανωμένοι. Κι επειδή αυτοί που τους δίνουν εντολές ξέρουν ότι αν οι απόψεις τους δίνουν την αίσθηση ότι αποτελούν πλειοψηφία, θα κερδίσουν κι άλλο κόσμο με το μέρος τους.
Στους δρόμους και τις πλατείες, οι συμβολικές κινήσεις διαμαρτυρίας και κομματικού προσηλυτισμού πρέπει να αντικατασταθούν από ουσιαστικές παρεμβάσεις αλληλεγγύης. Συσσίτια, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ρουχισμός, ασφάλεια, ψυχαγωγία. Με ενεργή συμμετοχή των κατοίκων κι όχι επαναστατικές αποκλειστικότητες πεφωτισμένων. Διαφορετικά,  αφήνουμε τους χρυσαυγίτες να καλλιεργούν τη φήμη ότι είναι οι σύγχρονοι Ρομπέν των Δασών. Κι άρα να αυξήσουν κι άλλο την επιρροή τους.
Στα τηλεοπτικά πάνελ και τα βουλευτικά έδρανα, ο λόγος μας οφείλει να εμπνέει κι όχι απλά να καταγγέλει. Αυτό είναι άλλωστε κι ένα από τα ελάχιστα στρατηγικά μας πλεονεκτήματα ενάντια στους νεοφασίστες, καθώς η δημαγωγία τους στηρίζεται στο μίσος και τον ξαναζεσταμένο εθνικισμό, χωρίς να προτείνει τίποτα άλλο πέρα από εκδίκηση. Που ναι μεν πουλάει, αλλά δεν είμαστε Γερμανία του ’30 για να παραμυθιαστούμε ότι μπορούμε να κατακτήσουμε τον κόσμο. Ελπίζω δηλαδή.
Να ξαναβρούμε τη χαμένη μας αξιοπρέπεια θέλουμε, και να μπορούμε να ζήσουμε σαν άνθρωποι. Χωρίς να φοβόμαστε ότι θα πεινάσουμε, θα σκοτωθούμε ή θα ξεφτιλιστούμε ακόμα περισσότερο. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να μας το προσφέρει ο φασισμός, όσο ελκυστικός κι αν παρουσιάζεται από τα Μέσα και τους “νομοταγείς” opinion makers που τα κατακλύζουν. Και τους οποίους εύχομαι η Ιστορία κάποτε να τιμωρήσει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο: Τη λήθη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων