Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Ψευδεπίγραφη Κεντροαριστερά: Από τον ρεαλισμό στη μετάλλαξη...

Του Σωτήρη Βαλντέν*, απο την Αυγη...
(...) Οι υποστηρικτές της συγκυβέρνησης αναφέρουν συχνά ότι η επιλογή τους είναι αναγκαστική. Οι διεθνείς συσχετισμοί δεν επιτρέπουν την αμφισβήτηση των επιταγών της τρόικας, αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην έξοδο από την Ευρώπη. Κατά τα άλλα, προσθέτουν, ούτε με τα Μνημόνια συμφωνούν ούτε με τον Σαμαρά. Η κατά κόρον εκβιαστική επανάληψη του επιχειρήματος αυτού για την απόσπαση ανοχής στα Μνημόνια και σε κάθε πραγματικό ή κατασκευασμένο «προαπαιτούμενό» τους το έχει καταστήσει όλο και λιγότερο πειστικό. Πολλώ μάλλον που η αξιοπιστία των περισσότερων που το προβάλλουν είναι μηδενική. Ωστόσο, δεν παύει να εκφράζει σε κάποιο βαθμό ένα πραγματικό δίλημμα. Ο ρεαλισμός απέναντι στο δίλημμα αυτό εξασφάλισε τον περασμένο Ιούνιο τη σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έστω και αν χρειάστηκε να μεταμφιεστεί με παχιές υποσχέσεις περί επαναδιαπραγμάτευσης και απόρριψης νέων μέτρων.
Όμως, ο κυρίαρχος λόγος των πρωταγωνιστών του νέου κεντροαριστερού εγχειρήματος δεν περιορίζεται στον παραπάνω ρεαλισμό. Στο όνομα ενός άκρατου και ανεπαρκώς προσδιορισμένου «μεταρρυθμισμού», προχωράει στην εκ βάθρων αλλοίωση και αναίρεση θεμελιωδών αξιών, αρχών και πολιτικών στις οποίες βασίζεται η Αριστερά απανταχού της γης. Η «τόλμη» μετράται με το πόσο απομακρυνόμαστε από τα θεμέλια αυτά και από το πόσο προσεγγίζουμε τις αποτυχημένες κοινοτοπίες του νεοφιλελεύθερου λόγου της δεκαετίας του ’90. Μια ματιά στις πληθωρικές παρεμβάσεις σε «μεταρρυθμιστικές» ιστοσελίδες και στην αντίστοιχη αρθρογραφία στον Τύπο αρκεί για να πείσει ως προς την έκταση αυτής της εκτροπής.
Στο άκρο υπάρχουν όσοι ευθαρσώς δηλώνουν ότι η διάκριση Αριστεράς/Δεξιάς δεν έχει (πλέον;) νόημα και μας καλούν σε ένα πλατύ «μεταρρυθμιστικό» ή κεντρώο μέτωπο ή σχήμα, χωρίς ιδεολογικό πρόσημο, μαζί με τους φιλελευθέρους. Εδώ θα βρούμε και επώνυμους μεγαλοαστούς που με προκλητική κοινωνική αναλγησία προασπίζουν τα ταξικά τους συμφέροντα, διακηρύσσοντας ότι οι θυσίες (των άλλων) είναι «οδυνηρές, αλλά απαραίτητες».
Οι περισσότεροι πάντως, ανάγοντας τις καταβολές τους στη σημιτική παράδοση, δέχονται το πρόσημο της Κεντροαριστεράς. Μάταια όμως θα αναζητήσει κανείς σε τι διαφέρει η νέα αυτή «Κεντροαριστερά» από την Κεντροδεξιά. Και δεν πρόκειται μόνο για την άμβλυνση κάθε κριτικής προς τα Μνημόνια, την τρόικα, ακόμη και τον Σαμαρά και το κράτος της Δεξιάς που ξαναχτίζει, την ίδια στιγμή που δεν παύουν να καταγγέλλουν επί παντός επιστητού τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ας κάνει κανείς τον κόπο να μετρήσει τις παρεμβάσεις όπου επικρίνουν τον κρατισμό, τις συντεχνίες, τον λαϊκισμό, την αριστερόστροφη «ανομία», τις «άκαιρες» ή υπερβολικές μαζικές κινητοποιήσεις. Ας μετρήσει και όσες προπαγανδίζουν τη «δημοσιονομική προσαρμογή», την «ανταγωνιστικότητα», τις ιδιωτικοποιήσεις, το «δικαίωμα της εργασίας» για τους απεργοσπάστες ή και την ισοπεδωτική ηθικολογία τού «τα φάγαμε όλοι μαζί». Και ας τις συγκρίνει με τις (ελάχιστες) παρεμβάσεις για την ανεργία, την κάθετη μείωση των αποδοχών και την εξαθλίωση, την υπερφορολόγηση μισθωτών και συνταξιούχων, την ανακατανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων, την κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, την περικοπή των κονδυλίων για παιδεία, υγεία και έρευνα, τη διακοπή των δημόσιων επενδύσεων, τον εξευτελισμό του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος με τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, την υποστήριξη κινητοποιήσεων των εργαζομένων και τόσα άλλα.
Για τους κεντροαριστερούς μας «μεταρρυθμιστές», θα έλεγε κανείς ότι αυτή η δεύτερη θεματολογία είναι παλαιομοδίτικη, μυρίζει «λαϊκισμό» και Τσίπρα. Την αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ακόμη και στη ρητορεία περί «ανάπτυξης» αποφεύγουν τη χάραξη διαχωριστικών γραμμών Δεξιάς/Αριστεράς, με αποτέλεσμα να παραμένουν στο απυρόβλητο οι συντηρητικές απόψεις, που την βλέπουν να έρχεται κυρίως μέσα από την «ευελιξία» στην αγορά εργασίας και τη συμπίεση του εργατικού κόστους.
Ας μη γελιόμαστε. Η πολιτική ατζέντα των πρωταγωνιστών της νέας Κεντροαριστεράς στη χώρα μας, σ’ όλον τον υπόλοιπο κόσμο αποτελεί την ατζέντα της (Κεντρο)Δεξιάς. Και η στάση τους αυτή αποτελεί κάτι περισσότερο από πολιτικές τοποθετήσεις. Πρόκειται πλέον για κοινωνικά αντανακλαστικά, βαθύτατα συντηρητικά. Γι’ αυτό και το εγχείρημα είναι ψευδεπίγραφο. Και σε μια Ελλάδα που στενάζει, όχι βέβαια κάτω από αριστερές πολιτικές, αλλά από τις επιπτώσεις της πιο ωμής επιδρομής της Δεξιάς, είναι και προκλητικό.
(...) Ας συνοψίσω: Το εγχείρημα δημιουργίας μιας νέας Κεντροαριστεράς που επιχειρείται τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας, παρουσιάζει μείζονα προβλήματα. Απευθύνεται σε ένα μικρό υποσύνολο του δυνητικού του ακροατηρίου, αντιπαρατιθέμενο κάθετα με τον κόσμο που θα αποτελούσε τον κορμό μιας κεντροαριστερής πλειοψηφίας. Οικοδομείται σε αντιπαράθεση προς την Αριστερά και όχι τη Δεξιά. Και διαμορφώνει μια πολιτική και προγραμματική πλατφόρμα και μια νοοτροπία χαρακτηριστική της Κεντροδεξιάς, όχι της Κεντροαριστεράς. Στην ευρύτερη κοινή γνώμη, το εγχείρημα αυτό γίνεται αντιληπτό ως εγχείρημα στήριξης των Μνημονίων και της κυβέρνησης Σαμαρά και με ηγέτες τους πλέον ενθουσιώδεις οπαδούς των μνημονιακών πολιτικών, πλήρως συνυπεύθυνους για την πρόσφατη καταστροφική πορεία της χώρας και γι’ αυτό παντελώς αναξιόπιστους. Η πιθανότητα μια τέτοια πρωτοβουλία να οδηγήσει στη δημιουργία φορέα κεντροαριστερού, είναι, πιστεύω, μηδενική.

Προϋποθέσεις για μια πραγματική και μεγάλη Κεντροαριστερά

Κατά τη γνώμη μου, σήμερα δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός νέου κεντροαριστερού σχήματος, ούτε και για τη σύγκλιση και ένωση σ’ αυτό το πλαίσιο ΔΗΜ.ΑΡ. και ΠΑΣΟΚ. Η δημιουργία τέτοιων προϋποθέσεων δεν μπορεί παρά να αποτελεί μεσοπρόθεσμο σχέδιο, η υλοποίηση του οποίου έπεται μιας σειράς εξελίξεων, όχι απόλυτα ορατών σήμερα.
Δεν νομίζω πως το «υπόλοιπον» ΠΑΣΟΚ ή τα προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ ηγετικά στελέχη μπορούν -τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση- να παίξουν πρώτο ρόλο, για τους λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω. Είναι εξάλλου δύσκολο να ηγηθούν στην προσπάθεια αυτή στελέχη που συμπεριφέρονται ως ξεπεσμένες πριγκίπισσες, θεωρούν ότι η εξουσία τούς ανήκει δικαιωματικά και πως ο λαός τούς χρωστάει, μεταξύ άλλων και για τα Μνημόνια που υπέγραψαν και υλοποίησαν. Δεν νομίζω επίσης πως το νέο σχήμα μπορεί να προκύψει από πολιτική παρθενογένεση και ασφαλώς όχι από παρέες πρώην αριστερών διανοουμένων που σήμερα ανακαλύπτουν τον φιλελευθερισμό.
Η ΔΗΜ.ΑΡ. παραμένει ένας φορέας σχετικά άφθαρτος, που μπορεί να διεκδικήσει τον ρόλο του πρωταγωνιστή στην προσπάθεια αυτή, στον βαθμό όμως που θα προβεί σε διορθωτικές κινήσεις σε σχέση με τη συγκυβέρνηση. Στην αντίθετη περίπτωση, η εκλογική της βάση θα συνεχίσει να μεταλλάσσεται, ωθώντας το κόμμα προς την Κεντροδεξιά. Από την άποψη αυτή, η απόφαση της ηγεσίας της ΔΗΜ.ΑΡ. να απαγκιστρωθεί από τη διαδικασία ταχείας σύγκλισης με το βενιζελικό ΠΑΣΟΚ και τους μνημονιακούς δορυφόρους και κομήτες του αποτελεί κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση, παρ’ όλο που (όπως το «παρών» για το τρίτο Μνημόνιο) έγινε χωρίς διαφάνεια και άκομψα, προκαλώντας ερωτήματα ως προς τα κίνητρα, τη σοβαρότητα και την εσωτερική λειτουργία του κόμματος. Πάντως, η καταγγελτική συγχορδία των απανταχού «μεταρρυθμιστών», που οραματίζονται μια ΔΗΜΑΡ «τολμηρή» στη στήριξη των Μνημονίων, συνηγορεί μάλλον για το ορθόν της κίνησης.
Προϋπόθεση, κατά τη γνώμη μου, για τη δημιουργία κεντροαριστερού σχήματος, είναι η αυτονόμηση των φορέων του από τον θανάσιμο εναγκαλισμό των Μνημονίων και της ιδεολογίας που τα εμπνέει. Πολιτικά, αυτό σημαίνει αποστασιοποίηση από τη συγκυβέρνηση Σαμαρά: αν είναι κατανοητό η Κεντροαριστερά να παρέχει ανοχή ενόσω δεν διαφαίνεται εναλλακτικό φιλοευρωπαϊκό κυβερνητικό σχήμα, είναι εντελώς ακατανόητο να συμμετέχει στην υλοποίηση της βάρβαρης μνημονιακής πολιτικής, ανεχόμενη συν τοις άλλοις και τη νεοδημοκρατική παλινόρθωση στη σαμαρική εκδοχή της. Ακόμη δε πιο απαράδεκτο είναι να εσωτερικεύει τη συμμετοχή της, μετατοπίζοντας το ιδεολογικό της στίγμα προς τα Δεξιά. Η αυτονόμηση, πολιτική και ιδεολογική, είναι απαραίτητη και απολύτως εφικτή, μπορεί δε να γίνει και δημιουργική αν περιλάβει και θετικές πολιτικές και προγραμματικές προτάσεις, με σαφές και ορατό αριστερό στίγμα. Με τη διεκδίκηση της ιδιοκτησίας μεγάλων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με προοδευτικό πρόσημο, τόσο αναγκαίων σήμερα για τη χώρα μας.
Κρίσιμο, τέλος, στοιχείο για την πορεία προς μια μεγάλη Κεντροαριστερά, είναι ο επαναπροσδιορισμός της στάσης απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και τον κόσμο του.
Η πολιτική και ιδεολογική απόσταση μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς από τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ασφαλώς μεγάλη. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να μην αποτελεί φερέγγυα κυβερνητική εναλλακτική λύση και αξιόπιστο ευρωπαϊκό συνομιλητή. Στο ιδεολογικό του φορτίο κυριαρχούν ακόμη οι περασμένες δεκαετίες. Και ορισμένες πλευρές της πολιτικής του παραμένουν τυχοδιωκτικές. Δεν αποκλείεται εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτύχει να σταθεροποιηθεί ως μείζων πολιτικός φορέας, αν και δεν το θεωρώ πολύ πιθανό.
Ωστόσο, η πολιτική των εξορκισμών και της κάθετης αντιπαράθεσης απέναντι στο κόμμα αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, απολύτως λαθεμένη, ακόμη και όταν τέτοιες στάσεις παρατηρούνται και από την άλλη πλευρά. Η αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ αποκλειστικά ως μιας δύναμης ακινησίας, συντηρητισμού και διάλυσης αποτελεί χονδροειδή υπεραπλούστευση. Υποτιμά την έκταση της φθοράς των κατεστημένων κομμάτων και τη δυναμική ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού, ενώ κυριολεκτικά αντιστρέφει την ιεράρχηση των ευθυνών για τη σημερινή κατάσταση και την εφεξής πορεία της χώρας. Είναι απορίας άξιον πώς εκλεπτυσμένοι πολιτικοί και αναλυτές με καταβολές στην ανανεωτική Αριστερά, που ανδρώθηκαν μέσα σε μια κουλτούρα που αποποιείται πρωτόλειες μορφές αντιπαραθέσεων και αναζητά πλατειές συναινέσεις και συμμαχίες, γίνονται θιασώτες μιας σαρωτικής αντι-ΣΥΡΙΖΑ εμπάθειας. Πολλώ μάλλον όταν, επί χρόνια και δεκαετίες, στήριζαν ή συνέπλεαν με το «όλον ΠΑΣΟΚ».
Κατά τη γνώμη μου, η σχέση της Κεντροαριστεράς με τον ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνει ασφαλώς την αντιπαλότητα, δεν μπορεί όμως να ανάγεται σ’ αυτήν. Οι δύο χώροι έχουν (ή πρέπει να έχουν) ιδεολογικοπολιτική συγγένεια, ασφαλώς μεγαλύτερη από αυτήν της Κεντροαριστεράς με τη Ν.Δ. Η Κεντροαριστερά πρέπει να έχει ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας και διαλόγου, όχι μόνο με τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με το ίδιο το κόμμα, μεγάλο μέρος των στελεχών και διανοουμένων του οποίου μοιράζεται πολλά με την Κεντροαριστερά. Η θετική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ (πρέπει να) ενδιαφέρει την Κεντροαριστερά.
Σε τελευταία ανάλυση, το πλέον ρεαλιστικό μακροπρόθεσμο σενάριο για μια πλειοψηφική φιλοευρωπαϊκή δημοκρατική (Κεντρο)αριστερά δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και τον χώρο ή και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ίσως και ως κορμό της, άσχετα αν σήμερα δεν διαφαίνεται ακόμη το πώς. Εξάλλου, βραχυπρόθεσμα, οι φορείς της μελλοντικής νέας Κεντροαριστεράς πρέπει να έχουν ανοικτό το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, να ενδιαφέρονται για τις αναγκαίες προϋποθέσεις μιας τέτοιας συνεργασίας και να μην αντιμετωπίζουν την προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ως κατακλυσμό του Νώε.
*Απόσπασμα από άρθρο του Σ. Βαλντέν στην ιστοσελίδα Μεταρρύθμιση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων