Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Μετά την εποχή των ηγετών...

Του Δημοσθένη Παπαδάτου - Αναγνωστόπουλου, απο την Αυγη...
Δεν συμφωνώ με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που είδαν με καχυποψία την παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μουσικής, στην εκδήλωση που διοργάνωσε προχθές το Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής. Καταλαβαίνω την αγωνία ο ΣΥΡΙΖΑ να μην μπαίνει στο περίφημο «κάδρο», ούτε καν σε αυτό το επίπεδο συμβολισμού.
Νομίζω όμως ότι αντιστοιχεί στη ριζοσπαστική Αριστερά, και δη από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να ορίζει αυτή, όσο τέλος πάντων της το επιτρέπουν οι καιροί, αν η πολιτική σύγκρουση θα γίνεται με τους όρους της «Ομάδας Αλήθειας» ή κάπως αλλιώς.
Αυτό που μου φαίνεται προς συζήτηση είναι η αναδρομή που επιχείρησε ο Αλέξης Τσίπρας στα «μεγάλα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα του Καποδίστρια, του Τρικούπη, του Βενιζέλου», ηγετών δηλαδή του διαμετρήματος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η επιφύλαξη δεν έχει να κάνει τόσο με το γράμμα των προτάσεων (μολονότι ποτέ δεν με συγκίνησε ο βενιζελισμός), όσο με το πνεύμα τους. Αφ’ ενός δηλαδή με το γεγονός ότι το σχήμα υπερτονίζει τις προαναφερθείσες «κορυφές» σε βάρος των κοινωνικών συμμαχιών και των οργανωτικών προϋποθέσεων που έκαναν εφικτό το εκάστοτε μεταρρυθμιστικό εγχείρημα. Και, αφ’ ετέρου, με το γεγονός ότι ειδικά το είδος της αλλαγής (ή της «ανατροπής») που αφορά την Αριστερά δεν μπορεί παρά να έχει στο επίκεντρο ακριβώς αυτές τις κοινωνικές συμμαχίες και τις οργανωτικές προϋποθέσεις -εν προκειμένω δηλαδή τα κοινωνικά κινήματα και ένα κόμμα- συλλογικό διανοούμενο.
Ο Τσίπρας, θα πείτε, δεν μιλούσε σε συριζαίους πριν από το Ιδρυτικό Συνέδριο -συνεπώς δεν όφειλε να είναι τόσο σχολαστικός, μπροστά σε ένα κοινό εκπαιδευμένο με άλλες αξίες και σε άλλες πολιτικές παραδόσεις. Καθώς όμως οι πολιτικές παρεμβάσεις δεν γίνονται εν κενώ, νομίζω πως έχει την αξία του να τονίζουμε πως, στην εποχή της τεράστιας δυσπιστίας προς τους «πολιτικούς» και την πολιτική, δύο μοιάζει να είναι οι τρόποι με τους οποίους επιχειρείται η υπέρβαση αυτού που, κάπως αφαιρετικά, ονομάζουμε «κρίση της δημοκρατίας».
Ο ένας είναι η ανάδειξη νέων κορυφών, στη θέση των υπερπροβεβλημένων και αποτυχημένων, και η περαιτέρω ισχυροποίησή τους: είτε στην εκδοχή των κατά Παπαχελά «statesmen», τύπου Παπαδήμου και Μόντι, είτε στην εκδοχή του «αμεσοδημοκράτη» φανφαρόνου Μπέπε Γκρίλο, που μιλά αδιαμεσολάβητα με τον λαό του μέσω Ίντερνετ, άλλο που τις αποφάσεις τις παίρνει αυτός και οι περί αυτόν.
Ο άλλος είναι ο τρόπος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που επιμένει στον πρωταγωνιστικό ρόλο του «λαϊκού παράγοντα»: όχι απλά με την έννοια της παρουσίας στις διαδηλώσεις, αλλά με την επινόηση νέων μορφών παραγωγής, συμμετοχής και διοίκησης, που θα αντικαταστήσουν τις παλιές και «αποξενωμένες». Μια Αριστερά που θέλει να κάνει αυτό που θέλει, και όχι απλώς «ό, τι μπορεί», οφείλει νομίζω να είναι σχολαστική με κάτι τέτοια.
Οφείλει, με άλλα λόγια, να αποσαφηνίζει ότι η δυσπιστία προς την αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν αντιμετωπίζεται (και σίγουρα δεν αντιμετωπίζεται κυρίως) με την προσωποποίηση της πολιτικής διά των ηγετικών μορφών. Αντίθετα, περνά από την επίλυση μιας κρίσης εκπροσώπησης που, στα χρόνια των μνημονίων, παίρνει τη μορφή ανοιχτής κρίσης της αστικής δημοκρατίας.
Στην Αριστερά, και ειδικά στην Αριστερά της εποχής μας, κατά τη γνώμη μου δεν αντιστοιχεί η αναπόληση της εποχής των χαρισματικών ηγετών. Όχι μόνο γιατί οι προαναφερθέντες «εθνάρχες» έχουν ούτως ή άλλως υποστεί πολύ φότοσοπ εξιδανίκευσης. Αλλά κυρίως γιατί η Αριστερά δεν αρκείται απλώς στην πολιτική αλλαγή: ενδιαφέρεται να αλλάξει την κοινωνία, και είναι από σήμερα υποψιασμένη για τη δυσκολία του εγχειρήματος και τις αντιστάσεις που θα πρέπει να καμφθούν γι’ αυτό. Αυτό εννοούμε όταν διακρίνουμε κυβέρνηση και εξουσία. Κι αυτή είναι η απάντησή μας σε όσους μας κατηγορούν για «λαϊκισμό», δηλαδή για δημαγωγούς. Ο «λαϊκισμός» που έχουν στο μυαλό τους επιδιώκει ακριβώς ό,τι αυτοί: την αντικατάσταση, απλώς, αυτών που κυβερνούν ερήμην και εναντίον της κοινωνίας.
Η πολιτική αλλαγή για την οποία ενδιαφέρεται η Αριστερά, αντίθετα, είναι προοίμιο μιας άλλης κοινωνικής εξουσίας. Είναι για τους λόγους αυτούς που αδυνατεί κανείς να σκεφτεί ηγέτες σαν τον Φλωράκη ξεχωριστά από το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, όπως και τον «εθνάρχη» χωρίς το Πολυτεχνείο ή τον Παπανδρέου ξεχωριστά από τον μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό που επέτρεψε την «Αλλαγή».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων