Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

ήσυχες μέρες στη χώρα των κλισέ...

a/man/called...
25902384
Όταν βραδιάσει ανάβω τα ρεσώ, ανοίγω μια μπίρα και χαζεύω τους σκουπιδοντενεκέδες κάτω απ΄το μπαλκόνι μου. Δεν γνωρίζουν μέρες δόξας τελευταία. Πάω να χαρώ με τη σκέψη ότι κανείς δεν έχει ανάγκη να σκαλίσει πια για να βρει τα πεταμένα μας, ότι όλοι κουτσοβολεύονται με τα δικά τους απομεινάρια. Μετά σκέφτομαι ότι συνήθως είναι άδειοι. Κανείς δεν ψάχνει ανύπαρκτα σκουπίδια από χόμπι. Υποθέτω.
Την τηλεόραση την έκοψα, σχεδόν μαχαίρι. Πλαφόν μια ώρα την ημέρα. Μέσα σε είκοσι χρόνια έφτασα απ’ τις 27 στις 44 ίντσες για να κατορθώσω να δω καθαρά ότι δεν θέλω να βλέπω άλλο. Κοστίζει ακριβά η αναποφασιστικότητά μου αυτή. Κάπου 0,85 ίντσες το χρόνο και μια ατέλειωτη στρατιά λυσσασμένων TV preachers. Ένα μήνα πριν, υπνωτισμένος από την ποίηση των υγρών κρυστάλλων, έβαλα στο DVD ένα έπος της Jenna Jameson. Epic fail. Κατατρόμαξα, χλώμιασα, μου κόπηκε η ανάσα, ντράπηκα. Ούτε στο πρώτο Evil Dead τόσο. Επί δέκα μέρες έκανα μπάνιο κοιτάζοντας το ταβάνι, από απελπισία.
Προχτές άκουσα το κουδούνι της εξώπορτας, μια, δυο, τρεις. Άνοιξα και δεν ήταν κανείς. Έκλεινα την πόρτα όταν άκουσα τη φωνή απ’ το πάτωμα, μισή καθισμένη στο πατάκι της εισόδου, μισή στα φρεσκοκαθαρισμένα μάρμαρα. Ακαθόριστη ηλικία, μωρό στην αγκαλιά. Της είπα να καθήσει στο πατάκι και να περιμένει. Ίσως ρίγησε από την αναπάντεχη καλοσύνη μου, που νοιάστηκα να μη κρυώσει. Δεν ήθελα όμως να λερωθούν τα μάρμαρα, το μωρό μασουλούσε ένα μπισκότο και σάλια με ψίχουλα τρέχαν απ’ το στόμα του. Της έδωσα λίγα κέρματα και ένα σαλάμι που έληγε σε δέκα μέρες, με ρώτησε αν έχω παπούτσια. «Τι νούμερο;» τη ρώτησα, «ο,τι να ‘ναι» απάντησε. Πήγα κι έφερα ένα ζευγάρι οκτάποντα της γυναίκας μου, με ντεμοντέ τακούνι. Είπε «αθλητικά δεν έχεις;». Ο κόσμος αποθρασύνεται, καμιά ευγνωμοσύνη για την καλοσύνη των άλλων. Αφού δεν θέλουμε να τους βλέπουμε ότι υπάρχουν εκεί έξω, αφού οι εικόνες τους είναι απαγορευμένες, ας βάλουμε ένα χεράκι στο styling μπας και περισώσουμε κάτι απ’ την δωρική ομορφιά αυτής της σακατεμένης χώρας.
Πρώτη φορά χτες ρώτησα την αρμένισσα γαλατού αν έχει φτηνές μπίρες. Όταν με ρώτησε, ίσως απορημένη, «πόσο φτηνές;», της είπα «πέντε στο ευρώ». Ήμουν από τους τελευταίους στη γειτονιά που δεν είχε δική του σελίδα στο τεφτέρι της. Σίγουρα θα σκέφτεται πως ίσως θα ‘πρεπε να ‘χει πάρει μεγαλύτερο. Το βλέπω, το βλέπεις, υπάρχει πρόβλημα στην επιχειρηματικότητα, καμιά πρόβλεψη για αλλαγή καταναλωτικής συμπεριφοράς, καμιά πρόνοια για επιμόρφωση στο crisis management. Μόνο γκρίνια, μιζέρια και αντίδραση. Πόσο κοστίζει ένα μεγαλύτερο τεφτέρι δηλαδή;
Ξεφύλλιζα τα λόγια της πλώρης μισοκοιμισμένος όταν ένιωσα να μου γλείφει την ψυχή κάτι γνώριμο από παλιά, κάτι που ξεφύτρωνε μέσα από την τηλεόραση, σαν στο Poltergeist. Έβαλα γυαλιά, είδα τη φάτσα του Clive Owen να με κοιτά αξύριστη, βρώμικη, κυνηγημένη. Πέταξα τον Καρκαβίτσα χάμω, μετά από μήνες πολλούς ξανασκάλισα σαν παλαβός τα βινύλια, ούτε σταυροφόρος που έψαχνε για το Χόλι Γκράαλ θα φερόταν τόσο αλλόκοτα. Σε τρία λεπτά το βρήκα. «Σε παρακαλώ, μη ρωτάς τίποτε αλλά βάλε την ταινία στο mute, για λίγο μόνο». Τα ξέρει τα χούγια μου, τις αδυναμίες μου, τις πληγές μου, με συμπονάει όταν νιώθει πως η στέρηση με βάζει κάτω και με χτυπάει στα μούτρα και στα σπλάχνα αλύπητα. Την έκλεισε.
Βρήκα το πανί, βρήκα το αντιστατικό, οδήγησα το βραχίονα στο στόχο, η Shure με τσίμπησε. Μπήκε μέσα μου, γλάρωσα, χαλάρωσα, τζάνκι, ναι. Όχι in the court. Ιn the heart. Straight into.
Άνοιξα κι άλλο τον ήχο.
Η γειτονιά θα με ευγνωμονεί μια μέρα για τα σάουντρακ που της χαρίζω απλόχερα λίγο πριν τα μεσάνυχτα..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων