Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Iris, la fleur de Bruxelles...

3 Ευχες και Καταϊδρωμενες...
Η Ίριδα είναι η γηραιότερη άστεγη του μετρό των Βρυξελλών. Κάθε Μάη βγάζει τα χειμωνιάτικα και φορά ένα πουκάμισο με λουλούδια. Αυτό είναι το δικό της καλωσόρισμα στην άνοιξη, ανήμερα στη γιορτή της, όταν η πόλη γεμίζει με ίριδες, το επίσημο σύμβολό της: «Ίρις, το άνθος των Βρυξελλών».
Τα πρωινά διαβάζει τα free press του μετρό και πίνει καφέ στο κυπελάκι. Την καθημερινή της τουαλέτα την κάνει στις εγκαταστάσεις του μετρό, που φτιάχτηκαν για τους υπαλλήλους που πουλάνε εισιτήρια και ανανεώνουν τις συνδρομές των τρένων. Τα Σάββατα βάζει μπουγάδα στους νιπτήρες.
5-petritsi
Παλιά δούλευε στην καντίνα ενός νυχτερινού σχολείου. Οι μαθητές ήταν «εργάτες, κομμώτριες και παραγνωρισμένοι φιλόσοφοι». Παρόλο που ήταν ασφαλισμένη, όταν χρειάστηκε να εγχειριστεί στο στομάχι, το νοσοκομείο αναγκάστηκε να το πληρώσει εξ ολοκλήρου η ίδια. Λίγους μήνες αφότου αρρώστησε για δεύτερη φορά, το αφεντικό της την απέλυσε χωρίς αποζημίωση.
Η έξωση από το διαμέρισμά της δεν άργησε να έρθει και η Ίριδα βρέθηκε άξαφνα στο δρόμο. Συγγενείς δεν έχει πια. Οι φίλοι έκαναν πως δεν βλέπουν.
«Όχι πως είχαν και δεν μου έδιναν. Πλούσιος κανείς δεν ήταν. Όμως ο καθένας έχει να αναμετρηθεί με τα δικά του Τάρταρα. Δεν χρειάζεται και τα δικά μου».
Είναι καλότροπη και γαλήνια. Κανένας πανικός στο πρόσωπό της. Καμία εμπάθεια. Παρόλο που έχει ένα και μοναδικό δόντι σκεπασμένο από μαλακά κίτρινα ούλα, δεν ντρέπεται να χαμογελάσει. Το πρόσωπό της φωτίζεται από τη λάμψη του ελεύθερου ανθρώπου, εκείνου που νιώθει πιο δυνατός από τις περιστάσεις και αγαπά τη ζωή. Του αποφασισμένου.
Στην αρχή έμενε σε πάρκα και πλατείες. Χειμώνα-καλοκαίρι στα παγκάκια και στα κατώφλια των μαγαζιών, που όταν έκλειναν εκείνη φώλιαζε κάτω από τις τέντες.
«Τις νύχτες μεθούσαν και μαχαιρώνονταν με σπασμένα μπουκάλια και σουγιάδες. Άκουγαν δυνατά μουσική, έκλεβαν, γέμιζε ο τόπος αστυνόμους. Ούρλιαζαν και βλαστημούσαν, με κατουράγανε, μου έριχναν κλωτσιές και γέλαγαν. Όλο το βόρειο κομμάτι της πόλης γύρισα. Εκεί έχει πολλούς στο δρόμο. Γυναίκες και άντρες ψωνιζόντουσαν πάνω απ’ το κεφάλι μου, κοιμόμουν πάνω στις σύριγγες και στις καπότες. Οι νταβατζήδες έμοιαζαν με τέρατα. Φοβόμουν μέχρι και να τους κοιτάξω. Οι γυναίκες ήταν άσχημες, ταλαιπωρημένες. Έβλεπα τα αυτοκίνητα που σταματούσαν και τις έφτυναν κι έκλαιγα για λογαριασμό τους».
Θυμάται τα παιδικά της χρόνια στην Αρλόν. Την οικογένειά της. Ο πατέρας της ήταν φούρναρης. Κάθε μέρα έτρωγαν μπισκότα, κουλούρια και ζυμωτό ψωμί. Η μητέρα της την έμαθε να ράβει και να πλέκει.
«Η πιο αστεία ήταν η πρώτη μου δουλειά, στο καφενείο του σταθμού υπεραστικών λεωφορείων. Περνούσαν οι κυρίες μπροστά από το τραπεζάκι μου για να πάνε τουαλέτα, μου άφηναν τα ψιλά και τους έδινα δύο κομμάτια χαρτί. Μετρημένα. Αν κάποια χρειαζόταν περισσότερο έπρεπε να πληρώσει έξτρα. Οι κύριοι ήταν πιο βολικοί, όμως μόλις έβγαιναν κοιτούσα τα χέρια τους και σιχαινόμουν λίγο. Όλα τα ανέχομαι, τη βρωμιά όμως δεν την αντέχω».
Όταν αναπολεί, το πρόσωπό της γίνεται παιδικό. Γεμίζει από μια υπέροχη, αγνή νοσταλγία. Είναι όμορφη με τον ιδιαίτερο εκείνο τρόπο που ομορφαίνει τους ανθρώπους που παρότι ταλαιπωρούνται δεν νιώθουν μίσος ή κακία. Τους εκτεθειμένους καλοπροαίρετους.
«Είμαι καλά εδώ, δεν παραπονιέμαι. Τώρα με την κρίση ο κόσμος δεν είναι σπάταλος, όμως κάτι γίνεται. Την περνάω. Όταν έρχονται οι φύλακες κάνω πως φεύγω και μετά ξανάρχομαι. Με γνωρίζουν πια, δεν με κυνηγάνε στ’ αλήθεια».
Στην ερώτηση τι χρειάζεται, εκείνη απαντά: «Τσιγάρα». Πιο πολύ και από το φαγητό, η Ίριδα αγαπά το κάπνισμα. Μιλά σεμνά και προσεκτικά. Δεν έχει σχεδόν τίποτα, κι όμως δείχνει να τα έχει όλα.
Κάθε πρωί οι γνωστοί της σκύβουν μπροστά της και την χαιρετούν. Λέει μια καλημέρα και χαμογελά με το μοναδικό της δόντι και τα κίτρινα ούλα της. Με την αγέρωχη ομορφιά της. Η Ίριδα δεν λέει ευχαριστώ σε όσους την κερνούν τσιγάρα ή κάνα ψιλό.
«Que Dieu me protège!» λέει μόνο, και η φράση της έχει διττή σημασία. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ζητά να την προστατέψει κάποιος Θεός ή αν τον ευχαριστεί για την άφθονη φροντίδα που της προσφέρει ήδη. Κανείς δεν θέλει να ρωτήσει — ούτε τολμά. Εξάλλου δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία.
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της ΑΥΓΗΣ της 19ης Μαΐου 2013)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων