Τρία χρόνια, λοιπόν, από το διάγγελμα Παπανδρέου στο Καστελόριζο, που εγκαινίασε τους «μνημονιακούς» καιρούς. Διάστημα ημερολογιακά βραχύ και ωστόσο καταλυτικά βαρύ στις επιπτώσεις του.
Ξέρουμε πια ότι όλα σχεδόν τα στρώματα της ατομικής και συλλογικής ζωής κλονίστηκαν, γνώρισαν ανατροπές, αναστατώσεις, πιέσεις. Άλλαξε η σύσταση του βιωμένου μας κόσμου, το πώς εισπράττουμε το παρόν και το πώς ανιχνεύουμε το μέλλον.
Σήμερα ωστόσο η κατάσταση έχει γίνει περισσότερο περίπλοκη από όσο πριν ένα ή δύο χρόνια. Φαινομενικά, τα συμπτώματα παραμένουν ίδια: μια κυβερνώσα πολιτική ελίτ που κάνει ό,τι μπορεί για να διασωθεί, μια «στρατηγική» που διαχειρίζεται μονότονα τους δημοσιονομικούς εξαναγκασμούς, μια κοινωνία κατακερματισμένων φόβων και τεχνασμάτων επιβίωσης σε χαμηλότερες κλίμακες. Δύσθυμο παρόν και συνάμα αόρατο μέλλον.
Τι διαφέρει στο σκηνικό; Πολλοί λένε ότι η συλλογική δράση κατακάθισε, οι αντιστάσεις κάμφθηκαν, οι αντιδράσεις του κόσμου δεν είναι στο ύψος των περιστάσεων. Ίσως όμως να συμβαίνει κάτι άλλο: ο κόσμος που υποφέρει ή δυσκολεύεται στη ζωή του δεν ικανοποιείται πια με το μήνυμα που του αναγγέλλει «πόσο κακό είναι αυτό που συμβαίνει και αυτό που έρχεται». Παρά τη διάχυτη φθορά των ελπίδων, οι άνθρωποι δεν θέλουν να ζουν μόνο με τις αρνήσεις τους. Η διαρκής επισήμανση των καταστροφών και των ματαιώσεων δεν κινητοποιεί τους παραλήπτες της. Διότι οι παραλήπτες το έχουν εμπεδώσει το μήνυμα, το γνωρίζουν κατάσαρκα: δεν χρειάζονται τη συνεχή επικύρωση των κακών μαντάτων, αλλά διεξόδους και σημεία προσανατολισμού που να εμπνέουν εμπιστοσύνη. Δεν τους συγκινεί η περιφορά των δεινών τους, αλλά ενδεχομένως να τους κέρδιζε το ενδιαφέρον μια περισσότερο δημιουργική γλώσσα.
Καταλαβαίνουν ότι η κυβερνητική ρητορική είναι παραπειστική και διάσπαρτη με ευφημισμούς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρκεί το «ξεσκέπασμα των απατηλών υποσχέσεων» για να σκορπίσουν τα νέφη δυσπιστίας που χωρίζουν σημαντικά κομμάτια του λαού από την Αριστερά.
Τρία χρόνια μετά και η γενική αντιμνημονιακή διάθεση έχει ένα τεράστιο ακροατήριο στη βάση του τραύματος και της δυσφορίας. Αλλά αυτό το ακροατήριο είναι, σε μεγάλο βαθμό, η αποσαθρωμένη βάση του παραδοσιακού συστήματος εξουσίας. Η κρίση, φυσικά, δεν εξαφανίζει τις ιδεολογίες και τις κουλτούρες του παρελθόντος: τα εθνικιστικά και νεοφιλελεύθερα μίγματα πεποιθήσεων ζουν και βασιλεύουν. Και γίνονται πιο βίαια καθώς συναντούν ένα πολύ πιο αδιάλλακτο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο.
Άλλωστε η γενική αντι-μνημονιακή διάθεση μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχει με τη χαιρεκακία για την απόλυση του διπλανού, την επιδοκιμασία του ολιγάρχη - «επενδυτή» ή την ελαφρά τη καρδία επίκληση μιας δικτατορίας που θα φέρει... τάξη στην κοινωνία και ρευστό στην αγορά.
Σε αυτή τη δεύτερη φάση, αντίπαλος δεν είναι μόνο η μνημονιακή τύφλωση, αλλά και η εγχώρια εκδοχή ενός αντιδιαφωτισμού που κολυμπάει στην εθνικιστική συνωμοσιολογία και στη λυτρωτική δημαγωγία.
Δεν είναι μικρό ζήτημα το ότι σε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας η αποδοκιμασία της αυταρχικής λιτότητας μετατρέπεται σε αλλεργική απόρριψη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Κι ίσως το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο ενοχλητικό σήμερα, καθώς η ένταση της κρίσης τρέφει τη νοσταλγία για τη χαμένη «τάξη και ασφάλεια» άλλων εποχών. Ακόμα και της χούντας.