Πριν από 120 χρόνια, σε μια Αθήνα των εκατό, άντε εκατόν πενήντα χιλιάδων κατοίκων μαζί με τον Πειραιά, η συγκέντρωση για την Εργατική Πρωτομαγιά μάζευε δυο χιλιάδες (έξι την επόμενη χρονιά), ποσοστό σημαντικότερο απ' αυτό που αντιστοιχεί στις σημερινές συγκεντρώσεις παρ' ότι τα αιτήματα παραμένουν ίδια: κυριακάτικη αργία, οκτάωρη απασχόληση, συντάξεις.
Η ομοιότητα που συμβολικά πιστοποιεί την επιστροφή στις συνθήκες 19ου αιώνα που ανέφερε χθες ο Σάββας Ρομπόλης, ταυτόχρονα με την αντιστρόφως ανάλογη πυκνότητα των συγκεντρώσεων, γεννά προβληματισμό προς πολλές κατευθύνσεις. Πόσο μάλλον που το φαινόμενο δεν είναι αμιγώς ελληνικό, αν και η Ελλάδα -ως... πρωτοπόρος- καταγράφει πλέον τέτοια έκρηξη ανεργίας και μείωσης εισοδημάτων που ο όρος "ανθρωπιστική κρίση" να ακούγεται όλο και συχνότερα, και διεθνώς.
Το γεγονός ότι το τεράστιο "απόθεμα ανέργων" δεν πρόκειται να απορροφηθεί όσες "επανεκκινήσεις της οικονομίας" και αν εξαγγελθούν -με φιέστες και κορδέλες-, ειδικά σε μια περίοδο τεχνολογικής επανάστασης που συμβάλλει στην αύξηση του παραγόμενου πλούτου μειώνοντας τις ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό, επαναφέρει στο προσκήνιο ολόκληρο το αρχικό αίτημα: "8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες ύπνο" ήταν το κεντρικό σύνθημα. Το τραγούδι, μάλιστα, έδινε με περισσή σαφήνεια το νόημα: "Όχι πια να μοχθούμε απ' τα χαράματα / Ίσα ίσα για να ζούμε, / Να μην έχουμε ποτέ μια ώρα για να σκεφτούμε".
Η αποδόμηση του ελεύθερου χρόνου, αυτού που δίνει τη δυνατότητα "να σκεφτούμε" (να ασχοληθούμε με τη φιλοσοφία και την πολιτική, κατά πώς έλεγε ο Αριστοτέλης παραδίδοντας τη σκυτάλη στον Μαρξ, που έθετε ως κεντρικό πρόταγμα τη ζωή, την αυτοπραγμάτωση για να μεταμορφώνουμε τον κόσμο) είχε μπει στην καπιταλιστική ημερήσια διάταξη πριν την κρίση που πάτησε πάνω της για να οδηγήσει στην αντίστροφη μεταμόρφωση.
Η απουσία ελεύθερου χρόνου, και των κοινωνικών δομών που προάγουν την ψυχαγωγία, το κυνήγι του ατομικού κέρδους για την ικανοποίηση ενός, συν τοις άλλοις περιβαλλοντοκτόνου καταναλωτισμού, διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στη γενικευμένη αποχαύνωση. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να συναντιούνται, δεν προλάβαιναν να συζητούν, να ανταλλάσσουν προβληματισμούς και γνώσεις, να οργανώνουν εν τέλει τις ιδέες. Η βιομηχανία της διασκέδασης και του αντίστοιχου πολιτισμού, που ανέλαβαν εργολαβικά να μεταδώσουν τα συστημικά ΜΜΕ -δεν είναι καθόλου τυχαίος ο όγκος επενδύσεων, παγκοσμίως, επάνω τους- ανέλαβε ορμητικά να μπαζώσει το κενό φροντίζοντας να τροφοδοτήσει μια ιδεολογία ατομισμού που πηγαίνει χέρι - χέρι με την καλλιέργεια ενός νοσηρού φόβου για τον πλησίον, τον Άλλον, ενώ καλλιεργεί την άγνοια σχετικά με βασικούς μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Εύλογο, επομένως, με το ξέσπασμα της κρίσης ο στερούμενος ταξικής συνείδησης εργαζόμενος να παραπατά σαν παραζαλισμένο από τις ντόπες κοτόπουλο που βλέπει στα διπλανά του κοτόπουλα τον εχθρό που του κλέβει τον κρίσιμο χώρο και την τροφή.
Σε μια περίοδο πανευρωπαϊκής έξαρσης της ανεργίας, με την Ελλάδα να σπάει κάθε ρεκόρ, την Ισπανία να ακολουθεί και πίσω τους να έρχονται ακόμα και οι κεντροευρωπαϊκές χώρες -έστω και αν κρύβονται πίσω από τεχνάσματα ανάλογα της ελληνικής τροπολογίας των 427 και 490 ευρώ- φαντάζει εξωπραγματικό να προτάσσει κανείς τον ελεύθερο χρόνο και την ανάπαυση, τα άλλα δυο οχτάωρα. Και όμως. Πέραν του ότι αποτελούν τον ουσιαστικό τελικό στόχο, είναι το κρίσιμο εργαλείο για την αφύπνιση της εργατικής τάξης, αυτής στην οποία -κατά τον Tony Benn- "τελικά ανήκει όποιος χρειάζεται να εργαστεί για να ζήσει".