Οι ανάγκες σήμερα μετακινούν τον κόσμο της διαμαρτυρίας. Οι πολιτικές των μνημονιακών δυνάμεων τα τελευταία χρόνια ποντάρουν ακριβώς στην πολλαπλότητα των προβλημάτων που προκαλούν τα απειράριθμα σε κάθε τομέα της καθημερινότητας μέτρα τους. Να ξεκινήσουμε από τους μισθούς και το μεροκάματο, που ενώ κανονίζεις με αυτό να περάσεις, τελικά καταλήγεις εκτός προϋπολογισμού και χρεωμένος. Τρέχεις «με την ελπίδα», καλύπτοντας βασικά έξοδα για τροφή, για στέγη, για ρεύμα, για θέρμανση, για ενημέρωση, έξοδα μεταφορικά - και ό,τι μένει να ξοδευτεί προορίζεται για την κοινωνικοποίηση, την ψυχαγωγία (τρόπος του λέγειν) ή για χρέη που έχεις από την ακρίβεια της ζωής και όχι από την ακριβή ζωή που ισχυρίζονται ότι διάγουμε.
Αλλαγές που μετατοπίζουν το πρόβλημα, που εξοντώνουν τον πολίτη: ξεκινάς, λόγου χάρη, να πας στον γιατρό και -έκτακτα- το νοσοκομείο έχει κλείσει, διότι συγχωνεύτηκε με κάποιο άλλο ή το φάρμακο και η θεραπεία έχει βγει από τη λίστα και σε πετάει αυτόματα έξω από το φαρμακείο. Δεν προλαβαίνεις να κάνεις ένα σχέδιο και ακυρώνεται από τη βίαιη παρέμβαση της κυβέρνησης. Έχει μαζέψει τόση δύναμη αυτή η κυβέρνηση που πλέον η κοινωνία δεν μπορεί να διακρίνει καν τη διέξοδο ή τη δυνατότητα συλλογικής αντιπαράθεσης. Ο κόσμος αναρωτιέται για το αποτέλεσμα των διαμαρτυριών, τις διαδηλώσεις των εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που ενώ δεν μπορούν να αμφισβητηθούν ως όγκος και συνιστούν συμβάντα που ταράζουν συνειδήσεις και κυβερνήσεις, δεν ταράζουν την κοινοβουλευτική αριθμητική.
Φτάσαμε να κάνουμε λόγο για «κοιλιά των κινημάτων», αποτυχημένες διαμαρτυρίες, άμαζες απεργίες. Λόγια μιας εικόνας που δεν μπορεί να ανιχνεύσει αυτά που διενεργούνται στο φόντο, αλλά δεν καταγράφονται στην κεντρική πολιτική σκηνή: νέες κοινότητες εργασίας μεταξύ ανθρώπων που έχουν ως στρατηγική τη ζωτική δραστηριότητα, την αναπαραγωγή τους και όχι τη συσσώρευση πλούτου, προσανατολισμός των νέων νοικοκυριών στη λιτή αφθονία και τις σχέσεις παραγωγής με γνώμονα τις δίκαιες τιμές και την ποιότητα των υπηρεσιών. Και ακόμη: ανταλλαγές προϊόντων και υπηρεσιών, άμεσες σχέσεις μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, επαναφορά του δώρου ως αξίας και γνώμονα στον πολιτισμό των ανθρώπινων σχέσεων. Πρόκειται στην ουσία για τη δεξίωση μιας νέας πίστης, η οποία δημιουργείται από την ανάγκη να ξεπεραστούν τα προβλήματα που προέκυψαν από την εμμονική προσήλωση στο κέρδος.
Η «αναβαθμισμένη» λαϊκή γκρίνια που πλέον επιτάσσει την κυβερνητική λύση της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ συγκεκριμένα, στα πηγαδάκια, στα καφενεία της γειτονιάς, στα χρεωμένα μικροκαταστήματα των καταθλιπτικών μικροεμποράκων, στα διαλυμένα νοσοκομεία, στη ΔΕΗ, στην εφορία. Αυτή η κουβέντα είναι σιωπηλή, αλλά διαμορφώνει τη λαϊκή πολιτική συμπεριφορά. Ακούγονται πλέον νέα επιχειρήματα, εγκαινιάζεται μια νέα ματιά στους χώρους και η «γκρίνια» γίνεται πιεστική προς τους φιλοκυβερνητικούς - αλλά και προς τους «συριζαίους». Το κλίμα είναι εκ πρώτης όψεως ήσυχο, αλλά οι διεργασίες είναι ηχηρές, εκούσιες και ακούσιες, παλιές και καινούργιες. Η συνθήκη που διαμορφώνεται σταδιακά δεν υποτάσσεται στη σύνταξη της τάξης ούτε έχει το κύρος κάποιου Ινστιτούτου και ίσως μοιάζει με ανιστόρητη αφήγηση, αλλά έχει κάτι που είναι περισσότερο απαραίτητο από κάθε στρατευμένη διαδικασία: την επιθυμία να ξεπεράσει τα δεδομένα, να εμπλακεί σε κάτι που θυμίζει ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους υπαίτιους αυτής της κατάστασης. Μπορεί να έχει τη στρεβλότητα της ανάθεσης, αλλά τολμάει να αμφισβητήσει και θέλει να συνταχτεί με τις μεγάλες αλλαγές που θα προκαλέσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, έστω και στα τυχοδιωκτικά σενάρια των συζητήσεών τους.
Οι θέσεις που ακούγονται και υπερτερούν είναι αυτές που αρθρώνονται από ανθρώπους που αναζητούν τις απαντήσεις σε κάποιο κείμενο, σε κάποια συνέντευξη ή σε ένα πάνελ και τις αναπαράγουν καμαρώνοντας που αποστόμωσαν τους φιλοκυβερνητικούς ή άλλοτε τις επινοούν και οι απαντήσεις τους είναι δυνατές πλέον, γιατί κυβέρνηση θα είναι η Αριστερά. Τα ακροατήρια είναι υποψιασμένα, αλλά και ξεγελασμένα, είναι απογοητευμένα και δεν ανέχονται πλέον τη δημαγωγία των φιλοκυβερνητικών. Τα ακροατήρια είναι έτοιμα να εκραγούν. Τον τελευταίο χρόνο άλλαξαν και οι συσχετισμοί στις κουβέντες των παρεών και στα πολιτικά πηγαδάκια. Τώρα ο ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ που μιλάει για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι δακτυλοδεικτούμενος στο καφενείο, ούτε η απαίτηση να ήταν χρόνια με τη «σωστή άποψη» τον καταστέλλει αντιθέτως έχει να λέει ότι έσφαλε, ξεγελάστηκε και τώρα η ανάγκη τον άλλαξε.
Ζούμε μια λάγνα σιωπή που έρχεται από τα βάθη των πνευμόνων μας, από τις ζορισμένες αρτηρίες της καρδιάς μας, από την οσφυοκαμψία των κοκάλων μας, από το ζορισμένο βλέμμα που δεν έχει καθαρό ορίζοντα, από τον σχηματισμό της νέας εμπιστοσύνης μεταξύ των διαμαρτυριών. Λάγνα γιατί επανασυστήνονται και διαμορφώνονται δυνατότητες για κάτι άλλο - το οποίο έλκει ως δυνατό, νέο, άγνωστο, αλλά και ως ελπίδα. Αυτή η λάγνα σιωπή γίνεται κάθε μέρα ο φόβος των κυβερνώντων και των γραφειοκρατών που θέλουν να ελέγχουν τις αντιδράσεις του κόσμου για να προχωράνε τα σχέδια τους, οι πολιτικές τους. Αυτή η σιωπή δεν πρέπει να μας απογοητεύει, αλλά πρέπει να μας έχει σε εγρήγορση με καθημερινή παρέμβαση και συζήτηση, με τις πράξεις μας και τα λόγια μας να δίνουν το ίδιο νόημα, την ίδια προοπτική: να πέσει η κυβέρνηση, να κυβερνήσει η ριζοσπαστική Αριστερά.