Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Η κιβωτός της άλλης αφήγησης...


του Θωμα Τσαλαπατη...

“Η Ελλάδα πεθαίνει, τουλάχιστον ας πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο.”
Ο Θανάσης Βέγγος στο Βλέμμα του Οδυσσέα

Στις 24 του Γε­νά­ρη, συ­μπλη­ρώ­νο­νται δύο χρό­νια α­πό το
θά­να­το του Θό­δω­ρου Αγγε­λό­που­λου. Το έρ­γο του μέ­νει στα­θε­ρό
μέ­σα στο χρό­νο, κου­βα­λώ­ντας κρί­σεις, βρα­βεία, α­ντιρ­ρή­σεις α­πό
το 1970 της Ανα­πα­ρά­στα­σης, μέ­χρι και το σή­με­ρα της
α­πο­τί­μη­σης. Ενώ, ό­μως, η η­με­ρο­μη­νία του Γε­νά­ρη το­πο­θε­τεί
με τον πιο α­πό­λυ­το τρό­πο το τέ­λος στην ε­ξέ­λι­ξη ε­νός έρ­γου που
διήρ­κε­σε 13 ται­νίες, αυ­τό που συ­νε­χί­ζει α­μείω­το εί­ναι η
με­τάλ­λα­ξη του έρ­γου αυ­τού μέ­σα στο χρό­νο, οι νέες ση­μα­σίες και
τα φορ­τία που κου­βα­λά για ε­μάς στο πα­ρόν, το άλ­λο βλέμ­μα που
έρ­χε­ται να δια­μορ­φώ­σει το βλέμ­μα μας.


Από τις 23 έως τις 29 Γε­νά­ρη, η Ται­νιο­θή­κη ορ­γα­νώ­νει έ­να α­φιέ­ρω­μα στο έρ­γο του
έλ­λη­να δη­μιουρ­γού, προ­βάλ­λο­ντας το σύ­νο­λο των ται­νιών του
μα­ζί με α­νοι­χτές συ­ζη­τή­σεις, πα­ρου­σιά­σεις και ερ­μη­νείες.
Εί­ναι προ­φα­νές ή­δη α­πό τον τίτ­λο της εκ­δή­λω­σης («Ο Θό­δω­ρος
Αγγε­λό­που­λος με τα μά­τια των νέων») πως δεν βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά
σε άλ­λον έ­να φό­ρο τι­μής στο έρ­γο του Αγγε­λό­που­λου, σε άλ­λη μια
σι­νε­φίλ ρε­τρο­σπε­κτί­βα, αλ­λά σε μια προ­σπά­θεια ψη­λά­φη­σης
ε­νός νέ­ου α­πο­τυ­πώ­μα­τος.

Η άλ­λη α­φή­γη­ση

Ένα
σύ­ντο­μο κεί­με­νο δεν μπο­ρεί να έ­χει την α­ξίω­ση να δη­μιουρ­γή­σει
μια νέα α­νά­γνω­ση σε έρ­γο τέ­τοιας έ­κτα­σης και τέ­τοιας
ση­μα­σίας. Θα μπο­ρού­σε, ό­μως, να πε­ρι­γρά­ψει κά­ποια ση­μεία στον
ο­ρί­ζο­ντα, προς τα ο­ποία θα μπο­ρού­σε να κα­τευ­θυν­θεί μια νέα
προσ­δο­κία. Άλλω­στε, οι πα­λαιό­τε­ρες κρί­σεις για το έρ­γο του
Αγγε­λό­που­λου, θε­τι­κές ή αρ­νη­τι­κές (σε σχέ­ση με τους ρυθ­μούς,
την ελ­λη­νι­κό­τη­τα, την α­φή­γη­ση της ήτ­τας, την ποιη­τι­κό­τη­τα,
την μπρε­χτι­κή δια­τύ­πω­ση του κι­νη­μα­το­γρά­φου κτλ) έ­χουν
ει­πω­θεί τό­σες φο­ρές, ώ­στε να θυ­μί­ζουν λό­για γε­ρα­σμέ­νων
συγ­γε­νών που α­να­πο­λούν τις πε­ρα­σμέ­νες ε­πο­χές με μια κου­βέρ­τα
στα πό­δια και μια θερ­μο­φό­ρα κά­τω α­πό τη γλώσ­σα.
Το ε­ρώ­τη­μα
που πρέ­πει να δια­τυ­πω­θεί εί­ναι: Μπο­ρεί το έρ­γο του
Αγγε­λό­που­λου να μι­λή­σει για το δι­κό μας πα­ρόν; Για τη στιγ­μή
αυ­τή στο μό­νι­μο ση­μείο μη­δέν που βιώ­νου­με; Μπο­ρεί έ­να έρ­γο που
χαρ­το­γρα­φεί με τη συ­νέ­πεια και την α­κρί­βεια ε­νός προ­σω­πι­κού
ο­ρά­μα­τος τις πε­ρα­σμέ­νες δε­κα­ε­τίες -α­πό τον με­σο­πό­λε­μο
μέ­χρι την ό­χθη της κρί­σης- να έρ­θει σε ε­πα­φή με γε­νιές για τις
ο­ποίες το πρό­σφα­το πα­ρελ­θόν το­πο­θε­τεί­ται στην ι­στο­ρία και
ό­χι στο βίω­μα;
Ο κι­νη­μα­το­γρά­φος του Θό­δω­ρου Αγγε­λό­που­λου
πε­ρι­γρά­φει μια πα­ράλ­λη­λη ι­στο­ρι­κή κα­τα­γρα­φή. Δί­πλα στους
ε­κλο­γι­κούς θριάμ­βους, τις με­τα­πο­λι­τευ­τι­κές με­ταλ­λά­ξεις, τις
υ­πο­σχέ­σεις ι­σχύος, ευ­μά­ρειας και ευ­δαι­μο­νίας, δί­πλα στο
πρό­χει­ρο πλα­στι­κό ό­ρα­μα των πε­ρα­σμέ­νων δε­κα­ε­τιών. Το έρ­γο
του Αγγε­λό­που­λου α­πο­τε­λεί μια κι­βω­τό της άλ­λης α­φή­γη­σης,
έ­ναν άλ­λο χρό­νο, μιας άλ­λης ελ­λά­δας, μια ποιη­τι­κή α­γω­νία που
ει­σέρ­χε­ται στα χρό­νια της κρί­σης ως α­να­στο­χα­σμός.

Για­τί οι συ­γκε­κρι­μέ­νες ται­νίες ε­ξι­στο­ρού­σαν την πλη­γή α­κό­μα
και στους και­ρούς της πιο α­φό­ρη­της αι­σιο­δο­ξίας. Έχο­ντας τις
ρί­ζες τους στα βά­θη του εμ­φύ­λιου χά­σμα­τος, δεν πα­νη­γύ­ρι­σαν
κα­μία Αλλα­γή και κα­μία δι­καίω­ση τη δε­κα­ε­τία του ’80, μας
έ­δει­ξαν μια ύ­παι­θρο ε­ρη­μω­μέ­νη και μια χώ­ρα κού­φια, αν­θρώ­πους
που α­πο­φά­σι­σαν να ε­πι­στρέ­ψουν πί­σω και α­να­γνώ­ρι­σαν την
ε­πι­στρο­φή σαν την πιο βα­θειά ε­ξο­ρία, νέ­ους χα­μέ­νους στο
ε­πι­τα­κτι­κό Ναι της Νεό­τη­τας, α­κί­νη­τες φι­γού­ρες
καρ­φι­τσω­μέ­νες στο χρό­νο, α­γάλ­μα­τα εν­σαρ­κω­μέ­να.
Υπο­δέ­χτη­καν την Ισχυ­ρή Ελλά­δα πα­ρα­δί­δο­ντάς της έ­να
δια­με­λι­σμέ­νο βαλ­κά­νιο σώ­μα στο Βλέμ­μα του Οδυσ­σέ­α,
α­ντι­κα­τέ­στη­σαν τα σπα­σμέ­να σε­φε­ρι­κά α­γάλ­μα­τα με τα
α­πο­κα­θη­λω­μέ­να α­γάλ­μα­τα των κο­μου­νι­στι­κών ο­ρα­μά­των,
υ­πο­δέ­χτη­καν τους με­τα­νά­στες, δί­νο­ντάς τους το πρό­σω­πο ε­νός
παι­διού και τη συ­ντρο­φιά ε­νός ε­τοι­μο­θά­να­του ποιη­τή.
Μα δεν
μι­λού­με για ήτ­τα. Ίσως για τον α­να­γκαίο θρή­νο της ία­σης. Λί­γο
πριν το τέ­λος, ερ­γά­τες ντυ­μέ­νοι στα κί­τρι­να α­νε­βαί­νουν τους
στύ­λους για να στή­σουν μια α­νά­τα­ση. Για­τί, αν κά­τι
πα­ρα­γνω­ρί­στη­κε ως στοι­χείο στις ται­νίες του Αγγε­λό­που­λου,
αυ­τό εί­ναι η θέ­ση που ε­πε­φύ­λα­ξε στους νέ­ους: Στο «Το­πίο στην
ο­μί­χλη», η ο­μί­χλη σπά­ει με­τά α­πό έ­να «μη φο­βά­σαι» και τα
παι­διά τρέ­χουν προς έ­να γα­λά­ζιο δέ­ντρο, ο Οδυσ­σέ­ας ε­πι­στρέ­φει
«με το ό­νο­μα και τα ρού­χα ε­νός άλ­λου», ε­νώ στο φι­νά­λε της
Σκό­νης του χρό­νου -τε­λευ­ταίο πλά­νο της ό­λης φιλ­μι­κής του
ι­στο­ρίας- ο Θό­δω­ρος Αγγε­λό­που­λος μας εμ­φα­νί­ζει τον παπ­πού και
την εγ­γο­νή να τρέ­χουν χέ­ρι χέ­ρι σ’ έ­να χιο­νι­σμέ­νο Βε­ρο­λί­νο.
Η συμ­φι­λίω­ση της συ­νέ­χειας, ο δε­σμός του και­νού­ριου, η
προσ­δο­κία μιας ά­γνω­στης δι­καίω­σης. Ο Θό­δω­ρος Αγγε­λό­που­λος με
τα μά­τια των νέων.

(στην εφημερίδα Εποχή)



(αναλυτικά πρόγραμμα και κείμενα εδώ http://theoangelopoulos.blogspot.gr/)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων