Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Η εξωτερική πολιτική τού επαίτη...

Η ένταξη της Ελλάδας στην Ατλαντική Συμμαχία ακολούθησε τη ροή των πραγμάτων που διαμόρφωσε -σε εσωτερικό επίπεδο- η κατάληξη της εμφύλιας σύγκρουσης και -σε εξωτερικό- οι ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου. Ακόμη νωρίτερα, η περίφημη συμφωνία της Γιάλτας είχε αποφασίσει τα ποσοστά επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων στα Βαλκάνια, καθορίζοντας έτσι και το διεθνή προσανατολισμό της χώρας.

Τα αμερικανικά χρήματα που «έπεσαν» στην Ελλάδα (Δόγμα Τρούμαν, Σχέδιο Μάρσαλ) πέτυχαν να συγκροτήσουν μία πολιτική τάξη άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ουάσιγκτον. Το σύνολο των κυβερνήσεων από τη δεκαετία του '50 (κεντρώες και δεξιές) ευθυγραμμίστηκαν με τους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ στην περιοχή.

Παρατηρώντας τη διαπραγματευτική διαδικασία που προηγήθηκε της εισόδου της Ελλάδας στους κόλπους του ΝΑΤΟ, κυρίαρχα στοιχεία της συμπεριφοράς της εθνικής αντιπροσωπείας θα μπορούσαν να θεωρηθούν ο φόβος, η ανασφάλεια και η αγωνία. Προεξάρχοντος του αρμόδιου υπουργού των Εξωτερικών, Σοφοκλή Βενιζέλου, η ελληνική πλευρά υιοθέτησε ύφος σχεδόν παρακλητικό, προκειμένου να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης το αίτημά της για συμμετοχή στον οργανισμό.
Η στάση αυτή εκπορευόταν από τρεις ως επί το πλείστον παράγοντες: Ο πρώτος σχετιζόταν με τα δεινά οικονομικά της Ελλάδας, που καθιστούσαν ασύμφορες τις αναγκαίες για την άμυνα του κράτους εξοπλιστικές δαπάνες (το μότο της εποχής υποστήριζε ότι «το ΝΑΤΟ θα μας προστατεύσει» ανέξοδα και αβασάνιστα). Ο δεύτερος είχε να κάνει με το μόνιμο έλλειμμα αυτοπεποίθησης έναντι της Δύσης. Η Ελλάδα αποκτούσε χαρακτήρα και υπόσταση στο βαθμό που ήταν μέλος οιασδήποτε δυτικής συμμαχίας. Με έκπληξη, η αμερικανική διπλωματία παρατηρούσε το 1950 ένα αυξανόμενο αίσθημα απογοήτευσης να κατακλύζει την ελληνική πολιτική ηγεσία όσο η χώρα παρέμενε εκτός ΝΑΤΟ και συνιστούσε στις κεφαλές του State Department να προστρέξουν για να μην πληγούν ανεπανόρθωτα οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Η τρίτη παράμετρος αφορούσε την αδυναμία του ντόπιου πολιτικού προσωπικού να ενηλικιωθεί. Η αναζήτηση ισχυρών κηδεμόνων (πάγια πρακτική απ' τα χρόνια της Επανάστασης) λάμβανε επιτακτικότερη μορφή -για λόγους ευνόητους- έπειτα από έναν αδελφοκτόνο πόλεμο που απονομιμοποιούσε στις συνειδήσεις μεγάλης μερίδας κόσμου το νικητή.
Τον Φεβρουάριο του 1952, το Κοινοβούλιο επικύρωσε την επιτευχθείσα συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και το ΝΑΤΟ. Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, καθώς και η συμπαρατασσόμενη ρητορική τής αντιπολίτευσης δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης ότι η ένταξη στον οργανισμό έγινε με τον πλέον μπακαλίστικο τρόπο και για τους πιο ανούσιους λόγους. Η προσχώρηση στην Ατλαντική Συμμαχία σε καμιά περίπτωση δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα συγκροτημένης άποψης, σχεδίου και προσδιορισμού της χώρας στο διεθνές γίγνεσθαι. Γι' αυτό και δεν διεξήχθησαν συζητήσεις, δεν κουβεντιάστηκαν δυνατότητες αποκόμισης ωφελημάτων, αλλά κυρίως δεν εκτιμήθηκαν οι υποχρεώσεις (ιδίως το υπερβολικό κόστος των στρατιωτικών δαπανών) που θα αναλάμβανε η Ελλάδα με την εισδοχή της στο ΝΑΤΟ. Η πολιτική ηγεσία αρκέστηκε στο γεγονός ότι γινόταν αποδεκτή στα σαλόνια της Δύσης και επέμεινε να παρατηρεί το δέντρο, αδιαφορώντας για το δάσος.
(Σ.σ. η ασθένεια είναι κληρονομική...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων