Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Το αντιμνημονιακό Μνημόνιο...

του Δημητρη Σεβαστακη, απο την Αυγη...
Υπάρχει και μια αντιμνημονιακή «μνημονιακότητα». Την εκφράζουν συχνά και με ένταση αυτοί που εργαλειακάσυνοικοδομούν το σύστημα κρίσης, σιχαίνονται όμως την έκπτωση στην οποία τους οδήγησε η κρίση (δεν μπορούν να συγχωρήσουν τον εαυτό τους εκπιπτόμενο) και, επομένως, δεν μπορούν να εκλογικεύσουν μέσα πάλης, πολιτικούς στόχους, μορφές πολιτικής αφήγησης.
Εκδικητές, όχι αντίπαλοι του συστήματος.
Φορτώνουν ένα δυσανάλογο ηθικό βάρος στα κόμματα της κριτικής - ειδικά την εμπράγματη και πραγματοποιήσιμη (;) Αριστερά: «δίνει το παιχνίδι», «νερό στο κρασί της» κ.λπ. Αυτή η απόξεση είναι μέρος της συστημικής εξαλλαγής. Έτσι ενοχοποιούνται τα αυτονόητα. Το ότι η σημερινή συνθήκη δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν να μην έχουν προηγηθεί τρία χρόνια θεσμικού εγκλωβισμού στις μνημονιακές κανονιστικές πρόνοιες. Σαν να ζούμε σε μια ιστορική ασυνέχεια, σαν να πρόκειται για έναν στιγμιαίο πήδο στο κακό - απ' το καλό όπου βρισκόμασταν. Αυτή η λογική οδηγεί στο λευκοπλάστ. Τσακ και βγαίνει από το δέρμα, ξεκολλάει το κακό από το σώμα της χώρας και των πολιτών. Μετά, δεν υπάρχει κακό. Η αντίληψη μοιάζει με τις ανοησίες περί τέλους του Μνημονίου που εκστομίζει η κυβερνητική αφήγηση.
Όποιος λοιπόν δεν πατάει σ' αυτή την ευκολία, δεν διακηρύσσει το «τσακ και τέρμα» είναι δοσμένος, συμβιβασμένος κ.λπ. Εύκολο. Απλουστεύεις το πρόβλημα, το περιγράφεις περίπου ως ένα γερμανικό, μερκελικό κακό, ευδιάκριτο, συγκεκριμένο, συμπαγές. Φουσκώνεις τις προσδοκίες ακαριαίας ανατροπής του, αφού το ευδιάκριτο κακό δεν μπορεί παρά να έχει και ένα εξίσου ευδιάκριτο καλό, οπότε κρεμάς τον άλλον: «γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διακηρύττει αυτό το ακαριαίο κόψιμο του κατακτητικού κεφαλιού»; Γιατί τα στρογγυλεύει; Η ομίχλη μιας ακυρωτικής υποψίας απλώνεται. Να λοιπόν και ο έσω τρόπος καταστροφής του κριτικού λόγου. Περιγράφεις το πρόβλημα με τον τρόπο σου και όποιος αφίσταται αυτής της περιγραφής, όποιος δεν ακολουθεί τους αναλυτικούς όρους που έθεσες, τους πόλους που προσδιορίζουν το πρόβλημα, όποιος δεν ενδύεται τους ρόλους αυτής της περιγραφής είναι δοσμένος.

Η προηγούμενη άποψη, η πολιτική τεχνική, θεμελιώνει την απο-ανάλυση, ενισχύει τον ανορθολογισμό, τους ερμηνευτικούς μανιχαϊσμούς και οδηγεί στην πληρέστατη απελπισία, την παραίτηση. Αποτελεί έτσι ένα κρυφό, διάσπαρτο, υπόκωφο είδος μνημονιακής αντίληψης, φανατικά «αντιμνημονιακής» αλλά και λογικά αθεμελίωτης. Είναι μια διαβρωτική πολιτική παρεκτόπιση που απαντάει με όχι, χτίζοντας ουσιαστικά το ναι.
Αντίληψη που ακυρώνει την Αριστερά ως δύναμη εξορθολογισμού, συγκεκριμένης ανάλυσης συγκεκριμένου προβλήματος και τη μετακινεί στο δεισιδαιμονικό έπος. Η μετάθεση στο ανορθολογικό πεδίο είναι ο πυρήνας εσωτερικής αποδόμησης της Αριστεράς, η δομική υποχώρηση της Αριστεράς. Σε συνέργεια με την περιγραφόμενη φθορά, δηλαδή το βιαστικό «πάλιωμα» της Αριστεράς ή και το υβρεολόγιο (όπως δυστυχώς της κ. Κανέλλη, του κ. Βενιζέλου κ.λπ.) που χαμηλώνει αναγκαστικά τη στάθμη πολιτικού επιχειρήματος, το σύστημα επινοεί την πολιτική παρθενία, ώστε να συναντήσει τη λαϊκή ώση, την ευρεία λαϊκή επιθυμία για το άφθαρτο και καθαρό «άλλο» (π.χ., Ποτάμι). Ο λαός ψάχνει το «άλλο», το σύστημα μπορεί να επινοήσει και μια μορφή «άλλου». Και η Αριστερά παγιδεύεται σ' αυτή τη διπλή ζώνη.
Μια επιδερμική ανορθολογική μνημονιακότητα και από την άλλη το πολιτικό στάιλινγκ σε εναλλαγή με ύβρεις. Και τα δύο κάνουν την ίδια δουλειά: η Αριστερά φαίνεται είτε άδεια, ανόρεχτη, συμβιβαστική, μη επαρκώς αντιμνημονιακή, είτε παλιά, πρόωρα γηρασμένη, χωρίς την «αβάδιστη» στίλβη. Μερικές φορές όμως και η ίδια η Αριστερά εργάζεται προς την ίδια κατεύθυνση αυτοφθοράς της. Όχι κυρίως στη μεγάλη πολιτική εκφώνηση, όσο στον τρόπο που ποιοτικοποιείται και αφομοιώνει (ή όχι) τη μεγέθυνση της ισχύος της. Για παράδειγμα, απέναντι στο οργανωτικό πρόβλημά της, αναπτύσσει μια δαιδαλώδη οργανωσιακότητα, με ολέθριες επιρροές από την εξάντληση των μελών της αλλά και από «κλαδικά» αιτήματα, που μιξάρονται με ποικίλες και άναρχες εύνοιες, «σπρωξίματα», φιλοδοξίες.
Η Αριστερά στο τίποτα της μη οργάνωσης αντιδρά με το χάος της πολυοργάνωσης. Χαμένοι πολιτικοί πόροι. Επιτρέποντας (και θεωρώντας αυτονόητη δημοκρατική αρχή τη διεύρυνση χωρίς κανέναν έλεγχο πολιτικής ποιότητας), επέτρεψε να παρεισφρήσουν και ιδιοτελείς που της τρώγουν τα πολιτικά σωθικά. Δεν μπορεί κανείς να ξοδεύει όλη του τη ζωτικότητα για να εκτονώνει αντιμαχίες, να αμβλύνει φιλοδοξίες, να προσπαθεί για τα στοιχειώδη ξοδεύοντας όλη την πολιτική του περιουσία. Αυτό το φαινόμενο αυτοσπατάλης, συχνότατα, έχει επιπτώσεις και στον λόγο της Αριστεράς και στην πολιτική παραγωγή (αυτό δηλαδή, που επιτελικά προσπαθεί να σχεδιάσει), και στην ατμόσφαιρα, το κλίμα, την επίγευση που αφήνει στους πολίτες που την πιστεύουν. Όσο και αν το σύστημα πράττει, φθείρει και προσπαθεί να εξημερώσει, εάν εσύ είσαι καθηλωμένος ή εξαντλημένος, τότε γίνεσαι υποχείριο όχι του αντιπάλου, αλλά της ανεπάρκειάς σου.
Η προσωπική φιλοδοξία, η συντεχνιακή μικροσκοπική κουλτούρα, η επιπολαιότητα αποτελούν το κεντρικό πεδίο διευκόλυνσης και της φθοροποιού δράσης (στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή του κειμένου) και του έξυπνου γλιστρήματος που προκαλούν οι υβριστές ή οι αγιοποιημένοι συστημικοί. Κυρίως αποτελεί το πεδίο όπου τεκμηριώνεται ο ανορθολογισμός και ο τρύπιος αντιμνημονιακός οίστρος, δηλαδή, η πιο ανθεκτική μορφή Μνημονίου.
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ
dsevastakis@arch.ntua.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων