Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Ασκήσεις μνήμης

 Του Κωστα Κρεμμυδα απο την Εποχη...

Ο Μάης του ’68
Ο Δεκέμβρης του ’44
Πιο πρόσφατος ο Νοέμβρης του ’73
Σήμερα ενδείξεις
μόνο χρονολογικές
Κι οι επίγονοι επιλήσμονες σαν πάντα

Μη βάζετε πια σημάδια σε λέξεις
Σε σπίτια ερειπωμένα
ή σε τραγούδια παλιά
Πάντα θα βρίσκετε το δρόμο σας
Και πάντα θα τον χάνετε
Αναζητώντας κάθε τόσο
καινούργιους θεούς
Κλείτος Κύρου

Να μιλήσω για τον πατέρα μου. Το μόνο εντελώς άσχετο θέμα απέναντι στη βομβαρδισμένη με λογοδιάρροια και θράσος πραγματικότητα. Ένας νεκρός, και μάλιστα γονιός, είναι η μόνη σταθερά στις μέρες μας. Αποκλείεται να σε στηρίξει, αλλά και να σε διαψεύσει. Δεν εμποδίζει την επίκληση –στις δύσκολες ώρες. Εξάλλου ως μορφή είναι περισσότερο χειροπιαστή απ’ ότι οι νεφελώδεις άγιοι που πιστεύουμε, ή οι προεκλογικές φαμφάρες που εμπιστευόμαστε. Επιπροσθέτως ο πατέρας μου δεν είχε καμιά σχέση με το ψυχρό γουρουνοειδές του Βενιζέλου, το νεανικό εξοργισμένα ασυμβίβαστο του Σαμαρά (που είναι τόσο νεανικός, όσο υπήρξε και ασυμβίβαστος), ή το καταγγελτικό πλην κακομοίρικο της Παπαρήγα. Ευθυτενής, λιγομίλητος, καλοντυμένος, με τη γραβάτα και το καπέλο απαραίτητα συστατικά της ύπαρξής του –σχεδόν μαζί τους έσβησε, διακρινόταν για ευγένεια και συστολή. Ορφανεμένος από μικρός δεν έμαθε να εισπράττει (και να μοιράζεται) –συγκρατημένος ακόμα και στα συναισθήματα. Μπορεί να μην υπήρξε εκδηλωτικός, ή υπερβολικά προστατευτικός –άλλωστε από νωρίς βρέθηκε επιφορτισμένος να διαχειρίζεται τη ζωή του, όμως μας μεγάλωσε με απεριόριστη ελευθερία, άρα και δυνατότητα απεριόριστης αμφισβήτησης. Μας συνόδευε η εμπιστοσύνη, η διακριτικότητα και ο σεβασμός του.
Με τον πατέρα σπανίως μιλάγαμε. Ακόμη κι οι ερωτήσεις του δεν περίμεναν απάντηση. Είχαν έκδηλο τον υπαινιγμό, αλλά και την κατανόησή του στο ενδεχόμενο υπεκφυγής μου. (Σχεδόν μεταφυσικά, προσπαθούσε να με απαλλάξει από τα δύσκολα. Φροντίζοντας να περνά απαρατήρητη η συμβολή του). Καταλαβαίναμε κι οι δυο πως δεν είχε τόση σημασία η ταυτότητα θέσεων –αρκετές οι γονιδιακές μας ομοιότητες–, όσο η κατανόηση της διαφορετικότητάς μας. Δε μου ’βγαζε λόγους, δεν έκανε υποδείξεις, δεν ερχόταν καν στο γυμνάσιο για την πρόοδό μου. Τη μοναδική φορά που το επιχείρησε, έλειπα σε κοπάνα. Προφανώς δε θ’ άντεχε νέα δοκιμασία. Χώρια που φοβόταν, παρά τα μουστάκια του, τη μάνα μου, έτσι και καταλάβαινε πως με συγκάλυπτε: –Αν το μάθει η μάνα σου, θα μας σκοτώσει και τους δυο, ήταν η μόνη έμμεση αντίδρασή του. Αρκετή για να μη ξαναχάσω μάθημα.
Μάλλον συντηρητικός, υπερβολικά συγκρατημένος στη διάρκεια της χούντας, δίχως εξάρσεις μεταπολιτευτικά, φρόντιζε τη δουλειά του, έπινε τον βαρύ γλυκό του και διάβαζε πολύ στο κρεβάτι του, κυρίως νομικά, ιστορικά και απομνημονεύματα. Πού και πού έπαιρνε απ’ το γραφείο μου κάποιον Πολίτη ή Αντί. (Δεκαεφτά χρόνια μετά ακόμα βρίσκονται στα ράφια της αυτοσχέδιας βιβλιοθήκης του). Ουδέποτε εξέφρασε άποψη ή απορία για τα πολιτικά μου τρεχάματα. Μαθημένος σε απογοητεύσεις και διαψεύσεις, δικαιολογημένα αγχωμένος με τη δουλειά του –ήθελε κότσια το ελεύθερο επάγγελμα– δε συμμεριζόταν την αισιοδοξία μου. Και δεν είχε άδικο. Πολλοί τον έπρηζαν, και κυρίως οι κακοπληρωτές. Πρωί-απόγευμα στο γραφείο, έβρισκαν το βράδυ να χτυπάνε τα τηλέφωνα στο σπίτι. Ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου η μόνιμη επωδός: «Πες, πως δεν είμαι εδώ». (Στα παιδικά βιώματα θα ανάγεται η αποστροφή μου στα τηλέφωνα. Άλλωστε ακόμα και το θάνατό τους, τον έμαθα τηλεφωνικά).
Υπερτασικός, μάλλον σώρευε θυμό –τον σκέφτομαι συχνά τούτες τις μέρες–, που δεν μπορούσε να εξωτερικεύσει. Η μόνη παρέκβαση όταν έφτανε στο αμήν ήταν η βρισιά «γαμώ το στανιό μου». (Αν είχα ψυχή ως δική μου παρέκβαση θα διάλεγα ένα καλάσνικοφ, αλλά στο Ναυτικό δεν μάθαμε ούτε να πυροβολούμε. Τι τα θέλαμε τα make love, not war; Κάνεις έρωτα με την Μπακογιάννη, ή τη Διαμαντοπούλου;).
Όταν διέβλεπε το φέσι, κι αφού δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει την αμοιβή του, διάλεγε από το Μονομελές της Σανταρόζα, τον πατσά στα Τρίκαλα,. (Για τον πατέρα μου το δίκιο δεν ήταν πάντα με το μέρος του πελάτη). Ο αμοιβαίος σεβασμός μας δεν μου επέτρεπε υποδείξεις στις εκλογές. Με τη μάνα, ή τη Ρουμπίνη, η σχέση μας ήταν άλλη. Η ψήφος τους ήταν αυτονόητη, σαν μια μηλόπιτα, ή ένα cake που σκοτώνονταν να ετοιμάσουν πριν καν το ζητήσω.
Ένα βράδυ βρεθήκαμε μόλις γύρισε, δικαστικός αντιπρόσωπος σ’ ένα χωριό της Θεσσαλίας. Και πάλι τα ’χαμε κάνει σκατά. Μαζί και το τιμημένο. Το άστρο των Άκη-Μένιου μεσουρανούσε. Ο Γιαννόπουλος ασχημονούσε κάθε βράδυ στο κανάλι της Αυριανής, εγκαινιάζοντας τον πρωτοπόρο θεσμό της γλάστρας. Τη δική του τη λέγανε «Αγάπη». Δούλευε και στην Εθνική Τράπεζα! Ελπίζω να ’κανε καριέρα ανάλογη της Φώφης. Ο Ευάγγελος ως υπουργός εργασίας αντί θεάτρων εκπολίτισε το θεσμό της εργατικής εστίας με είσοδο σε σκυλάδικα. Ο Καρατζαφέρης, πάλι, γύρναγε με μια κρυφή κάμερα καταγράφοντας τον Αθανασόπουλο στην έδρα –είχε ξεσπάσει το καλαμπόκι–, και τη μερσεντές του Αντιπροέδρου να μεταφέρει από αεροπλάνο της Ολυμπιακής αδασμολόγητα μοντελάκια για την μπουτίκ στην Κηφισιά του υιού Κουτσόγιωργα.
–Στο χωριό που ήμουν ακόμα ψάχνουν ποιος ψήφισε ΚΚΕ εσωτ., μου είπε μειδιώντας, δίχως άλλο σχόλιο. Την ίδια ψήφο έψαχναν και στις εκλογές του ’96 στη Γαύδο. Ακόμα, εκείνη την ίδια ψάχνουμε.
Αν δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την πραγματικότητα τουλάχιστον ν’ αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Έχω μια ανάλυση, μου ετοιμάζετε μια πραγματικότητα;

Κώστας Κρεμμύδας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων