Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Μου α­ρέ­σει!

Του Κωστα Κρεμμυδα απο την εποχη...
Θυ­μά­στε τον ο­πα­δό του ΣΥΝ, τον Θα­νά­ση, που συ­νε­δρία­ζε στο α­σαν­σέρ ε­πί ε­πο­χής Δα­μα­νά­κη, πριν α­κό­μα η άλ­λο­τε πρό­ε­δρος της Ανα­νεω­τι­κής Αρι­στε­ράς με­γα­λουρ­γή­σει ως η­γε­ρία του Γιωρ­γά­κη; Κά­πως έ­τσι αι­σθά­νο­μαι τε­λευ­ταία με τον Χά­ρη να πα­ρα­μέ­νει ο μό­νος πι­στός α­να­γνώ­στης.
Ο Χρή­στος συ­νή­θως δια­βά­ζει τον τίτ­λο και ρί­χνει μια δια­γώ­νια μα­τιά, η Κα­τε­ρί­να την α­γο­ρά­ζει αλ­λά δεν προ­λα­βαί­νει να την α­νοί­ξει καν –δε­κά­δες α­τσα­λά­κω­τες Επο­χές βρί­σκω στο υ­πό­γειό της στα ρε­βε­γιόν, στην αρ­χή μά­λι­στα τις δί­πλω­να τυ­χαία στη δεύ­τε­ρη σε­λί­δα μή­πως και α­ξιω­θεί έ­να τυ­χαίο βλέμ­μα ο Αλιεύς Μά­κης, ο Μαρκ με βρί­σκει μάλ­λον δε­ξιό για τα γού­στα του, ο γέ­ρος θα την πά­ρει μό­λις αρ­χί­σει να τι­μά­ται σε δραχ­μές, τον Στα­μά­τη δεν τον α­φή­νουν οι τα­βέρ­νες του Υμητ­τού κι οι κα­φε­τέ­ριες της Νέ­ας Σμύρ­νης.
Φα­ντα­στεί­τε την ήτ­τα μου κα­θώς ε­πα­να­δια­τύ­πω­να σκο­πί­μως α­πό­ψεις που εί­χα ή­δη δη­μο­σιεύ­σει στη στή­λη, κι ά­κου­γα τους συ­νο­μι­λη­τές να με πα­ρο­τρύ­νουν με τη φρά­ση «και για­τί δεν τα γρά­φεις;»! Ήμουν σχε­δόν έ­τοι­μος να τα πα­ρα­τή­σω με τη βε­βαιό­τη­τα πως δεν έ­χω πλέ­ον –ου­δέ­πο­τε εί­χα– κά­τι και κά­που να συ­νει­σφέ­ρω. Τα κεί­με­νά μου δεν θα δια­χέ­ο­νταν στο δια­δί­κτυο σαν τον προ­ε­κλο­γι­κό Βα­ρου­φά­κη, ή τον με­τε­κλο­γι­κό Τσα­κα­λώ­το.
Το έρ­γο μου δεν α­ξιο­λο­γεί­ται, ώ­στε να συ­μπε­ρι­λη­φθώ καν στην Από τα Πά­νω λί­στα του γρα­φείου Πο­λι­τι­σμού. Άλλω­στε και το διε­ρευ­νη­τι­κό τη­λε­φώ­νη­μα ή­ταν για να μου α­πο­σπά­σουν την α­να­κου­φι­στι­κή (γι’ αυ­τούς) ε­πι­βε­βαίω­ση πως ό­ντως δεν εί­χα πρω­το­κολ­λή­σει αρ­μο­δίως αί­τη­ση μέ­λους στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ού­τε εί­χα αυ­το­προ­τα­θεί, κι ε­πο­μέ­νως δεν εκ­πλή­ρω­να τα τυ­πι­κά προ­σό­ντα για τη γραμ­μα­τεία, που αι­σίως έ­φτα­νε τα 60 μέ­λη! Πά­νε οι μο­να­χι­κές ε­πο­χές του «Θα­νά­ση». Τώ­ρα το κόμ­μα έ­χει ζή­τη­ση εί­ναι δεν εί­ναι έ­τοι­μο να κυ­βερ­νή­σει.
Διά­στα­ση που «παί­ζει» στα ΜΜΕ, στην α­πέλ­πι­δα προ­σπά­θειά τους να πια­στούν α­πό κά­που. Ακό­μα κι α­π’ τον Ψα­ρια­νό –που θα ψη­φί­σει, για­τί δεν α­ντέ­χει να βλέ­πει άλ­λο το πο­νε­μέ­νο βλέμ­μα του Πρε­τε­ντέ­ρη, έ­στω και πί­σω α­πό την ε­πι­με­λώς κρυμ­μέ­νη ψυ­χρή μά­σκα του α­δί­στα­κτου Τσα­γα­νέ­α: «Έλα, λέ­γε πό­σα θες για να σε ε­ξα­γο­ρά­σω».
Απ’ το στρί­μωγ­μα της ΔΗ­ΜΑΡ με την αυ­το­νό­η­τη πα­ρα­τή­ρη­ση: «Τό­σα κα­τά­πια­τε, ε­δώ σας έ­στα­ξε η ου­ρά του γαϊδά­ρου;» (Πορ­το­σάλ­τε). Δεν εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά που ε­πι­φυ­λάσ­σε­ται ά­γρια μοί­ρα στους υ­πο­ταγ­μέ­νους. Οι Γερ­μα­νοί συ­νή­θως ε­κτε­λού­σαν τους κα­τα­δό­τες. Αυ­τό που κά­νει σή­με­ρα η Μέρ­κελ με τον Σα­μα­ρά.
Άλλω­στε η ε­ξα­γο­ρά και οι εκ­βια­σμοί δεν ή­ταν πρω­τό­γνω­ρα στις άλ­λο­τε στρα­τιές των πρά­σι­νων κο­μι­σά­ριων.
Τό­τε που «α­περ­γο­σπά­στης» ή­ταν τίτ­λος τι­μής για το κί­νη­μα. Κι η ψή­φος προϊόν α­νταλ­λά­ξι­μο α­νά­λο­γα με το βαθ­μό α­νά­γκης τού ε­ξα­γο­ρα­ζό­με­νου. Όπως γι­νό­ταν στην κα­το­χή με τους μαυ­ρα­γο­ρί­τες. (Θα μας τα διη­γη­θούν εν και­ρώ οι σύ­ντρο­φοι που τά ’χουν ζή­σει α­πό πρώ­το χέ­ρι).

Σκε­φτό­μουν πως εί­ναι δύ­σκο­λο για την Αρι­στε­ρά να δια­μορ­φώ­σει έ­να δι­κό της α­νά­χω­μα, ό­ταν το σύ­μπαν συ­νω­μο­τεί στην υ­πο­τα­γή της. Αφού εί­ναι υ­πο­χρεω­μέ­νη(;) να παί­ξει στο γή­πε­δό τους. Ή μή­πως ό­χι;
Για­τί, πώς να ε­ξοι­κειώ­σεις με τη δυ­σκο­λία, και να πει­στείς για το βιώ­σι­μο της δι­κής σου αυ­τα­πάρ­νη­σης; Πώς να προ­τά­ξεις το (πο­λι­τι­κό) αί­τη­μα της η­θι­κής στις σει­ρή­νες της συν­διαλ­λα­γής και του α­να­λο­γι­κού συμ­φέ­ρο­ντος; Η Αρι­στε­ρά εί­ναι σαν την ποίη­ση: προϋπο­θέ­τει πά­ντα έ­να ε­πό­με­νο βή­μα. Κά­τι πα­ρα­πά­νω α­π’ ό­σα συ­νη­θί­ζου­με ή μας μα­θαί­νουν να κά­νου­με.

Ίσως γι’ αυ­τό πρέ­πει να ο­ρί­σει ε­πι­τέ­λους το δι­κό της πλαί­σιο. Να πά­ψει να ε­τε­ρο­κα­θο­ρί­ζε­ται: α­π’ τ’ α­να­λο­γι­κά προ­ε­δρεία που στό­χευαν στην α­να­λο­γι­κή εν­σω­μά­τω­σή μας, στην α­να­λο­γι­κή μοι­ρα­σιά, –ό­χι για­τί ε­ξαρ­γυ­ρώ­να­με, αλ­λά για­τί τους πα­ρεί­χα­με το άλ­λο­θι της δι­κής τους α­πά­της, μέ­χρι τα ξε­πε­σμέ­να/ξε­πε­ρα­σμέ­να τη­λε­ο­πτι­κά πά­νελ που δεν ε­πι­διώ­κουν ε­νη­μέ­ρω­ση, αλ­λά κα­τα­τρο­μο­κρά­τη­ση και το κυ­ριό­τε­ρο: τη ρε­τσι­νιά της ι­σο­πέ­δω­σης «ό­λοι ί­διοι εί­ναι».

Στην Αρι­στε­ρά α­νή­κουν οι θυ­σίες των πα­λι­κα­ριών με το χα­μό­γε­λο για έ­ναν αυ­ρια­νό κό­σμο που πο­τέ τους δεν θα γνώ­ρι­ζαν! Κι ευ­τυ­χώς, για­τί θα πέ­θαι­ναν δι­πλά αν μά­θαι­ναν πως τον α­φή­σα­με σε Χρυ­σο­χο­εί­δη­δες, Λομ­βέρ­δους, Βε­νι­ζέ­λους. Πώς α­πό τον Μα­νια­δά­κη και τους πρά­κτο­ρές του στην Ει­δι­κή Ασφά­λεια, πε­ρά­σα­με στους πραι­το­ρια­νούς του Πα­που­τσή του Πο­λυ­τε­χνείου, στον Ξέ­νιο Ζευ του Δέν­δια, και στους ο­μα­δι­κούς βα­σα­νι­σμούς.
Πώς κά­να­με στοά τον Νι­κο­λού­δη, υ­πουρ­γό κα­θε­στω­τι­κής προ­πα­γάν­δας, Λαϊκής Δια­φω­τί­σεως και λο­γο­κρι­σίας, που με τον Κ. Κοτ­ζιά –αυ­τόν που κά­να­με πλα­τεία για την προ­σή­λω­σή του στους Χίτ­λερ και Μου­σο­λί­νι– υ­πο­δέ­χτη­καν στην Αθή­να τον Γιό­ζεφ Γκέ­μπε­λς, (20-29 Σε­πτεμ­βρίου 1936), με­τα­φέ­ρο­ντάς τους γερ­μα­νι­κή …τε­χνο­γνω­σία. (Που ε­ξε­λί­ξα­με σε ε­πο­πτεία με τον Πολ Τόμ­σεν). Η ι­στο­ρία που ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ως φρί­κη.

Η δι­κή μας η γε­νιά δεν γνώ­ρι­σε Κα­το­χή, μο­νο­με­ρή ε­πέμ­βα­ση Άγγλων που κα­τα­χω­ρί­στη­κε ως «Εμφύ­λιος» και Ήττα. Δεν βίω­σε την τρα­γω­δία στη γέν­νη­ση, αλ­λά στον α­πό­η­χό της. Κι ε­πει­δή οι προσ­λαμ­βά­νου­σες μας ή­ταν με­τα­χρο­νο­λο­γη­μέ­νες, δεν ζή­σα­με το ό­ρα­μα αλ­λά προ­σπα­θή­σα­με να δι­δα­χτού­με α­πό την α­πο­τυ­χία του.
Εν ο­λί­γοις, χά­σα­με τα η­ρωι­κά και με­γα­λώ­σα­με με τα πέν­θι­μα: α­νά­με­σα σε ξε­ρα­κια­νές χή­ρες, «α­νά­πη­ρους πο­λέ­μων», Ανα­ζη­τή­σεις –ά­ρα δε­δο­μέ­νες α­πώ­λειες– Ερυ­θρού Σταυ­ρού. Στο γκρι των σπι­τιών, το σκυ­θρω­πό των δρό­μων, το φο­βι­σμέ­νο και γι’ αυ­τό λι­γο­μί­λη­το. Οι γε­νιές των υ­πο­νοού­με­νων με τα «Ξέ­ρεις, ε­σύ…».
Κα­λύ­τε­ρα να πε­ριαυ­το­λο­γείς πα­ρά να ε­τε­ρο­κα­θο­ρί­ζε­σαι. Ισχύει για τη στή­λη, για­τί ό­χι και για την Αρι­στε­ρά;

Ξαφ­νι­κά η Μέ­μα, η α­δελ­φή, η φί­λη της, ο Από­στο­λος έ­δω­σαν σή­μα και κου­ρά­γιο. Ό,τι εί­ναι το χει­ρο­κρό­τη­μα για τον η­θο­ποιό εί­ναι για μας το «Μου α­ρέ­σει!». Μη το τσι­γκου­νεύε­στε λοι­πόν. Ένα I Like! εί­ναι. Ξε­ρό και σκέ­το.

Κώ­στας Κρεμ­μύ­δας
mandragoras_magazine@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων