Του Κωστα Κρεμμυδα απο την εποχη...
Θυμάστε τον οπαδό του ΣΥΝ, τον Θανάση, που συνεδρίαζε στο ασανσέρ επί εποχής Δαμανάκη, πριν ακόμα η άλλοτε πρόεδρος της Ανανεωτικής Αριστεράς μεγαλουργήσει ως ηγερία του Γιωργάκη; Κάπως έτσι αισθάνομαι τελευταία με τον Χάρη να παραμένει ο μόνος πιστός αναγνώστης.
Ο Χρήστος συνήθως διαβάζει τον τίτλο και ρίχνει μια διαγώνια ματιά, η Κατερίνα την αγοράζει αλλά δεν προλαβαίνει να την ανοίξει καν –δεκάδες ατσαλάκωτες Εποχές βρίσκω στο υπόγειό της στα ρεβεγιόν, στην αρχή μάλιστα τις δίπλωνα τυχαία στη δεύτερη σελίδα μήπως και αξιωθεί ένα τυχαίο βλέμμα ο Αλιεύς Μάκης, ο Μαρκ με βρίσκει μάλλον δεξιό για τα γούστα του, ο γέρος θα την πάρει μόλις αρχίσει να τιμάται σε δραχμές, τον Σταμάτη δεν τον αφήνουν οι ταβέρνες του Υμηττού κι οι καφετέριες της Νέας Σμύρνης.
Φανταστείτε την ήττα μου καθώς επαναδιατύπωνα σκοπίμως απόψεις που είχα ήδη δημοσιεύσει στη στήλη, κι άκουγα τους συνομιλητές να με παροτρύνουν με τη φράση «και γιατί δεν τα γράφεις;»! Ήμουν σχεδόν έτοιμος να τα παρατήσω με τη βεβαιότητα πως δεν έχω πλέον –ουδέποτε είχα– κάτι και κάπου να συνεισφέρω. Τα κείμενά μου δεν θα διαχέονταν στο διαδίκτυο σαν τον προεκλογικό Βαρουφάκη, ή τον μετεκλογικό Τσακαλώτο.
Το έργο μου δεν αξιολογείται, ώστε να συμπεριληφθώ καν στην Από τα Πάνω λίστα του γραφείου Πολιτισμού. Άλλωστε και το διερευνητικό τηλεφώνημα ήταν για να μου αποσπάσουν την ανακουφιστική (γι’ αυτούς) επιβεβαίωση πως όντως δεν είχα πρωτοκολλήσει αρμοδίως αίτηση μέλους στον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε είχα αυτοπροταθεί, κι επομένως δεν εκπλήρωνα τα τυπικά προσόντα για τη γραμματεία, που αισίως έφτανε τα 60 μέλη! Πάνε οι μοναχικές εποχές του «Θανάση». Τώρα το κόμμα έχει ζήτηση είναι δεν είναι έτοιμο να κυβερνήσει.
Διάσταση που «παίζει» στα ΜΜΕ, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να πιαστούν από κάπου. Ακόμα κι απ’ τον Ψαριανό –που θα ψηφίσει, γιατί δεν αντέχει να βλέπει άλλο το πονεμένο βλέμμα του Πρετεντέρη, έστω και πίσω από την επιμελώς κρυμμένη ψυχρή μάσκα του αδίστακτου Τσαγανέα: «Έλα, λέγε πόσα θες για να σε εξαγοράσω».
Απ’ το στρίμωγμα της ΔΗΜΑΡ με την αυτονόητη παρατήρηση: «Τόσα κατάπιατε, εδώ σας έσταξε η ουρά του γαϊδάρου;» (Πορτοσάλτε). Δεν είναι η πρώτη φορά που επιφυλάσσεται άγρια μοίρα στους υποταγμένους. Οι Γερμανοί συνήθως εκτελούσαν τους καταδότες. Αυτό που κάνει σήμερα η Μέρκελ με τον Σαμαρά.
Άλλωστε η εξαγορά και οι εκβιασμοί δεν ήταν πρωτόγνωρα στις άλλοτε στρατιές των πράσινων κομισάριων.
Τότε που «απεργοσπάστης» ήταν τίτλος τιμής για το κίνημα. Κι η ψήφος προϊόν ανταλλάξιμο ανάλογα με το βαθμό ανάγκης τού εξαγοραζόμενου. Όπως γινόταν στην κατοχή με τους μαυραγορίτες. (Θα μας τα διηγηθούν εν καιρώ οι σύντροφοι που τά ’χουν ζήσει από πρώτο χέρι).
Σκεφτόμουν πως είναι δύσκολο για την Αριστερά να διαμορφώσει ένα δικό της ανάχωμα, όταν το σύμπαν συνωμοτεί στην υποταγή της. Αφού είναι υποχρεωμένη(;) να παίξει στο γήπεδό τους. Ή μήπως όχι;
Γιατί, πώς να εξοικειώσεις με τη δυσκολία, και να πειστείς για το βιώσιμο της δικής σου αυταπάρνησης; Πώς να προτάξεις το (πολιτικό) αίτημα της ηθικής στις σειρήνες της συνδιαλλαγής και του αναλογικού συμφέροντος; Η Αριστερά είναι σαν την ποίηση: προϋποθέτει πάντα ένα επόμενο βήμα. Κάτι παραπάνω απ’ όσα συνηθίζουμε ή μας μαθαίνουν να κάνουμε.
Ίσως γι’ αυτό πρέπει να ορίσει επιτέλους το δικό της πλαίσιο. Να πάψει να ετεροκαθορίζεται: απ’ τ’ αναλογικά προεδρεία που στόχευαν στην αναλογική ενσωμάτωσή μας, στην αναλογική μοιρασιά, –όχι γιατί εξαργυρώναμε, αλλά γιατί τους παρείχαμε το άλλοθι της δικής τους απάτης, μέχρι τα ξεπεσμένα/ξεπερασμένα τηλεοπτικά πάνελ που δεν επιδιώκουν ενημέρωση, αλλά κατατρομοκράτηση και το κυριότερο: τη ρετσινιά της ισοπέδωσης «όλοι ίδιοι είναι».
Στην Αριστερά ανήκουν οι θυσίες των παλικαριών με το χαμόγελο για έναν αυριανό κόσμο που ποτέ τους δεν θα γνώριζαν! Κι ευτυχώς, γιατί θα πέθαιναν διπλά αν μάθαιναν πως τον αφήσαμε σε Χρυσοχοείδηδες, Λομβέρδους, Βενιζέλους. Πώς από τον Μανιαδάκη και τους πράκτορές του στην Ειδική Ασφάλεια, περάσαμε στους πραιτοριανούς του Παπουτσή του Πολυτεχνείου, στον Ξένιο Ζευ του Δένδια, και στους ομαδικούς βασανισμούς.
Πώς κάναμε στοά τον Νικολούδη, υπουργό καθεστωτικής προπαγάνδας, Λαϊκής Διαφωτίσεως και λογοκρισίας, που με τον Κ. Κοτζιά –αυτόν που κάναμε πλατεία για την προσήλωσή του στους Χίτλερ και Μουσολίνι– υποδέχτηκαν στην Αθήνα τον Γιόζεφ Γκέμπελς, (20-29 Σεπτεμβρίου 1936), μεταφέροντάς τους γερμανική …τεχνογνωσία. (Που εξελίξαμε σε εποπτεία με τον Πολ Τόμσεν). Η ιστορία που επαναλαμβάνεται ως φρίκη.
Η δική μας η γενιά δεν γνώρισε Κατοχή, μονομερή επέμβαση Άγγλων που καταχωρίστηκε ως «Εμφύλιος» και Ήττα. Δεν βίωσε την τραγωδία στη γέννηση, αλλά στον απόηχό της. Κι επειδή οι προσλαμβάνουσες μας ήταν μεταχρονολογημένες, δεν ζήσαμε το όραμα αλλά προσπαθήσαμε να διδαχτούμε από την αποτυχία του.
Εν ολίγοις, χάσαμε τα ηρωικά και μεγαλώσαμε με τα πένθιμα: ανάμεσα σε ξερακιανές χήρες, «ανάπηρους πολέμων», Αναζητήσεις –άρα δεδομένες απώλειες– Ερυθρού Σταυρού. Στο γκρι των σπιτιών, το σκυθρωπό των δρόμων, το φοβισμένο και γι’ αυτό λιγομίλητο. Οι γενιές των υπονοούμενων με τα «Ξέρεις, εσύ…».
Καλύτερα να περιαυτολογείς παρά να ετεροκαθορίζεσαι. Ισχύει για τη στήλη, γιατί όχι και για την Αριστερά;
Ξαφνικά η Μέμα, η αδελφή, η φίλη της, ο Απόστολος έδωσαν σήμα και κουράγιο. Ό,τι είναι το χειροκρότημα για τον ηθοποιό είναι για μας το «Μου αρέσει!». Μη το τσιγκουνεύεστε λοιπόν. Ένα I Like! είναι. Ξερό και σκέτο.
Κώστας Κρεμμύδας
mandragoras_magazine@yahoo.gr
Ο Χρήστος συνήθως διαβάζει τον τίτλο και ρίχνει μια διαγώνια ματιά, η Κατερίνα την αγοράζει αλλά δεν προλαβαίνει να την ανοίξει καν –δεκάδες ατσαλάκωτες Εποχές βρίσκω στο υπόγειό της στα ρεβεγιόν, στην αρχή μάλιστα τις δίπλωνα τυχαία στη δεύτερη σελίδα μήπως και αξιωθεί ένα τυχαίο βλέμμα ο Αλιεύς Μάκης, ο Μαρκ με βρίσκει μάλλον δεξιό για τα γούστα του, ο γέρος θα την πάρει μόλις αρχίσει να τιμάται σε δραχμές, τον Σταμάτη δεν τον αφήνουν οι ταβέρνες του Υμηττού κι οι καφετέριες της Νέας Σμύρνης.
Φανταστείτε την ήττα μου καθώς επαναδιατύπωνα σκοπίμως απόψεις που είχα ήδη δημοσιεύσει στη στήλη, κι άκουγα τους συνομιλητές να με παροτρύνουν με τη φράση «και γιατί δεν τα γράφεις;»! Ήμουν σχεδόν έτοιμος να τα παρατήσω με τη βεβαιότητα πως δεν έχω πλέον –ουδέποτε είχα– κάτι και κάπου να συνεισφέρω. Τα κείμενά μου δεν θα διαχέονταν στο διαδίκτυο σαν τον προεκλογικό Βαρουφάκη, ή τον μετεκλογικό Τσακαλώτο.
Το έργο μου δεν αξιολογείται, ώστε να συμπεριληφθώ καν στην Από τα Πάνω λίστα του γραφείου Πολιτισμού. Άλλωστε και το διερευνητικό τηλεφώνημα ήταν για να μου αποσπάσουν την ανακουφιστική (γι’ αυτούς) επιβεβαίωση πως όντως δεν είχα πρωτοκολλήσει αρμοδίως αίτηση μέλους στον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε είχα αυτοπροταθεί, κι επομένως δεν εκπλήρωνα τα τυπικά προσόντα για τη γραμματεία, που αισίως έφτανε τα 60 μέλη! Πάνε οι μοναχικές εποχές του «Θανάση». Τώρα το κόμμα έχει ζήτηση είναι δεν είναι έτοιμο να κυβερνήσει.
Διάσταση που «παίζει» στα ΜΜΕ, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να πιαστούν από κάπου. Ακόμα κι απ’ τον Ψαριανό –που θα ψηφίσει, γιατί δεν αντέχει να βλέπει άλλο το πονεμένο βλέμμα του Πρετεντέρη, έστω και πίσω από την επιμελώς κρυμμένη ψυχρή μάσκα του αδίστακτου Τσαγανέα: «Έλα, λέγε πόσα θες για να σε εξαγοράσω».
Απ’ το στρίμωγμα της ΔΗΜΑΡ με την αυτονόητη παρατήρηση: «Τόσα κατάπιατε, εδώ σας έσταξε η ουρά του γαϊδάρου;» (Πορτοσάλτε). Δεν είναι η πρώτη φορά που επιφυλάσσεται άγρια μοίρα στους υποταγμένους. Οι Γερμανοί συνήθως εκτελούσαν τους καταδότες. Αυτό που κάνει σήμερα η Μέρκελ με τον Σαμαρά.
Άλλωστε η εξαγορά και οι εκβιασμοί δεν ήταν πρωτόγνωρα στις άλλοτε στρατιές των πράσινων κομισάριων.
Τότε που «απεργοσπάστης» ήταν τίτλος τιμής για το κίνημα. Κι η ψήφος προϊόν ανταλλάξιμο ανάλογα με το βαθμό ανάγκης τού εξαγοραζόμενου. Όπως γινόταν στην κατοχή με τους μαυραγορίτες. (Θα μας τα διηγηθούν εν καιρώ οι σύντροφοι που τά ’χουν ζήσει από πρώτο χέρι).
Σκεφτόμουν πως είναι δύσκολο για την Αριστερά να διαμορφώσει ένα δικό της ανάχωμα, όταν το σύμπαν συνωμοτεί στην υποταγή της. Αφού είναι υποχρεωμένη(;) να παίξει στο γήπεδό τους. Ή μήπως όχι;
Γιατί, πώς να εξοικειώσεις με τη δυσκολία, και να πειστείς για το βιώσιμο της δικής σου αυταπάρνησης; Πώς να προτάξεις το (πολιτικό) αίτημα της ηθικής στις σειρήνες της συνδιαλλαγής και του αναλογικού συμφέροντος; Η Αριστερά είναι σαν την ποίηση: προϋποθέτει πάντα ένα επόμενο βήμα. Κάτι παραπάνω απ’ όσα συνηθίζουμε ή μας μαθαίνουν να κάνουμε.
Ίσως γι’ αυτό πρέπει να ορίσει επιτέλους το δικό της πλαίσιο. Να πάψει να ετεροκαθορίζεται: απ’ τ’ αναλογικά προεδρεία που στόχευαν στην αναλογική ενσωμάτωσή μας, στην αναλογική μοιρασιά, –όχι γιατί εξαργυρώναμε, αλλά γιατί τους παρείχαμε το άλλοθι της δικής τους απάτης, μέχρι τα ξεπεσμένα/ξεπερασμένα τηλεοπτικά πάνελ που δεν επιδιώκουν ενημέρωση, αλλά κατατρομοκράτηση και το κυριότερο: τη ρετσινιά της ισοπέδωσης «όλοι ίδιοι είναι».
Στην Αριστερά ανήκουν οι θυσίες των παλικαριών με το χαμόγελο για έναν αυριανό κόσμο που ποτέ τους δεν θα γνώριζαν! Κι ευτυχώς, γιατί θα πέθαιναν διπλά αν μάθαιναν πως τον αφήσαμε σε Χρυσοχοείδηδες, Λομβέρδους, Βενιζέλους. Πώς από τον Μανιαδάκη και τους πράκτορές του στην Ειδική Ασφάλεια, περάσαμε στους πραιτοριανούς του Παπουτσή του Πολυτεχνείου, στον Ξένιο Ζευ του Δένδια, και στους ομαδικούς βασανισμούς.
Πώς κάναμε στοά τον Νικολούδη, υπουργό καθεστωτικής προπαγάνδας, Λαϊκής Διαφωτίσεως και λογοκρισίας, που με τον Κ. Κοτζιά –αυτόν που κάναμε πλατεία για την προσήλωσή του στους Χίτλερ και Μουσολίνι– υποδέχτηκαν στην Αθήνα τον Γιόζεφ Γκέμπελς, (20-29 Σεπτεμβρίου 1936), μεταφέροντάς τους γερμανική …τεχνογνωσία. (Που εξελίξαμε σε εποπτεία με τον Πολ Τόμσεν). Η ιστορία που επαναλαμβάνεται ως φρίκη.
Η δική μας η γενιά δεν γνώρισε Κατοχή, μονομερή επέμβαση Άγγλων που καταχωρίστηκε ως «Εμφύλιος» και Ήττα. Δεν βίωσε την τραγωδία στη γέννηση, αλλά στον απόηχό της. Κι επειδή οι προσλαμβάνουσες μας ήταν μεταχρονολογημένες, δεν ζήσαμε το όραμα αλλά προσπαθήσαμε να διδαχτούμε από την αποτυχία του.
Εν ολίγοις, χάσαμε τα ηρωικά και μεγαλώσαμε με τα πένθιμα: ανάμεσα σε ξερακιανές χήρες, «ανάπηρους πολέμων», Αναζητήσεις –άρα δεδομένες απώλειες– Ερυθρού Σταυρού. Στο γκρι των σπιτιών, το σκυθρωπό των δρόμων, το φοβισμένο και γι’ αυτό λιγομίλητο. Οι γενιές των υπονοούμενων με τα «Ξέρεις, εσύ…».
Καλύτερα να περιαυτολογείς παρά να ετεροκαθορίζεσαι. Ισχύει για τη στήλη, γιατί όχι και για την Αριστερά;
Ξαφνικά η Μέμα, η αδελφή, η φίλη της, ο Απόστολος έδωσαν σήμα και κουράγιο. Ό,τι είναι το χειροκρότημα για τον ηθοποιό είναι για μας το «Μου αρέσει!». Μη το τσιγκουνεύεστε λοιπόν. Ένα I Like! είναι. Ξερό και σκέτο.
Κώστας Κρεμμύδας
mandragoras_magazine@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου