Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Απο­χαυ­νω­θή­κα­με ό­λοι μας;

του Κωστα Κρεμμυδα απο την Εποχη...
Ησυ­χία παι­διά δί­πλα κοι­μού­νται / Εκεί­νοι που ξα­γρυ­πνούν / για το μέλ­λον σας...
Νά­νος Βα­λαω­ρί­της

...αλ­λά­ζω α­πλώς το πρό­σω­πο (α­πό δεύ­τε­ρο σε πρώ­το πλη­θυ­ντι­κό) στο α­γω­νιώ­δες ε­ρώ­τη­μα του Σό­λω­να στην Αγο­ρά του Δή­μου: «Απο­χαυ­νω­θή­κα­τε ό­λοι σας;» βλέ­πο­ντας έ­ντρο­μος τον κίν­δυ­νο που δια­τρέ­χει η δη­μο­κρα­τία. Δεν ή­ταν, λοι­πόν, πρω­τό­τυ­πα ό­σα έ­κα­νε στον Έβρο πα­ρα­μο­νές του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος ο Πα­πα­δό­που­λος.
Ή πριν α­π’ αυ­τόν οι να­ζί με τη φω­τιά στο Ράιχ­στα­γ, τον Φλε­βά­ρη του 1933, για την ο­ποία ε­νο­χο­ποίη­σαν κομ­μου­νι­στές (α­νά­με­σά τους και τον Γκεόρ­γκι Δη­μη­τρόφ μέ­λος τό­τε του προ­ε­δρείου της 3ης Διε­θνούς). Η κα­τη­γο­ρία κα­τέ­πε­σε, αλ­λά ο Χίτ­λερ εί­χε ή­δη κερ­δί­σει τις ε­κλο­γές με 44%. (Πα­ντού τα πά­ντα α­δί­στα­κτοι στα με­γά­λα συμ­φέ­ρο­ντα ε­ρή­μην μας: α­πο­σύ­ρο­νται κα­τα­θέ­σεις, τρο­μο­κρα­τεί­ται κό­σμος, χτυ­πά­νε κα­τσα­ρό­λες, «τυ­πώ­νο­νται κρυ­φά νο­μί­σμα­τα σε α­ρι­στε­ρά εκ­δο­τή­ρια», α­νοί­γουν κε­φά­λια, σύ­ρο­νται στα δι­κα­στή­ρια πο­λί­τες, στή­νο­νται στη­μέ­να σκη­νι­κά).

Σαν του πε­ρα­σμέ­νου Σαβ­βά­του. Με­τά την πο­ρεία του Πο­λυ­τε­χνείου στα Εξάρ­χεια. Άπα­ντες οι έν­στο­λοι χα­λα­ροί, στα Πε­ρι­στέ­ρια Σο­λω­μού και Σουλ­τά­νη, οι φρα­πέ­δες στη δό­ξα τους να φέρ­νουν πέ­ρα α­πό νεύ­ρα και συ­χνοου­ρία στα παι­διά που α­νε­βο­κα­τέ­βαι­ναν στην τουα­λέ­τα. Εμείς προ­σκολ­λη­μέ­νοι στο θρύ­λο πού ’παι­ζε με την Κέρ­κυ­ρα. Ξαφ­νι­κά κα­θε­στώς ε­τοι­μό­τη­τας: μπή­καν κρά­νη, φο­ρέ­θη­καν στο­λές, α­νέ­βη­καν μά­σκες (ή έ­πε­σαν, άλ­λη μια φο­ρά), ση­κώ­θη­καν α­σπί­δες και πε­ρι­κε­φα­λαίες. Δέ­κα λε­πτά αρ­γό­τε­ρα –μπο­ρεί και πα­ρα­πά­νω– ο­μά­δα νε­α­ρών έ­ρι­ξε 3 μο­λό­τοφ. Θαύ­μα, διαί­σθη­ση, χά­ρι­σμα (σαν τις τη­λε­ο­πτι­κές χαρ­το­ρί­χτρες), ή συ­νεν­νό­η­ση;

Στο παι­χνί­δι της κα­τα­στρο­φής δί­νουν τα ρέ­στα τους, μέ­χρι και γη­ραιές α­ρι­στε­ρές Κο­λω­να­κιώ­τισ­σες ε­πι­στρα­τεύουν τε­λευ­ταία, που ως ο­μο­γά­λα­κτες με τον κα­θα­ρό­αι­μο γό­νο, αι­σθά­νο­νται αλ­λη­λέγ­γυες. Η νέα (με­τά τη γραμ­μή Μα­ζι­νό) υ­πε­ρα­σπι­στι­κή τα­κτι­κή Σα­μα­ρά που «ό,τι κά­νει εί­ναι για το κα­λό της χώ­ρας, α­φού εί­ναι χορ­τά­τος, ό­χι σαν τους άλ­λους. Αστός ω­ραίος και με λε­φτά!» (Σαν το α­νέκ­δο­το «κα­λύ­τε­ρα νέ­ος, πλού­σιος, δε­ξιός κι ό­μορ­φος, πα­ρά φτω­χός, γέ­ρος… και κομ­μου­νι­στής»).

Μα­τώ­νει δη­λα­δή ο Σα­μα­ράς προς χά­ριν της δη­μο­κρα­τίας. Σαν τον Πει­σί­στρα­το που το 561π.Χ. εμ­φα­νί­στη­κε στην Αγο­ρά (αυ­το­τραυ­μα­τι­σμέ­νος) μα­ζί με τα δύο μου­λά­ρια του (που λί­γο πριν εί­χε μα­χαι­ρώ­σει), υ­πο­στη­ρί­ζο­ντας ό­τι γλί­τω­σε α­πό βέ­βαιη δο­λο­φο­νία υ­πε­ρα­σπι­ζό­με­νος τα δί­καια των α­δυ­νά­μων.
Δεν κα­το­νό­μα­σε τους α­ντι­πά­λους που του ε­πι­τέ­θη­καν, αλ­λά έ­νας φί­λος του ο άρ­χων Αρι­στίων πρό­τει­νε να εκ­δο­θεί ψή­φι­σμα για την προ­στα­σία του Πει­σί­στρα­του. Σύμ­φω­να με το ψή­φι­σμα θα ε­πι­τρε­πό­ταν πλέ­ον να δια­θέ­τει προ­σω­πι­κή φρου­ρά α­πό 50 κο­ρυ­νη­φό­ρους (άν­δρες ο­πλι­σμέ­νους με ρό­πα­λα), δη­λα­δή ΜΑ­Τατ­ζή­δες. Μό­νο ο Σό­λων α­ντέ­δρα­σε λέ­γο­ντας πως στό­χος του Πει­σί­στρα­του εί­ναι να χρη­σι­μο­ποιή­σει ε­νό­πλους για να κα­τα­λύ­σει τη δη­μο­κρα­τία.
Δια­πί­στω­σε ό­μως ό­τι οι μεν α­ρι­στο­κρα­τι­κοί, ως ύ­πο­πτοι για το υ­πο­τι­θέ­με­νο ε­πει­σό­διο, φο­βού­νταν να α­ντι­δρά­σουν, οι δε δη­μο­κρα­τι­κοί (σαν το δί­δυ­μο της συ­γκυ­βέρ­νη­σης) α­νεν­δοία­στα πή­ραν μέ­ρος στη συ­μπαι­γνία. (Γι’ αυ­τό οι κα­τα­κτη­τές στην α­πο­χώ­ρη­ση, συ­νή­θως, παίρ­νουν μα­ζί και τους συ­νερ­γά­τες τους, ή τους ε­κτε­λούν. Αλλ’ αυ­τό εί­ναι μια άλ­λη ι­στο­ρία).

Μι­κρή λε­πτο­μέ­ρεια ό­τι ο Πει­σί­στρα­τος ε­πι­χεί­ρη­σε τρεις φο­ρές να κα­τα­λύ­σει τη δη­μο­κρα­τία. Και τε­λι­κά το πέ­τυ­χε. Με τους Πει­σι­στρα­τί­δες γιους του, Ιππία και Ίππαρ­χο, να συ­νε­χί­ζουν να κυ­βερ­νούν και με­τά το θά­να­τό του. Αφού η τυ­ραν­νία, η βα­σι­λεία, και ε­νίο­τε η δη­μο­κρα­τία, εί­ναι κλη­ρο­νο­μι­κές.

Τα ό­σα έ­γρα­φα την πε­ρα­σμέ­νη Κυ­ρια­κή για τη δο­λο­φο­νία του Ίππαρ­χου ί­σως θα πρέ­πει να συ­σχε­τι­στούν με τους φρα­πέ­δες που ε­κτο­ξεύ­θη­καν στον γερ­μα­νό πρό­ξε­νο στη Θεσ­σα­λο­νί­κη Βόλφ­γκαν­γκ Χέλ­σερ – Ομπερ­μά­γερ. Κα­ταρ­χήν δεν ξέ­ρω αν σε α­ντί­ποι­να ζη­τή­σουν να πε­ρι­χύ­σουν 100.000 ά­νερ­γους Έλλη­νες.
(Ού­τως ή άλ­λως ο χυ­μέ­νος κα­φές φέρ­νει γού­ρι). Από την άλ­λη μή­πως οι δη­λώ­σεις του γερ­μα­νού υ­φυ­πουρ­γού Εργα­σίας και ει­δι­κού α­πε­σταλ­μέ­νου στην Ελλά­δα της κα­γκε­λα­ρίου Μέρ­κε­λ, για τους τε­μπέ­λη­δες του ελ­λη­νι­κού δη­μο­σίου, λει­τούρ­γη­σαν α­ντί­στοι­χα με την πα­ρε­νό­χλη­ση του Ίππαρ­χου προς το νε­α­ρό Αρμό­διο; Για­τί α­κό­μα και «Φού­χτελ» να σε λέ­νε δεν μπο­ρεί α­νέ­ξο­δα να εκ­στο­μί­ζεις ό­ποια …μα­λα­κία σου κα­τέ­βει.
Πό­σες πα­ρε­νο­χλή­σεις και ε­πί πό­σο και­ρό μπο­ρεί να α­ντέ­ξει έ­νας λαός;
Αν ο α­θη­ναϊκός λαός προ­τί­μη­σε να προσ­δώ­σει πο­λι­τι­κή διά­στα­ση στην πρά­ξη των δύο ε­ρα­στών, δεν ή­ταν που δεν εί­χε α­κό­μα ε­φευ­ρε­θεί η τη­λε­θέ­α­ση και το σκου­πί­δι που τη συ­νο­δεύει. (Πε­ρα­στι­κά στον Στα­μά­τη Μα­λέ­λη). Ανα­γό­ρευ­σαν τη συ­γκυ­ρια­κή πρά­ξη σε υ­πέρ­τα­τη θέ­ση α­ντί­στα­σης κα­τά της τυ­ραν­νίας, για­τί α­κρι­βώς ή­θε­λαν να ε­νι­σχύ­σουν το θε­με­λιώ­δες πο­λί­τευ­μα, σε α­ντί­θε­ση με ό­σους σή­με­ρα βυσ­σο­δο­μούν στο ό­νο­μά του.

Και να σκε­φτεί κα­νείς ό­τι οι Αρμό­διος και Αρι­στο­γεί­των δεν ή­ταν αυ­τόχ­θο­νες καν, α­νή­καν στο γέ­νος των Γε­φυ­ραίω­ν. Ήταν δη­λα­δή με­τα­νά­στες στην Αττι­κή ό­που ε­γκα­τα­στά­θη­καν με­τά το διωγ­μό τους α­πό το Άργος και στη συ­νέ­χεια α­πό τη Βοιω­τία. (Δι­πλό το χτύ­πη­μα για τον θεω­ρη­τι­κό άν­δρα και εκ­πρό­σω­πο της Νέ­ας Δη­μο­κρα­τίας Άδω­νι Γεωρ­γιά­δη που πρέ­πει να ε­πα­νε­ξε­τά­σει α­κό­μα και το πό­νη­μά του «Ομο­φυ­λο­φι­λία στην Αρχαία Ελλά­δα: Ο Μύ­θος κα­ταρ­ρέει»)!
Κι ε­νώ οι δο­λο­φό­νοι ε­νός τυ­ράν­νου γνώ­ρι­σαν τι­μές η­μί­θεων, οι δια­μαρ­τυ­ρό­με­νοι κα­τά ε­νός η­λι­θίου σύρ­θη­καν στα δι­κα­στή­ρια.

Γα­λου­χη­μέ­νοι στον παι­δευ­τι­κό ρό­λο της τι­μω­ρίας, «ο Θεός μας παι­δα­γω­γεί μέ­σω της τι­μω­ρίας», έ­χου­με εκ γε­νε­τής α­πο­δε­χτεί, ό­χι μό­νο στη θρη­σκευ­τι­κή αλ­λά στην πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή σφαί­ρα, τη μοί­ρα του υ­πο­τε­λούς/α­δύ­να­μου και την ε­πι­κυ­ριαρ­χία του τι­μω­ρού.
Πά­ντα για το κα­λό μας. Μέ­χρι τώ­ρα το έρ­γο παι­ζό­ταν σε αυ­στη­ρά ε­θνι­κό ε­πί­πε­δο. Η ευ­ρω­παϊκή ο­λο­κλή­ρω­ση έρ­χε­ται να διε­θνο­ποιή­σει τ’ α­φε­ντι­κά. Το κα­κό εί­ναι ό­τι κα­τα­φέρ­νει να πε­ρι­θω­ριο­ποιεί και τους δού­λους.
Πολ­λά τα δυ­σα­νά­γνω­στα. Και πα­ρα­μέ­νουν.

Κώ­στας Κρεμ­μύ­δας


ΥΓ. «Γυ­ναι­κεία υ­πό­θε­ση η τι­μω­ρία» α­κού­σα­με προ­χτές τη Νί­κη Χαλ­κια­δά­κη στην Πρω­το­πο­ρία Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δεν εί­χε κα­τά νου τη Μέρ­κελ. Άλλω­στε η τέ­χνη προ­λέ­γει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων