Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Οι επίορκοι...

του Κωστα Κρεμμυδα, απο την Εποχη...

στον Φώτη Κουβέλη

1949 μ.Χ.

Τη νύχτα εκείνη που τραυματίστηκα / η επανάσταση πέρναγε / τις πιο κρίσιμες ώρες της. / Ο εχθρός προχωρούσε, / είχαμε ανάγκη από στρατό, / δεν έπρεπε να πεθάνω. Δέχτηκα, λοιπόν, / να μου αλλάξουν το κεφάλι, / που ήταν κόσκινο απ’ τις σφαίρες, / μ’ ένα σιδερένιο / που μου το βίδωσε στους ώμους / ένας ψηλός ξερακιανός γιατρός, / που επαναλάμβανε αδιάκοπα: / «Θαυμάσια, όλα πάνε θαυμάσια». / Τ’ άλλο πρωί ξανάφυγα / για τη μονάδα μου.

Βέβαια όπως είναι γνωστό, / οι προδοσίες και τα λάθη / τσάκισαν την επανάσταση.
Τάσος Λειβαδίτης

«Oλα πά­νε θαυ­μά­σια» δια­κη­ρύτ­τουν οι ε­πίορ­κοι α­πο­στά­τες της τά­ξης, των ι­δεών, της ι­δε­ο­λο­γίας, της ι­στο­ρίας τους, α­σφα­λείς α­πό τη­λε­ο­ρά­σεως. Για­τί δί­πλα στον κό­σμο, ποιος να τολ­μή­σει να βρε­θεί α­ντι­μέ­τω­πος; Κι ας νιώ­θου­με, και το ξέ­ρουν, κομ­μέ­να τα πό­δια και λυ­γι­σμέ­νη την ψυ­χή μας.
Για­τί μό­νο οι πω­ρω­μέ­νοι α­ντέ­χουν. Και οι συ­ναλ­λασ­σό­με­νοι. Που κερ­δί­ζουν. Κα­θώς ο πό­νος –α­κό­μα και συλ­λο­γι­κός, α­φή­νει πε­ρι­θώ­ρια κερ­δο­σκο­πίας σε ε­πι­χει­ρη­μα­τίες, πο­λι­τι­κούς, κα­θη­με­ρι­νούς αν­θρώ­πους που ο­σμί­ζο­νται πτώ­μα κι αρ­πά­ζουν την ευ­και­ρία.
Οι νε­κροί άλ­λω­στε πα­ρα­μέ­νουν, ι­στο­ρι­κά, μια ε­πι­κερ­δής ε­πι­χεί­ρη­ση. Από το λοι­μό στην Αρχαία Αθή­να –με θύ­μα α­κό­μα και τον η­γέ­της της Πε­ρι­κλή–, ε­ξέ­λι­ξη που συ­νέ­βα­λε στην τε­λι­κή έκ­βα­ση του Πε­λο­πον­νη­σια­κού πο­λέ­μου και στο τέ­λος της Αθη­ναϊκής κυ­ριαρ­χίας στη Με­σό­γειο, μέ­χρι την πα­λιό­τε­ρη (και πρό­σφα­τη) γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή, την κα­τάρ­ρευ­ση της Σο­βιε­τι­κής Ένω­σης ή τη δι­κτα­το­ρία του ’67, α­πο­δει­κνύε­ται πως σε έ­κνο­μες πε­ριό­δους το συλ­λο­γι­κό δρά­μα δεν ε­μπο­δί­ζει τους προ­σω­πι­κούς σχε­δια­σμούς και τις α­το­μι­κές βλέ­ψεις.

Και δεν εν­νοώ μο­νά­χα τους γερ­μα­νο­ντυ­μέ­νους, τους Μπου­ρα­ντά­δες –πού ’γι­ναν α­ντι­πρό­ε­δροι στο ΠΑ­ΣΟ­Κ, κι οι α­πό­γο­νοί τους κα­μά­ρια του Δέν­δια–, τους μαυ­ρα­γο­ρί­τες, τα νέα τζά­κια, α­π’ ό­που προέ­κυ­ψαν κα­να­λάρ­χες, κα­τα­σκευα­στι­κές, διοι­κη­τές, πα­νε­πι­στη­μια­κοί, ι­διο­κτή­τες ο­μά­δων, με­γα­λο­ερ­γο­λά­βοι: το έ­πος (οι­κο­δο­μι­κό, α­θλη­τι­κό, α­να­πτυ­ξια­κό, οι­κο­νο­μι­κό) των Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων –τα ’λε­γε ο Μαν­δρα­γό­ρας ο Τό­τσι­κας, ο Σκλα­βού­νος, ο Κλαυ­δια­νός, ο Μπουρ­νά­ζος, ο Σιαπ­κί­δης, ο Σα­ρη­γιάν­νης, η Γκουρ­τσο­γιάν­νη, ο Λιε­ρός, η Ια­τρί­δου, τον Σε­πτέμ­βριο του ’97, αλ­λά ποιος τα ά­κου­γε;

Δεν εν­νοώ μο­νά­χα τους με­γι­στά­νες αι­θέ­ρων, πε­τρε­λαίων και τρα­πε­ζών. Άλλω­στε κά­θε κα­θε­στώς –α­πό τον Πα­πα­δό­που­λο μέ­χρι τον Σα­μα­ρά– πα­ρα­μέ­νει δε­λε­α­στι­κό γι’ αυ­τούς που «ελ­πί­ζουν να τη βο­λέ­ψουν»: Από κεί­νο το βι­βλια­ρά­κι του ’70 με τις εκ­θέ­σεις μα­θη­τών στη Νό­τια Ιτα­λίας το «Εγώ ελ­πί­ζω να τη βο­λέ­ψω», ή το «τρού­πω­σα» του Βου­τσά, τα θλι­βε­ρά κι α­νώ­νυ­μα της ι­στο­ρίας που τρα­γου­δή­θη­καν για να ξορ­κι­στού­ν: με τα κο­ρί­τσια πού ’χαν πρώ­τα Γερ­μα­νούς/ τώ­ρα έ­χουν Εγγλε­ζά­κια με κο­ντά πα­ντε­λο­νά­κια/ κι α­πό πί­σω έ­να σύ­νταγ­μα Ινδούς, τη δω­σί­λο­γη λι­μου­ζί­να της Ελέ­νης Πα­πα­δά­κη, ή τους α­γνούς πα­τριώ­τες που κα­τέ­δω­σαν τον α­δερ­φό τους στη Γκε­στά­πο κι ύ­στε­ρα ξε­κί­νη­σε το ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κό τους θαύ­μα, ή με­γα­λούρ­γη­σαν στους αι­θέ­ρες που­λώ­ντας σ’ έ­να Γερ­μα­νό έ­να κι­λό μή­λα –αν ζού­σαν σή­με­ρα θα πού­λα­γαν φρά­ου­λες Μα­νω­λά­δας– ό­λα συ­νη­γο­ρούν στην ι­δέα του α­το­μι­κού συμ­φέ­ρο­ντος. Και των προ­τύ­πων που α­να­δει­κνύει. Για­τί στην ε­πι­τυ­χία, ή έ­στω την ε­πι­βίω­ση δεν υ­πάρ­χουν ό­ρια, φραγ­μοί. (Όπως και στην πο­λι­τι­κή).
Τα πά­ντα εί­ναι θε­μι­τά. Και δεν αρ­κεί να βρε­θείς α­πλώς α­πέ­να­ντι στο συλ­λο­γι­κό: ό­πως ας πού­με η δυ­να­μι­κή α­περ­γο­σπα­σία, οι σταυ­ρο­δο­σίες, οι νο­θείες, η πα­ρα­χά­ρα­ξη εκ μέ­ρους της ΠΑ­ΣΚΕ, αλ­λά ο­φεί­λεις να συ­γκρου­στείς λυσ­σα­λέα μα­ζί του (ό­πως συμ­βαί­νει με­τα­ξύ ο­πα­δών). Και δεν αρ­κεί να κερ­δί­σεις κά­τι ε­σύ, ό­σο να χά­σει ο άλ­λος: τη θέ­ση, τη ζωή, το κου­ρά­γιο του.

Τα θεω­ρού­με­να ως συλ­λο­γι­κά μορ­φώ­μα­τα δεν ή­ταν πα­ρά ά­θροι­σμα α­το­μι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Που α­κό­μα κι ως συλ­λο­γι­κό­τη­τες π.χ. «Πρα­σι­νο­φρου­ροί», δεν κρύ­βουν την α­το­μι­κό­τη­τα του βα­θύ­τε­ρου πό­θου τους: να βο­λευ­τούν οι ί­διοι, και τα παι­διά τους. Μο­νά­δες ε­πευ­φη­μού­σαν τον Πα­πα­δό­που­λο, μο­νά­δες σφίγ­γουν το χέ­ρι του Βε­νι­ζέ­λου, συ­νο­μι­λούν βυ­θι­σμέ­νοι στο εύ­ρος της σκέ­ψης του Ανδρου­λά­κη, ε­κτι­μούν το μει­λί­χιο γλυ­κα­νά­λα­το του Κου­βέ­λη.

Μο­νά­δες και τώ­ρα που οι κα­ρέ­κλες τρι­χο­το­μού­νται, μα­ζί με τις γκρί­νιες. Γι’ αυ­τό οι έ­ξι α­κό­μα θέ­σεις α­να­πλη­ρω­τών υ­πουρ­γών, για­τί πέ­ρα α­π’ την αί­γλη υ­πάρ­χει κι η μι­σθο­δο­σία. Το τι θα α­να­πλη­ρώ­νει; θα το βρού­νε. Εδώ βρή­καν τη μα­γι­κή λέ­ξη «ε­πίορ­κος». Και α­να­ζη­τούν τα πρό­σω­πα. (Όπως στο θε­α­τρι­κό έρ­γο).

Ή ό­πως στο α­νέκ­δο­το: πώς χω­ρούν σ’ έ­να α­θλη­τι­κό κέ­ντρο τρεις πρό­ε­δροι, δυο α­ντι­πρό­ε­δροι, κα­μιά δε­κα­ριά μέ­λη, δύο συ­ντο­νι­στές διευ­θυ­ντές –για­τί τι να σου κά­νει έ­νας μό­νος του; Αμάν έ­κα­νε να ο­ρι­στεί ο προ­ερ­χό­με­νος α­πό τη ΔΗ­ΜΑΡ Κώ­στας Πρί­φτης, και πα­ρά λί­γο να τον πα­ραι­τή­σουν.
Πά­λι κα­λά που βρή­καν μπό­σι­κο τον πρώην Λά­ος και νυν ΝΔ, Γιώρ­γο Ανα­το­λά­κη. Που με νω­πό το πλήγ­μα της Βου­λής, α­π’ την α­πώ­λεια της έ­δρας του, μό­λις που πρό­λα­βε να χα­ρεί τη θέ­ση Αντι­προέ­δρου (στο Ε­Α­ΚΝ Αγ. Κο­σμά), και τον πα­ραί­τη­σαν! Του­λά­χι­στον ας του βρουν μια θέ­ση στην Εθνι­κή Βι­βλιο­θή­κη. Που μπο­ρεί να μην πλη­ρώ­νει το ρεύ­μα και να κό­βουν το φως α­πό τις υ­πη­ρε­σίες της του ISBN στο κτί­ριο Κα­βά­λας & Σπύ­ρου Πά­τση, α­πό τις 13 Μαρ­τίου(!) αλ­λά έ­χει έ­να πρε­στίζ. Ιδίως αν εί­σαι πά­νω και κοι­τάς τους άλ­λους α­πό χα­μη­λά. Με συ­γκα­τά­βα­ση. Την ώ­ρα που σέρ­νο­νται.

Ανα­δρο­μι­κά α­πό 1.2.2013 α­νέ­λα­βε ε­πι­τέ­λους υ­πη­ρε­σία, και τις σχε­τι­κές α­μοι­βές: (30.000 ευ­ρώ το α­πλό μέ­λος, 215.000 ευ­ρώ η διευ­θύ­νου­σα σύμ­βου­λος και μό­λις 185.000 ευ­ρώ ο α­να­πλη­ρω­τής Διευ­θύ­νων Σύμ­βου­λος) η Επι­τρο­πή του Τα­μείου Χρη­μα­το­πι­στω­τι­κής Στα­θε­ρό­τη­τας. Με ό­λο το σε­βα­σμό στον Στουρ­νά­ρα που τους διό­ρι­σε, α­να­ρω­τιέ­μαι για­τί η θη­τεία τους να λή­γει 30 Ιου­νίου 2017, έ­να και χρό­νο με­τά τις προ­βλε­πό­με­νες συ­νταγ­μα­τι­κά ε­κλο­γές; Πώς το ε­πέ­τρε­ψε ο θε­σμι­κός Κου­βέ­λης;

Αυ­τές οι ω­ραίες χει­ρο­νο­μίες του μέλ­λο­ντος που ί­σως κρύ­βουν έ­να τραυ­μα­τι­κό πα­ρελ­θόν.

Αλλά τέ­λος χρό­νου.

Κώ­στας Κρεμ­μύ­δας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων