Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

O πατέρας μου, Έρικ Χομπσμπάουμ...

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΕΡΙΚ ΧΟΜΠΣΜΠΑΟΥΜ...
Με την κόρη του Τζούλια, τη μέρα του γάμου της
Ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος ξέροντας ότι θα καταλήξει στο Νεκροταφείο του Χαϊγκέιτ (λίγα μέτρα πέρα από τον τάφο του Μαρξ). Η ανατολική πτέρυγα του κοιμητηρίου είναι γεμάτη εικονοκλάστες διανοούμενους. Για κάποιον που πέρασε κάθε μέρα της ζωής του διαβάζοντας τόσα πολλά και τόσο διαφορετικά πράγματα (αγαπούσε την ποίηση του Γ. Χ. Ώντεν και τα μυθιστορήματα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ή του Κάρλος Φουέντες εξίσου με την πολιτική οικονομία) κάναμε τη σκέψη ότι ήταν ταιριαστό να αναπαυθεί ανάμεσα σε συγγραφείς και αγωνιστές με τους οποίους είτε έκανε όντως παρέα όσο ζούσε είτε ευχαρίστως θα έκανε αν τους είχε γνωρίσει. Οι βραδινές μαζώξεις που οργάνωναν οι γονείς μου στο σπίτι μας στο Χάμπστεντ είχαν αφήσει εποχή: τα Χριστούγεννα της δεκαετίας του 1970 τα μοιραζόμασταν πάντα με ακαδημαϊκούς απ’ όλο τον κόσμο, οι οποίοι, όπως έλεγε η μητέρα μου, «δεν είχαν πού αλλού να πάνε μέχρι να ξανανοίξει το Βρετανικό Μουσείο». Τα επόμενα χρόνια οι γονείς μου οργάνωναν ετήσια μεσημεριανά πάρτυ στο όμορφο εξοχικό τους στο Μπρέκον Μπίκονς κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ του Χέι,[1] στο οποίο ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος, για τους περαστικούς από κει συγγραφείς που ήταν και παλιοί τους φίλοι: τον Αμάρτυα Σεν και την Έμμα Ρόθτσιλντ, την Κλαιρ Τόμαλιν και τον Μάικλ Φρέιν, τον αξέχαστο Σερ Τζων Μάντοξ και τη σύζυγό του, συγγραφέα Μπρέντα Μάντοξ. Και τον Τομ Στόπαρντ ο οποίος, απ’ ό,τι φαίνεται, βάσισε στον πατέρα μου τον χαρακτήρα τού κομμουνιστή καθηγητή του Κέμπριτζ, στο θεατρικό του έργο Ροκ εν Ρολ.[2]
   Μια από τις αγαπημένες ιστορίες της μητέρας μου, που μου έχει διηγηθεί πάμπολλες φορές, είναι ότι όταν γεννήθηκα, το 1964, είπε στη νοσηλεύτρια, για να φωνάξει τον πατέρα μου: «Θα βγεις στο διάδρομο και θα ψάξεις να βρεις έναν κύριο που δεν πηγαινοέρχεται νευρικά πάνω-κάτω, αλλά θα κάθεται και διαβάζει». Μέχρι κι έναν τηλεφωνικό κατάλογο διάβασε κάποτε σ’ ένα ξενοδοχείο στη Σεβίλλη, αντί για τη Βίβλο, κι έφτασε μέχρι το «Η». Κατά βάθος, ήταν ανθρωπολόγος. Το μυαλό του το έτρεφε εκείνο το γνώρισμα που ευχόταν, όπως μου έλεγε, να χαρακτηρίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τα εγγόνια του: η περιέργεια.
   [Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του] ένιωθε τρυφερότητα για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες του νοσοκομείου. Μας τους σύστηνε με θαυμασμό όταν τον επισκεπτόμασταν: κατάγονταν από τις Φιλιππίνες ή τη Νιγηρία, είχανε διδακτορικά. Νομίζω ότι έβλεπε στις γυναίκες και τους άντρες αυτούς εκείνο το οποίο εκτιμούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο, καθώς κι ο ίδιος είχε ξεκινήσει φτωχός και ανέβηκε κοινωνικά με σκληρή δουλειά, με την περιέργειά του και με την ικανότητά του για μάθηση. Νομίζω επίσης ότι του θύμιζαν τους φοιτητές και τις φοιτήτριες που είχε αγαπήσει στα εξήντα πέντε χρόνια της θητείας του στο Κολλέγιο Μπέρμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, το οποίο ειδικεύεται σε βραδινά προγράμματα σπουδών για εργαζόμενους φοιτητές. Αυτό που έβλεπε στο προσωπικό του νοσοκομείου ήταν η ζωή του μετανάστη, του εμιγκρέ, του φοιτητή, όλων όσων καταφέρνουν να ανασύρουν τον εαυτό τους από το τέλμα της απελπισίας μέσω της εκπαίδευσης. Οι νοσηλευτές κι οι νοσηλεύτριες της πτέρυγας και οι βοηθοί του το ανταπέδιδαν, πλησιάζοντας στο κρεβάτι για να τον χαιρετήσουν με χαμόγελο («Γεια σας, κύριε καθηγητά!»), και κάνοντας το καλύτερο όταν τον άλλαζαν ή τον σήκωναν από το κρεβάτι.
Σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού στο Χάμπστεντ υπήρχε από ένα τραπέζι σκεπασμένο με βιβλία κάθε μεγέθους και είδους, χειρόγραφα και χαρτιά, τα οποία ο πατέρας μου μονίμως ψαχούλευε. Συνεχώς, μέχρι το τέλος, έγραφε κάτι καινούριο ή βελτίωνε κάτι παλιότερο. Παρότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει e-mail και να σερφάρει στο ίντερνετ, ήταν άνθρωπος του βιβλίου. Ακόμα προσπαθούμε να βάλουμε τα βιβλία του σε μια σειρά. Όταν πέθανε, άρχισα να ξεδιαλέγω τα βιβλία που μου είχε δώσει σ’ όλη μου τη ζωή: μια συλλογή ποιημάτων του Μπέρτολτ Μπρεχτ, ένα μυθιστόρημα του Γιόσεφ Σκβορέτσκι, μια ιστορία του «ευρωπαϊκού κόσμου» και μια έκδοση της προ-γκλάσνοστ περιόδου, του 1983: Μόσχα, Λένινγκραντ, Κίεβο: ένας Οδηγός των εκδόσεων Progress. Σε πολλά από αυτά βρήκα ένα γλυκό καφετί ex libris που μου είχε δώσει, με το σχέδιο μιας μικρής καφέ κουκουβάγιας. Ίσως να θεωρούσε πως όλοι μπορούσαν να γίνουν σοφοί όπως αυτός. Μα αυτό ήταν μια υπερβολική απαίτηση, ειδικά για ένα παιδί — και βέβαια προτιμούσα σαφώς τα βιβλία της Ένιντ Μπλάιτον[3] παρά τα βιβλία που μου χάριζε εκείνος.
Όταν ήμουν εννιά ετών, μου έδωσε ένα απίστευτα δύσκολο ακαδημαϊκό βιβλίο: μου αγόρασε τη Μαρία Θηρεσία του Κ. A. Roider, όταν αποφάσισε πως η εν λόγω αυτοκράτειρα θα ήταν τέλεια για τη σχολική μου εργασία με θέμα «Σημαντικές γυναίκες της Ιστορίας». Είχε εκδοθεί από τον Prentice Hall[4] στη σειρά «Βιογραφίες Σημαντικών Ανθρώπων»: καμία σχέση με τα βιβλιαράκια του Puffin.[5] Καθώς κρατώ το καλοπροαίρετο αυτό δώρο στα ενήλικα πια χέρια μου, θυμάμαι με ανατριχιαστική ακρίβεια το πόσο ηλίθια και άχρηστη ένιωσα τότε.
Δεν ήταν το είδος του γονιού που ταΐζει με το ζόρι τα παιδιά του με Μεγάλα Έργα: μας διάβαζε όλους τους Τεν Τεν ας πούμε και, όταν έκανε τον κάπτεν Χάντοκ φωνάζοντας «Μα τις χίλιες μέδουσες!» φαινόταν να το διασκεδάζει τουλάχιστον όσο κι εμείς που τον ακούγαμε. Ωστόσο, νομίζω ότι ξεχνούσε πολλές φορές πως δεν ήμασταν τίποτα υψηλόφρονες λόγιοι, αλλά συνηθισμένα παιδιά. Στα λίγα λόγια που είπε ο αδελφός μου ο Άντυ στην κηδεία του μπαμπά, θύμισε πόσο ντρεπόμασταν, σαν παιδιά, όταν «όλοι οι φίλοι μας είχαν αθλητικούς, όμορφους, καλοντυμένους νεαρούς μπαμπάδες, ενώ ο δικός μας δρασκέλιζε το κατώφλι της αίθουσας συγκεντρώσεων, ζωντανό αρχέτυπο αφηρημένου καθηγητή, με αραιά γκρίζα μαλλιά, χοντρά γυαλιά και το ακαδημαϊκό του σακίδιο κρεμασμένο στην πλάτη».
Τη μέρα του γάμου μου με συνόδευσε στο ληξιαρχείο του Μέριλμποουν, κρατώντας ιπποτικά την ομπρέλα του για να με προστατεύσει από τη λονδρέζικη βροχή. Εγώ φορούσα μπλε οργάντζα, πράσινο ιριδίζον μετάξι κι ένα κόσμημα της μητέρας μου. Εκείνος φορούσε ένα κοστούμι, κρυμμένο κάτω από το καθημερινό του αδιάβροχο, και το σακίδιό του, το οποίο εννοείται ότι περιείχε κάτι για διάβασμα. Τον σκέφτομαι πάλι, τώρα, μια ψηλή φιγούρα που περπατούσε δρασκελίζοντας τον δρόμο με τα μαλακά καφέ παπούτσια του και τη γραβάτα του να χοροπηδάει, να μιλά κουνώντας τα χέρια του, ικανός να προκαλέσει αφόρητη ένταση και δυνατά γέλια σε μία και μόνη συζήτηση. Τον σκέφτομαι, αυτόν και τα βιβλία του: ήταν έτοιμος για όλα, σίγουρος ότι υπάρχει πάντα, κάθε λεπτό, κάτι ενδιαφέρον να ανακαλύψει.

 
Το κείμενο της Julia Hobsbawm με τίτλο «Remembering Dad» δημοσιεύθηκε στους «Financial Times» στις 19.4.2013. Εδώ δημοσιεύονται αποσπάσματα.

μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου

[1]    Το περίφημο Hay Festival ξεκίνησε το 1988 ως φεστιβάλ λογοτεχνίας, ενώ τα επόμενα περιέλαβε και συναυλίες, κινηματογραφικές προβολές κ.ά. Λαμβάνει χώρα κάθε καλοκαίρι στην ουαλική πόλη Hay-on-Wye, βόρεια του Κάρντιφ. (Σ.τ.Μ.)   .
[2]   Το RocknRoll (2006) ξεκινά από τη σχέση που αναπτύσσεται, μετά την Άνοιξη της Πράγας, ανάμεσα σε έναν νεαρό Τσέχο υποψήφιο διδάκτορα του Κέμπριτζ, που αγαπά το ροκ και αποστρέφεται το σοσιαλιστικό καθεστώς της πατρίδας του, και στον μαρξιστή καθηγητή του, που εξακολουθεί να πιστεύει στον υπαρκτό σοσιαλισμό. (Σ.τ.Μ.)
[3]   Enid Blyton (1897-1968): Αγγλίδα συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Η διασημότερη σειρά βιβλίων της ήταν Τα Πέντε Λαγωνικά. (Σ.τ.Μ.)
[4]   Αμερικανικός οίκος που ειδικεύεται στα εκπαιδευτικά βιβλία. (Σ.τ.Μ.)
[5]   Βρετανικός οίκος παιδικών και εικονογραφημένων βιβλίων. (Σ.τ.Μ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων