Φέτος, παππού, πέρασα τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής μου. Τι ατμόσφαιρα ήταν αυτή, τι μαυρίλα, τι καταχνιά, παίζαμε μέρα- νύχτα κρυφτό παντού, χωρίς να ψάχνουμε για γωνιές και δέντρα να κρυφτούμε. Μεγάλο βάσανο οι γωνιές και τα δέντρα, παππού, σ' το λέω να το ξέρεις. Και μετά φτύναμε μέσα σε κάτι κυπελλάκια και τα πηγαίναμε στο Γενικό Χημείο του Κράτους, για να δούμε ποιανού το σάλιο είναι πιο μολυσμένο. Τους έσκισα, παππού, στα 342 μικρογραμμάρια είχε φτάσει η αιθάλη στο σάλιο μου, ανέπνεα και ψοφάγανε οι μύγες σε περίμετρο δέκα μέτρων. Το πιο ωραίο παιχνίδι όμως, παππού, είναι το «Βρες το ζαντολάστιχο». Κάθεσαι έξω από τη μονοκατοικία και προσπαθείς να βρεις από τη μυρωδιά τι μάρκα είναι τα λάστιχα που καίει στο τζάκι ο ιδιοκτήτης. Πιρέλι, λέει ο ένας, Γκουντγίερ, λέει ο άλλος, Κοντινένταλ, φωνάζει ο τρίτος, ώσπου κάποια στιγμή σου έρχεται στο κεφάλι το λάστιχο μαζί με τη ζάντα και το παιχνίδι τελειώνει απότομα.
Φέτος τα Χριστούγεννα, παππού, γνώρισα πολύ κόσμο, χιλιάδες ανθρώπους στις ουρές των εφοριών, των τραπεζών, της τροχαίας, που με έσερνε ο μπαμπάς μου. Καλός κόσμος, παππού, θρησκευόμενοι άνθρωποι, με τον Χριστό και την Παναγία στο στόμα ήταν όση ώρα περίμεναν στην ουρά. Κι όταν τελείωναν με τον Κύριό μας και τη μαμά του, πιάνανε τους αγίους, τον Σουλπίκιο, τον Αββακούμ, τον Γαμαλιήλ. Πόσους αγίους έχουμε, μπαμπά; Δεν ξέρω παιδί μου, αλλά αν μείνει κι άλλο στο υπουργείο ο Στουρνάρας, θα χρειαστούμε νέο εορτολόγιο.
Αυτός ο κ. Στουρνάρας είχε την τιμητική του στις ουρές, «που να καίγεται αιωνίως στις θερμαινόμενες πισίνες της κόλασης», άκουγες να λένε γι' αυτόν οι θρησκευόμενοι. Τι είναι, μπαμπά, οι θερμαινόμενες πισίνες; Είναι σούπες με πλουσίους, παιδί μου.
Αυτό που φχαριστήθηκα περισσότερο, παππού, ήταν η Λευκή Νύχτα, αν και δεν κατάλαβα πώς γίνεται να είναι λευκές οι νύχτες, όταν οι μέρες είναι κατάμαυρες. Τέλος πάντων, το βράδυ του Σαββάτου φορέσαμε τα ρούχα που είχαμε κλέψει το προηγούμενο βράδυ από τα δέντρα του Καμίνη -εγώ η ψωνάρα βούτηξα το μπολερό μιας λεύκας, μπας και με κάνει τραγούδι ο Μικρούτσικος-, πήραμε κάστανα και μαλλί της γριάς και ξεχυθήκαμε στην Ερμού. Κοίτα, ρε, τους δημόσιους υπάλληλους στα μαγαζιά, δουλεύουν μέχρι τις έντεκα οι κηφήνες, καλά να πάθουν, να γίνουν επιτέλους άνθρωποι, φώναζε ο μπαμπάς μου. Μα δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, μπαμπά. Όποιος έχει δουλειά τη σήμερον ημέρα είναι δημόσιος υπάλληλος, τελεία και παύλα. Εσύ, μπαμπά, τι δουλειά κάνεις; Εγώ, παιδί μου, είμαι ΠΑΣΟΚ.
Μετά αγκαλιαστήκαμε όλοι μαζί, παππού, και ψάλαμε αδερφωμένοι την «Άγια Νύχτα»: Άγια Νύχτα σε προσμένουν / με Καρά οι χριστιανοί / και με Μπίστη ανυμνούμε / τον Θεό δοξολογούμε / μ' ένα πτώμα μια φωνή / ναι, με μια φωνή»
Καλή χρονιά.