Θυμάμαι ένα σκίτσο του Κέινς με τους τρεις ηγέτες των νικητών που επέβαλαν τη συμφωνία των Βερσαλλιών στη Γερμανία το 1019. Ουίλσον (ΗΠΑ), Λόιδ Τζορτζ (Βρετανία) και Κλεμανσό (Γαλλία), υπό την μέθη του νικητή, απαιτούσαν να πληρώσει η Γερμανία τις υπέρογκες πολεμικές επανορθώσεις 24 δισ. λιρών. Απέναντί τους ο Κέινς να τους καταχεριάζει λέγοντάς τους ότι είναι τυφλοί, ότι θέλουν να συντρίψουν τη Γερμανία και ότι είναι δέσμιοι της κοινής γνώμης. "Αν θέλουμε να αρμέξουμε τη Γερμανία, πρέπει να μην την καταστρέψουμε", έλεγε ο Κέινς στο μνημειώδες έργο του "Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης" και αντιπρότεινε αντί επανορθώσεων ύψους 24 δισ. λιρών αποζημιώσεις 2 δισ. Η ιστορία είναι γνωστή: οι τρεις ηγέτες αγνόησαν την πρόταση του Κέινς και ουσιαστικά προετοίμασαν το έδαφος για τον επόμενο μεγάλο πόλεμο που αιματοκύλησε την Ευρώπη.
Σήμερα, η άποψη την οποία εξέφρασε τότε ο Κέινς θεωρείται αυτονόητη, αλλά... στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα. Έτσι συμβαίνει με τις απόψεις που φαίνονται αιρετικές, υπό το βάρος της συγκυρίας, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο ρεαλιστικές από αυτές που τελικά εφαρμόζονται, αδιαφορώντας, πολλές φορές, για τις πιθανές δραματικές επιπτώσεις. Το μέλλον, όμως, ανήκει σ' αυτούς που το διαμορφώνουν, όχι σ' αυτούς που σύρονται από τις εξελίξεις.
Γιατί θυμήθηκα εκείνη την εικόνα του Κέινς; Επειδή η πορεία της Ευρωζώνης τα τελευταία χρόνια, κάτω από την ηγεμονία της Γερμανίας, έχει αναλογίες με την καταστροφική συμφωνία των Βερσαλλιών, ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου.
Η ανεργία έχει ξεπεράσει κάθε αρνητικό ιστορικό προηγούμενο, ενώ η απασχόληση, η εργασία καλύτερα, όφειλε να ήταν στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής στρατηγικής. Ο τιμωρητικός προτεσταντισμός -ιδού η αναλογία με τις Βερσαλλίες- επιβάλλει μια πολιτική επεκτατικής λιτότητας στους αμέριμνους "τζίτζικες" του Νότου. Η στρατηγική της Μέρκελ τορπιλίζει τη συνοχή της Ευρωζώνης, τροφοδοτεί την αναβίωση του εθνικισμού, υποβαθμίζει τα κοινωνικά δικαιώματα και τελικά αφυδατώνει την ίδια τη δημοκρατική διαδικασία μεγεθύνοντας την κρίση νομιμοποίησης.
Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο αναλαμβάνει η Ελλάδα την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης. Η πολιτική δεν καθορίζεται από την προεδρία, αλλά από το Βερολίνο, λιγότερο από το Παρίσι και ακόμη λιγότερο από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Το θέμα, όμως, είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν δείχνει καν διάθεση διαφοροποίησης, δεν θέλει δηλαδή αλλαγή στρατηγικής. Προσδένει τη χώρα και τις όποιες εξελίξεις για το ενδεχόμενο απομείωσης του χρέους στη Μέρκελ, ενώ η ίδια η κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου με την πολιτική της στο εσωτερικό αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής της καταστροφικής λιτότητας. Αποδέχεται τη λογική του πειραματόζωου στα θεμελιώδη και επιχειρεί να διαφοροποιηθεί στον τρόπο και την ένταση εφαρμογής αυτής της πολιτικής. Υπό αυτήν την έννοια, η ελληνική προεδρία αναμένεται να είναι τυπική και να αρκεστεί στην επικοινωνιακή διάσταση της υπόθεσης.